Όχι σ’ ένα νέο εθνικό διχασμό

Όχι σ’ ένα νέο εθνικό διχασμό

Η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια μιας νέας κρίσης- εθνικής αυτή τη φορά- που θα θέσει σε δοκιμασία το κύρος της χώρας

Αν δεν με απατά η μνήμη μου θα ήταν το 1991, τότε που ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε πει ότι σε δέκα χρόνια θα έχουμε ξεχάσει το «Μακεδονικό».

Πράγματι στη δεκαετία οι περισσότεροι το είχαν ξεχάσει, πλην εκείνων που η δουλειά τους είναι να θυμούνται. Και συνήθως αυτοί που θυμούνται, εν προκειμένω οι διπλωμάτες, θυμούνται πάντα αυτό που πρέπει να ξεχνούν.

Προσφάτως πέραν των διπλωματών θυμήθηκαν όλοι ότι υπάρχει μια… μικρή εκκρεμότητα στα βόρεια σύνορα της χώρας. Τρόπος του λέγειν δηλαδή, αφού από τότε μέχρι σήμερα ο κόσμος (κυριολεκτικά) το είχε τούμπανο κι εμείς κρυφό καμάρι. Και δεν αναφέρομαι μόνο στη μακεδονική σαλάτα, η οποία ειρήσθω εν παρόδω δεν ενοχλεί διόλου όταν σερβίρεται στις ιταλικές τρατορίες, αλλά στη «σαλάτα» που σερβίρουν στην Ελλάδα όταν γουργουρίζουν τα στομάχια των πειναλέων «πατριωτών». Ειλικρινά δεν έχω καταλάβει πως ξαφνικά μετά από 25 χρόνια μας… ήρθε η όρεξη να δοκιμάσουμε ξαναζεσταμένο φαγητό. Και δεν ξέρω γιατί το έχουμε κάνει τόσο… σύνθετο.

Τόσο που έχουμε φθάσει μέχρι του σημείου να λέμε, να λένε δηλαδή οι καθ έξην «πατριώτες», ότι: «αυτοί έχουν το πρόβλημα, οπότε εμείς γιατί να συμφωνήσουμε σε σύνθετη ονομασία;». Εντάξει, κι εγώ θα ήθελα να λέγεται τρικολόρε ή όπως αλλιώς, αλλά υπάρχει μια πραγματικότητα και τέλος πάντων μια ελληνική θέση από τη σύνοδο του Βουκουρεστίου που λέει: Σύνθετη ονομασία, με γεωγραφικό προσδιορισμό, για κάθε χρήση. Απ’ ότι γνωρίζω τόσο η κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση συμφωνούν σ’ αυτή την εθνική γραμμή. Αλλά όπως ανέφερα έχει γίνει τόσο σύνθετο το θέμα ώστε να εμφανίζονται ξαφνικά ορισμένοι και να υποστηρίζουν ότι δεν αποδέχονται τη χρήση του όρου «Μακεδονία»!

Αντιλαμβάνομαι τη συναισθηματική φόρτιση όλων όσοι υποστηρίζουν αυτή τη θέση. Δεν θεωρώ όμως ότι η απόρριψη διασφαλίζει το εθνικό συμφέρον στην προκειμένη περίπτωση. Η FYROM ουσιαστικά αναγνωρίζεται από τους πάντες, δεν είναι «κρατίδιο» όπως το εμφανίζουν στην Ελλάδα όσοι επιμένουν να κλείνουν τα μάτια νομίζουν ότι έτσι δεν υπάρχει ως κράτος, ενώ ο μεγάλος κίνδυνος είναι να αναγνωρισθεί ως «Μακεδονία» και από εκείνες τις χώρες που προσπαθούν μέσω μιας συμβιβαστικής λύσης να εξασφαλίσουν στην Ελλάδα την αξιοπρέπεια και το ιστορία της.

Κάτι τέτοιες στιγμές της ιστορίας αναδεικνύονται οι ηγέτες. Αυτοί που τολμούν να πάνε κόντρα στο ρεύμα. Γιατί πράγματι αυτή την ώρα επικρατεί το συναίσθημα και όχι η λογική και ο ρεαλισμός. Και το συναίσθημα το έχει πληρώσει ακριβά η Ελλάδα. Γι αυτό χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή από τον πολιτικό κόσμο. Γιατί δεν είναι απίθανο το λεγόμενο «Σκοπιανό» να εξελιχθεί σε διχασμό που θα βγάλει στον αφρό έναν «πατριώτη» που θα αξιοποιήσει το  momentum, όπως άλλοι εκμεταλλεύθηκαν την οικονομική κρίση για να κάνουν πολιτική καριέρα.

Η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια μιας νέας κρίσης- εθνικής αυτή τη φορά- που θα θέσει σε δοκιμασία το κύρος της χώρας, ενώ στο τέλος θα ταπεινώσει τον ελληνικό λαό. Το πολιτικό κόστος των προηγούμενων κυβερνήσεων και αντιπολιτεύσεων, όλων όσοι δεν το αναλάμβαναν ώστε να μη κατηγορηθούν ως προδότες, λειτούργησε τελικά σε βάρος της χώρας. Γι αυτό χρειάζεται ο πολιτικός κόσμος να επιδείξει θάρρος και τόλμη ώστε να υπερβεί τεχνητές διαφωνίες, που εν πολλοίς καλλιεργούν ακραίοι πολιτικοί από όλο το φάσμα του πολιτικού εκκρεμούς.

Ο Αλέξης Τσίπρας φαίνεται ότι έχει επιλέξει να πάει κόντρα στο ρεύμα. Κινείται στη γραμμή που είχε χαράξει ο Κώστας Καραμανλής το 2007. Σ’ αυτή τη γραμμή οφείλει να κινηθεί και ο Κυριάκος Μητσοτάκης αγνοώντας φωνές που θέλουν να γυρίσουν την Ελλάδα στο παρελθόν.      

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα