Cod Wars: Οι πόλεμοι του μπακαλιάρου και η ήττα του ‘Γολιάθ’ Ηνωμένου Βασιλείου απέναντι στον ‘Δαβίδ’ Ισλανδία

Cod Wars: Οι πόλεμοι του μπακαλιάρου και η ήττα του ‘Γολιάθ’ Ηνωμένου Βασιλείου απέναντι στον ‘Δαβίδ’ Ισλανδία

Πώς η μικρή Ισλανδία εξόρισε τα βρετανικά ψαράδικα μίλια μακριά από τις ακτές της και κράτησε για εκείνη τα πλούσια ύδατα σε βακαλάο, αλλά και γιατί καταλήξαμε στην Ελλάδα να τρώμε παστό μπακαλιάρο την 25η Μαρτίου

Γνωρίζουμε τον εμφύλιο πόλεμο, καθώς και τους παγκόσμιους πολέμους. Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε πλήρη εικόνα του Ψυχρού Πολέμου, ενώ δεν είναι λίγες οι συζητήσεις περί ανέμων και υδάτων – ή και στα σοβαρά δηλαδή – για τον επόμενο πόλεμο που θα αφορά στο νερό. Γνωρίζατε όμως πως έχουν υπάρξει στην παγκόσμια ιστορία τρεις πόλεμοι για τον μπακαλιάρο; Και μάλιστα, αυτοί συνέβησαν μόλις στον 20ο αιώνα, με αντιπάλους τη Μεγάλη Βρετανία και την Ισλανδία.

Και μπορεί οι Cod Wars, όπως αποκαλούνται στην αγγλική γλώσσα, να μην είχαν νεκρούς, όμως πέραν τούτου, από αυτούς δεν έλειπε ούτε η στρατηγική, οι ναυμαχίες, οι συρράξεις ακόμη και οι “αιχμάλωτοι”.

Μέρα που είναι σήμερα, αναζητάμε την ιστορία των πολέμων του μπακαλιάρου, που αποτελεί στην Ελλάδα το εθνικό φαγητό, της εθνικής μας επετείου. Παράλληλα, αναζητούμε τους λόγους που το παστό ψάρι από τα κρύα νερά του Ατλαντικού κέρδισε περίοπτη θέση στο ελληνικό τραπέζι και μάλιστα την ημέρα της 25ης Μαρτίου.

Οι πόλεμοι των Μπακαλιάρων

Ο πόλεμος του μπακαλιάρου αφορά σε μια σειρά από θερμά επεισόδια μεταξύ των Βρετανών και των Ισλανδών από τη δεκαετία του ’50, ως και τα μέσα της δεκαετίας του ’70, αναφορικά με το δικαίωμα αλίευσης βρετανικών αλιευτικών στα ισλανδικά χωρικά ύδατα.

Προκειμένου να καλύψει τις μεγάλες ανάγκες της σε ψάρι, δεδομένου και του γεγονότος πως οι αποικίες άρχισαν να “κόβουν” τα δεσμά μαζί της, το βασίλειο ξεκίνησε την αλίευση σε “μακρινά νερά” που έφτανε τους 8,5 τόνους το χρόνο το 1956. Τα ψαράδικα όμως της Βρετανίας αγνοούσαν τα κυριαρχικά δικαιώματα των χωρών στα ύδατα των οποίων αλίευαν, με αποτέλεσμα αυτό να οδηγήσει σε σοβαρές τριβές, με προεξάρχουσα φυσικά εκείνη με την Ισλανδία.

 

Όλα ξεκίνησαν από τη διαμάχη με τη Νορβηγία το 1930, στο δεδικασμένο της οποίας βασίστηκε η Ισλανδία για να διεκδικήσει με τη σειρά της, τη δική της ΑΟΖ. Η κυβέρνηση της Νορβηγίας διεκδίκησε προπολεμικά, τέσσερα μίλια Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ), απαιτώντας από τα βρετανικά σκάφη να μην πλησιάζουν τα χωρικά ύδατα της χώρας. Το Ηνωμένο Βασίλειο οδήγησε το θέμα στο Διεθνές Δικαστήριο, όπου όμως έχασε την υπόθεση, με την έδρα να δικαιώνει τη Νορβηγία.

Ο πρώτος πόλεμος του μπακαλιάρου

Η πρώτη σοβαρή διένεξη με την Ισλανδία σημειώθηκε το φθινόπωρο του 1958. Η Ισλανδία φοβούμενη πως ξένα αλιευτικά υπεραλιεύουν κοντά στα χωρικά της ύδατα, πέρασε νόμο με τον οποίο επέκτεινε την ΑΟΖ στα 12 μίλια. Η Μεγάλη Βρετανία “έκανε τα στραβά μάτια” και εξακολούθησε το ψάρεμα, οδηγώντας την κατάσταση σε θερμό επεισόδιο. Ακολούθησαν σειρά συμβάντων, όπου πλοία του ισλανδικού λιμενικού έβαλαν με προειδοποιητικά πυρά κατά αλιευτικών από τη Βρετανία, ενώ επάνδρωσαν με στρατό την ακτοφυλακή τους, προκειμένου να προστατεύσουν τα οικονομικά τους συμφέροντα. Τελικά, το Ηνωμένο Βασίλειο αποδέχτηκε την ΑΟΖ των 12 μιλίων, με τις δύο χώρες να συμφωνούν πως θα φροντίζουν να λύνουν τις όποιες μελλοντικές τους διαφορές διπλωματικά και όχι με τα όπλα. Φευ, κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη.

Ο Β’ πόλεμος του Μπακαλιάρου

Η ανακωχή δεν κράτησε πολύ, καθώς το 1972, η Ισλανδία αποφάσισε να επεκτείνει έτι περεταίρω την ΑΟΖ, αυτή τη φορά στα 50 μίλια, απόφαση που αμφισβήτησε η Βρετανία. Σαν αποτέλεσμα, τα ισλανδικά πλοιάρια του πολεμικού ναυτικού αναχαίτισαν βρετανικά ψαράδικα, οδηγώντας τα εκτός της νέας ΑΟΖ. Μάλιστα, οι Ισλανδοί επιστράτευσαν μια νέα μέθοδο, με την οποία έκοβαν τα δίχτυα από τις τράτες, προκαλώντας σοβαρές ζημιές στους ψαράδες. Κάπως έτσι, το βασιλικό πολεμικό ναυτικό αποφάσισε να λάβει δράση, στέλνοντας πλοία προκειμένου να προστατέψουν τις βρετανικές τράτες στη θάλασσα. Για περισσότερο από ένα χρόνο, τα ισλανδικά πλοία έκοβαν τα δίχτυα στις τράτες, ενώ σημειώθηκαν και περιστατικά διεμβολισμού πολεμικών πλοίων της Μεγάλης Βρετανίας.

 

Το Μάρτιο του 1973, το Βρετανικό αλιευτικό Brucella αρνήθηκε να ακολουθήσει τις συστάσεις του ισλανδικού λιμενικού Aebakurto, με αποτέλεσμα το ισλανδικό πλήρωμα να ανοίξει πυρ. Κανείς δεν τραυματίστηκε από τη σύρραξη, όμως το συμβάν κλιμάκωσε την ένταση. Τον Ιούλιο του επόμενου χρόνου, όταν ένα από τα μεγαλύτερα αλιευτικά της Βρετανίας, το C.S. Forester, εντοπίστηκε να ψαρεύει εντός της ισλανδικής ΑΟΖ, ισλανδικά πολεμικά πλοία το ανάγκασαν να οπισθοχωρήσει, ενώ εκτόξευσαν και οβίδες χωρίς εκρηκτικά, προκαλώντας σοβαρές ζημιές στο αλιευτικό πλοίο. Στη συνέχεια, το αλιευτικό ρυμουλκήθηκε σε ισλανδικό λιμάνι και το πλήρωμά του φυλακίστηκε για 30 ημέρες. Οι ναυτικοί αφέθησαν ελεύθεροι όταν οι πλοιοκτήτρια εταιρία πλήρωσε εγγύηση 2.300 λιρών. Οι ιδιοκτήτες της τράτας, αναγκάστηκαν να καταβάλουν επιπλέουν 26,500 λίρες προκειμένου να παραλάβουν το πλοίο από το ισλανδικό λιμάνι.

Η Μεγάλη Βρετανία έκανε τελικά πίσω και οι δύο χώρες κατέληξαν σε συμφωνία. Η Βρετανία θα σεβόταν την ΑΟΖ των 50 μιλίων, ενώ ορισμένα βρετανικά αλιευτικά θα συνέχιζαν το ψάρεμα και εντός της ισλανδικής ΑΟΖ, με τον όρο η αλίευση εκεί να μην υπερβαίνει τους 130.000 τόνους μπακαλιάρου το χρόνο. Η συμφωνία όμως είχε μόνο διετή ισχύ, γεγονός που προμήνυε, μπελάδες.

Ο Γ’ και τελευταίος πόλεμος του μπακαλιάρου

Με τη λήξη της συμφωνίας, στα τέλη του 1975, οι Ισλανδοί αποφάσισαν να τραβήξουν ακόμη περισσότερο το σχοινί. Αύξησαν την ΑΟΖ στα 200 μίλια αυτή τη φορά, προκαλώντας την έντονη αντίδραση Μ. Βρετανίας, αλλά και Ευρώπης. Οι Ισλανδοί “πάτησαν” πάνω σε διεθνή απόφαση, που προέβλεπε τη σταδιακή επέκταση των μιλίων στα 200, γεγονός όμως που δεν έμελλε να τεθεί σε εφαρμογή άμεσα. Η τρίτη σύρραξη ήταν και η πιο θερμή, με συνεχή επεισόδια στα νερά του Ατλαντικού μεταξύ ισλανδικών και βρετανικών πλοίων. Υπολογίζεται πως καταγράφηκαν περί τα 55 περιστατικά έντασης σε λιγότερο από έναν χρόνο. 

Όταν το ισλανδικό πολεμικό Tyr προσπάθησε να κόψει τα δίχτυα ενός βρετανικού αλιευτικού, το HMS Falmouth, μια βρετανική φρεγάτα 2.800 τόνων, παρενέβη διεμβολίζοντας το ισλανδικό πλοίο, οδηγώντας στην παρολίγον ανατροπή του. Στο σημείο εκείνο, ο καπετάνιος του ισλανδικού πολεμικού διέταξε τους άνδρες του να πάρουν θέσεις μάχης. Η ανταλλαγή πυρών, κατέληξε σε σοβαρές ζημιές το Tyr που αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει.

 

Η κλιμάκωση των συγκρούσεων οδήγησε τον τότε Ισλανδό υπουργό δικαιοσύνης σε μια κίνηση που άναψε ακόμη περισσότερο τα αίματα. Ο Ολάφουρ Γιοχανεσονβας επιχείρησε να αναβαθμίσει το στόλο του ισλανδικού πολεμικού, απευθυνόμενος σε ΗΠΑ και ΕΣΣΔ ταυτόχρονα. Αν αποκτούσε τα αμερικανικά ή σοβιετικά κανονιοφόρα, υπήρχαν φόβοι για γενικευμένη σύρραξη, παρά το γεγονός πως δύσκολα οι δύο υπερδυνάμεις θα συναινούσαν σε μια τέτοια πώληση.

Η Ισλανδία όμως, δεν είχε παίξει το τελευταίο της χαρτί και η νίκη στους Cod Wars, θα εξασφαλιζόταν για το μικρό νησί με την κατάλληλη πίεση μεσούντος του Cold War, δηλαδή του Ψυχρού πολέμου. Η Ισλανδία διέθετε αμερικανική στρατιωτική βάση στα ανατολικά του νησιού, μέσω της οποίας οι ΗΠΑ μπορούσαν να έχουν εικόνα για τις κινήσεις των Σοβιετικών στον Βόρειο Ατλαντικό. Αν οι Ισλανδοί αποφάσιζαν να κλείσουν τη βάση αυτή, οι Αμερικάνοι θα έχαναν ένα νευραλγικό παρατηρητήριο στην περιοχή, καθώς και μια βάση ακόμη στην Ευρώπη, πιο κοντά στον εχθρό. Η στρατηγική κίνηση είχε άμεσο αποτέλεσμα, αφού η Ουάσιγκτον πίεσε το Λονδίνο να υπαναχωρήσει.

Οι συζητήσεις για το τέλος του πολέμου του μπακαλιάρου, έγιναν στο Όσλο της Νορβηγίας την άνοιξη του 1976 και η απειλή της Ισλανδίας να κλείσει τη νατοϊκή βάση της, οδήγησαν σε μια μεγάλη νίκη για τη μικρή χώρα. Στις 28 Μαΐου του 1976, οι Βρετανοί αποδέχτηκαν την ΑΟΖ των 200 μιλίων. Μάλιστα, ενώ αρχικά επετράπη σε μόλις 24 βρετανικές τράτες να αλιεύουν εντός ισλανδικών χωρικών υδάτων σε ποσότητες μπακαλιάρου που δεν θα υπερέβαιναν τους 50.000 τόνους, έξι μήνες αργότερα η Βρετανία συμφώνησε να αποσύρει οριστικά κάθε αλιευτικό πλοίο της από τα νερά της Ισλανδίας. Η μικρή χώρα είχε καταφέρει μια αποφασιστική νίκη…

Μπακαλιάρος. Το ψάρι του φτωχού

Η απορία παραμένει… πώς μια χώρα σαν την Ελλάδα, με τόσες ακτές και φυσικά άφθονη πρόσβαση σε φρέσκο ψάρι κατέληξε να κάνει “πιάτο ημέρας” στην επέτειο της επανάστασης ένα παστό ψάρι που δεν συναντάμε παρά στα νερά του Ατλαντικού;

Η ιστορία του παστού μπακαλιάρου πρέπει να αναζητηθεί πίσω στην εποχή των Βίκινγκς. Οι σκληροτράχηλοι της Βόρειας Ευρώπης χρειάζονταν ένα τρόφιμο που να αντέχει στα πολύμηνα ταξίδια τους. Κάπως έτσι, προέκυψε το παστό, άφθονο εκείνη την εποχή, ψάρι του μπακαλιάρου. Φυσικά, η τεχνική του παστού ψαριού απαντάται σε όλη τη Μεσόγειο, ακόμη και στους λαούς της Καραϊβικής. Οι Ιταλοί τον αποκαλούν baccala, οι Ισπανοί baccalao και οι Πορτογάλοι – που διατείνονται πως μπορούν να τον μαγειρέψουν με 1000 και 1 τρόπους – bacalhau.

 

Το φτηνό ψάρι, έγινε το αγαπημένο των φτωχών οικογενειών στην Ελλάδα, ιδιαίτερα εκείνων που ζούσαν στην ηπειρωτική ενδοχώρα, όπου δεν ήταν εύκολη η πρόσβαση σε φρέσκο ψάρι. Άλλες μαρτυρίες αναφέρουν πως συχνά το παστό ψάρι του Ατλαντικού ανταλλασσόταν από Βρετανούς ψαράδες, με ελληνική σταφίδα, με τους Έλληνες ναυτικούς να φέρνουν τη συνήθειά του στη χώρα μας. Για αιώνες άλλωστε, ο μπακαλιάρος ήταν άφθονος στην αγορά, τόσο που αποτελούσε και το φαγητό των σκλάβων στα μεγάλα ταξίδια τους από την Αφρική στην Αμερική.

Σήμερα η υπεραλίευση έχει αλλάξει κάπως το τοπίο και οι εκκλήσεις για αυτοσυγκράτηση, ειδικά στις “σαρωτικές” τράτες είναι συνεχείς.

Γιατί παστό κι όχι φρέσκο;

Σε κάθε περίπτωση, οι διαιτολόγοι τονίζουν πως αν ο παστός μπακαλιάρος ξαλμυριστεί σωστά, δεν στερεί τίποτα από τα θρεπτικά συστατικά του ψαριού. “Ανήκει στην κατηγορία των ψαριών με χαμηλά λιπαρά, το λίπος του κυμαίνεται από 0.5-2%. Τα λιπαρά του είναι τα γνωστά σε όλους μας «καλά» λιπαρά, δηλαδή, τα ω-3” σημειώνει στο NEWS 247 η Κλινική Διαιτολόγος-Διατροφολόγος Γιούλη Φραγκιαδουλάκη*, τονίζοντας πως τα καλά αυτά λιπαρά “βοηθούν στη μείωση της χοληστερίνης, των τριγλυκεριδίων και προστατεύουν τις αρτηρίες μειώνοντας την πίεση”.

Μάλιστα, η διατροφολόγος εξηγεί πως “η συχνή κατανάλωση μπακαλιάρου θωρακίζει τον οργανισμό απέναντι σε καρδιαγγειακά νοσήματα, περιορίζει τον κίνδυνο ισχαιμικών εγκεφαλικών επεισοδίων, ενδυναμώνει την νοητική δραστηριότητα του εγκεφάλου και τη μνήμη και ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα”.

Όσο για τη σκορδαλιά που τον συνοδεύει παραδοσιακά; Μπορεί αν έχει αρκετές θερμίδες “αλλά μπορούμε να την καταναλώσουμε μέσα στα πλαίσια μιας ισορροπημένης διατροφής στην κατάλληλη ποσότητα”. Άλλωστε, το μπόλικο σκόρδο συμβάλει στη μείωση των λιπιδίων, της πίεσης, ενώ έχει και αντιμικροβιακές, αντιθρομβωτικές και αντιοξειδωτικές ιδιότητες.

Σκορδαλιά με πατάτα ή ψωμί;

 

Τι όμως είναι προτιμότερο, σύμφωνα με τη διαιτολόγο; Σκορδαλιά με πατάτα ή με ψωμί; “Η πατάτα έχει λιγότερες θερμίδες αφού 100γρ πατάτας έχουν μόλις 72 θερμίδες ενώ 100γρ ψωμιού μας δίνουν 270 θερμίδες” εξηγεί η κα. Φραγκιαδουλάκη, παρά το γεγονός πως και τα δύο υλικά περιέχουν εξίσου σημαντικά θρεπτικά συστατικά. “Συνεπώς, αν θέλουμε να προσέξουμε την σιλουέτα μας και να αποφύγουμε κάποιες περιττές θερμίδες θα ήταν καλύτερο να προτιμήσουμε την σκορδαλιά με πατάτα” καταλήγει η διαιτολόγος.

*Η Γιούλη Φραγκιαδουλάκη είναι Κλινική Διαιτολόγος – Διατροφολόγος, Bsc, Επιστημονική Υπεύθυνη ΛΟΓΩ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ στο Ηράκλειο Κρήτης και Ιδρυτικό Μέλος Ελληνικής Διατροφολογικής Εταιρείας

Πληροφορίες για τους πολέμους του μπακαλιάρου: http://britishseafishing.co.uk

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα