Επίτιμος Διδάκτωρ του Ιονίου Πανεπιστημίου ο Προκόπης Παυλόπουλος

Επίτιμος Διδάκτωρ του Ιονίου Πανεπιστημίου ο Προκόπης Παυλόπουλος
ΑΘΗΝΑ-Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπιος Παυλόπουλος αναγορεύτηκε Επίτιμος Καθηγητής της Σχολής Διοίκησης και Οικονομίας στο ΤΕΙ Αθήνας.(Eurokinissi-ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ) Eurokinissi

Στο κράτος Δικαίου αναφέρθηκε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, μετά την ανακήρυξή του ως Επίτιμου Διδάκτορος του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου

Στην ιστορική εξέλιξη της έννοια του Κράτους Δικαίου, αναφέρθηκε κατά την επιφώνησή του ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, μετά την ανακήρυξή του σε επίτιμο Διδάκτορα του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου. «Η εμφάνιση και η σταδιακή εμπέδωση του κράτους δικαίου, ως θεμελιώδους θεσμικής εγγύησης της οργάνωσης και λειτουργίας του Πολιτεύματος γενικώς, συνιστά κορυφαία δημοκρατική κατάκτηση. Ιδίως, μάλιστα, στο μέτρο που η επικράτηση των επιμέρους συνιστωσών του κράτους δικαίου είναι εκείνη η οποία δρομολόγησε, ουσιαστικώς, ακόμη και την κατοχύρωση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, μεσ’ από τα οποία εμπεδώνεται η εφαρμογή των βασικών συνταγματικών, και όχι μόνο, ρητρών του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του», είπε ο κ. Παυλόπουλος.

Κατά την ομιλία του ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανέπτυξε κατ’ αρχάς το περιεχόμενο του κράτους δικαίου υπό την φιλοσοφική του διάσταση.

«Υπό την φιλοσοφική του έννοια», είπε, «το κράτος δικαίου αντιμετωπίζει τον κανόνα δικαίου και, άρα, την έννομη τάξη ως στόχο και όχι ως μέσο οργάνωσης και λειτουργίας των θεσμών του. Από φιλοσοφική σκοπιά το κράτος δικαίου είναι το κράτος εκείνο, το οποίο επιδιώκει την ικανοποίηση είτε της ιδέας του δικαίου, είτε του in concreto περιεχομένου των κανόνων δικαίου, που συνθέτουν κάθε φορά την ισχύουσα έννομη τάξη. Η πρώτη από τις θέσεις αυτές ανταποκρίνεται στις περί φυσικού δικαίου αντιλήψεις, ενώ η δεύτερη στη θετική περί δικαίου αντίληψη. Και είναι ακριβώς αυτή η δεύτερη θέση η οποία προετοίμασε, τη σύγχρονη θεσμική προσέγγιση του κράτους δικαίου.

Ο φιλοσοφικός ορισμός του κράτους δικαίου ως του πολιτειακού εκείνου μορφώματος, το οποίο έχει ως τελικό σκοπό την ικανοποίηση της ιδέας του δικαίου και, περαιτέρω, της δικαιοσύνης που συνιστά τον πυρήνα του, ανάγεται στους χρόνους της κλασικής ελληνικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας. Διατήρησε, όμως, την “επικαιρότητά” του και μεταγενεστέρως, ως τις αρχές του 20ου αιώνα. Στο πλαίσιο της αρχαίας ελληνικής γραμματολογίας, ο Πλάτων ανέδειξε το κράτος ως θεσμό ο οποίος, εξ ορισμού, οφείλει να επιδιώκει την εφαρμογή του δικαίου και, εν τέλει, την προάσπιση της δικαιοσύνης που συνδέεται αναποσπάστως με τον πολιτικό βίο των ανθρώπων. Στο πλαίσιο της ρωμαϊκής γραμματολογίας στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκε ο Κικέρων, προσανατολισμένος όμως περισσότερο προς ένα είδος “θετικής” αντιμετώπισης του κράτους δικαίου, με την έννοια της ολοκληρωμένης εφαρμογής του περιεχομένου των κανόνων δικαίου. Η οποία κορυφώνεται στη διαπίστωσή του ότι, σε τελική ανάλυση, η εφαρμογή των δημοκρατικώς θεσπισμένων κανόνων δικαίου αποτελεί προϋπόθεση της ελευθερίας. Τη σκυτάλη αυτών των φιλοσοφικών διαδρομών του κράτους δικαίου πήρε η κορυφαία φιλοσοφική διανόηση του 18ου αιώνα, με κύριους εκπροσώπους, τον E. Kant, ο οποίος θεωρούσε ότι βασικός σκοπός του κράτους είναι η πραγμάτωση του κανονιστικού περιεχομένου των κανόνων δικαίου και τον J.G. Fichte, ο οποίος θέτει ως κεντρικό στόχο του κράτους την απονομή και εξασφάλιση του δικαίου προς πάντας εξ ίσου, δηλαδή την απονομή της δικαιοσύνης μέσα από την εφαρμογή των τεθειμένων κανόνων δικαίου. Αλλά και στον 20ο αιώνα, ο κορυφαίος γάλλος δημοσιολόγος, L. Duguit, θεωρεί ότι το κράτος μπορεί και πρέπει να οριοθετηθεί και με βάση το σκοπό του ο οποίος συνίσταται, κατά βάση, στην πραγμάτωση του δικαίου, με δεδομένο ότι η πολιτική εξουσία νομιμοποιείται εφόσον αποτελεί δύναμη που λειτουργεί αποκλειστικώς και μόνο στην υπηρεσία του δικαίου».

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μίλησε και για την αντιδιαστολή του κράτους δικαίου υπό τη νομική του εκδοχή.

«Αντιθέτως», σημείωσε, «κατά την προεχόντως νομική του διάσταση το κράτος δικαίου σηματοδοτεί εκείνο το κράτος, του οποίου η όλη οργάνωση και λειτουργία, ιδίως δε η δράση των κάθε είδους οργάνων του, διέπονται από κανόνες δικαίου. Οι οποίοι αφενός παράγονται με δημοκρατικές διαδικασίες που εγγυώνται και την σύμφυτη δημοκρατική τους νομιμοποίηση και συνθέτουν τόσο την ίδια την έννομη τάξη όσο και την ιεραρχική δομή της. Και, αφετέρου, βρίσκουν περαιτέρω σταθερό θεσμικό έρεισμα σε, συμπληρωματικούς μεταξύ τους, κυρωτικούς μηχανισμούς που διασφαλίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή τους και εδραιώνουν την υπόστασή τους ως leges perfectae. Η άνοδος του κράτους δικαίου υπό την κατά τ’ ανωτέρω θεσμική του υπόσταση περιγράφει, εξ αντιδιαστολής, και την βαθμιαία εγκατάλειψη του αυταρχικού προτύπου του αστυνομικού κράτους («Polizeistaat»), κυρίως από τα μέσα του 19ου αιώνα και επέκεινα. Η εγκατάλειψη οριστικοποιείται όταν πλέον οι κανόνες δικαίου, οι οποίοι διέπουν την οργάνωση των δομών και την άσκηση των αρμοδιοτήτων των κρατικών οργάνων, απέκτησαν το θεσμικό έρεισμα των κατάλληλων κυρωτικών μηχανισμών. Διότι εδώ ακριβώς εδράζεται η βασική διαφορά μεταξύ αστυνομικού κράτους και κράτους δικαίου: Το πρώτο στηρίζεται στην επίφαση της απλής ύπαρξης κανόνων δικαίου που, υποτίθεται, διέπουν την όλη οργάνωση και λειτουργία του. Ενώ το δεύτερο προϋποθέτει, εξ ορισμού, ότι στο πλαίσιό του κορυφαία θέση κατέχουν οι μηχανισμοί επιβολής κυρώσεων σε κάθε περίπτωση παραβίασης της, lato sensu, αρχής της νομιμότητας. Από πλευράς ιστορικής αναζήτησης της πατρότητας αυτής της κατ’ αντίθεση προς τη φιλοσοφική- stricto sensu νομικής έννοιας του κράτους δικαίου επισημαίνονται συνοπτικώς τα εξής: Ο πρώτος, ο οποίος περιέγραψε τα χαρακτηριστικά του κράτους δικαίου όχι με βάση το σκοπό που επιδιώκει αλλά με βάση την όλη νομική οργάνωση πραγμάτωσης του σκοπού του ήταν ο F.J. Stahl. Πλην όμως η πλήρης θεωρητική σύλληψη της αμιγώς νομικής έννοιας του κράτους δικαίου ολοκληρώθηκε σταδιακώς, κυρίως μέσα από το έργο των R.V Mohl, Bähr και R. Gneist».

Παράλληλα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανέπτυξε και τη σχέση Κράτος δικαίου και Δημοκρατία. Ειδικότερα επισήμανε ότι: «Το κράτος δικαίου ακολουθεί και την πορεία επικράτησης της λαϊκής κυριαρχίας, της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, αλλά και της σύγχρονης κατοχύρωσης των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Στο σημείο όμως αυτό πρέπει να τονισθεί ότι από την εμφάνισή του ως σήμερα το κράτος δικαίου ακολούθησε και εξακολουθεί να διανύει μια ανηφορική διαδρομή. Με την έννοια ότι ουδέποτε, ακόμη και όταν οι θεσμικές του αντηρίδες άρχισαν πλέον να θεωρούνται ως σχεδόν παγκοσμίως αυτονόητες, επικράτησε γενικώς και οριστικώς. Δεν έχει κανείς παρά να παρατηρήσει, ιδίως μέσα στη δίνη της σύγχρονης παγκόσμιας αναταραχής, την πλειάδα εκείνων των κρατών που ουδέποτε εφάρμοσαν ούτε σεβάσθηκαν ακόμη και στοιχειώδεις εγγυήσεις δημοκρατικής οργάνωσης, άρα και εγγυήσεις οργάνωσης ενός πραγματικού κράτους δικαίου. Συνεπώς ουδέποτε η έννοια και, κυρίως, η εφαρμογή του κράτους δικαίου υπήρξε δεδομένη και αναποτρέπτως παγιωμένη, ακολουθώντας έτσι την διαχρονική «περιπέτεια» της ίδιας της Δημοκρατίας.

Το πόσο σημαντική στην πορεία εξέλιξης των δημοκρατικών θεσμών είναι η εδραίωση και θεσμική κατοχύρωση του κράτους δικαίου προκύπτει από το ότι η Δημοκρατία, υφ’ οιανδήποτε μορφή και αν έχει εμφανισθεί ιστορικώς, δεν συνοδεύθηκε εξ υπαρχής από το κράτος δικαίου. Το τελευταίο απέκτησε υπόσταση μόνο πριν από δύο σχεδόν αιώνες, σηματοδοτώντας έτσι την θεσμική -και όχι μόνο- «κορωνίδα» της Δημοκρατίας. Η οποία, μέσω του κράτους δικαίου, θωρακίσθηκε όχι μόνο με κανόνες δικαίου αλλά, πρωτίστως, με την λειτουργία αντίστοιχων αποτελεσματικών κυρωτικών μηχανισμών σε περίπτωση παραβίασής τους. Μ’ άλλες λέξεις το κράτος δικαίου, υπό τη θεσμική οντότητά του, εκπροσωπεί τον συνεκτικό θεσμικό μηχανισμό που έχει ως αποστολή την εγγύηση της “στατικής” επάρκειας των δημοκρατικών δομών εν γένει. Ήτοι τόσο των δομών πολιτειακής οργάνωσης όσο και των δομών, οι οποίες εγγυώνται την άσκηση των κάθε είδους δικαιωμάτων του ανθρώπου. Η δεύτερη αυτή συνιστώσα αποκτά δε ιστορικώς τόσο μεγαλύτερη σημασία όσο η δια νομικών κανόνων πλαισίωση του κράτους δικαίου στο σύνολό του προέκυψε από την ανάγκη θεσμικού καθορισμού των προϋποθέσεων άσκησης των δικαιωμάτων του ανθρώπου, και δη του δικαιώματος στην ιδιοκτησία. Η οποία, υπό τα δεδομένα αυτά, δικαίως απέκτησε διαστάσεις πραγματικού πυλώνα του δυτικού πολιτισμού».

Στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας απονεμηθεί έπαινος από τον καθηγητή του Τμήματος Ιστορίας Νικόλαο Καραπιδάκη, ενώ η ανάγνωση του Διδακτορικού Τίτλου έγινε από τον Πρύτανη του Ιονίου Πανεπιστημίου καθηγητή, Βασίλειο Χρυσικόπουλο. Η τελετή της ανακήρυξή του Προέδρου της Δημοκρατίας σε επίτιμο Διδάκτορα του Ιονίου Πανεπιστημίου, ολοκληρώθηκε με την Περιένδυση του Προέδρου της Δημοκρατίας με την τήβεννο και τα διάσημα του Ιονίου Πανεπιστημίου από τον Πρύτανη του Ιονίου Πανεπιστημίου καθηγητή Βασίλειο Χρυσικόπουλο και τον Πρόεδρο του Τμήματος Ιστορίας αναπλ. καθηγητή Βάϊο Βαϊόπουλο.

Ο Πρόεδρος θα αναχωρήσει το βράδυ από την Κέρκυρα μετά και το δείπνο που παραθέτει αυτή την ώρα προς τιμήν του ο Πρύτανης του Ιονίου Πανεπιστημίου.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα