Δεν ήρθαμε για να νεκραναστήσουμε το παρελθόν

Δεν ήρθαμε για να νεκραναστήσουμε το παρελθόν

Ο γγ του υπουργείου Εσωτερικών και μέλος της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ Κώστας Πουλάκης συμμετέχει στο διάλογο του News247 για το ΣΥΡΙΖΑ εν όψει του συνεδρίου. Τάσσεται υπέρ του ανοίγματος, αλλά διαμηνύει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δε θέλει όσους επιδιώκουν να είναι κοντά στην εκάστοτε εξουσία

“Δεν ήρθαμε να νεκραναστήσουμε το παρελθόν”, τονίζει ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και μέλος της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ Κώστας Πουλάκης, συμμετέχοντας στο διάλογο του News247 για το ΣΥΡΙΖΑ με αφορμή το συνέδριο.

Προσθέτει πάντως: “Προφανώς δεν πετάμε τίποτα από τις θετικές, προοδευτικές παρακαταθήκες της δημοκρατικής παράταξης”, αλλά σημειώνει ότι: “Οι πολίτες μας εμπιστεύτηκαν στις τελευταίες εκλογές, παρά την αναγκαστική αναδίπλωση του καλοκαιριού του 2015, γιατί είδαν στο ΣΥΡΙΖΑ το «νέο», το φορέα που θέλει και μπορεί να ανανεώσει την ελληνική πολιτική ζωή, τόσο σε επίπεδο ουσίας, όσο και σε επίπεδο συμβόλων και προσώπων.”

Δηλώνει λοιπόν ότι: “Ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε είναι, ούτε πρέπει και – θα προσέθετα – ούτε μπορεί να γίνει ΠΑΣΟΚ. Γιατί σε μια τέτοια περίπτωση, θα έχει και την τύχη του ΠΑΣΟΚ” και πως: “Δεν υπάρχει κανένας λόγος και καμία περίπτωση να γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ ο δρόμος για να επιστρέψουν στο προσκήνιο πρόσωπα φθαρμένα, που οι ίδιοι οι πολίτες έχουν απορρίψει.”

Ο κ.Πουλάκης τασσεται υπέρ της διεύρυνσης με νέα μέλη από “τη μεγάλη προοδευτική κοινωνική συμμαχία που στήριζε και στηρίζει το ΣΥΡΙΖΑ”, τονίζει όμως ότι: “Δεν ισχύει, όμως, το ίδιο για όσους επιδιώκουν απλώς να είναι κοντά στην εκάστοτε «εξουσία»”.

Προφανώς δεν πετάμε τίποτα από τις θετικές, προοδευτικές παρακαταθήκες της δημοκρατικής παράταξης

Ως προς το ερώτημα των τάσεων, ζητά “να διακρίνουμε τους μηχανισμούς, που συγκροτούνται με ιδιοτελή κριτήρια και έχουν ως αντικείμενο την νομή της εσωκομματικής και, εν μέρει, της κυβερνητικής εξουσίας, από το αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα των μελών και των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ να συζητούν συλλογικά, ανοιχτά και δημοκρατικά και να εκφράζουν ελεύθερα τις απόψεις τους.”

Η αριστερά δε μιλάει γενικά και αόριστα για ανάπτυξη, αλλά για δίκαιη ανάπτυξη, επισημαίνει ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Εσωτερικών, τονίζοντας πως “δεν αρκεί η ευημερία των αριθμών, αν δεν μεταφράζεται και σε ευημερία των ανθρώπων.”

Αυτό κατά τον κ.Πουλάκη μεταφράζεται σε δημιουργία πολλών και σταθερών θέσεων εργασίας, με σεβασμό στα κατοχυρωμένα δικαιώματα των εργαζομένων και σε αρμονία με το οικονομικό, κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον.

Οι απαντήσεις του Κώστα Πουλάκη στα επτά ερωτήματα του News247 έχουν ως εξής:

1. Πως βλέπετε το χώρο της αριστεράς και τη χώρα σε δέκα χρόνια; Ποια πέντε πράγματα θα μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να πει ότι άλλαξε, παρά την υποχώρηση του τρίτου μνημονίου;

Ο ΣΥΡΙΖΑ κλήθηκε να πρωταγωνιστήσει μέσα σε ένα πρωτόγνωρο, ρευστό και εξαιρετικά πυκνό πολιτικά σκηνικό, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε όλη την Ευρώπη. Στόχος μας είναι, μέσα από δύσβατα μονοπάτια, να χαράξουμε μία νέα, αριστερή και προοδευτική πορεία για τη χώρα και όχι για να δικαιώσουμε τις παλιές, δεξιές διαδρομές. Και οι είκοσι πρώτοι μήνες της διακυβέρνησής μας το αποδεικνύουν.

Ο επώδυνος συμβιβασμός που υποχρεωθήκαμε να κάνουμε δεν είναι παρά μία αναγκαστική παράκαμψη στην πορεία μας, κάτι το οποίο έχει ήδη αντιληφθεί η πλειοψηφία της κοινωνίας, γι’ αυτό και επέλεξε να μας ξαναδώσει την εμπιστοσύνη της. Πλέον, με αφετηρία το Συνέδριό μας, έχει έρθει η ώρα να δούμε πέρα και πάνω από τον ορίζοντα του «μνημονίου» και να σχεδιάσουμε την «επόμενη μέρα», την εικόνα που θέλουμε για τη χώρα μας μετά το 2019 και το τέλος του προγράμματος.

Αποσκοπούμε, λοιπόν, σε έναν ριζικού χαρακτήρα, δομικό μετασχηματισμό, που – αν πετύχουμε – θα έχει αλλάξει άρδην τη φυσιογνωμία και της χώρας μέσα στα επόμενα χρόνια. Αιχμές μιας τέτοιας προσπάθειας, μέσω των οποίων ο ΣΥΡΙΖΑ θα αφήσει το στίγμα του, θα έλεγα ότι είναι οι εξής :

Πρώτον, η εμβάθυνση της Δημοκρατίας, ώστε ο λαός να καταστεί κύριος της ζωής του. Ήδη, υπενθυμίζω, έχουμε ξεκινήσει τη συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση, που θα αποτελέσει σταθμό, όχι μόνο λόγω του περιεχομένου της, αλλά και λόγω των πρωτότυπων συμμετοχικών δημοκρατικών διαδικασιών μέσω των οποίων θα προκύψει.

Δεύτερον, η ορατή βελτίωση της καθημερινότητας των πολιτών, μέσα από τη δημιουργία σύγχρονων και αποτελεσματικών διοικητικών δομών. Η Αριστερά είναι ο κατεξοχήν χώρος που μπορεί να φέρει αυτή την «επανάσταση του αυτονόητου», γιατί έχει τη βούληση για ρήξεις και μεγάλες θεσμικές τομές, όπως αυτές που βρίσκονται σε εξέλιξη στη Δημόσια Διοίκηση και την Τοπική Αυτοδιοίκηση, και κυρίως γιατί βρίσκεται φύσει και θέσει δίπλα στους απλούς ανθρώπους. Γι’ αυτό, θεωρώ ότι θα πρέπει να θέσουμε την καθημερινότητα στο κέντρο της πολιτικής ατζέντας.

Τρίτον, η αποφασιστική καταπολέμηση της διαφθοράς και η οριστική ρήξη με τις «τριγωνικές» σχέσεις διαπλοκής που στήριξαν το παλιό σύστημα εξουσίας, αλλά κυρίως η εγκαθίδρυση θεσμών που θα εξασφαλίζουν στο διηνεκές τη διαφανή λειτουργία του κράτους. Είναι προφανές ότι το στοιχείο αυτό έχει ενοχλήσει πολλούς και πολύ, γι’ αυτό και η σημερινή κυβέρνηση δέχεται έναν άνευ προηγουμένου πόλεμο με ανοίκεια μέσα.

Τέταρτον, η στήριξη των πιο αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων, στοιχείο σύμφυτο με την έννοια της Αριστεράς,. Η ανάσχεση της ανθρωπιστικής κρίσης κατείχε κεντρική θέση στο πρόγραμμά μας ήδη από το 2012 και στοχοποιήθηκε ιδιαίτερα από τις πολιτικές εκείνες δυνάμεις που αντιλαμβάνονται την κοινωνία ως ζούγκλα. Στον ενάμιση χρόνο της διακυβέρνησής μας πήραμε μέτρα που ανακούφισαν όσους βρισκόταν αντιμέτωποι με την ακραία φτώχεια, εξασφάλισαν τα βασικά αγαθά σε όλα τα νοικοκυριά και στήριξαν τους άνεργους, τους άπορους, τους ανασφάλιστους, αλλά και τους πρόσφυγες που βρέθηκαν στη χώρα μας κυνηγημένοι κατά χιλιάδες, κινητοποιώντας πόρους και ανθρώπινο δυναμικό στην κατεύθυνση αυτή.

Τέλος, η αυτονόητη υλική προϋπόθεση για όλα τα παραπάνω, η επίτευξη θετικών ρυθμών ανάπτυξης, με σαφές κοινωνικό και περιβαλλοντικό πρόσημο, που συγκροτεί αυτό που συνοπτικά ονομάσαμε “δίκαιη ανάπτυξη”. Τα στοιχεία από τον προϋπολογισμό του 2017, αλλά και τις μεσοπρόθεσμες προβλέψεις είναι ενθαρρυντικά και οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι η κυβέρνηση πέτυχε σαφώς χαμηλότερους στόχους δημοσιονομικής προσαρμογής, σε σχέση με τα προηγούμενα συμφωνηθέντα, προκειμένου να έχουμε τη δυνατότητα να κινητοποιήσουμε πόρους σε αναπτυξιακές παρεμβάσεις.

2. Ποιο πρέπει να είναι το ιδεολογικό στίγμα του ΣΥΡΙΖΑ; Εφόσον αριστερό είναι ό,τι φέρνει ανάπτυξη, μία επένδυση που δημιουργεί θέσεις εργασίας, αλλά καταστρέφει το περιβάλλον είναι θεμιτή για παράδειγμα;

Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να θυμίσω ότι η Αριστερά ουδέποτε μιλούσε γενικώς και αορίστως για “ανάπτυξη”. Αντίθετα, διαχρονικά επιμέναμε ότι δεν αρκεί η ευημερία των αριθμών, αν δεν μεταφράζεται και σε ευημερία των ανθρώπων. Γι’ αυτό άλλωστε, παρουσιάζοντας την εθνική αναπτυξιακή στρατηγική με ορίζοντα το 2020, ο πρωθυπουργός έθεσε στο επίκεντρο την έννοια της “δίκαιης ανάπτυξης”. που επιμερίζει δίκαια τόσο τα βάρη και τις επιπτώσεις της, όσο και τα οφέλη που προκύπτουν από αυτή. Με άλλα λόγια, “δίκαιη” είναι η ανάπτυξη που, πρώτον, παράγει υψηλή κοινωνική προστιθέμενη αξία, μέσω της δημιουργίας πολλών και σταθερών θέσεων εργασίας, με σεβασμό στα κατοχυρωμένα δικαιώματα των εργαζομένων, δεύτερον, λειτουργεί αρμονικά και σε συνέργειες με το σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων κάθε περιοχής, τρίτον, έχει ως γνώμονα την κάλυψη των βασικών αναγκών της κοινωνίας και, επομένως, στρέφεται σε αντίστοιχους τομείς και, βέβαια, σέβεται το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον, παρόν και μελλοντικό, με την έννοια της βιωσιμότητας και της αειφορίας.

3. Είναι ή πρέπει να γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ το νέο ΠΑΣΟΚ;

Ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε είναι, ούτε πρέπει και – θα προσέθετα – ούτε μπορεί να γίνει ΠΑΣΟΚ. Γιατί σε μια τέτοια περίπτωση, θα έχει και την τύχη του ΠΑΣΟΚ. Άλλωστε, ο όρος «ΠΑΣΟΚοποίηση» έχει καθιερωθεί διεθνώς για να περιγράψει τον κίνδυνο κατάρρευσης που αντιμετωπίζει η Σοσιαλδημοκρατία σε όλες τις χώρες, λόγω της στρατηγικής της ταύτισης με την ακραία νεοφιλελεύθερη Δεξιά.

Και βέβαια, τα αίτια της θεαματικής κατάρρευσης του ΠΑΣΟΚ, εκτός των στρατηγικών οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών του επιλογών, θα πρέπει να αναζητηθούν και αλλού. Ενώ τα πρώτα χρόνια της παρουσίας του στην ελληνική πολιτική σκηνή το ΠΑΣΟΚ κατάφερε να εκφράσει το ριζοσπαστισμό, τις δημοκρατικές διεκδικήσεις και το αίτημα για μεγάλες προοδευτικές τομές της ελληνικής κοινωνίας, στην πορεία, η πολιτική κουλτούρα την οποία προέβαλε, το ήθος και το ύφος της εξουσίας που καλλιέργησε, είχε ως αποτέλεσμα να είναι πλέον ταυτισμένο στη συνείδηση των πολιτών με τις μεγαλύτερες παθογένειες που κληροδότησε στη χώρα ο παραδοσιακός «δικομματισμός» : πελατειακές λογικές, λαϊκισμός, διαπλοκή, λαφυραγώγηση του κράτους, κομματοκρατία, αναξιοκρατία.

Κατηγορηματικά, λοιπόν, θα έλεγα ότι δεν ήρθαμε να νεκραναστήσουμε το παρελθόν. Προφανώς δεν πετάμε τίποτα από τις θετικές, προοδευτικές παρακαταθήκες της δημοκρατικής παράταξης. Όμως δεν ξεχνάμε ότι οι πολίτες μας εμπιστεύτηκαν στις τελευταίες εκλογές, παρά την αναγκαστική αναδίπλωση του καλοκαιριού του 2015, γιατί είδαν στο ΣΥΡΙΖΑ το «νέο», το φορέα που θέλει και μπορεί να ανανεώσει την ελληνική πολιτική ζωή, τόσο σε επίπεδο ουσίας, όσο και σε επίπεδο συμβόλων και προσώπων. Επομένως, δεν υπάρχει κανένας λόγος και καμία περίπτωση να γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ ο δρόμος για να επιστρέψουν στο προσκήνιο πρόσωπα φθαρμένα, που οι ίδιοι οι πολίτες έχουν απορρίψει.

4. Ποια πρέπει να είναι η σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με τη σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα και την Ευρώπη; Πρέπει να ενταχθεί στη Σοσιαλιστική Διεθνή; Και πως είναι σύμμαχοι οι Ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες, όταν ο Φρανσουά Ολάντ στα εργασιακά έχει εφαρμόσει πολύ πιο σκληρά μέτρα από αυτά που ζητούνται από την Ελλάδα;

Καταρχήν, η συζήτηση για τη σχέση Αριστεράς και Σοσιαλδημοκρατίας ανατρέχει αιώνες πίσω, ήδη από την εποχή του Μαρξ. Ωστόσο, σαφέστατα σήμερα αποκτά νέα επικαιρότητα, ενόψει της σφοδρής επίθεσης που δέχονται και οι ελάχιστες κοινωνικές κατακτήσεις και της ανάγκης αντίστασης στην ακραία νεοφιλελεύθερη στροφή της Ευρώπης.

Η ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία σήμερα βρίσκεται σε ένα στρατηγικού χαρακτήρα αδιέξοδο, ως απόρροια της επιλογής της να ταυτιστεί τα προηγούμενα χρόνια σε πολύ μεγάλο βαθμό με τις νεοφιλελεύθερες προσεγγίσεις και να μετατραπεί σε συμπλήρωμα και παρακολούθημα της Δεξιάς, γεγονός που τη φέρνει απέναντι στην παραδοσιακή κοινωνική της βάση. Το αδιέξοδο αυτό έχει σήμερα πυροδοτήσει διεργασίες, ως γνωστόν, εντός της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας και σημαντικές ενδείξεις προβληματισμού και στρατηγικού αναπροσανατολισμού της.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την πλευρά του, έχει συγκεκριμένη πολιτική διαδρομή και ιδεολογική τοποθέτηση. Ανήκει στον πυρήνα της ριζοσπαστικής Αριστεράς και είναι μεταξύ των δυνάμεων που πρωτοστάτησαν στη δημιουργία του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς. Προφανώς, με την ιδιότητά του αυτή και ενόψει του ότι αποτελεί το μοναδικό κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Ευρώπη που βρίσκεται στην κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αναλάβει πρωτοβουλίες διαλόγου, που σε ορισμένες περιπτώσεις οδήγησαν σε επιμέρους συμμαχίες της κυβέρνησής μας με σοσιαλδημοκράτες ηγέτες άλλων χωρών, ιδίως αλλά όχι μόνο του Νότου.

Οι πρωτοβουλίες ωστόσο αυτές, σε καμία περίπτωση δεν σημαίνουν απόσπαση του ΣΥΡΙΖΑ από την Αριστερά και η προσκόλλησή του στη Σοσιαλδημοκρατία. Το «σπίτι» μας, ο φυσικός μας χώρος είναι η ευρωπαϊκή Αριστερά, μέσω της οποίας και μόνο παίρνουμε όλες τις πρωτοβουλίες για διάλογο, όσμωση και συνεργασία μεταξύ των δύο οικογενειών, η οποία θα γίνει συντεταγμένα και συλλογικά.

5. Την επομένη του συνεδρίου ξεκινά η διαπραγμάτευση για τα εργασιακά. Βασική θέση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ο βασικός μισθός στα 700 ευρώ και οι συλλογικές συμβάσεις. Πόσο μπορεί να υποχωρήσει σε ένα τόσο κομβικό θέμα;

Η μάχη για την προστασία των βασικών εργασιακών δικαιωμάτων που αποτέλεσαν κεκτημένα του εργατικού κινήματος μετά από δεκαετίες αγώνων δεν είναι, ευτυχώς ή δυστυχώς, μόνο ελληνική υπόθεση. Σαφέστατα, η πίεση που δέχεται η χώρα μας είναι εντονότερη, όχι μόνο λόγω των απαιτήσεων των δανειστών, αλλά κυρίως λόγω της τεράστιας ανεργίας που καθιστά ευάλωτους τους εργαζόμενους και τους αποτρέπει από τη διεκδίκηση ακόμα και των κατοχυρωμένων ήδη δικαιωμάτων τους. Ωστόσο, το πρόβλημα των εργασιακών σχέσεων απασχολεί σχεδόν όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, καθώς εγγράφεται στην απολύτως στρεβλή λογική της αύξησης της «ανταγωνιστικότητας», μέσω της μείωσης του εργατικού κόστους.

Από την πλευρά μας, τόσο σε κομματικό όσο και σε κυβερνητικό επίπεδο, έχουμε πει ότι είναι πρώτης προτεραιότητας η επιτυχής έκβαση της διαπραγμάτευσης για τα εργασιακά. Και έχουμε αναλάβει όλες τις δυνατές πρωτοβουλίες προσπαθώντας να δημιουργήσουμε ένα ενιαίο εσωτερικό «μέτωπο». Στο πλαίσιο άλλωστε αυτό, η ειδική επιτροπή «σοφών» που συγκροτήθηκε με ακαδημαϊκούς, κατέληξε σε ένα πόρισμα το οποίο τάσσεται κατά των επί τα χείρω αλλαγών στο συνδικαλιστικό νόμο και τοποθετείται θετικά για το ζήτημα του καθορισμού του κατώτατου μισθού από τους κοινωνικούς εταίρους με Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, καθώς και για σειρά άλλα ζητήματα που αφορούν τις συλλογικές συμβάσεις (επεκτασιμότητα, αρχή της εύνοιας, μετενέργεια κ.λπ.). Είναι νομίζω ένα πόρισμα το οποίο μπορεί και πρέπει να αποτελέσει τη βάση για συζήτηση και οφείλουν επ’ αυτού να τοποθετηθούν και οι κοινωνικοί εταίροι και τα πολιτικά κόμματα.

6. Ποια πρέπει να είναι η θέση του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στις αποκρατικοποιήσεις, ειδικότερα όσον αφορά νερό και ενέργεια;

Η αντίθεση του ΣΥΡΙΖΑ στην ιδιωτικοποίηση βασικών κοινωνικών αγαθών, όπως ιδίως το νερό και η ενέργεια, παραμένει δεδομένη. Άλλωστε, ήταν ένας από τους βασικούς πυλώνες επί των οποίων οικοδομήθηκε η ευρεία κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία που έφερε το ΣΥΡΙΖΑ στο προσκήνιο.

Εξακολουθούμε λοιπόν να λέμε – και δεν νομίζω ότι υπάρχουν περιθώρια να αλλάξει αυτή η ταυτοτικού χαρακτήρα θέση – ότι τα βασικά κοινωνικά αγαθά πρέπει να είναι υπό δημόσιο έλεγχο, προκειμένου να διαφυλάσσονται στο διηνεκές και να εξασφαλίζεται η πρόσβαση όλων σε αυτά. Γι’ αυτό και στην πρόταση που παρουσίασε ο πρωθυπουργός για την συνταγματική αναθεώρηση περιλαμβάνεται η ρητή συνταγματική κατοχύρωση του δημόσιου ελέγχου του νερού και της ηλεκτρικής ενέργειας, δύο αγαθών που, όπως είπε ο ίδιος στην ομιλία του, «συγκροτούν τον πυρήνα της ζωής και με τη φυσική και με την κοινωνική της έννοια».

Την ίδια θέση αρχής επιδιώξαμε, υπό αντίξοες συνθήκες, να υπερασπιστούμε και με τη συμφωνία για το νέο «υπερταμείο». Το νέο ταμείο, του οποίου μοναδικός μέτοχος με ανεκχώρητες και ακατάσχετες μετοχές είναι το Ελληνικό Δημόσιο, δεν έχει ως κύριο ή αποκλειστικό σκοπό τις ιδιωτικοποιήσεις, σε αντίθεση με το ΤΑΙΠΕΔ, στο οποίο είχε ούτως ή άλλως μεταφερθεί η περιουσία του Δημοσίου. Αυτό σημαίνει ότι οι δημόσιες επιχειρήσεις που υπάγονται στο υπερταμείο δεν πρόκειται να περάσουν υπό ιδιωτική ιδιοκτησία και έλεγχο. Απλώς θα αναδιαρθρωθούν και θα εξεταστούν οι δυνατότητες βέλτιστης αξιοποίησής τους, ώστε να λειτουργήσουν αποτελεσματικά προς όφελος του λαού και της χώρας, πάντοτε υπό δημόσιο και κοινωνικό έλεγχο.

7. Πρέπει να υπάρχουν τάσεις και πως διασφαλίζεται ότι δε θα λειτουργούν ως κόμματα μέσα στο κόμμα; Επίσης, θεωρείτε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κλειστό κόμμα;

Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα με βαθιές δημοκρατικές ρίζες. Η ύπαρξη διαφορετικών ρευμάτων σκέψης, το δικαίωμα της άποψης και ο διάλογος είναι βασικά στοιχεία που συγκρότησαν την ταυτότητά του και, επομένως, χωρίς αυτά τα στοιχεία δεν νοείται ΣΥΡΙΖΑ.

Προφανώς, μέσα από την ιστορική μας διαδρομή, έχουμε εντοπίσει αδυναμίες από τη λειτουργία όχι τάσεων, αλλά μηχανισμών μέσα στο κόμμα, κάτι που δυστυχώς δεν αποτελεί – όπως επιχειρείται να παρουσιαστεί – πρωτοτυπία του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά διαχρονική παθογένεια όλων σχεδόν των κομμάτων. Συνεπώς, θα πρέπει να διακρίνουμε τους μηχανισμούς, που συγκροτούνται με ιδιοτελή κριτήρια και έχουν ως αντικείμενο την νομή της εσωκομματικής και, εν μέρει, της κυβερνητικής εξουσίας, από το αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα των μελών και των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ να συζητούν συλλογικά, ανοιχτά και δημοκρατικά και να εκφράζουν ελεύθερα τις απόψεις τους.

Σε ό,τι δε αφορά τη συζήτηση περί της οργανωτικής διεύρυνσης του ΣΥΡΙΖΑ, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι η κρίση των μαζικών πολιτικών κομμάτων του παρελθόντος είναι γενικευμένη και αφορά όλους τους πολιτικούς χώρους, λόγω της αποστροφής της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών για την πολιτική, πολλώ δε μάλλον για την οργανωμένη κομματική ζωή.

Πρώτα απ’ όλα, λοιπόν, θα πρέπει να συζητήσουμε ξανά πώς εννοούμε σήμερα, στον 21ο αιώνα, την κομματική ένταξη, αν δηλαδή πρέπει να εμμείνουμε στις παραδοσιακές οργανωτικές δομές ή αν θα πρέπει να αναζητήσουμε άλλες, εναλλακτικές μορφές οργάνωσης και κοινωνικής κινητοποίησης.

Και βέβαια, ενόψει και της θέσης του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, θα πρέπει να διακρίνουμε τους λόγους για τους οποίους ο καθένας επιλέγει σήμερα να ενταχθεί στις οργανώσεις μας. Θέλουμε, σαφέστατα, τη διεύρυνσή μας με νέα μέλη, με ανθρώπους που προέρχονται από τη μεγάλη προοδευτική κοινωνική συμμαχία που στήριζε και στηρίζει το ΣΥΡΙΖΑ και έχουν ανιδιοτελή διάθεση κινητοποίησης και προσφοράς μέσα από τη συλλογική λειτουργία που χαρακτηρίζει την Αριστερά. Αυτοί οι άνθρωποι είναι περισσότερο από αναγκαίοι και ευπρόσδεκτοι. Δεν ισχύει, όμως, το ίδιο για όσους επιδιώκουν απλώς να είναι κοντά στην εκάστοτε «εξουσία» και θεωρούν ότι μέσω των οργανώσεων του ΣΥΡΙΖΑ θα διαιωνίσουν την πελατειακή λογική με την οποία είχαν ανατραφεί στο παρελθόν.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα