Ο Έλληνας Ζήκος περιμένει ακόμα να αρρωστήσει

Ο Έλληνας Ζήκος περιμένει ακόμα να αρρωστήσει

Ο ασπρόμαυρος Ζήκος παίρνει χρώμα, και "ζωντανεύει" ξανά. Ο ΙΚΑς, το όνειρο του μεγαλομπακάλη και ο κάθε "κυρ-Παντελής"

Ο ασπρόμαυρος κινηματογράφος ποτέ δεν ήταν ακριβώς άσπρος και μαύρος, απόλυτος δηλαδή, με γωνίες και αυστηρές γραμμές. Η απουσία (και όχι έλλειψη) χρώματος άφηνε στους καλλιτέχνες τον αέρα και το χώρο να δώσουν τις δικές τους πινελιές, τους αυτοσχεδιασμούς τους, μια παραπάνω από το κανονικό κίνηση στην ερμηνεία τους, σε μια προσπάθεια να σου τραβήξουν την προσοχή. Χωρίς έντονα χρώματα όπως στις 4K τηλεοράσεις που κυκλοφορούν σε σπίτια αλλά και σε κινηματογράφους του εξωτερικού, δεν είναι εύκολο να σε κερδίσει η εικόνα. Θέλει κόπο και ακόμα περισσότερο τρόπο.

Ο Κώστας Χατζηχρήστος είχε τον μοναδικό, πραγματικά αυθεντικό τρόπο για να το πετύχει αυτό στην ταινία με τα πολλά ονόματα, αλλά έναν μόνο κοινό παρανομαστή. Τον Ζήκο. Το θεατρικό σενάριο που βγήκε από το μυαλό και την πένα των Χρήστου και Γιώργου Γιαννακόπουλο με τίτλο “Ο Μπακαλόγατος” πριν περάσει στα σκηνοθετικά χέρια του Ντίνου Κατσουρίδη ως “Της Κακομοίρας”, αποκωδικοποίησε τον μικροαστό Έλληνα με τέτοια σαφήνεια όπου πέρασε στην αιωνιότητα η αντίληψη για τον ΙΚΑ που είχε ο Ζήκος, σε πάρα πολλούς Έλληνες των επόμενων γενεών. “Κάνε υπομονή Ζήκο, θα αρρωστήσεις” του λέει ο μέγιστος Κώστας Δούκας στο ρόλο του κυρ-Παντελή, σε μια εργοδοτική προσπάθεια να πείσει ότι είναι ένα μέτρο που “όλοι το πληρώνουν αυτό”, αλλά ακόμα και ο ίδιος δεν έχει κάποιο πραγματικό επιχείρημα να ρίξει στο τραπέζι του μπακάλικου, για να κρατήσει το κίνητρο του εργαζομένου του ζωντανό.

Μάλιστα, εδώ που τα λέμε, ακόμα και τώρα, μισό αιώνα (54 χρόνια για την ακρίβεια) μετά από την προβολή της ταινίας ο ΙΚΑς αποτελεί τον μπαμπούλα πολλών εργαζομένων. Όλοι ξέρουν ότι υπάρχει, όλοι ξέρουν ότι τρώει εισφορές και χρήματα, αλλά κανείς δεν τον έχει με τα μάτια του ή σίγουρα δεν τον είδε όπως του τον είχαν τάξει. Στις μέρες της Τρόικας βέβαια, των ευνουχισμένων ελληνικών κυβερνήσεων και των παθητικών Ελλήνων, ο ΙΚΑς δεν είναι μόνος του. Προέκυψε ο ΕΦΚΑς, ο ΕΝΦΙΑς και διάφοροι άλλοι. Ο Ζήκος πάντως δεν κατάφερε να γίνει μεγαλο-μπακάλης όπως το αφεντικό του. Παρότι αυτό φαινόταν να έχει ως μωροφιλοδοξία, όπως πολλοί από εμάς που ξυπνάμε με το όνειρο να γίνουμε χαλίφηδες στη θέση του χαλίφη και κοιμόμαστε με την ψευδαίσθηση ότι την επόμενη μέρα, κάτι θα γίνει και θα πιάσουμε την καλή. Είτε τη Φιφίκα, είτε θα γλείψουμε την γιατρέσσα ώστε να μας δώσει μια επιχορήγηση.

“Θα τα στείλω με τον μικρό μόλις μπορέσω” έλεγε ο Ζήκος στη γιατρέσσα, για να δείξει έστω στον εαυτό του ότι είναι κάτι παραπάνω από ένας απλός και ίσως κάτι λιγότερο από υπάλληλος. Με μια ξενοφοβία ή έστω απόσταση προς τις εισαγωγές της εποχής, που όμως παραμένει μέχρι και σήμερα, με την ατάκα “θα είναι αλλοδαπής προελεύσεως γιατί βλέπω κάτι μασκαριλίκια απ’ έξω”. Στο μυαλό του μικροαστού Έλληνα και μάλιστα του επαρχιώτη, οι ελληνικής προέλευσης κονσέρβες ήταν βασισμένες στη σοβαρότητα της ράτσας μας, αλλά όταν έμπαινε στη συζήτηση το ξένο, τότε άρχιζε το μασκάρεμα και το πανηγύρι.

Ο Ζήκος εκείνης της εποχής αλλά και της επόμενης, έκανε υπερτιμολογήσεις, έστω με πενηνταράκια για να βγάλει το μερτικό του (δεν είχε βγει ακόμα η λέξη μίζα). Ο Ζήκος εκείνης της εποχής αλλά και της επόμενης έβλεπε την παιδεία με θαυμασμό, αλλά προτιμούσε να πάει από τον άλλο δρόμο (“16 χρόνια σχολείο, 4 χρόνια για κάθε τάξη, αλλά τι να μάθεις σε 1 χρόνο; Δεν είμαι από αυτούς που πάνε 1 χρόνο και λένε τα έμαθα όλα”. Ο Ζήκος εκείνης της εποχής αλλά και της επόμενης είχε πάντα την ελπίδα μέσα του. “Προσεχώς καλύτερα” απαντούσε “πως είσαι Ζήκο;” γιατί πάντα είχε την ελπίδα ότι όλα θα πάνε καλύτερα, όλα θα φτιάξουν.

Τώρα ο Ζήκος, η ταινία, έγινε έγχρωμη και οι αντιδράσεις είναι αρκετές. Οι κριτικοί κινηματογράφου λένε ότι είναι μια λάθος κίνηση, όπως αυτή που έγινε και με τον Αντωνάκη και τη Ελενίτσα, με τους Κωνσταντίνου και Κοντού. Οι νεότεροι λένε “καλύτερα να τη βλέπουμε με χρώματα”. Όντως, πιο εύκολα θα περάσει στις νέες γενιές ο Μπακαλόγατος. Τα νέα παιδιά δεν μπορούν να σκεφτούν ότι υπάρχει εικόνα χωρίς χρώματα, το μόνο που μπορούν να καταλάβουν είναι τα φίλτρα στο instagram και η πιο άνευρη εικόνα γι’ αυτούς είναι η Slumber και η Nashville. Σε αυτά τα φίλτρα αρχίζει και τελειώνει το ρετρό για εκείνους. Βέβαια, λένε ότι τα έργα τέχνης και ο Ζήκος ήταν ένα τέτοιο και σκηνοθετικά και υποκριτικά, είναι καλύτερα να τα αφήνεις όπως δημιουργήθηκαν. Άντε λίγο φινιρίσμα με ψηφιακή εικόνα υψηλή ευκρίνεια, αλλά ως εκεί. Απόψεις. Σημασία έχει να μην χάνονται. Αν κάποιος θέλει να δει τον Χατζηχρήστο ασπρόμαυρο μπορεί, αν τον θέλει με χρώμα πλέον επίσης θα μπορεί (προσωπικά από την Κάλπικη Λίρα ως το It’s a wonderful life θα τα προτιμώ πάντα ασπρόμαυρα). Όλοι χαρούμενοι, όπως στο τέλος της ταινίας, όπου ο Έλληνας Ζήκος χάνει το κορίτσι, αλλά παίρνει το χειροκρότημα.

Άλλωστε, ανάμεσα στο σουρεαλισμό της ταινίας, το αξεπέραστο κωμικό ταλέντο του Χατζηχρήστου και το όνειρο του κυρ-Παντελή να τον αγαπήσει μια κατά 20 χρόνια μικρότερη του, υπάρχει ο ρεαλισμός της ταινίας, η πραγματικότητα εκείνης αλλά όχι μόνο εκείνης της εποχής, που την αποτυπώνει ο συγγραφέας σε μια μόλις ατάκα. Αυτή του Μανώλη, δια στόματος Νίκου Φέρμα. “Μια χαρά άνθρωπος είναι ο κυρ-Παντελής και πλούσιος δεν λέω. Αλλά έχει στο μυαλό του ότι εμάς μας λείπουν 99 δραχμές για να βάλουμε στην άκρη ένα κατοστάρικο;”.

Εκεί που λέει “κυρ-Παντελής”, βάλτε όποιο όνομα θέλετε.

*Ο Μάνος Μίχαλος είναι Director of Content της 24MEDIA

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα