Κάλπη-κες Ιστορίες: Φρουρός στο εκλογικό τμήμα Καλής Κώμης

Κάλπη-κες Ιστορίες: Φρουρός στο εκλογικό τμήμα Καλής Κώμης

Τα εκλογικά τμήματα που τα φύλασσε ο στρατός και το καφενείο, που ήξερε από πριν το αποτέλεσμα των εκλογών. Ο Γιάννης Φιλέρης γράφει για τις εκλογές του 1989

Του Γιάννη Φιλέρη

Κι όμως, κάποτε, τα εκλογικά τμήματα στην Ελλάδα τα φρουρούσε ο Στρατός. Κατάλοιπο άλλων εποχών, ώστε στη θέα του ένοπλου στρατιώτη να χαμήλωναν τα πάθη. Μπορεί και να αυξανόταν ο φόβος, για το τι θα έβγαζε η κάλπη. Δεν έχετε ακούσει ότι ενίοτε στην Ελλάδα έχουν ψηφίσει και τα δέντρα;

Ξεφύγαμε, ωστόσο. Το 1989, ως νεοσύλλεκτος στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Πυροβολικού στη Θήβα,  η πατρίδα με έστειλε στα χωριά της Αργιθέας, σε μια περιπέτεια που μου δίνεται η ευκαιρία να τη διηγηθώ μετά από 25 χρόνια.

Παρένθεση, ή μάλλον πρόλογος. Το 1989 (ή αλλιώς “βρώμικο 89”) ήταν το έτος των μεγάλων πολιτικών αλλαγών στην Ελλάδα, καθώς η αριστερά έφτασε να κυβερνήσει μαζί με τη δεξιά, για να περιθωριοποιηθεί το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου. Η οσμή του σκανδάλου Κοσκωτά … λιάνιζε τη χώρα.

Αφού τον Ιούνιο του ίδιου έτους, με ντρίπλα πίσω από την πλάτη, ξεπέρασα τον σκόπελο του στρατολογικού γραφείου στο Ρουφ, για να πάω στο Ευρωμπάσκετ του Ζάγκρεμπ, τον Σεπτέμβριο σα να μην είχε συμβεί τίποτε,  παρουσιάστηκα κανονικά για να πάρω το χειρόγραφο Φύλλο Πορείας με προορισμό το ΚΕΠΒ και την 4η μοίρα νεοσυλλέκτων.

Κι εκεί αφού έλιωσε το χέρι μου να γράφω τις στρατιωτικές ταυτότητες, αποφεύγοντας ωστόσο τις ασκήσεις ακριβείας και άλλου είδους αγγαρείες, κάπου στο Νοέμβριο, μάθαμε ότι θα πηγαίναμε να φυλάξουμε σε εκλογικά τμήματα. Εμείς, ήμασταν επιφορτισμένοι με τα χωριά της Αργιθέας. Για νεοσύλλεκτους που είχαν πάρει μόλις την άδεια ορκωμοσίας, το να “δραπετεύσουν” από το αχανές στρατόπεδο της Θήβας, έμοιαζε με μια μικρή ευκαιρία να ξεφύγουμε από τη ρουτίνα. Το “κάντε σειρές”, ή περίφημη στρατιωτική ορολογία του στυλ άνχης, ανθύπας κλπ, ήδη διαστρέβλωναν τη λογική μας.

 

Αλλά το να ταξιδέψεις με τον ελληνικό στρατό στην Αργιθέα, δεν ήταν καθόλου εύκολο. Δεν πήγαινες, άλλωστε, μόνος σου. Ο νεοσύλλεκτος οπλίτης, είχε ως συνοδό ένα υποψήφιο βαθμοφόρο, που έπαιζε τον ρόλο του αρχιφύλακα. Δεν πήγαινες και … ξεκούραστος. Φορούσες την φαιοπράσινη στολή αγγαρείας (μιλάμε για …παλιούς, όχι αστεία, σειρά 202 άλλωστε), έπαιρνες μαζί σου εκείνη της εξόδου, που έπρεπε να φορέσεις την Κυριακή των εκλογών και μαζί είχες τον … ωραιότατο στρατιωτικό σάκο (ή απλά λουκάνικο), το όπλο σου και ένα πακέτο με ξηρά τροφή. Σχεδόν κομάντο…

Από τη Θήβα, μέχρι το Μουζάκι, τον πρώτο μας σταθμό, η απόσταση δεν είναι μεγάλη. Όχι, όμως, για τον ελληνικό στρατό. Για ένα περίεργο λόγο επιβιβαστήκαμε σε τρένο, που έμοιαζε με τον Μουντζούρη, μέχρι να φτάσουμε είχαμε καπνίσει τρία πακέτα τσιγάρα αλλά και συνειδητοποιήσει τι ακριβώς μου είχε πει η μάνα στο τηλέφωνο. Μόλις είχε φύγει από τη ζωή, ένας από τους καλύτερους φίλους του πατέρα. Η ζωή, ωστόσο, έπρεπε να συνεχιστεί. Δεν είχαμε και πολλά περιθώρια.

Στο Δημοτικό Σχολείο, στο Μουζάκι, οι ανέσεις ήταν τεράστιες. Ολόκληρο το …σχολείο, ήταν δικό μας. Στην αφελή ερώτηση “που θα κοιμηθούμε” ένας αξιωματικός, με κοίταξε επιτιμητικά και μου έδειξε τα θρανία. Κοιμηθήκαμε, τρόπος του λέγειν. Απλά κλείσαμε τα μάτια, για να τα ανοίξουμε πρωί-πρωί, καθώς ήδη είχαν βάλει μπροστά τα λεωφορεία που θα μας μετέφεραν στους τελικούς τόπους προορισμού μας. Το κρύο νερό, από τις τουαλέτες του σχολείου, δε βοηθούσε στο ξύρισμα, αλλά έτσι κι αλλιώς όπως βιάζονταν όλοι, μέσα στην παγωνιά, δεν έδινε κανείς σημασία. Με τον Κώστα, τον αρχιφύλακα, μπήκαμε στο λεωφορείο έχοντας στα χέρια μας το χαρτί με το όνομα του προορισμού μας: Καλή Κώμη.

Όταν λέμε χωριά Αργιθέας, εννοούμε μια ανάβαση από το Μουζάκι στα βουνά. Τζουμέρκα δεν είναι εκεί; Μάλλον. Δεν ξέρω πως είναι τώρα η διαδρομή, εμένα τότε μου φαινόταν σα να είχα μπει σε ταινία του Φίνου, με τα περίφημα λεωφορεία της γραμμής που σάρωναν την ελληνική περιφέρεια. Το δικό μας, σάρωσε την ανηφόρα. Ανέβηκε και κατέβηκε, μπαίνοντας στην Αργιθέα, με τον οδηγό -σε κάποια στιγμή- να φωνάζει: Για Αργιθέα, εδώ.

“Που εδώ;” ρωτάμε με ένα στόμα, ο Κώστας κι εγώ. “Εδώ” αποφαίνεται σοβαρότατα ο οδηγός που μας δείχνει και τον πλάτανο. “Η Καλή Κώμη, είναι από κει. Τρία χιλιόμετρα. Όλο και κάποιος θα περάσει. Κάντε του σήμα να σταματήσει…”

Πλάκα δεν μας έκανε. Πήραμε τα λουκάνικα, μια βαθιά ανάσα και ανεβήκαμε στο πεζούλι του πλάτανου. “Όλο και κάποιος θα περάσει…”

Μετά από κάνα μισάωρο, φάνηκαν τρία αυτοκίνητα στον ορίζοντα. Ο Κώστας σηκώθηκε να κάνει το ωτοστόπ, αλλά καθώς η πομπή πλησίαζε, μια νεκροφόρα δέσποζε μπροστά-μπροστά. “Κηδεία…” μουρμούρισα. Ο Κώστας, ήταν αρκετά σώφρων να κατεβάσει το χέρι. Το ανέβασε στην επόμενη ώρα, όταν πέρασε ένα αγροτικό. Είπαμε “Καλή Κώμη” έγνεψε καταφατικά, πηδήξαμε στην καρότσα και τραβήξαμε, επιτέλους, για τον προορισμό μας.

Φτάσαμε γύρω στο μεσημεράκι. Έπρεπε να βρούμε τις αρχές, για να δείξουμε τους διορισμούς μας και φυσικά να … καταλάβουμε το σχολείο, δηλαδή το εκλογικό τμήμα, που από το πρωί της Κυριακής έπρεπε να το φυλάττουμε σαν τα μάτια μας.

Η Καλή Κώμη, αγέρωχη στη μέση του πουθενά. Σε περίπου 600 μέτρα υψόμετρο. Ένα ωραίο ορεινό χωριό. Είχε αρχίσει να πιάνει, πάλι, η παγωνιά. Μπήκαμε στο πρώτο καφενείο, από τα δυο του χωριού. Ήταν του …ΠΑΣΟΚ. Μια ζεστή φασολάδα, ελιές, κρασί και άλλα εδέσματα, μας έφεραν γρήγορα στα ίσια μας, με τους ανθρώπους να μας καθησυχάζουν: “Παλικάρια, θα τελειώσετε γρήγορα. Εδώ τις ψήφους τις ξέρουμε από πριν. Θα πάρει 65 η ΝΔ, 40 το ΠΑΣΟΚ, 15 το ΚΚΕ (ο Συνασπισμός κατέβαινε, αλλά δεν έχει σημασία) και παίζουν τι θα ρίξετε εσείς στην κάλπη.

Το ίδιο ακριβώς μας επανέλαβαν και στο καφενείο της … Νέας Δημοκρατίας, το οποίο επισκεφτήκαμε δυο-τρεις ώρες αργότερα, για το βραδυνό μας: Ωραιότατες μπριζόλες, στα κάρβουνα…

Έχοντας ήδη συνεννοηθεί με την δικαστική αντιπρόσωπο, δώσαμε ραντεβού πρωί-πρωί στο σχολείο, για τα υπόλοιπα. Εμείς απόλυτα χορτασμένοι, πήγαμε από το βράδυ. Οι σόμπες είχαν ζεστάνει τον χώρο. Οι βελέντζες το ίδιο. Δε θυμάμαι να έχω κάνει πολλούς καλύτερους ύπνους στη ζωή μου.

Κοιμηθήκαμε σαν πουλάκια. Και στις 6 το πρωί, ήμασταν ήδη όρθιοι. Μαζέψαμε τις βελέντζες, πλυθήκαμε και έπρεπε να ντυθούμε. Ο Κώστας ήταν έτοιμος πρώτος. Εγώ όμως; Το αριστερό μπατζάκι του παντελονιού δεν έμπαινε, όχι στο πόδι μου, αλλά ούτε και στο χέρι μου. Το πουκάμισο μικρό, το αμπέχωνο, επίσης.

Μα τι είχα κάνει; Το κατάλαβα αργότερα. Στην τριπλή κουκέτα που κοιμόμασταν στο θάλαμο του ΚΕΠΒ, πήρα την στολή του από κάτω μου. Που είχε ύψος 1.50 και ζύγιζε, δεν ζύγιζε 40 κιλά. Σαράντα πόντους ψηλότερους και 60 κιλά βαρύτερος, ίσως να νιώθετε το δράμα μου.

Κοίταξα τον Κώστα απορημένος: “Τι κάνουμε τώρα;” Η απάντηση ήταν η μόνη λογική που μπορούσε να έρθει εκείνη την ώρα: “Ε, τι θα κάνουμε; Θα φυλάξεις με την στολή αγγαρείας. Λίγοι θα το καταλάβουν. Κανείς δεν θα μας ελέγξει εδώ. Εκτός αν είμαστε τόσο άτυχοι και βρεθεί στην Καλή Κώμη ο επόπτης…”

Σιγά, μην είχε άδικο. Με την στολή αγγαρείας, άλλωστε, ήταν και πιο επιβλητικά. Κι ας έμοιαζε παράταιρη η ξιφολόγχη. Γύρω στις 3μμ, ένας από τους γέροντες του χωριού, αφού έφερε το απαραίτητο …φαγητό, ειδοποίησε την δικαστική αντιπρόσωπο: “Κούκλα μου, μπορείς να το κλείσεις. Δεν θα έρθει άλλος”.

Η κούκλα χαμογέλασε, αλλά δεν … το έκλεισε. Δεν μπορούσε να κάνει και διαφορετικά. Είπαμε, να φυλάξω εγώ με τη φαιοπράσινη, μη το ξεφτιλίσουμε ολότελα. Όταν έπεσε ο ήλιος, όμως, όλα είχαν τελειώσει. Κλείσαμε την πόρτα και βοηθήσαμε στην περισυλλογή των ψήφων. Δεν ήταν δύσκολο. Η αντιπρόσωπος μαζί με τη Γραμματέα δεν έκαναν περισσότερο από δυο ώρες μέχρι να μετρήσουν τις ψήφους, τους σταυρούς και να βγάλουν το αποτέλεσμα. Ήταν όπως τα … είχαν πει

ΝΔ: 65, ΠΑΣΟΚ: 40 και μετά οι δικές μας ψήφοι…

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα