Debate: Γιατί αφού κανείς δεν το θέλει, επιμένουν σε αυτό το τηλεοπτικό προϊόν-παρωδία;

Debate: Γιατί αφού κανείς δεν το θέλει, επιμένουν σε αυτό το τηλεοπτικό προϊόν-παρωδία;

Δημοσιογράφοι και πολιτικοί αποφάσισαν για μια ακόμη φορά να "παίξουν" σε ένα παιχνίδι που παριστάνουν πως δεν τους αρέσει, για να ζητήσουν μετά την απομάκρυνση από το ταμείο να αλλάξουν οι κανόνες του και τελικά να αφήσουν τους τηλεθεατές με μια γεύση ακατάσχετης υπνηλίας και πλήξης

Αν το debate ήταν άνθρωπος θα έπρεπε μετά από έξι χρόνια απουσίας από την ελληνική τηλεοπτική πραγματικότητα – κατά τη διάρκεια των οποίων κληθήκαμε να ψηφίσουμε για το μέλλον μας τουλάχιστον τέσσερις φορές – να αναφωνήσουμε “μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε”. Αντ’ αυτού, μετά το τέλος αυτού του τηλεοπτικού μαρτυρίου, μάλλον αποκτήσαμε όντως “μαύρα μάτια”, απόγνωσης, απογοήτευσης και κούρασης. Αν μιλήσουμε με όρους τηλεόρασης, η τηλεμαχία ήταν βαρετή, υπερβολικά μεγάλη σε διάρκεια, μονότονη και κακοφτιαγμένη. Άσε που ήταν η πρώτη φορά που κάθε τηλεθεατής που κατόρθωσε να δει όλη την εκπομπή παρακαλούσε μάταια για μια διακοπή για διαφημίσεις.

Για να μην μείνουμε στα προφανή όμως, θα πρέπει να παρατηρήσουμε πως όλοι οι παίκτες αυτού του παιχνιδιού είναι υπεύθυνοι για ένα αποτέλεσμα που ούτε ως θέαμα συγκινεί, ούτε πληροφορεί, ούτε και φυσικά βοηθά σε αυτό που είναι και ο σκοπός του. Να βοηθήσει δηλαδή κάποιον πολίτη να αποφασίσει τι θα ρίξει στη ρημάδα την κάλπη.

Το “μνημόνιο” της τηλεμαχίας

Πριν αρχίσουμε όμως να πυροβολούμε την κρατική τηλεόραση, ίσως πρέπει να διαπιστώσουμε μια πικρή πραγματικότητα. Η πολιτική ζωή αυτής της χώρας έχει συνηθίσει να κάνει πράξη μόνο πράγματα τα οποία όπως δηλώνει δεν θέλει, δεν επιθυμεί και είναι υποχρεωμένη να ακολουθήσει, αν και δεν αποτελούν την πραγματική της επιλογή και παράλληλα έχει μάθει να μην κάνει πράξη, όλα όσα έχει δηλώσει με περηφάνια πως θα ήθελε να εφαρμόσει.

Όπως η πλειονότητα των πολιτικών αρχηγών (πλην ΚΚΕ και ΛΑ.Ε. εν προκειμένω) δηλώνει όπου σταθεί και όπου βρεθεί πως το μνημόνιο είναι άδικο, φέρνει δυσβάσταχτα μέτρα, επιβάλει πολιτικές που σε άλλη περίπτωση δεν θα εφαρμόζονταν, αλλά παράλληλα παραδέχεται πως είναι μοναδική επιλογή για να σωθεί η χώρα, έτσι και με τη διεξαγωγή του debate, υλοποιούν κάτι για το οποίο στη συνέχεια έρχονται να δηλώσουν πως δεν το εγκρίνουν. Ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας κ. Μεϊμαράκης για παράδειγμα, παραπονέθηκε δις κατά τη διάρκεια του debate, ότι δεν βοηθά να μην υπάρχει διάλογος, ενώ προσπάθησε με το αλέγκρο ταμπεραμέντο του να ανάψει τα αίματα, μιλώντας, με περισσή παρά ταύτα αγένεια, την ώρα που το λόγο είχε η κυρία Γεννηματά. Ή αντίστοιχα ο Σταύρος Θεοδωράκης που μετά από τρεις ώρες μετάδοσης, βγήκε από το στούντιο της ΕΡΤ για να μας δηλώσει πόσο κακό ήταν αυτό στο οποίο είχε μόλις συμπράξει.

Και στο σημείο αυτό έρχεται κανείς να αναρωτηθεί. Τι από όλα αυτά είναι παρωδία; Το γεγονός ότι διαμαρτύρονται για κάτι στο οποίο συμμετέχουν με τη θέλησή τους ή πως για αυτή τη φαρσοκωμωδία που ονομάζουμε debate αποφάσισαν από κοινού όλοι τους, μέσω των εκπρόσωπων των κομμάτων στη διακομματική; Πώς ακριβώς διαχώρισαν τη θέση τους και ποιος από όλους, αν τουλάχιστον οι κκ. Μεϊμαράκης, Λαφαζάνης, Θεοδωράκης και Κουτσούμπας διαφωνούσαν, κατάφερε να επιβάλει τη γνώμη του και να γίνει το debate και πάλι με τον ίδιο και απαράλλαχτο τρόπο που δεν μας άρεσε στο παρελθόν;

Η επικοινωνία της δεκάρας και τα επιτελεία των εκατομμυρίων

Οι αρχηγοί των κομμάτων που παρακολουθήσαμε εχτές να κάνουν διαλόγους καφενείου, να διαμαρτύρονται πως δεν προάγεται ο διάλογος και όμως στη μόνη ευκαιρία που είχαν να απευθυνθούν σε κάποιον αντίπαλό τους να εξακολουθούν αξιολάτρευτους πολιτικούς μονολόγους, διαθέτουν ικανότατα επικοινωνιακά επιτελεία. Ξοδεύουν χιλιάδες – αν όχι εκατομμύρια – ευρώ σε επικοινωνιακές καμπάνιες και επικοινωνιακές τακτικές. Κι όμως, θέλουν ειλικρινά να πιστέψουμε πως αυτό είναι ότι καλύτερο μπορούν να σκεφτούν, όταν κάθονται από κοινού να αποφασίσουν πώς θα διεξαχθεί μια τηλεμαχία.

Αλλά, ακόμη κι αν δεχτούμε πως τα επίπεδα φαντασίας, δημιουργικότητας και οργανωτικότητας των σημαντικότερων πολιτικών κομμάτων της χώρας εξαντλούνται στο να συμφωνήσουν πόσα δευτερόλεπτα θα μιλήσει κάθε αρχηγός ανά ερώτηση, υπάρχει και μια άλλη σημαντικότατη απορία. Από που και ως που, θα έπρεπε να είναι οι εκπρόσωποι των κομμάτων που βάζουν τους όρους της τηλεμαχίας; Μήπως αυτό είναι μια δουλειά που οφείλουν να εμπιστευθούν σε εκείνους που κάνουν το επάγγελμα του δημοσιογράφου; Γιατί να μην πονηρευτεί κανείς εύλογα και να σκεφτεί πως η “σούπα” που βλέπουμε κάθε φορά σε τέτοιες εκπομπές είναι μια πολύ ωραία πρόφαση των κομμάτων, ώστε η “μπάλα να πάει και πάλι στην εξέδρα”, όπως τους αρέσει να λένε.

Συνένοχοι είμαστε όλοι στην τρέλα

Από την άλλη, το debate που είδαμε ήταν ένα ακόμη αποφασιστικό πλήγμα στην πληγωμένη φήμη της τηλεόρασης. Το πιο δημοφιλές και δυνατό μέσο μαζικής ενημέρωσης έχει τα τελευταία χρόνια υποστεί σοβαρά πλήγματα αξιοπιστίας και σοβαρότητας. Η τηλεθέαση το τελευταίο διάστημα και παρά τις έντονες πολιτικές εξελίξεις μπορεί εν μέρη να το επιβεβαιώσει. Σε κάθε περίπτωση, η δυσαρέσκεια του κόσμου για την τηλεόραση γενικά και τα δελτία ειδήσεων και τις ενημερωτικές εκπομπές ειδικότερα, είναι προφανής.

Ξεκινώντας το debate, η Μαρία Χούκλη σημείωσε πολύ σωστά, πως θα έπρεπε να είναι οι δημοσιογράφοι που θέτουν τους όρους και βάζουν το πλαίσιο και όχι η διακομματική. Δυστυχώς όμως και οι συνάδελφοι επιλέγουν την ίδια τακτική με του πολιτικούς που έχουν απέναντί τους. Συνδράμουν σε μια φόρμα εκπομπής που δεν πιστεύουν, για να βγουν με το γνωστό καταγγελτικό ύφος τους την επομένη να δηλώσουν τη λύπη τους γιατί για μια ακόμη φορά δεν προσέφεραν οι πολιτικοί απαντήσεις στους τηλεθεατές. Ποιος είναι ο λόγος όμως που συναινούν; Γιατί δεν επέλεξαν όλοι τους να μην πάρουν μέρος στην παρωδία, δηλώνοντας έτσι και τη διαφωνία τους; Ίσως για τον ίδιο λόγο που όπως φαίνεται, παρακαλάνε για έναν τηλεκαβγά στα παράθυρα των εκπομπών τους, περισσότερο από όσο θα επιθυμούσαν ίσως μια ξεκάθαρη και ειλικρινή απάντηση από το στόμα των καλεσμένων τους, πολιτικών.

Τέλος, ήταν εξίσου ανούσιες, για να μην τις χαρακτηρίσω υποκριτικές, οι υποδείξεις των παρισταμένων δημοσιογράφων στο συντονιστή της βραδιάς Πάνο Χαρίτο και στην ΕΡΤ. Ζητούσαν από την κάμερα να ακολουθεί την κοκορομαχία Μεϊμαράκη-Καμμένου, την ώρα που το πλαίσιο της εκπομπής όπως είχε συμφωνηθεί από όλους, απαγόρευε τη μετακίνηση του πλάνου από το άτομο που έχει το λόγο, την πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ στην συγκεκριμένη περίπτωση.

Ο “αδικημένος”, η επαναστάτρια και οι καλοί μαθητές

Πρέπει όμως να σταθούμε ιδιαίτερα και στη συμπεριφορά ορισμένων δημοσιογράφων του πάνελ. O αγαπητός Μάκης Γιομπαζολιάς αποτέλεσε μια από τις πιο ευχάριστες νότες της βραδιάς. Εκτός από το γεγονός πως εκπροσωπούσε για πρώτη φορά τον τηλεοπτικό σταθμό Ε, έ μοιαζε άμαθος στο “παιχνίδι”, πλατίαζε ιδιαίτερα και στο τέλος δεν προλάβαινε να κάνει την ερώτησή του. Το εντυπωσιακό εδώ είναι πως οι πολιτικοί στους οποίους απευθυνόταν, κατάφερναν με μοναδική μαεστρία να απαντήσουν σε μια ερώτηση που δεν ετέθη ποτέ. Αν και πρέπει να του καταλογίσουμε απειρία, οφείλουμε επίσης να παραδεχτούμε πως ήταν ο μόνος ιδιαίτερα παθιασμένος που υπερασπίστηκε με σθένος το δικαίωμά του να κάνει το ερώτημά του. Κι ας του έκοβε τον ειρμό ο Πάνος Χαρίτος με το άχαρο “τέλος χρόνου”.

Ο κύριος Γιομπαζολιάς έκανε όμως ένα ακόμη θαύμα. Κατάφερε να σπρώξει την Όλγα Τρέμη έξω από το “πρωτόκολλο” της βραδιάς. Αυτό το debate μπορεί να μην είχε κάτι το πρωτότυπο από πλευράς διαδικασίας, ήταν όμως το πιο επεισοδιακό και φασαριόζικο από όλα. Η έκρηξη της κυρίας Τρέμη που θέλησε να υπερασπιστεί συλλήβδην την ιδιωτική τηλεόραση απέναντι στα λεγόμενα του Αλέξη Τσίπρα για το θέμα της φορολόγησης των ΜΜΕ, προκάλεσε σούσουρο στο πλατό. Στην πραγματικότητα έδωσε την κατάλληλη πάσα στον πρώην πρωθυπουργό να προβάλει το προφίλ του ανθρώπου που συγκρούεται με τα συμφέροντα, ενώ μας άφησε με μια απορία για το τι ακριβώς επεδίωκε η παρουσιάστρια του κεντρικού δελτίου ειδήσεων του MEGA.

Στους υπόλοιπους του πάνελ, τα εύσημα για την τυπικότητα πρέπει να δοθούν στους Μαρία Χούκλη και Αντώνη Σρόιτερ που κράτησαν τους χρόνους διατύπωσης των ερωτημάτων τους στο ακέραιο, κάτι που σε γενικές γραμμές έκαναν και οι κυρίες Ζαχαρέα και Κοσιώνη. Αν και η παρουσιάστρια του ΣΚΑΙ υπέπεσε σε ένα μικρό φάουλ, όταν έχασε τα χαρτιά της και ζήτησε να παγώσει ο χρόνος μέχρι να… ανασυνταχθεί.

Ο Πάνος Χαρίτος και ο άχαρος ρόλος του συντονιστή

Τέλος, πρέπει να αναφερθούμε στον συντονιστή της βραδιά τον Πάνο Χαρίτο. Υποθέτουμε πως ο δημοσιογράφος της ΕΡΤ που βρέθηκε τα περασμένα χρόνια στα πεδία των μαχών ως πολεμικός ανταποκριτής, πρέπει να έχει σαστίσει με την ευκολία που μπορεί να μετατραπεί ένα στούντιο σε εμπόλεμη ζώνη. Δεν έχουν άλλωστε περάσει πολλές ώρες από το απίθανο περιστατικό της αντιδικίας Σκουρλέτη-Κεφαλογιάννη στην βραδινή πολιτική εκπομπή που διηύθηνε στη δημόσια τηλεόραση. Αυτή τη φορά έπρεπε να κατευνάσει τα πνεύματα και να πείσει, εκτός από τους “ατίθασους” πολιτικούς και την Όλγα Τρέμη, από την οποία μάταια προσπαθούσε να αποσπάσει τη σιωπή μετά το περιστατικό με τη… “μύγα” του Αλέξη Τσίπρα.

Πάντως, ο ρόλος του συντονιστή σε αυτά τα debate μοιάζει πιο πολύ με εκείνον ενός διαιτητή-δασκάλου, παρά με εκείνον ενός δημοσιογράφου. Ο κ. Χαρίτος έπρεπε να τηρήσει κατά γράμμα τη διαδικασία και αυτό εν πολλοίς, το έφερε εις πέρας αξιοπρεπώς. Η μόνη του παρέμβαση αφορούσε στη διαδικτυακή συμμετοχή του κόσμου μέσω twitter στη συζήτηση (όπου παρεμπιπτόντως έγινε πάρτι τρολαρίσματος) και η ευχή να ενσωματωθεί κάποια στιγμή και η νέα τεχνολογία στη συζήτηση, επιτρέποντας σε τηλεθεατές να θέτουν εκείνοι τα ερωτήματά τους. Θα προτιμούσαμε βέβαια και εκείνος, όπως και οι υπόλοιποι δημοσιογράφοι που παρίσταντο, αντί να κάνουν διαπιστώσεις να έχουν πιέσει καταστάσεις ώστε να παρουσιάσουν κάτι πιο αξιόλογο και ουσιαστικό.

Χάσαμε τρεις ώρες από τη ζωή μας…

Στο δια ταύτα μπορούμε να πούμε ένα πράγμα. Το debate ήταν απλά ένα χάσιμο χρόνου. Δεν είχε ζωντάνια, ήταν προκάτ και άχαρο και το μόνο που επέτρεπε ήταν να παρακολουθεί κανείς μονολόγους, εν είδη προεκλογικών σποτ των 90 δευτερολέπτων από τους πολιτικούς αρχηγούς. Από την άλλη, ίσως κι εμείς να μοιάζουμε υποκριτές όταν ζητάμε από την τηλεόραση να γίνει ξαφνικά κάτι άλλο από αυτό που είναι. Η τηλεόραση που φιλοξενεί πολιτικούς και τους ρωτά τι προτιμούν στις γυναίκες, “στήθος ή μπούτι;”. Το μέσο που έχει προβάλει σε πανελλήνια μετάδοση τα χαστούκια ενός πολιτικού σε έναν άλλο. Ο δίαυλος επικοινωνίας που έχει κάνει σημαία του και βασικό τρόπο μετάδοσης της είδησης τα τηλεπαράθυρα της βαβούρας. Θα ήταν πιθανότατα ένα ανεξήγητο θαύμα, αυτή η τηλεόραση και αυτοί οι πολιτικοί στα παράθυρα της οποίας “ξεκατινιάζονται”, να κατόρθωναν να παρουσιάσουν ένα άρτιο, ουσιαστικό και αξιοσέβαστο αποτέλεσμα.

*Ο Λευτέρης Σαββίδης είναι δημοσιογράφος. Σπούδασε Επικοινωνία και ΜΜΕ στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και συνέχισε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στην έντυπη δημοσιογραφία στο πανεπιστήμιο Montpellier 1, στο Μονπελιέ της Γαλλίας. Ξεκίνησε να εργάζεται το Δεκέμβριο του 2002 στην τηλεόραση και έκτοτε έχει δουλέψει για τον ημερήσιο, τον περιοδικό και τον ηλεκτρονικό Τύπο. Συνεργάστηκε με τη γαλλική εφημερίδα Humanite ως ανταποκριτής της στην Ελλάδα το 2007, ενώ αρθρογραφούσε και για το περιοδικό Nemecis. Από το Νοέμβριο του 2014 βρίσκεται στην 24 Media και αρθρογραφεί στο NEWS247.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα