Για την μεταστροφή της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας

default image

Διαβάστε ένα άρθρο (συμμετοχή στις "Γνώμες" του NEWS 247) για τον νέο πολιτικό προσανατολισμό και το οικονομικό μοντέλο που προασπίζεται ο υποψήφιος καγκελάριος της Γερμανίας Peer Steinbrück

Σοσιαλδημοκρατικές αξίες

Υπό το βάρος των αρνητικών δημοσκοπήσεων, το ενίοτε κραταιό γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό  κόμμα SPD, φαίνεται επενδύει στο παραδοσιακό  ιδεολογικό στίγμα της σοσιαλδημοκρατίας, αποκηρύσσοντας το ειδύλλιο με τον νεοφιλελευθερισμό. Αυτή η εξέλιξη σηματοδοτήθηκε στο πρόσφατο συνέδριο του SPD στο Augsburg. Εκεί ο πρόεδρος του κόμματος Sigmar Gabriel ξεκαθάρισε  ότι τελικός στόχος είναι η νίκη στις εκλογές και ο σχηματισμός μιας κυβέρνησης συνασπισμού μαζί με τους Πράσινους με έμφαση σε μια «δίκαιη και ισότιμη» κοινωνία στην Γερμανία. Αυτό προϋποθέτει είπε ο Gabriel ότι πρέπει επιτέλους να δοθεί τέλος στην νεοφιλελεύθερη κυριαρχία. Η πολιτική του SPD οφείλει να ξαναγίνει «πολιτική από κάτω».

Με αυτόν τον νέο πολιτικό προσανατολισμό επιχειρεί παραδόξως ο υποψήφιος καγκελάριος του κόμματος Peer Steinbrück να δώσει το στίγμα του ενώ κατά τα άλλα είναι γνωστό ότι έλκεται από το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα στην παράδοση των Gerhard Schröder και Tony Blair. Είναι προφανές ότι η επιχειρούμενη επιστροφή στους μη προνομιούχους και αδύναμους ανθρώπους. αποσκοπεί  να κινητοποιήσει το πάλαι ποτέ παραδοσιακό πελατολόγιο του κόμματος που έχει σκορπίσει σε όλους τους πολικούς ορίζοντες. Εντούτοις ο νέος υποψήφιος του SPD κινείται καταφανώς σε μια κατεύθυνση που αντιβαίνει σε όσα ευαγγελίστηκε το «εκσυγχρονιστικό» εγχείρημα.

Η νέα ατζέντα του SPD 

Η νέα ατζέντα του SPD χωρίς να παραμελεί την διείσδυση στο  μικροαστικό και αστικό περιβάλλον  εστιάζεται σε διορθωτικές κινήσεις όσον αφορά την αγορά εργασίας, την κοινωνική πολιτική και την επέκταση των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Εκτός από μια σημαντική επέκταση της συμμετοχής των εργαζομένων στα εποπτικά συμβούλια των επιχειρήσεων, το SPD σχεδιάζει και διεκδικεί ένα νέο σύστημα καταπολέμησης της μισθολογικής ανισότητας στις επιχειρήσεις και την απαγόρευση επαίσχυντων εταιρικών απεργοσπαστικών πρακτικών όπως η χρησιμοποίηση προσωρινά απασχολούμενων σε περιόδους εργατικών αγώνων.

Παράλληλα με την εισαγωγή ενός γενικού ελάχιστου μισθού ύψους τουλάχιστον EUR 8,50 ανά ώρα εργασίας , το SPD διεκδικεί την γενική δεσμευτική ισχύ των ελάχιστων μισθών όπως προκύπτουν μέσα από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας.                              

Στον τομέα των συντάξεων και της υγειονομικής περίθαλψης το κόμμα προβάλει μια πολιτική μεταρρυθμίσεων. Ειδικότερα το αίτημα είναι να σταθεροποιηθούν οι συντάξεις στο σημερινό επίπεδο και να εξεταστεί το 2020 εάν χρειάζονται αλλαγές ή αυξήσεις των συνεισφορών. Επιπλέον το SPD διεκδικεί την θέσπιση σύνταξης για όλους τους ασφαλισμένους, ακόμη και πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης, εφόσον ήταν ασφαλισμένοι τουλάχιστον 45 χρόνια. Μεγάλο μεταρρυθμιστικό αίτημα είναι ακόμα η θέσπιση μιας σύνταξης αλληλεγγύης ( Solidarrente) ύψους 850 ευρώ για να καταπολεμηθεί η φτώχεια στις μεγάλες ηλικιακές ομάδες και να αποφευχθεί η εξάρτηση από την πρόνοια μακροχρόνια ασφαλισμένων.        

Με την σύνταξη αλληλεγγύης, την εξίσωση των συντάξεων και την εισαγωγή της γενικής ασφάλισης πολιτών δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την αργότερη κατάργηση της σύνταξης στα 67. Η γενική υγειονομική ασφάλιση προβλέπει την συνεισφορά όλων των εισοδηματικών στην χρηματοδότηση της υγειονομικής ασφάλισης . Θα επιβαρύνονται ωστόσο περισσότερο εισοδήματα άνω των 50.000 ευρώ.

Περισσότερο «εμείς» και λιγότερο «εγώ»

Ο υποψήφιος καγκελάριος Steinbrück τονίζει σε όλες τις ομιλίες του απαιτούμενο μιας νέας κοινωνική ισορροπίας , με βάση την υγιή οικονομική ανάπτυξη. Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος αξιολογεί την Γερμανία ως μια οικονομικά ισχυρή χώρα με σταθερά ανταγωνιστική υποδομή, με ένα σταθερό κράτος δικαίου και ένα συγκριτικά υψηλό επίπεδο προσωπικής ασφάλειας, θεωρεί  πάρα πολλοί πολίτες αδικούνται κατάφορα , αφού το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών ανοίγει επικίνδυνα , διότι πολύ συχνά ο μόχθος και η προσπάθεια των πολιτών δεν πληρώνεται όπως πρέπει.Έργο του SPD, κατά τον Steinbrück είναι να εξαλειφθεί η αντίφαση μεταξύ σωρευμένης οικονομικής και της πολιτικής ισχύος από την μία και των τεράστιων κοινωνικών ελλειμμάτων από την άλλη.

Το κανονιστικό μήνυμα περιγράφεται με το σύνθημα περισσότερο ” εμείς “και λιγότερο” εγώ “. Αυτό το απλό μήνυμα εκπροσωπεί το SPD μετά από 150 χρόνια της ιστορίας του.  Η πολύπλοκή ιστορία του σοσιαλδημοκρατικού εργατικού κινήματος συνοψίζεται από την νέα ηγεσία του SPD σε μια απλή φόρμουλα: « Οι σοσιαλδημοκράτες, υπήρξαν ιστορικά αυτοί που επινόησαν και συνένωσαν την κοινωνική δικαιοσύνη μαζί με μια ακμάζουσα οικονομία, γιατί ποτέ δεν αναπαύτηκαν στις δάφνες τους , αλλά αγωνίστηκαν ώστε να δοθεί σε κάθε άτομο η ευκαιρία ανεξάρτητα από την προέλευσή του, να διάγει μια αυτοδύναμη ζωή, να ακολουθήσει και να εφαρμόσει το δικό του σχέδιο ζωής».

Όπως δεν παύει να σημειώνει ο Steinbrück «εδώ και πολλά χρόνια εξελίσσεται αποδεδειγμένα μια αναδιανομή εισοδήματος από κάτω προς τα πάνω. Τα τελευταία 20 χρόνια έχουμε έναν υπερδιπλασιασμό των συνολικών ιδιωτικών καθαρών περιουσιακών στοιχείων και εσόδων στα περίπου 10 τρισεκατομμύρια ευρώ. Αυτό αποδεικνύεται από ποικίλες επιστημονικές μελέτες. Πολλοί εργαζόμενοι στην πραγματικότητα δεν διαθέτουν πλέον εισοδηματικά αποθέματα και έχουν σήμερα πολύ λιγότερα στο λογαριασμό τους από ότι πριν από δέκα χρόνια. Την ίδια στιγμή τα δύο ανώτερα δέκατα της εισοδηματικής κλίμακας επωφελήθηκαν ραγδαία από την πίτα που διανεμήθηκε».

Ο καπιταλισμός του Ρήνου

Στην ιστορική ταξινόμηση, το οικονομικό μοντέλου που προασπίζεται ο Steinbrück, παραπέμπει στην «κοινωνική οικονομία  της αγοράς» (soziale Marktwirtschaft). Σε αυτό το πλαίσιο πολιτικού προσανατολισμού ό Steinbrück εντοπίζει « την ολοκλήρωση μιας υποβολιμαίας μετατόπισης η οποία εδράζεται καθόλου συμπτωματικά στην κατάρρευση του σοσιαλισμού σοβιετικού τύπου το 1989/1990.                                                                   

Με την ακύρωση της ιδεολογικής σύγκρουσης των συστημάτων που υπήρχε τότε μεταξύ Ανατολής και Δύσης – μερικοί διέβλεψαν το τέλος της ιστορίας. Στην αντίληψη πολλών ο καπιταλισμός τελικά νίκησε και θριάμβευσε πάνω στον σοσιαλισμό σοβιετικού τύπου.Αυτό είχε συνέπειες στη σκέψη και δράση πολλών εμπλεκόμενων, επειδή οι οπαδοί μιας πολύ ριζοσπαστικής αντίληψης της αγοράς, πήραν το πάνω χέρι. Για να το πούμε πιο περίπλοκα αυτοί κέρδισαν την κυριαρχία καθορισμού του κανονιστικού και κοινωνικοπολιτικού διαλόγου που έμελε να ακολουθήσει».

Με άλλα λόγια, ο Steinbrück υπαινίσσεται ότι οι νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις κατέστρεψαν τον καπιταλισμό του Ρήνου. Σε αυτό παραπέμπουν άλλωστε νεολογισμοί όπως «απορρύθμιση, αξία των μετοχών, τριμηνιαίες λογιστικές καταστάσεις, μεγιστοποίηση απόδοσης των μπόνους». Η λέξη μπόνους ήταν άγνωστη την εποχή του ρηνανικού καπιταλισμού.

«Στο πλαίσια αυτής της αντίληψης υπάρχει μόνο μία λογική, δηλαδή, η ιδιοτέλεια και υπάρχει μόνο ένας κοινωνικός χαρακτήρας, η ορθολογικός εγωιστής» τονίζει ό Steinbrück διαπιστώνοντας παράλληλα ότι όλοι γνωρίζουμε που έχουν οδηγήσει όλα αυτά Έχουν οδηγήσει στη μεγαλύτερη χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση από 1929/1930. Ακριβώς αυτή η σκέψη, η ιδέα ενός ορθολογικού εγωιστή , η μεγιστοποίηση της ιδιοτέλειας οδήγησαν στην κρίση. 

«Σημαντικές αρχές της καθιερωμένης κοινωνικής οικονομίας της αγοράς πετάχτηκαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στην θάλασσα :με αποτέλεσμα η υπευθυνότητα και το ρίσκο να μην συμβαδίζουν πλέον, τα κέρδη αποκλειστικά να ιδιωτικοποιούνται, οι ζημίες να κοινωνικοποιούνται, και οι φορολογούμενοι να αποτελούν σε περίπτωση ανάγκης τον έσχατο εγγυητή για τις κακές αποφάσεις και την άγνοια κινδύνου των τραπεζών».

Αυτοκριτική και κριτική

Την ίδια στιγμή ο υποψήφιος του SPD προσθέτει με αυτοκριτική διάθεση  ότι ούτε οι σοσιαλδημοκράτες δεν  αντιτάχθηκαν όσο σθεναρά έπρεπε σε αυτές τις εξελίξεις. Είναι προφανές ότι η ιστορία δεν μπορεί να ερμηνευτεί τόσο απλοϊκά όπως επιχειρεί να την παρουσιάσει ο Steinbrück .Πράγματι η σοσιαλδημοκρατία δεν αντιτάχτηκε αρκετά στην επέλαση της νεοφιλελεύθερης αντίληψης. Πολύ περισσότερο όμως η ίδια η σοσιαλδημοκρατία αποτέλεσε εν μέρει  όχημα εξάπλωσης του νεοφιλελευθερισμού.            

Οι Νέοι Εργατικοί του Blair και οι σοσιαλδημοκράτες του νέου κέντρου του Schröder συνέχισαν κατ ουσία την πολιτική της κύριας πολιτικής εκπροσώπου του νεοφιλελευθερισμού, Μάργκαρετ Θάτσερ , η οποία απεβίωσε πρόσφατα. Το Νέο Εργατικό Κόμμα αποτέλεσε εκείνη την περίοδο μια αισθητική μεταμφίεση και ευφυή αναδιατύπωση του νεοφιλελευθερισμού.

Όπως σημειώνει ο Δημήτρης Κοτρόγιαννος σε ένα εξαιρετικό πρόσφατο άρθρο1 του «ο θατσερισμός όμως δεν άνοιξε μόνο την πόρτα στον άκρατο οικονομικό ατομικισμό, προσδιόρισε καθοριστικά και άλλαξε την προβληματική της σοσιαλδημοκρατίας. Η βρετανική και ευρωπαϊκή αριστερά θα τρέξει πίσω από την σκιά της. Αδυνατώντας πλέον να διερευνήσει εναλλακτικούς τρόπους παραγωγής και αναδιανομής πλούτου καταπιάστηκε να προβεί σε επιδιορθωτικές ρυθμίσεις, εν είδη μαστορέματος του προϋπάρχοντος κτηρίου, για να εξανθρωπίσει τις προϋπάρχουσες και έντονες κοινωνικές ανισότητες».

Κατά συνέπεια η εκσυγχρονιστική σοσιαλδημοκρατία συνέχισε ευλαβικά την «θατσερική λογική των τεχνικών της ορθολογικής υποταγής» που εγκαινίασε η Θάτσερ που συνίσταντο στην «απόλυτη ελαστικοποίηση ( της εργασίας) και την γενικευμένη ανταγωνιστικότητα: ατομικές συμβάσεις εργασίας, συμβάσεις μερικής ή εποχικής απασχόλησης, ανάπτυξη και εκπαίδευση των πολλαπλών ικανοτήτων των απασχολούμενων, ατομική αύξηση μισθού και πρόσθετη παραχώρηση πριμ σε σχέση με την αξία της εξατομικευμένης εργασίας, άμεση υποστήριξη της ατομικής καριέρας και της προσωπικής στρατηγικής»2.

Όλο αυτό το διάστημα στο οποίο υπαγόρευαν οι αγορές, και όχι οι κυβερνήσεις, το ρυθμό των μεταρρυθμίσεων, κρίνεται σήμερα ως ένοχο. Οι προοδευτικές δυνάμεις και η Αριστερά που υπέκυψαν και συνέπραξαν ταπεινά σε μεγάλο βαθμό, με την νεοφιλελεύθερη συναίνεση σήμερα απολογούνται για την αμαρτία τους ενώ διαψεύδεται κάθε ελπίδα ότι οι ψηφοφόροι θα είχαν διάθεση συγχώρεσης. Αυτό είχε ως συνέπεια η Δεξιά να παραμένει, σε μεγάλο βαθμό, η κυρίαρχη πολιτική δύναμη στην Ευρώπη, παρότι οι ιδέες της είναι σαφώς ξεπερασμένες3                                                                      

Η «νέα δεξιά» εισήγαγε με ανατρεπτικό πρόσημα κατά των κοινωνικών κατακτήσεων την έννοια της μεταρρύθμισης και η μεταλλαγμένη σοσιαλδημοκρατία του τρίτου δρόμου εδραίωσε αυτές τις μεταρρυθμίσεις κάτι που κορυφώθηκε στις ημέρες μας, ειδικότερα στο ελληνικό, το πορτογαλικό και το ισπανικό πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης. Σε αυτή την μεταρρύθμιση του καπιταλισμού του Ρήνου αποσκοπούσε άλλωστε το περίφημο Μανιφέστο Blair-Schröder του 1999, το οποίο αναπτύχθηκε από τις τότε ηγεσίες των κομμάτων και πέρασε από όλα τα κλιμάκια στα πλαίσια μιας διαδικασίας από πάνω προς τα κάτω (top-down).

Είχε προηγηθεί η συντριβή της λεγόμενης Νέας Οικονομίας ( New Economy) το 2001. Ο ίδιος ο Gerhard Schröder αναγνώρισε τότε ότι από την κορύφωση της φούσκας μέχρι το τέλος της το 2002 μειώθηκαν μετοχικές αξίες ύψους 1.7 τρις ευρώ σε 647 δισεκατομμύρια ευρώ. Η τότε κόκκινο-πράσινη κυβέρνηση του Schröder αναγνώρισε βέβαια ότι δεν ευθύνονται οι μισθωτοί και τα συνδικάτα τους την έκρηξη της μεγάλης χρηματιστηριακής φούσκας., απαίτησε ωστόσο την επιβολή σκληρών μέτρων περικοπής και λιτότητας για να ανταπεξέλθει στην μαζική υποτίμηση των τίτλων ιδιοκτησίας ιδίως όσον αφορά τις δυσμενής εξελίξεις στο σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης.

Η τότε κυβέρνηση Schröder με αυτή την πολιτική τοποθετούσε το εαυτό της στην καλή σοσιαλδημοκρατική παράδοση. Από την εποχή της λιτότητας που άσκησε ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Helmut Schmidt το 1982 κατά της εικαζόμενης κατάχρησης των κοινωνικών μεταβιβάσεων, η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία δεν διστάζει να επανέρχεται στην ίδια λαθεμένη πολιτική λιτότητας.         

Συνενοχή

Η σοσιαλδημοκρατία όχι μόνο δεν αντιτάχθηκε στον νεοφιλελευθερισμό αλλά πούλησε εν πλήρη πεποίθηση έναν νέο αντικρατισμό  με το μονοδιάστατο επιχείρημα  ότι το κράτος πρόνοιας  είναι υπερτροφικό και καταβροχθίζει υπερβολικές δαπάνες λόγω των παράλογων απαιτήσεων  διαφόρων πελατών.

Η σοσιαλδημοκρατία σε αυτή τη δεκαετία εκπροσώπησε μια  ρητορική η οποία απαιτούσε από τα μεσαία και τα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας να μειώσουν τις απαιτήσεις τους και να συμβιβαστούν με μειωμένες προσδοκίες.  Κατά αυτόν τον τρόπο προσδοκούσε η κυβερνώσα σοσιαλδημοκρατία να προσαρμόσει το κοινωνικό κόστος σε μια οικονομία με μειωμένη επιτάχυνση της συσσώρευσης.    

Αυτό σημαίνει ότι κυρίως μέσα από περικοπές μισθών και αυξημένων κινήτρων κέρδους επιχειρήθηκε η κατάκτηση της παγκόσμιας ανταγωνιστικής θέσης των εθνικών κεφαλαίων. Ως εκ τούτου ακολούθησε η μια φορολογική μεταρρύθμιση μετά την άλλη και οι επιχειρήσεις ελαφρύνθηκαν σημαντικά στη χρηματοδότηση του κράτους πρόνοιας. Για τον λόγο αυτό μειώθηκε το ποσοστό της δραστηριότητας του κράτους, προωθήθηκαν ιδιωτικοποιήσεις, δραστικές περικοπές στις κοινωνικές υπηρεσίες και στις δημόσιες επενδύσεων και απαιτήθηκε μια ανταγωνιστική μισθολογική πολιτική συνώνυμης με την εισοδηματική κατολίσθηση των εργαζομένων.

Η διογκούμενη κοινωνική ασυμμετρία δεν αμφισβητήθηκε ποτέ από τους εκπροσώπους της εκσυγχρονισμένης σοσιαλδημοκρατίας. Αντιθέτως με βάση τις δικές της προσλαμβάνουσες, απαιτήθηκε πρώτα η αναζωογόνηση της «οικονομίας» ως προϋπόθεση για να αποκατασταθεί το κοινωνικό κεκτημένο σε σταθερές βάσεις.

Εξ ου η εκσυγχρονισμένη σοσιαλδημοκρατία τοποθετήθηκε πέρα από την αριστερά και την δεξιά. ( νέο κέντρο) και θεώρησε ότι μέσα από την ενίσχυση του κεφαλαίου θα επιτευχθεί η ενίσχυση της μισθωτής εργασίας με μια εκσυγχρονισμένη έννοια. Αντλώντας σοβαρά διδάγματα από τις προκείμενες εξελίξεις επιχειρεί το γερμανικό SPD σήμερα να μπει στην πρώτη γραμμή της μάχης για την ανασυγκρότηση του καπιταλισμού του Ρήνου.

Εν προκειμένω η μεταστροφή αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι η πολιτική της ενοχοποίησης για την οικονομική και κοινωνική κρίση των φαινομενικά ανεξέλεγκτων κοινωνικών παροχών του κράτους, έχει αραιώσει τις τάξεις των σοσιαλδημοκρατών επικίνδυνα.               

Σήμερα οι Σοσιαλδημοκράτες επιχειρούν να αναδομηθούν και επιχειρούν μέσα από έναν εκτενέστατο κατάλογο αιτημάτων, να ρυθμίσουν εκ νέου τις αγορές εργασίας και τις χρηματοπιστωτικές αγορές καθώς επίσης να βάλουν όρια στους μεγάλους εισοδηματίες και ιδιοκτήτες ,με αξιώσεις όπως η οικονομικά προσιτή στέγαση.

Αγορά συμβατή στην δημοκρατία

Εάν μπορούσαν να εφαρμοστούν οι πολιτικές που ανακοίνωσε ο Steinbrück στο συνέδριο του κόμματος του, η Γερμανία θα αποκτούσε ασφαλώς μια διαφορετική εικόνα από αυτήν που έχει σήμερα. Μια εικόνα που θα προσιδίαζε με μια «αγορά συμβατή στην δημοκρατία» (demokratiekonformer Markt) την οποία αντιπαραβάλλουν οι γερμανοί σοσιαλδημοκράτες στη φιλοσοφία μιας «δημοκρατίας συμβατής προς την αγορά» (marktkonforme Demokratie) που προβάλλουν τα αστικά συντηρητικά κόμματα.

Αυτό που ο Steinbrück στην ουσία ανακοίνωσε για την ανανεωμένη σοσιαλδημοκρατία, είναι η επίλυση ενός ιστορικού αινίγματος σημειώνοντας ότι ο κανόνας της κυριαρχίας της δημοκρατίας πάνω από τις αγορές είναι κάτι που πρέπει ακόμα να κατακτηθεί..

Αινιγματικό παραμένει ωστόσο στο προγραμματικό πλαίσιο των γερμανών σοσιαλδημοκρατών, με ποιο τρόπο θα σταθμιστούν και θα υλοποιηθούν η «άνθηση της οικονομίας» και της κοινωνικής δικαιοσύνης», έτσι ώστε να επικρατήσει ο «κανόνας της δημοκρατίας απέναντι στις αγορές» υπό συνθήκες του ισχύοντος φρένου χρέους, τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες (της ευρωπαϊκής οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης) και την μαζική αντίσταση των ιδιοκτητριών τάξεων.

Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την ευρωπαϊκή πολιτική, στην οποία η SPD υποστήριξε σχεδόν άνευ όρων την λιτότητα πάνω στον Νότο και την αυστηρή έμφαση στην ανταγωνιστικότητα των που εφαρμόζει η κυβέρνηση Merkel.Σκληρή λιτότητα για τους γείτονες και κοινωνική «κοινωνική αλληλεγγύη» εσωτερικά δεν είναι συμβατές πολιτικές μεταξύ τους .

Δυσκολίες προσαρμογής

Είναι προφανές ότι ένα κόμμα  σαν το SPD που γεννήθηκε από  τη βιομηχανική κοινωνία, τα ορυχεία, τα ναυπηγεία – με την αυτοσυνείδηση  του παραγωγικού εργατικού δυναμικού, δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στις μεταβαλλόμενες συνθήκες της άυλης οικονομίας.  

Σήμερα δεν υπάρχουν πλέον οι σκληρά εργαζόμενοι προλετάριοι του παραδοσιακού τύπου. Οι συνθήκες υπό τις οποίες δημιουργήθηκα τα λεγόμενα «λαϊκά» κόμματα γενικότερα έχουν εκλείψει. Οι μεγάλες εργατικές οργανώσεις στον προθάλαμο των κομμάτων και οι ομοιογενείς κοσμοθεωρίες δεν υπάρχουν πια                                             

Είναι λογικό επομένως να αμφισβητείται εν γένει ο παραδοσιακός τύπος του μαζικού κόμματος. Υπό το βάρος των προκείμενων συνθηκών, η επίκαιρη μεταστροφή των γερμανών σοσιαλδημοκρατών από το «εγώ» στο «εμείς» δεν αντιμετωπίζεται ως ιδιαίτερα αξιόπιστη.                                                                                                                      

Ένα κόμμα το οποίο για μια ολόκληρη κυβερνητική δεκαετία (κυβέρνηση Schröder, κυβερνητικός συνασπισμός σοσιαλδημοκρατών και συντηρητικών) στηρίχτηκε στο «εγώ» και τώρα έρχεται να αναδείξει το «εμείς» σε κεντρικό μοτίβο της πολιτικής του , θα έπρεπε να είναι λιγάκι πιο αυτοκριτικό όσον αφορά την αρνητική συνεισφορά του στην καταστροφή του καπιταλισμού του Ρήνου. Αξίζει να σημειωθεί άλλωστε ότι το SPD, ακόμα και πριν δοθεί το χρίσμα στον Steinbrück δυσκολευόταν πολύ να βρει τον κατάλληλο τόνο για να πλησιάσει τις γειτονιές των εργατών και των ανέργων. Αυτήν την κατάσταση επιχειρεί να τερματίσει η σημερινή ηγεσία επειδή ακριβώς το SPD για 100 ολόκληρα χρόνια ήταν το κόμμα των αδύναμων.                              

Η στροφή αυτή είναι αναγκαία και ικανή συνθήκη για να επανέλθει η σοσιαλδημοκρατία στο προσκήνιο σε μια Ήπειρο που πέρασε μέσα από απέραντες οδύνες και όμως κατάφερε να αναστηθεί γρήγορά μέσα από τις στάχτες και να κατακτήσει την κοινωνική ειρήνη και ασφάλεια μετά το 1945

Επίμετρο

Το μεγάλο ερώτημα που ανακύπτει  λοιπόν είναι τι συμπεράσματα πρέπει να αντλήσει η σοσιαλδημοκρατία από τις σημερινές εξελίξεις. Ως προς την απάντηση του ερωτήματος αυτού θα συμφωνήσουμε απόλυτα με τον ιστορικό Tony Judt4 ότι η σοσιαλδημοκρατία σε αντίθεση με την ιστορική της ταυτότητα ως κόμμα της προόδου, πρέπει να πάψει να βλέπει τον εαυτό της ως πηγή της ανανέωσης και του εκσυγχρονισμού. «Αν η σοσιαλδημοκρατία έχει ένα μέλλον»,τονίζει o Judt τότε «ως σοσιαλδημοκρατία του φόβου». Ενός φόβου μπροστά στην ακύρωση των μεγάλων επιτευγμάτων και της προόδου που επιτεύχθηκε το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.                                                          

Η κεντροαριστερά έχει το χρέος να διατηρήσει αυτές τις κατακτήσεις του παρελθόντος και πρέπει επομένως να μιλήσει καθαρά για αυτές.                                                                         

Η ανάπτυξη ενός κράτους των κοινωνικών υπηρεσιών, η ανάπτυξη ενός ισχυρού δημόσιου τομέα που διήρκησε σχεδόν έναν αιώνα , οι υπηρεσίες και τα αγαθά του οποίου καθόρισαν τη συλλογική μας ταυτότητα και τους κοινούς στόχους μας, η καθιέρωση της γενικής ευημερίας ως δικαίωμα, και η εγγύηση της ως κοινωνικό καθήκον – δεν είναι μικρά επιτεύγματα». Αξίζει λοιπόν να αγωνιστούμε για αυτές τις φαινομενικά συνηθισμένες και απλές αλλά ταυτόχρονα πολύτιμες κατακτήσεις.                 

Όσοι διατείνονται ότι επιχειρούν την υλοποίηση μεγαλεπίβολων σχεδίων και μεγάλων αφηγήσεων την εποχή της κρίσης ή υποκρίνονται ή σκόπιμα ή αυταπατώνται.

                 ———————————————————————————

1 Δ. Κοτρόγιαννου  Η θατσερική κληρονομιά και η σοσιαλδημοκραία .  http://www.new-deal.gr/BIG-new-Deal/99-BIG-new-Deal/7825-Η-ΘΑΤΣΕΡΙΚΗ-ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ-ΚΑΙ-Η-ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

2 Στο ίδιο

3 Olaf  Crame  : Το Άνοιγμα: Η Αριστερά, η Ευρώπη και η δημοκρατική πρόκληση . ΙΣΤΑΜΕ . Σύγχρονοι στοχασμοί και πολιτικές παρεμβάσεις.  Απρίλιος 2013, Τεύχος 9.

4 Tony Judt¨Ill Fares The Land: A Treatise On Our Present Discontents Penguin 2010

* Ο Μανόλης Μαυροζαχαράκης είναι ελεύθερος συγγραφέας, με σπουδές σε οικονομικά, κοινωνιολογία και πολιτικές επιστήμες, εθνολογία και οικονομική ιστορία.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα