Ιδιωτικά ΑΕΙ: Αλήθειες πίσω από τις απολυτότητες…

Ιδιωτικά ΑΕΙ: Αλήθειες πίσω από τις απολυτότητες…
Φωτό αρχείου: Αμφιθέατρο Πανεπιστημίου Eurokinissi

Ανάμεσα στο αναφανδόν "ναι" και στο αναφανδόν "όχι", και εφόσον αφήσουμε στην άκρη τις ιδεολογικές εμμονές και τις τυχόν σκοπιμότητες, υπάρχουν πολλά ερωτήματα και πολλές ευκαιρίες

Ανάμεσα στο αναφανδόν “ναι”,  στην ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα, και στο αναφανδόν “όχι”, υπάρχει μια γκρίζα ζώνη με ιδεολογικές εμμονές, σύγχυση και σκοπιμότητες. Αποτελεί παραπλανητική απλούστευση να δεχθεί κανείς φανατικά τη μία ή την άλλη άποψη. Και την ευθύνη γι’  αυτή την παραπλάνηση την φέρουν ακέραια οι θιασώτες και των δύο απόψεων που σκιαμαχούν χωρίς να συζητούν την ουσία του θέματος. Που βρίσκονται όλοι αυτοί; Πρωτίστως στο πολιτικό σύστημα, αλλά και στην πανεπιστημιακή κοινότητα και στις εγχώριες συντεχνίες.

Ένα βασικό επιχείρημα όσων προτείνουν την αναθεώρηση του άρθρου 16 στο πλαίσιο της Συνταγματικής αναθεώρησης είναι “τα παιδιά που φεύγουν έξω…”. Κατ’  αρχήν αυτά τα παιδιά δεν είναι όλα το ίδιο.

Υπάρχουν γόνοι εύπορων οικογενειών που θα ετοίμαζαν τις βαλίτσες τους για το Λονδίνο, το Σάσεξ, το Ρέντινγκ, τη Νέα Υόρκη, ή τη Βοστώνη, ακόμα κι αν στην Ελλάδα είχαμε πολύ καλύτερα δημόσια πανεπιστήμια απ΄ αυτά που έχουμε. Ακόμα κι αν είχαμε ιδιωτικά. Η “παράδοση” της οικογένειας, το κοινωνικό status, η πρόθεση να ζήσουν και να εργαστούν στο εξωτερικό, η αναζήτηση ενός καλού βιογραφικού, είναι μερικές μόνο από τις παραμέτρους μιας τέτοιας επιλογής. Οι γονείς αυτών των παιδιών δεν θα διστάσουν να καταβάλλουν περίπου 10.000 ευρώ για κάθε έτος προπτυχιακών σπουδών, σε ένα πιθανώς μέτριο (όχι απαραίτητα καλύτερο από ένα ελληνικό δημόσιο) βρετανικό πανεπιστήμιο, ή πολλά περισσότερα για ένα αμερικανικό ίδρυμα. Και, φυσικά, από 10-40.000 ευρώ για ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα σε μία από αυτές τις χώρες.

Χαρακτηριστικό είναι, εξάλλου, το παράδειγμα των κυπριακών ιδιωτικών πανεπιστημίων, ειδικότερα, δε, των νομικών σχολών. Ένας μεγάλος αριθμός παιδιών γνωστών και λιγότερο γνωστών δικηγόρων της Αθήνας σπουδάζουν στη Λευκωσία, τη Λάρνακα και την Πάφο, με καθηγητές, συνήθως, πανεπιστημιακούς των Νομικών Σχολών της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι/ες αναζήτησαν εκεί διπλάσιους και τριπλάσιους μισθούς κατά τα χρόνια της κρίσης. Οι γνωρίζοντες περιγράφουν μάλλον απαξιωτικά τη δομή και την λειτουργία αυτών των σχολών, ωστόσο τα παιδιά επιστρέφουν στην Ελλάδα για να αναλάβουν τα νομικά γραφεία των γονέων τους με ένα πτυχίο Νομικής.

Υπάρχουν, όμως, και παιδιά που κατευθύνονται στην βρετανική επαρχία ή στις ΗΠΑ, ή την Ολλανδία, ή την Μπρατισλάβα και αλλού (αγγλόφωνα τμήματα) επειδή οι γονείς τους δεν έχουν εμπιστοσύνη στο ελληνικό τριτοβάθμιο σύστημα εκπαίδευσης. Παιδιά που προτιμούν το εξωτερικό για να μην συνθλιβούν στο εξοντωτικό σύστημα εξετάσεων για την εισαγωγή στα ελληνικά ΑΕΙ. Και για να εξασφαλίσουν πως θα βρεθούν με ένα αρκετά καλό ή άριστο πτυχίο στα χέρια τους, αυστηρά σε τρία χρόνια, χωρίς να ταλαιπωρούνται στο ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο μεταξύ καταλήψεων, έλλειψης εκπαιδευτικών προγραμμάτων, πειθαρχίας και, κυρίως, χωρίς σύνδεση των σπουδών και του πτυχίου με την εγχώρια αγορά εργασίας. Το σκεπτικό αυτών των γονέων και αυτών των παιδιών είναι ότι σε τέσσερα χρόνια (3+1) θα βρεθούν με πτυχίο και μεταπτυχιακό –σε ηλικία, δηλαδή, μόλις 21 ετών– μέσα σε ένα οργανωμένο πλαίσιο και χωρίς απώλεια έστω και ενός εκπαιδευτικού δευτερολέπτου. 

Οι περισσότεροι από αυτούς τους γονείς υποκινούνται και από μία άλλη παράμετρο που δεν πρέπει να υποτιμάται. Οι σπουδές στο εξωτερικό (ειδικότερα στη Μεγάλη Βρετανία) στοιχίζουν, υπό προϋποθέσεις, φθηνότερα -ή περίπου το ίδιο- απ΄ ότι σε ένα πανεπιστημιακό ίδρυμα στην Ελλάδα εκτός τόπου διαμονής της οικογένειας. Κι αυτό διότι τα παιδιά αυτά σπουδάζουν με τα φοιτητικά δάνεια που δίνει το βρετανικό εκπαιδευτικό σύστημα (περίπου 9.000 λίρες ετησίως για κάθε έτος σπουδών στα αγγλικά ιδρύματα) και ως εκ τούτου το κόστος περιορίζεται στο ενοίκιο και στη διαβίωση. Οι δε συνθήκες σταδιακής αποπληρωμής του δανείου (σε μεγάλο βάθος χρόνο και σε απόλυτη συνάρτηση με τα εισοδήματα του νέου από την μετέπειτα εργασία του) είναι αρκούντως δελεαστικές, ακόμα κι αν σε κάποιο βαθμό δημιουργούν μια “ψευδαίσθηση”.

Η απάντηση, λοιπόν, στο ερώτημα “θα έφευγαν τα παιδιά στο εξωτερικό εάν υπήρχαν στην Ελλάδα ιδιωτικά πανεπιστήμια;”, ούτε εύκολη είναι, ούτε δεδομένη. Εξαρτάται από το για τι είδους ιδιωτικά πανεπιστήμια μιλάμε, με δίδακτρα τι ύψους, και με ποια αναγνώριση και σύνδεση με την αγορά εργασίας. Ένα παιδί της δεύτερης κατηγορίας (από μη εύπορους γονείς) που θα σπούδαζε σε ελληνικό ιδιωτικό εκπαιδευτικό ίδρυμα θα είχε πιθανότατα τα ίδια προβλήματα με έναν πτυχιούχο του ΠΑ.ΠΕΙ, της ΑΣΟΕΕ, του Καποδιστριακού ή οιουδήποτε άλλου πανεπιστημίου. Θα έπρεπε να αναζητήσει εργασία σε μια κλειστή αγορά, με ιδιαίτερα χαμηλές αμοιβές και με εργασιακή ανασφάλεια.

Ένα παιδί της πρώτης κατηγορίας (με εύπορους γονείς) θα προτιμούσε, πιθανότατα, τη Βοστώνη, ή το Σικάγο, ή το αγγλόφωνο Bocconi του Μιλάνου, ακόμα κι αν στην Ελλάδα είχαν ιδρυθεί ιδιωτικά πανεπιστήμια. Είναι άλλος ο προσανατολισμός του, άλλες οι προσλαμβάνουσες των γονέων του και άλλες οι επιδιώξεις.

Όλα αυτά, φυσικά, δεν αναιρούν σωστές πλευρές της πρότασης για την ίδρυση μη κερδοσκοπικών και μη κρατικών πανεπιστημίων. Εμπίπτουν, ωστόσο, σε περιοχές που πρέπει να διερευνηθούν.

Εάν έχει κανείς κατά νου την εξέλιξη των σημερινών ΙΕΚ σε πανεπιστήμια είναι προφανές πως μάλλον υποκινείται από σκοπιμότητες. Ελάχιστα έως κανένα από αυτά τα ιδρύματα δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα και την εμπειρία να ιδρύσουν σοβαρές πανεπιστημιακές σχολές. Το γεγονός, δε, πως μερίδα του πολιτικού προσωπικού έχει δείξει κατά καιρούς την προτίμησή του σε συγκεκριμένα εκπαιδευτήρια δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά.

Υπάρχει, όμως, και η άλλη διάσταση –η οποία ακούστηκε κατά τη σχετική συζήτηση στη Βουλή. Γιατί να μην μπορεί το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος να ιδρύσει ένα μη κερδοσκοπικό πανεπιστήμιο; Σοβαρό το ερώτημα.

Η αλήθεια είναι πως αυτό το ίδρυμα, όπως και το Ωνάσειο, όπως το ζεύγος Γιάννα και Θεόδωρου Αγγελόπουλου, το Ίδρυμα Κόκκαλη και άλλοι αρκετοί, συνεισφέρουν σημαντικά στην καθιέρωση υποτροφιών. Υπάρχει ήδη μια “μαγιά” πολύ θετικών ιδιωτικών πρωτοβουλιών που, όντως, θα μπορούσε να αξιοποιηθεί περαιτέρω και, ίσως, πιο οργανωμένα από την Πολιτεία. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ίδιοι αυτοί χρηματοδότες συνεισφέρουν σημαντικά ποσά σε σχολές και έδρες μεγάλων αμερικανικών και βρετανικών πανεπιστημίων.

Αυτοί που έχουν την συγκεκριμένη σκέψη ανατρέχουν στον τρόπο λειτουργίας ορισμένων αμερικανικών πανεπιστημίων, όπως το Harvard. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, απαιτεί μεγάλα ποσά (άρα και σαφείς λόγους για να διατεθούν σε μία μικρή ελληνική και βαλκανική αγορά) και “ανταπόδοση”. Το μεγάλο αμερικανικό πανεπιστήμιο λειτουργεί, άλλωστε, ήδη Κέντρο Ερευνητικών Σπουδών ως θερινό πρόγραμμα στο Ναύπλιο. Ας μην το υποτιμούμε.

Μήπως, ωστόσο, θα ήταν καλύτερο να βρεθεί τρόπος ώστε ιδιωτικά κεφάλαια ευεργετών να κατευθυνθούν στην βελτίωση της λειτουργίας των δημοσίων ΑΕΙ; Μήπως θα ήταν καλύτερα, σε συνδυασμό με τα σχετικά ευρωπαϊκά προγράμματα, να ενισχύσουν τον τομέα της έρευνας που σήμερα υποχρηματοδοτείται και δεν αναπτύσσεται επαρκώς παρότι στη χώρα μας διαθέτουμε εξαιρετικό επιστημονικό προσωπικό;

“Ναι, αλλά εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο θα είχαμε εισροή συναλλάγματος από ξένους φοιτητές που θα έρχονταν στην Ελλάδα”, απαντούν κάποιοι. Σωστό. Όμως, σε αυτή την περίπτωση, πρέπει να αποσαφηνιστεί το εξής: Ενδιαφερόμαστε για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων για Έλληνες φοιτητές ή για την προσέλκυση ξένων; Διότι, ως προς τη δεύτερη περίπτωση, η ανάπτυξη ξενόγλωσσων τμημάτων στα ελληνικά ΑΕΙ, του Διεθνούς Πανεπιστημίου και συνεργασιών ελληνικών ιδρυμάτων με ξένα (όπως η περίπτωση του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου μέσω της συνεργασίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με επτά σπουδαία ξένα εκπαιδευτικά ιδρύματα ου ήδη προχωρά), θα μπορούσε να είναι μία εύλογη απάντηση και προοπτική.

Εν κατακλείδι, ανάμεσα στο αναφανδόν “ναι” και στο αναφανδόν “όχι”, και εφόσον αφήσουμε στην άκρη τις ιδεολογικές εμμονές και τις τυχόν σκοπιμότητες, υπάρχουν πολλά ερωτήματα και πολλές ευκαιρίες. Είναι αλήθεια πως οι κήρυκες της απολυτότητας, είτε της μιας, είτε της άλλης άποψης, δεν έχουν επιτρέψει να γίνει γόνιμη συζήτηση όλα τα προηγούμενα χρόνια. Όπως και οι πανεπιστημιακές και άλλου τύπου συντεχνίες. Παράλληλα με αυτή τη συζήτηση, όμως, θα έπρεπε να συζητούμε και να δράσουμε για την ενίσχυση του δημοσίου πανεπιστημίου. Την αντιμετώπιση των δεινών του, των αγκυλώσεων και των δυσλειτουργιών του. Και, ακόμα περισσότερο, την ανάπτυξη της οικονομίας ώστε οι απόφοιτοι να βρίσκουν σχετικά εύκολα καλά αμειβόμενη εργασία.

Διότι, ακόμα κι αν γεμίσουμε με ιδιωτικά πανεπιστήμια, τα παιδιά που θα μπορούν να πληρώσουν τα δίδακτρα και να αποφοιτήσουν απ΄ αυτά, πάλι στο εξωτερικό θα έφευγαν εάν δεν μπορούσαν να βρουν εργασία συναφή με τις σπουδές τους στην Ελλάδα. Θα είχαμε, δηλαδή, ως επί το πλείστον αποφοίτους (ελληνικών) ιδιωτικών πανεπιστημίων με …υποκατώτατους μισθούς.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα