Μια μέρα στη ΔΕΗ…

Μια μέρα στη ΔΕΗ…
ΔΕΗ (EUROKINISSI/ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ) G4PHOTOS

Διαβάστε ένα άρθρο (συμμετοχή στις "Γνώμες" του NEWS 247) για μία "βόλτα" στη ΔΕΗ, για την πληρωμή των λογαριασμών, γιατί μπορεί να μην ήρθε το τέλος του κόσμου, αλλά οι υποχρεώσεις παραμένουν

Αφού δεν ήρθε το τέλος του  κόσμου, είπα να πληρώσω τους λογαριασμούς. Μαζεύονται και πολλοί, κάθε τέλος του μηνός, όλο και κάποιον θα ξεχάσω, όπως τις προάλλες εκείνον του ΟΤΕ που είχε ως αποτέλεσμα την προσωρινή διακοπή του  τηλεφώνου οίκαδε.

Ευτυχώς, η ΔΕΗ βρίσκεται δυο βήματα από τα Γραφεία και όσο  να΄ναι πετάγεσαι εύκολα. Από μικρός μου άρεσε να πηγαίνω στις δημόσιες υπηρεσίες, περί διαστροφής πρόκειται, το ξέρω πρέπει να το κοιτάξω.

Αλλά, αν δεν πας έστω μια φορά στην εφορία, στην ΔΕΗ, στον ΟΤΕ, έστω στην ΕΥΔΑΠ, δεν θα έχεις κάνει τίποτε στη ζωή σου. Κάθε επίσκεψη και μια νέα εμπειρία.

Όπως σήμερα, όπου η ουρά ξεπερνούσε τον καθημερινό μέσο όρο. Όπως μου  εξήγησε ένας παππούς “λογικό είναι, γιατί οι περισσότεροι πήραν το δώρο και έρχονται να πληρώσουν. Κι εγώ έτσι έκανα. Προχθές, που έληγε ο λογαριασμός, δεν είχα λεφτά”.

Έξω από το κτίριο, μια κυρία  με ντουντούκα καλούσε τον κόσμο  “να σταματήσει να φοβάται, μη πληρώνετε  τα χαράτσια, αυτοοργάνωση τώρα και  συμμετοχή στις λαϊκές συνελεύσεις των γειτονιών μας”.

Προς στιγμήν ήμουν σίγουρος ότι επιτέλους οργανώθηκαν τα πρώτα ελληνικά σοβιέτ, αλλά τις σκέψεις  μου διέκοψε ένας καλοντυμένος γενειοφόρος  ηλικιωμένος κύριος (καλοβαλμένος πάντως) που στάθηκε σαν συνταγματάρχης μπροστά από τη ντουντούκα και απεφάνθη: “Εντάξει, το είπατε μια, το είπατε δυο, φτάνει τώρα. Σεβαστείτε τον κόσμο που μένει εδώ γύρω”.

Ασυναίσθητα σήκωσα το κεφάλι μου  να δω αν πράγματι είχε βγει ο κόσμος στα μπαλκόνια, ή έκλαιγαν τα μωρά επειδή δε μπορούσαν να κοιμηθούν  λόγω της ντουντούκας, αλλά το μάτι μου έπιασε δυο αστυνομικούς που παρακολουθούσαν διακριτικά από μακριά.

Ο ηλικιωμένος κύριος γύρισε την πλάτη και αποχώρησε, μουρμουρίζοντας  ένα “αει στο διάολο” ή “ασταδιάλα”  δεν είμαι βέβαιος. Το σίγουρο  είναι ότι ένας συνοδός της  κυρίας με τη ντουντούκα, εξεμάνη και άρχισε να βροντοφωνάζει: “Ρε κωλόγερε να πας εσύ στο διάολο”.

Έχασα τη συνέχεια, γιατί πλησίαζε η ώρα να μπούμε στο κτίριο, ώστε να πάμε Ταμείο (όχι του στοιχήματος) και να πληρώσουμε. Μέσα στην αίθουσα, οι ουρές ως συνήθως είχαν διασπαστεί σε τρία κομμάτια.

  • Ένα, αυτοί που περιμένουν κανονικά, ή εν πάση περιπτώσει προσπαθούν να κάνουν κάτι τέτοιο, όσο αυτό επιτρέπεται στις δημόσιες υπηρεσίες…
  • Δύο, εκείνοι που λένε “έχω άλλη δουλειά”, προσπερνούν όπως ο Ιμπαγάσα τους προσωπικούς αντιπάλους τους και στήνονται κατευθείαν μπροστά στο ταμείο.
  • Τρία, όσοι δεν ξέρουν που πάνε και περιφέρονται ασκόπως, μπερδεύοντας και το ένα και το δύο.

Ανάμεσα σε πεταμένα φέιγ-βολάν, διάφορα  χαρτιά, που δεν πρόκειται ποτέ να πάρουν τον δρόμο της ανακύκλωσης, το “σαλόνι” μιας δημόσιας υπηρεσίας είναι η χαρά της γιαγιάς-νοικοκυράς, συνταξιούχου.

Ένας χαρακτηριστικός διάλογος είναι ο εξής:

“Σε παρακαλώ, γιατί παίρνεις τη σειρά μου;”

“Χέσε με κυρά μου, δεν είδες ότι περίμενα πριν από σένα”

“Μίλα καλύτερα”

“Γιατί, παρεξηγήθηκες;”

“Ντροπή σου, δεν σέβεσαι τίποτε…”

“Σε πληροφορώ ότι έχω κόρη στην ηλικία σου” (αυτό σαν κοπλιμέντο ακούγεται, αλλά άβυσσος η ψυχή της αφιονισμένης γιαγιάς).

Δίπλα μου, ο παππούς χαμογελάει: “Είδες; Παράννοια σκέτη. Κοίτα πόσα λεφτά πληρώνουμε, ενώ τρώμε τις σάρκες μας. Κι οι άλλοι είναι έτοιμοι να ξεπουλήσουν τα πάντα για ένα κομμάτι ψωμί…”

Βλέπω τον ταμία ατάραχος, που  περιμένει τα 208 ευρώ, δίνει τα ρέστα  και κόβει την απόδειξη σιωπηλός. Φαντάζομαι ότι αν κάτσει να γράψει βιβλίο με ό,τι βλέπει κάθε μέρα, θα γίνει best seller.

Φεύγοντας, διαπιστώνω για μια ακόμη  φορά ότι εκτός από μια ουρά, είμαστε ανίκανοι να μπούμε από την  είσοδο και να βγούμε από την έξοδο.

Μια γιαγιά με πατερίτσα εισβάλει με δύναμη. Ένας παππούς (όχι ο γνωστός, άλλος)  την επιπλήττει: “Από την άλλη μπαίνουν” μουρμουράει για να εισπράξει την θριαμβευτική απάντηση: “Εγώ μπαίνω από δώ, χέσε με”.

Βγαίνω, ανακουφισμένος (ξαλαφρωμένος και από τα 200 ευρώ) και ακούω την  ντουντούκα: “Μη πληρώνετε τα χαράτσια. Αυτοοργάνωση, αντίσταση…”

* Ο Γιάννης Φιλέρης είναι δημοσιογράφος. Έχει εργαστεί στις εφημερίδες ΦΩΣ των ΣΠΟΡ, Φίλαθλο, Πρώτη, Απογευματινή, Ελεύθερο Τύπο, στο περιοδικό “Τρίποντο”,στην τηλεόραση (ΑΝΤ1, Νοva) και στο ραδιόφωνο (Δίαυλος 10,Flash 9.61, Sentra FM). Από τον Ιούνιο του 2005 είναι επικεφαλής του Sport24.gr

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα