Όταν οι Anonymous πήραν τον νόμο στα χέρια τους

Όταν οι Anonymous πήραν τον νόμο στα χέρια τους

Διαβάστε ένα άρθρο (συμμετοχή στο NEWS 247) για τη διαδικτυακή διαπόμπευση και τη Δημοκρατία

Οι Anonymous δεν αρκέστηκαν στη συλλογή στοιχείων για έναν  – κατά τις πληροφορίες τους – παιδόφιλο και στην αποστολή των στοιχείων αυτών στις αρμόδιες αρχές. Κρίνοντας ότι οι αρχές δεν ανταποκρίθηκαν εγκαίρως και προσηκόντως στις καταγγελίες που είχαν διατυπώσει προ επταημέρου και συνακόλουθα στον διωκτικό τους ρόλο, οι Anonymous εκπλήρωσαν την «υπόσχεση» (ή «απειλή» τους) και προχώρησαν στη μέσω facebook δημοσιοποίηση των στοιχείων του προσώπου που φέρεται ως  παιδόφιλος. Δυνάμει προσιτό και γνωστό τοις πάσι δεν κατέστη μόνο το όνομα αλλά και ο αριθμός δελτίου ταυτότητας, το τηλέφωνο, η κατοικία και η εργασία του εν λόγω προσώπου.

O σκοπός πολλαπλός: η διαπόμπευση του «ανώμαλου» (sic στην ανακοίνωση των Anonymous), η προστασία των ανηλίκων, o «παραδειγματισμός», αν όχι ο εκφοβισμός. «Δεν θα ανεχτούμε παρόμοιες καταστάσεις επί του θέματος», δηλώνουν στην σχετική ανακοίνωση. Η δημοσιοποίηση των ονομάτων μοιάζει μάλιστα να ικανοποιεί την κοινωνία, καθώς φαίνεται να προστατεύεται ό,τι πιο πολύτιμο υπάρχει, δηλ. τα παιδιά.  Πράγματι,  δύσκολα μπορεί κανείς να τους προσάψει «κακές προθέσεις».

Έστι λοιπόν (anonymous) δίκης οφθαλμός, ός τα πανθ’ ορά! Προστατεύει δια της διαδικτυακής προειδοποίησης  και τιμωρεί δια της διαδικτυακής διαπόμπευσης. Είχε, βέβαια,  προηγηθεί αντίστοιχη κρατική δραστηριότητα στο πεδίο αυτό. Οι απόψεις του πρώην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γ. Σανιδά πώς οι εγκληματίες δεν έχουν δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων τους κατέληξε στη διάταξη του νόμου 3625/2007 που επιτρέπει στους Εισαγγελείς να διατάζουν τη δημοσιοποίηση των στοιχείων προσώπων που διώκονται για πλημμελήματα  και κακουργήματα  που, μάλλον αόριστα, αναφέρονται στον νόμο. «Η δημοσιοποίηση αυτή αποσκοπεί στην προστασία του κοινωνικού συνόλου, των ανηλίκων, των ευάλωτων ή ανίσχυρων πληθυσμιακών ομάδων και προς ευχερέστερη πραγμάτωση της αξίωσης της Πολιτείας για τον κολασμό των (παραπάνω) αδικημάτων», απεφάνθη ρητά κι εντός του κειμένου της διάταξης ο νομοθέτης.

Μία ρύθμιση που προφανώς δεν συνάδει προς τις συνταγματικές αρχές για την αξία του ανθρώπου και στα προτάγματα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για το τεκμήριο της αθωότητας. Μία ρύθμιση που επέτρεψε ωστόσο προ μηνών να διασυρθούν μετά φωτογραφίας και εις το διηνεκές οι συλληφθείσες ιερόδουλες που είχαν μάλιστα το  πρόσθετο μειονέκτημα να είναι εξαρτημένες στα ναρκωτικά και  φορείς του AIDS. Χάριν της προειδοποίησης και της – αμφίβολης αποτελεσματικότητας – προστασίας των ολιγοφρενών που συνευρέθηκαν με τις οροθετικές ιερόδουλες χωρίς προφυλάξεις. Και των οικογενειών τους, βέβαια.

Ο εξευτελισμός του παραβάτη, του μιάσματος (και της οικογένειάς  του βέβαια…) δεν είναι παράπλευρη απώλεια, είναι στόχος. Ικανοποιεί το «δημόσιο αίσθημα». Οι τιμωροί είναι εδώ: το κράτος, η κοινότητα, οι δυναμικές ομάδες που αναλαμβάνουν να «καθαρίσουν». Ενώ όμως η ποινική κύρωση επιβάλλεται κι ελέγχεται ως προς την έκτισή ή/και εφαρμογή της από κρατικούς θεσμούς και δημόσιες αρχές, η κύρωση της διαπόμπευσης επαφίεται ως προς την έκταση και τις συνέπειές της στην κοινωνία αλλά και στην τυχαιότητα. Το κοινωνικό σύνολο ( ή μήπως το πλήθοςς, ή μήπως οι «εκπρόσωποί» του;), όχι μόνο «προστατεύεται» αλλά και παροτρύνεται να στιγματίσει, να απομονώσει, να εξοστρακίσει ή και να τιμωρήσει, «μια που το Κράτος αδρανεί», κατά το δοκούν τον φερόμενο ως παιδόφιλο, οροθετικό,  κι αύριο ομοφυλόφιλο ή τέλος πάντων κάπως «αποκλίνοντα».

Η ανάρτηση στο Facebook είναι το ψηφιακό ανάλογο του «άλικου γράμματος» που χρησιμοποίησαν κατά κόρον οι πιο συντηρητικές κοινότητες στην Αμερική των πρώτων αιώνων της Μετανάστευσης για να στιγματίσουν τους διαπράττοντες ποινικά ή ηθικά ανομήματα.  Είναι αμφίβολο αν προστατεύει αποτελεσματικά τους χρήζοντες προστασία αλλά πάντως στιγματίζει ευρέως και δια παντός τον φερόμενο ως  δράστη. Ενώ μέχρι τώρα μπορούσε κανείς να «παρηγορηθεί» με  την βραχύβια παρουσία και απήχηση ενός δημοσιεύματος, η  άκοπη και διαρκής διαθεσιμότητα πληροφορίας μέσω ψηφιοποιημένων αρχείων, δικτυακής αναζήτησης πληροφορίας και κοινωνικών δικτύων προσδίδει νέα ποιότητα και κυρίως ένταση στην προσβολή των δικαιωμάτων του προσώπου και στους κινδύνους που αυτή συνεπάγεται.

Όσοι διατυπώνουν αντιρρήσεις σε αυτές τις πρακτικές αντιμετωπίζονται συχνά με το εύκολο, πλην όμως έωλο, επιχείρημα ότι δια της προστασίας των δικαιωμάτων προστατεύουν το έγκλημα και τον εγκληματία. Κατηγορούνται πως με τις ρητορείες περί δικαιωμάτων εμποδίζουν την τιμωρία αλλά και την «κάθαρση της κοινωνίας από το έγκλημα». Η επιχειρηματολογία είναι γνωστή και οι ιδεολογικο-πολιτικές της ρίζες προφανείς. Οι κίνδυνοι όμως πρακτικών κρατικής ή αυτόκλητης διαπόμπευσης δεν αφορούν μόνο το άτομο που διαπομπεύεται. Η διαπόμπευση, ιδίως με μέσα ευρείας εμβέλειας (όπως η τηλεόραση και το διαδίκτυο που εξασφαλίζει και τη μονιμότητα των αποτελεσμάτων της διαπόμπευσης), οδηγεί μετά βεβαιότητας όχι μόνο στον στιγματισμό αλλά και σε αυτοδικία και βία πολλαπλών μορφών. Επιτείνει τον προϊόντα «εκβαρβαρισμό της κοινωνικής ζωής».

Προσιδιάζει η διαπόμπευση  ή και η απειλή της διαπόμπευσης μέσω της δημοσιοποίησης σε μία Πολιτεία που θεμελιώνεται, κατά το Σύνταγμα, στην αξία του ανθρώπου και υπέχει κατά συνέπεια την υποχρέωση να προσφέρει στους πολίτες τις συνθήκες που εγγυώνται τον αυτοσεβασμό και τον σεβασμό των άλλων; Παρέχουν υπηρεσία στην κοινωνία και τη δημοκρατία οι τιμωροί Αnonymous; Ας μην διαφύγει της προσοχής μας ότι οι Αnonymous δεν είναι άλλωστε η μόνη ομάδα στη χώρα που παίρνει το νόμο στα χέρια της: κι άλλες ομάδες  επικαλούνται την αβελτηρία του Κράτους και  – αντιποιούμενες δημόσια αρχή και εξουσία – επιβάλλουν τον «νόμο και την τάξη» στα πανηγύρια και στο δρόμο. Η ολιγωρία και η αδυναμία της Πολιτείας να αντιμετωπίσει κινδύνους υπήρξε, πράγματι αρκετές φορές στη σύγχρονη ιστορία ένα ισχυρό  «νομιμοποιητικό» επιχείρημα όχι μόνο των δικαίως ή αδίκως αγανακτούντων αλλά και του παρακράτους για να επιτεθούν και να αποδομήσουν το κράτος (κι ενίοτε εν τέλει και τη δημοκρατία).

«Είμαστε παντού. Βλέπουμε τα πάντα. Ακούμε τα πάντα», προειδοποιούν  οι Anonymous. Σαν Αλληλοεπιτήρηση, σαν «κοινωνικό (αντί για κρατικό) Πανοπτικό» ηχεί αυτό; Ή όχι; Είναι ανακουφιστική για τους χρήζοντες προστασία αυτή η προειδοποίηση; Θα αντικαταστήσουν άραγε αποτελεσματικά  τη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος; Με αναρτήσεις και διαδόσεις στοιχείων και φωτογραφιών σε ένα ψηφιακό Far West; Όπου ο καθένας θα είναι έκθετος στην όποια καταγγελία και στις αστυνομικού/εισαγγελικού τύπου «έρευνες» ιδιωτών; Και ποιος προσδιορίζει ποιος και πώς θα εκτεθεί; Κι αν συνεχιστούν οι διαδικτυακές «καταγγελίες» και οι αντίστοιχες «κοινωνικές κυρώσεις», απλά γιατί δεν αρέσουν σε κάποιους ιδέες, αντιλήψεις, συμπεριφορές, στάσεις ζωής

Και ποιος θα αναλάβει την «εφαρμογή του νόμου», την «τιμωρία»; Υπάρχουν, αλήθεια, κάτι παλικάρια πρόθυμα προς τούτο. Κι αυτά προειδοποίησαν («εγέρθητω….») το βράδυ των εκλογών δια στόματος του Αρχηγού τους: «Ερχόμαστε».

Η «έννομη τάξη» αντέδρασε. Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου σε εγκύκλιο διευκρινίζει ότι η αντιποίηση αρχής πρέπει να διώκεται ανεξάρτητα από την ιδιότητα του παρανομούντος. Στην περίπτωση των Anonymous φέρεται να διέταξε τη διερεύνηση της υπόθεσης για παράνομη δημοσιοποίηση προσωπικών δεδομένων κι ελπίζουμε η ίδια ευαισθησία να χαρακτηρίζει τους λειτουργούς της Δικαιοσύνης σε κάθε ανάλογη περίπτωση.

Η κοινωνία, όμως; Πόσο θα παρακολουθεί αμήχανη, απαθής, επικροτούσα, χειροκροτούσα όσους παίρνουν τον νόμο στα χέρια τους – πλανώμενη πως αυτό (θα) αφορά (μόνο) τους «άλλους»;

*Η Λίλιαν Μήτρου είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Τμήμα Μηχανικών Πληροφοριακών και Επικοινωνιακών Συστημάτων του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Επίσης διδάσκει Δίκαιο της Πληροφορίας στο Τμήμα Πληροφορικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και στο Τμήμα Ψηφιακών Συστημάτων του Πανεπιστημίου Πειραιά.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα