Η σιδηρά κυρία

default image

Μια από τις πιο διάσημες και με μεγάλη επιρροή γυναίκες του 20ου αιώνα, η "Σιδηρά Κυρία" Μάργκαρετ Θάτσερ, έρχεται από το πουθενά για να σπάσει τους φραγμούς και να επικρατήσει σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο. Από 12/01 στους κινηματογράφους

Ένα εκπληκτικό πορτραίτο της Μάργκαρετ Θάτσερ, της πρώτης και μοναδικής γυναίκας πρωθυπουργού της Βρετανίας.

Σκηνοθετεί η Φιλίντα Λόιντ (“Mamma Mia!”) και πρωταγωνιστεί – σε μια ερμηνεία που θα συζητηθεί – η βραβευμένη με Όσκαρ Μέριλ Στριπ. Το ρόλο του συζύγου της, Ντένις, έχει αναλάβει ο Τζιμ Μπρόουντμπεντ (“Another Year”).

Από 12/01 στους κινηματογράφους.

Η Σκηνοθέτις

Η Φιλίντα Λόιντ γεννήθηκε το 1957 στο Μπρίστολ. Μετά την αποφοίτησή της από το Πανεπιστήμιο του Μπέρμινχαμ άρχισε να δουλεύει σε τηλεοπτικές σειρές του BBC. Το 1985 κέρδισε μια υποτροφία για θεατρική σκηνοθεσία – στροφή που στη συνέχεια την έφερε στο Old Vic του Μπρίστολ, όπου ανέβασε το έργο του Σέξπιρ “Η Κωμωδία των Παρεξηγήσεων” με μεγάλη επιτυχία.

Από τη δεκαετία του ’90 συνεργάζεται με τα πιο σημαντικά θέατρα της Αγγλίας, ανάμεσά τους τα Royal National Theatre και Royal Shakespeare Company και ταυτόχρονα καθιερώνεται στην οπερατική σκηνοθεσία, κερδίζοντας σημαντικά βραβεία.

Το 1999 αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία του μιούζικαλ “Mamma mia” που γίνεται αμέσως τεράστια επιτυχία, όχι μόνο στο West End και στο Broadway αλλά και παγκοσμίως, και το 2008 σκηνοθετεί την κινηματογραφική του μεταφορά με πρωταγωνίστρια τη Μέριλ Στριπ. Η ταινία ήταν υποψήφια, ανάμεσα σε άλλα, για Χρυσή Σφαίρα και BAFTA, και αποτελεί την πιο εμπορική βρετανική ταινία όλων των εποχών.

Οι Πρωταγωνιστές

Στη διάρκεια της σαραντάχρονης σταδιοδρομίας της, η Μέριλ Στριπ έχει κερδίσει περισσότερες υποψηφιότητες από οποιονδήποτε άλλο ηθοποιό: συνολικά δεκαέξι για Όσκαρ, και εικοσιπέντε για Χρυσή Σφαίρα. Από τις υποψηφιότητες αυτές έχει τιμηθεί με δύο χρυσά αγαλματίδια, για το «Κράμερ εναντίον Κράμερ» και το «Η Επιλογή της Σόφι», κι επτά Σφαίρες.

Η Στριπ γεννήθηκε το 1949 στο Νιού Τζέρσεϊ. Είναι απόφοιτος του Κολεγίου Vassar και του Πανεπιστημίου Yale, απ’ όπου αποφοίτησε μετ’ επαίνων. Ξεκίνησε την καριέρα της στο θέατρο, πολύ σύντομα όμως πέρασε στη μικρή οθόνη με το σίριαλ “Holocaust”, για το οποίο τιμήθηκε με Έμμυ, καθώς και στον κινηματογράφο με την ταινία “Ο Ελαφοκυνηγός” που της χάρισε την πρώτη της υποψηφιότητα για Όσκαρ το 1979.

Πέρα από τις αξεπέραστες ερμηνείες της σε δραματικές ταινίες-ορόσημα όπως “Κράμερ εναντίον Κράμερ”, “Πέρα Από την Αφρική”, “Η Εξαφάνιση της Κάρεν Σίλκγουντ”, “Η Ερωμένη του Γάλλου Υπολοχαγού”, “Κραυγή στο σκοτάδι”, “Οι Γέφυρες του Μάντισον”, “Οι Ώρες”, “Αμφιβολία” καθώς και το αστείρευτο κωμικό της ταλέντο στις ταινίες “Μανχάταν”, “Διαβολογυναίκα”, “Ο Διάβολος φοράει Πράντα”, “Mamma mia!”, η Στριπ διακρίνεται για την έντονη φιλανθρωπική και περιβαλλοντική της δράση. Συμμετέχει ενεργά σε θεσμούς και ιδρύματα όπως “Equality Now”, “Women for Women International”, “Partners in Health”, “National Woman’s History Museum”, που στοχεύουν στην προστασία των γυναικείων δικαιωμάτων,  και το “Mothers and Others” που ειδικεύεται στην προώθηση της οικολογικής καλλιέργειας και των τοπικών βιολογικών προϊόντων.

Trivia: Διαθέτει την ικανότητα να μαθαίνει στην εντέλεια ξένες προφορές για τις ανάγκες του εκάστοτε ρόλου: βρετανική στα “Plenty” και “Η Σιδηρά Κυρία”, δανέζικη στο “Πέρα Από την Αφρική”, πολωνική στο “Επιλογή της Σόφι”, αυστραλέζικη στο “Κραυγή στο Σκοτάδι”, ιταλική στο “Οι Γέφυρες του Μάντισον”, μεσοδυτική στο “Η Καλύτερη Παρέα”.

Trivia: Συχνά της προσφέρουν ρόλους βασισμένους σε αληθινά πρόσωπα: Τζούλια Τσάιλντ, Έθελ Ρόζενμπεργκ, Κάρεν Σίλκγουντ, Κάρεν Μπλίξεν, Ρομπέρτα Γκασπάρι, Σούζαν Όρλεαν και φυσικά Μάργκαρετ Θάτσερ.

Trivia: Η γαλλική κυβέρνηση την έχρισε Commandeur de l’Ordre des Arts et des Lettres.

O Τζιμ Μπρόουντμπεντ γεννήθηκε το 1949 στη Μ. Βρετανία. Γιος ερασιτεχνών ηθοποιών, έκανε την παρθενική του εμφάνιση το 1978 στην ταινία του Γέρζι Σκολιμόφσκι “The Shout”. Έκτοτε έχει συμμετάσχει σε περισσότερες από 100 ταινίες όπως “Brazil”, “Moulin Rouge”, “Το Παιχνίδι Των Λυγμών”, “Ο Χάρι Πότερ και ο Ημίαιμος Πρίγκηψ” , “Ερρίκος ο 3ος”, “Το Ημερολόγιο της Μπρίτζετ Τζόουνς”, “Σφαίρες Πάνω Από το Μπρόντγουει”, “Ο Ιντιάνα Τζόουνς και το Βασίλειο του Κρυστάλλινου Κρανίου” και στις επιτυχημένες τηλεοπτικές σειρές “Μαύρη Οχιά”, “Doctor Who” και “Longford” – για τον πρωταγωνιστικό ρόλο του οποίου τιμήθηκε με BAFTA και Χρυσή Σφαίρα.

Έχει συνεργαστεί με τους Στίβεν Φρίαρς, Μάικ Νιούελ, Τέρι Γκίλιαμ, Μάρτιν Σκορσέζε, Γούντι Άλεν και δουλεύει συχνά με τον Μάικ Λι τόσο στον κινηματογράφο (“Μια Χρονιά Ακόμη”, “Vera Drake”, “Topsy Turvy”, “Η Ζωή Είναι Γλυκειά”) όσο και στο θέατρο (“Goosepimples” και “Ecstasy”). Ο ρόλος του στην ταινία “Iris”, δίπλα στη Τζούντι Ντεντς, του χάρισε το Όσκαρ β’ ανδρικού ρόλου το 2001.

Συνέντευξη της σκηνοθέτιδας

Πώς γεννήθηκε η ταινία “Η Σιδηρά Κυρία”;

Όταν η εταιρεία παραγωγής Pathé και η σεναριογράφος Άμπι Μόργκαν (σ.σ. η νεαρή σεναριογράφος την ταινίας “Shame” του Στιβ ΜακΚουίν) μου έστειλαν το σενάριο της ταινίας, το πρώτο που σκέφτηκα ήταν: “Η Μάργκαρετ Θάτσερ είναι η πιο σημαντική γυναίκα σε ηγετική θέση στη Βρετανία από την εποχή της Ελισάβετ”. Είχα ήδη σκηνοθετήσει μία ταινία κι ένα θεατρικό έργο πάνω στη ζωή της Ελισάβετ γιατί έτρεφα ένα παθιασμένο ενδιαφέρον για την προσωπικότητά της, κι αυτό υπήρξε το έναυσμα για ν’ ασχοληθώ με τη “Σιδηρά Κυρία”. Είχα επίσης ενθουσιαστεί με το ότι το σενάριο δεν είναι μια κοινότοπη βιογραφία – αφήστε που τις βιογραφίες είναι πολύ δύσκολο να τις χειριστείς, προκειμένου να μη μοιάζουν με λίστα συσσωρευμένων γεγονότων. Το θηρίο με το οποίο πάλεψα όμως τελικά ήταν πολύ διαφορετικό λόγω της έξοχης γραφής, ειδικά στα σημεία όπου η γηραιά πλέον Μάργκαρετ ζει σ’ έναν πλασματικό κόσμο που παραπαίει ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν. Η  Άμπι δημιούργησε μέσα από τη φαντασία της ένα ξεχωριστό σύμπαν για την πρωταγωνίστρια.

Πώς διαδραματίζεται η ιστορία στο παρόν;

Η ταινία εκτυλίσσεται στη διάρκεια δύο ημερών στη σημερινή εποχή: η Μάργκαρετ έχει αποφασίσει επιτέλους να αποχωριστεί τα ρούχα του συζύγου της Ντένις, ο οποίος έχει πεθάνει από καιρό. Είναι μια πολύ σημαντική μέρα για εκείνη και, καθώς ξεχωρίζει τ’ αντικείμενα του άντρα της, οι αναμνήσεις και η παλιά της ζωή την κατακλύζουν. Είναι μια ιστορία που μιλάει για την παραίτηση, την αποδοχή και την απαγκίστρωση από το παρελθόν.

Η Μάργκαρετ Θάτσερ θεωρείται μια πολιτικός που διχάζει. Το γεγονός σας επηρέασε στο να αφηγηθείτε την ιστορία της;

Εξαρχής για μένα η ταινία αυτή δεν ήταν πολιτική. Είναι σχεδόν σεξπιρική, με την έννοια του μεγάλου ηγέτη που είναι ταυτόχρονα τρομερός αλλά και τόσο γεμάτος ελαττώματα.  Είναι μια ιστορία για την εξουσία, για το πόσο η εξουσία συνθλίβει, και για το τί συμβαίνει σ’ έναν άνθρωπο που σφύζει κι ολοκληρώνεται μέσω της δουλειάς του, όταν αυτή φτάνει ξαφνικά σ’ ένα τέλος. Ταυτόχρονα όμως είναι και μια ιστορία που αγγίζει όλους μας και καθρεφτίζει τις ζωές μας – ακόμη κι αν δεν έχουμε ζήσει μια ζωή απίστευτη, επική σαν της ηρωίδας – γιατί μιλάει για το τί θα μας συμβεί όταν τελειώσει η καριέρα μας και  βρεθούμε ξαφνικά γερασμένοι και ανήμποροι.

Πιστεύετε ότι το κοινό θα εκπλαγεί με το πώς παρουσιάζεται η πολιτική στην ταινία;

Μάλλον θα εκπλαγούν με το πόσο α-πολιτική είναι η ταινία αυτή. Είναι σα να ρωτάμε, “Εγκρίνετε τις πολιτικές θέσεις του βασιλιά Ληρ;” Το θέμα εδώ δεν είναι αν επικροτούμε μια πολιτική άποψη ή όχι. Αυτό που εισπράττεις είναι οι παθιασμένες πεποιθήσεις και η ασυμβίβαστη πυγμή της πρωταγωνίστριας, μα σε καμία περίπτωση δεν καλείσαι να κρίνεις τις πολιτικές της θέσεις.

Το υλικό προς έρευνα γύρω από τη ζωή της Θάτσερ είναι ανεξάντλητο. Πώς αποφασίσατε σε ποια σημεία έπρεπε να επικεντρωθείτε;

Το διαθέσιμο οπτικό και γραπτό υλικό ήταν πράγματι ατελείωτο, αλλά εμείς αποφασίσαμε να συναντήσουμε κι ένα μεγάλο αριθμό συνεργατών της κατά τη διάρκεια όλης τής σταδιοδρομίας της, με αποτέλεσμα να συγκεντρώσουμε έναν αληθινό πλούτο πληροφοριών και απόψεων γύρω από το άτομό της. Στη συνέχεια η Άμπι επέλεξε τα γεγονότα που έδιναν μεγαλύτερο δραματικό βάρος και χαρακτήρισαν την πολιτική της καριέρα: είναι σα να παρακολουθείτε κατά κάποιο τρόπο την “Κλασική Συμφωνία της Μάργκαρετ Θάτσερ”. Τα πρώτα χρόνια βλέπουμε τον αγώνα της για την εξουσία και την απρόσμενη ανάληψη της ηγεσίας: αντίθετα με τους άρρενες συναδέλφους της, εκείνη δεν προοριζόταν εξ απαλών ονύχων να γίνει μια μέρα Πρωθυπουργός, κι αυτό πραγματικά τη διαχωρίζει από τους υπόλοιπους. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο οι συνάδελφοι που πίστευαν σ’ εκείνη, χρειάστηκε να προσπαθήσουν πολύ προκειμένου να την πείσουν ν’ αναλάβει την αρχηγία.

Έπειτα ακολουθεί μια ξέφρενη πορεία μέχρι την ανάληψη της εξουσίας, κατά τη διάρκεια της οποίας χρειάστηκε να πολεμήσει σκληρά για να κρατήσει τη γραμμή της και τον έλεγχο του κόμματος – το οποίο την αμφισβήτησε έντονα από φόβο ότι οι μεταρρυθμίσεις που προωθούσε παραήταν βιαστικές και ριζοσπαστικές.

Αργότερα τη βρίσκουμε ν’ αγωνίζεται για τα νησιά Φόκλαντ, απ’ όπου θα βγει νικήτρια για να πορευτεί ατρόμητη προς την κορυφή του παγκόσμιου πολιτικού στερεώματος. Κι έπειτα μ’ έναν κλασικά τραγικό τρόπο αρχίζει η πτώση όταν, κατά την προσωπική της πάντα άποψη, προδίδεται από τους ίδιους της τους ανθρώπους. Θεωρώ πάντως πως η ταινία αυτή ξεχωρίζει από μια συμβατική βιογραφία επειδή η αφήγηση της ιστορίας γίνεται καθαρά σύμφωνα με την προσωπική της, υποκειμενική εκδοχή. Κατά συνέπεια το κοινό δεν ξέρει με βεβαιότητα αν όσα εκτυλίσσονται είναι ή όχι αληθινά, σίγουρα όμως είναι ιδωμένα από τη δική της οπτική γωνία.

Πώς ισορροπήσατε την ανάγκη να είστε ιστορικά ακριβείς με την επιθυμία να δημιουργήσετε ένα καθαρό δράμα;

Όσον αφορά τις πολιτικές λεπτομέρειες, ήμασταν πολύ σχολαστικοί και δώσαμε ιδιαίτερο βάρος. Από την άλλη, τις φορές που αποφασίσαμε να δείξουμε κάτι που δε συνέβη στην πραγματικότητα, ήταν μια συνειδητή απόφαση προκειμένου να διευκρινίσουμε την ιστορία μας – είναι ξεκάθαρο όμως από την αρχή κιόλας της ταινίας ότι πρόκειται για ένα τέχνασμα της σεναριογράφου.

Ποια είναι η μεγαλύτερη συνεισφορά της Άμπι Μόργκαν ως σεναριογράφου;

Η ‘Αμπι έγραψε ένα πραγματικά ριζοσπαστικό σενάριο, του οποίου η ομορφιά έγκειται στη λεπτομέρεια. Επειδή η ιστορία έχει σχέση με τη μνήμη, συχνά το εισαγωγικό σημείο μιας σκηνής είναι κάτι μικρό ή ασήμαντο, όπως το ράψιμο ενός κουμπιού. Όταν θυμόμαστε γεγονότα ή καταστάσεις, συχνά έχουν πυροδοτηθεί από έναν ήχο, μια μυρωδιά ή μια απλή σύμπτωση, που μας επιστρέφουν στο παρελθόν.

Άλλαξε καθόλου η άποψή σας για τη Μάργκαρετ Θάτσερ στη διάρκεια της έρευνας για την προετοιμασία της ταινίας;

Υπάρχει κάτι βαθιά συγκινητικό στο πόσο χρειάστηκε να παλέψει όταν ανέλαβε την εξουσία, καθώς και στην απομόνωση που υπέστη από το κόμμα της, το οποίο στην πλειονότητά του αποτελείτο από άνδρες που προέρχονταν από ιδιαίτερα προνομιούχες οικογένειες. Ένας από τους συναδέλφους της δήλωσε πως είχε την αίσθηση πως αυτό που την έκανε outsider δεν ήταν τόσο το γεγονός ότι ήταν γυναίκα, όσο το ότι προερχόταν από μια χαμηλότερη κοινωνική τάξη.

Μια από τις πιο διεισδυτικές σκηνές του σεναρίου, είναι αυτή μιας γυναίκας μόνης εν μέσω μιας θάλασσας ανδρών: νιώθεις αμέσως αυτή την απομόνωση, αυτή τη μοναχικότητα. Η ίδια είχε πει άλλωστε ότι “το να είσαι Πρωθυπουργός είναι μια μοναχική δουλειά”, αλλά σαφώς το γεγονός ότι ήταν γυναίκα, και μάλιστα της κατώτερης μεσαίας τάξης, επιδείνωνε την κατάσταση.

Δεν νομίζω ότι οποιοσδήποτε από τους συνεργάτες μου μετά την ολοκλήρωση της ταινίας είχε αλλάξει πολιτικό χρώμα, σίγουρα όμως συγκινηθήκαμε από διάφορες άγνωστες πτυχές από τη ζωή και τη σταδιοδρομία της Θάτσερ. Ένα από τα πιο συγκινητικά στοιχεία της ιστορίας της είναι η παντελής έλλειψη κυνισμού. Αυτό που τη διαχωρίζει από τους σημερινούς πολιτικούς, που πρέπει συνεχώς να αφουγκράζονται τις έρευνες και τις στατιστικές, είναι το ότι εκείνη δε θα ρωτούσε ποτέ πριν δώσει συνέντευξη, “Ποια είναι η θέση μας στο τάδε θέμα;” Ήταν μια ενστικτώδης πολιτικός που ήξερε πώς ένιωθε για τα πράγματα, κι αυτό ήταν αρκετό.

Τί έχετε να μας πείτε για την επιλογή της Μέριλ Στριπ στον πρωταγωνιστικό ρόλο;

Όταν συναντηθήκαμε με την παραγωγή για να συζητήσουμε το κάστινγκ της ταινίας – υπήρχαν ήδη πολλές προτάσεις – η Pathé με ρώτησε τί νόμιζα για τη Μέριλ. Εγώ, παρ’ όλο που θα έκανα τα πάντα για να δουλέψω με τη Μέριλ για δεύτερη φορά (μετά το “Mamma mia!”), έμεινα για λίγο διστακτική γιατί σκέφτηκα: “Θεέ μου, μια ταινία πάνω στη Μάργκαρετ Θάτσερ είναι από μόνο του μια πρόκληση, το να πρωταγωνιστήσει η Μέριλ είναι η αμέσως επόμενη. Ποιο θα είναι το αποτέλεσμα αυτής της χημικής ένωσης; Ποια θα είναι η αντίδραση στη Βρετανία;” Βγήκα απ’ το δωμάτιο κι έκανα τρεις βόλτες κι επέστρεψα λέγοντας, “Ναι, ναι!” Η πρώτη μου σκέψη ήταν πως χρειαζόσουν μια σούπερ σταρ για να παίξει τη Θάτσερ, γιατί η ίδια ήταν μια σούπερ σταρ. Είχε αυτό το απίστευτο χάρισμα και την ικανότητα να γοητεύσει οποιονδήποτε. Ταυτόχρονα, αυτός ήταν ένας κάπως ψυχρός ρόλος, κι ένιωσα ήταν σημαντικό να τον ερμηνεύσει μια ηθοποιός που αποπνέει ζεστασιά.

Λίγους μήνες προτού ολοκληρωθεί το σενάριο έγραψα στη Μέριλ, ρωτώντας την αν ενδιαφερόταν για μια ταινία πάνω στη ζωή της Μάργκαρετ Θάτσερ κι έπειτα πήγα στη Ν. Υόρκη για να συζητήσουμε. Ήταν μια τεράστια πρόκληση για εκείνη, και φτάσαμε σε σημείο να σκεφτόμαστε μήπως χρειάζονταν τρεις ηθοποιοί για το ρόλο, καθώς η χρονική περίοδος που παρακολουθούμε διαρκεί περίπου 40 χρόνια. Η Μέριλ συγκινήθηκε πολύ από την ιστορία μιας κυρίας που φτάνει στο τέρμα του βίου της, μιας γυναίκας που κάνει τον απολογισμό της ζωής της.

Όταν κοιτάζει προς τα πίσω κι αναρωτιέται αν όσα έκαναν είχαν κάποιο νόημα, αισθάνεσαι ότι ίσως ήταν διατεθειμένη να πληρώσει το τίμημα του να μην είναι αρεστή σε μία γενιά, προς όφελος των επομένων. Πιστεύω πως ένιωθε ότι θα υπήρχε ένα κόστος γι’ αυτό που εκείνη θεωρούσε μια πραγματική κοινωνική επανάσταση, θα υπήρχαν απώλειες, αλλά οι επόμενες γενιές θα την ευγνωμονούσαν. Και φυσικά, στο τέλος της ζωής της, ένα μεγάλο ερώτημα είναι “Θα ξεχαστεί;” Είμαι σίγουρη ότι όσοι αισθάνονται ότι προσπάθησαν για κάτι, φτάνουν κάποια στιγμή στο σημείο που αναρωτιούνται αν όλα για τα οποία αγωνίστηκαν έχουν καταρρεύσει, κι αν στην πραγματικότητα οι ίδιοι βρίσκονταν από τη μία μεριά ενός εκκρεμούς σε αέναη κίνηση.

Ποιες ήταν οι προκλήσεις που συνάντησαν οι συνεργάτες σας προετοιμάζοντας την ταινία;

Ο διευθυντής φωτογραφίας συνετέλεσε αποφασιστικά, βοηθώντας με να αφηγηθώ την ιστορία από την οπτική γωνία της Μάργκαρετ, χωρίς απλά να δείχνουμε όσα βλέπει. Η πρόκληση ήταν μεγάλη: πώς καταφέρνεις να μπεις στο δωμάτιο, για να νιώσεις κοντά στη Μάργκαρετ, και να βιώσεις την εμπειρία από τη δική της προοπτική;

Ήθελα ο κόσμος του παρελθόντος να διαφέρει κατά πολύ από αυτόν του παρόντος. Με το σκηνογράφο πήραμε έμπνευση από τους πίνακες ενός Δανού ζωγράφου, του Hammershøi, που ζωγράφιζε άδεια δωμάτια ή εσωτερικούς χώρους με την παρουσία κυρίως γυναικών. Ο κόσμος της Μάργκαρετ στο παρόν κυριαρχείται από τη μονοχρωμία, οι λίγες ζωηρές πινελιές προέρχονται από τα ρούχα των επισκεπτών της: πέρα από αυτές τις λάμψεις χρώματος και ζωής, ο κόσμος της είναι στατικός και σιωπηλός. Και φυσικά έρχεται σ’ έντονη αντίθεση με την περασμένη της ζωή, που ήταν εκρηκτική και γεμάτη χρώματα: το μπλε των φορεμάτων της, το κόκκινο, το μπλε και το λευκό της βρετανικής σημαίας. Το ίδιο καθρεφτίζει και η φωτογραφία. Ήθελα η πολιτική της ζωή να μην είναι άνοστη, να μην αποτελείται μόνο από ομιλούσες κεφαλές, ήθελα να είναι ροκ ‘ν’ ρολ. Όλο αυτό ήταν τόσο συναρπαστικό σα να βρίσκεσαι στο διάστημα, η ίδια ήταν αστροναύτης, σταρ της ροκ, πρωταθλήτρια – μεταφορικά μιλώντας – και ήθελα να υπάρχει όλη αυτή η ενέργεια, ώστε όταν επιστρέφεις στο παροντικό της σπίτι και τη βρίσκεις να κάθεται στην καρέκλα περιμένοντας να πάει στο γιατρό, ή να διαβάζει ήσυχα το βιβλίο της μετά το βραδινό, να νιώθεις έντονα αυτή την απώλεια, αυτή την απουσία.

Η ενδυματολόγος πάλι είχε έναν καταπληκτικό τρόπο έτσι ώστε η δουλειά της να μην αποτελεί μια πιστή αναπαράσταση, αλλά δίνει μια ποιητική διάσταση στο ταξίδι της στην εξουσία μέσω των ενδυματολογικών της επιλογών. Όσο είναι νέα λοιπόν τη βλέπουμε ντυμένη στα γαλάζια, σταδιακά όμως αυτό το απαλό χρώμα σκουραίνει και όταν αναλαμβάνει την ηγεσία του κόμματος φοράει βασιλικό μπλε. Κατά τη διάρκεια των Φόκλαντ μπαίνει σ’ έναν προφυρό κόσμο, κι όταν μιλάει στο υπουργικό συμβούλιο με τον Τζέφρι Χόου και τη βλέπεις ντυμένη στα κόκκινα, υποσυνείδητα κάτι σε προειδοποιεί ότι κάνει κάποιο μεγάλο λάθος. Τέλος, όταν αναγκάζεται ν’ αφήσει την πρωθυπουργία, υπό τους ήχους της Casta Diva, φορώντας αυτό το κατακόκκινο ταγιέρ, μοιάζει με τραγική ηρωίδα όπερας.

Τί ελπίζετε πως θ’ αποκομίσει το κοινό από αυτή την ταινία;

Ελπίζω πως δε χρειάζεται να ξέρεις τίποτε το ιδιαίτερο για την Μάργκαρετ Θάτσερ για να σου αρέσει αυτή η ταινία. Επίσης δεν ήθελα να κάνω κάτι μόνο για εμάς που σε κάποιο βαθμό τη ζήσαμε, αλλά κάτι που να μιλάει και στη νέα γενιά, που ξέρει πολύ λιγότερα για το πώς εξελίχθηκε η Αγγλία μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Κυρίως όμως είναι μια ιστορία που προσπερνάει την πολιτική λεπτομέρεια. Είναι η ιστορία μιας σπουδαίας ζωής που πέρασε, και η αποδοχή ότι γεννιόμαστε και φεύγουμε ολομόναχοι.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα