Η Ευρώπη αλλάζει… εμείς;

Η Ευρώπη αλλάζει… εμείς;

Τα ακανθώδη ζητήματα που καλείται να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση και οι ανέλπιστοι σύμμαχοι στη μάχη της διαπραγμάτευσης

Δύο εβδομάδες μετά τις εκλογές και ενώ ο πρώτος αναγνωριστικός κύκλος διεθνών επαφών της νεοπαγούς κυβέρνησης έχει ολοκληρωθεί, μπορεί κανείς να επιχειρήσει μια κατ’αρχήν αποτίμηση του διαμορφωθέντος σκηνικού, των ισορροπιών και των διαφαινόμενων πιθανών εξελίξεων. Η χρονική πυκνότητα των εξελίξεων,  η κρισιμότητα των διακυβευμάτων, το ασφυκτικά στενό χρονικό πλαίσιο για την επίτευξη συμφωνίας, η ένταση της αντιπαράθεσης με τις φαινομενικά εντελώς ασύμπτωτες θέσεις της ελληνικής και της ευρωπαϊκής πλευράς, οι παραδοσιακά δραματικοί τόνοι των Μ.Μ.Ε., καθώς και η αναπόφευκτη έντονα θυμική διέγερση των Ελλήνων πολιτών συνθέτουν -σε πρώτο επίπεδο- μια εικόνα επαπειλούμενης ρήξης με πιθανώς αμοιβαία καταστρεπτικές συνέπειες.

Χωρίς διάθεση υποτίμησης των ιδιαίτερα δυσχερών συνθηκών που έχουν διαμορφωθεί ή της κρισιμότητας της κατάστασης, διακινδυνεύω την εκτίμηση ότι ενδεχομένως μια αμοιβαία επωφελής λύση είναι πιο κοντά απ’όσο αυτή τη στιγμή φαντάζει. Το περίγραμμα ενός εντίμου συμβιβασμού έχει ήδη αχνά σκιαγραφηθεί: «τεχνική» διευθέτηση του χρέους, ώστε να μειωθούν οι ετήσιες ανάγκες αποπληρωμών και να καταστεί «εξυπηρετήσιμο» (με την σώφρονα από ελληνικής πλευράς εγκατάλειψη των ουτοπικά μαξιμαλιστικών θέσεων περί διαγραφής, επιτροπών λογιστικού ελέγχου, «επαχθούς και επονείδιστου» χρέους και άλλων τέτοιων φαιδροτήτων), μείωση των προβλεπόμενων από το παρόν πρόγραμμα πρακτικά αδύνατων και ουσιαστικά αντι-αναπτυξιακών μακροχρόνιων και κολοσσιαίων πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων, και υιοθέτηση ενός περισσότερο θεσμικού -σε ευρωπαϊκό επίπεδο- σχήματος εποπτείας του προγράμματος που θα συμφωνηθεί. Περιθώρια συμπτώσεων των ελληνικών θέσεων με αυτές των Ευρωπαίων εταίρων έχουν επίσης διαφανεί στο σκέλος της αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής, της καταπολέμησης της διαφθοράς, της ρύθμισης των σχέσεων του οικονομικο-μιντιακού συμπλέγματος με το κράτος και της αποδυνάμωσης των προστατευμένων ολιγοπωλίων, υπό την απαραίτητη προϋπόθεση ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν θα αρκεστεί στις διακηρύξεις πολιτικής βούλησης και θα παρουσιάσει -και σε αυτούς τους τομείς- άμεσα ένα συγκεκριμένο, ρεαλιστικό, πειστικό και κοστολογημένο σχέδιο.

Στα ανωτέρω λοιπόν σημεία είναι δύσκολο αλλά εφικτό να εξευρεθούν κοινοί τόποι και να σημειωθούν συγκλίσεις, είναι δε πιθανό η ελληνική κυβέρνηση να βρει σε ευρωπαϊκό επίπεδο ακόμη και απρόσμενους συμμάχους. Περισσότερο ακανθώδη όμως παραμένουν ζητήματα όπως το πρόσημο και η κατεύθυνση των «μεταρρυθμίσεων» που επικαλούνται και οι δύο πλευρές, οι ιδιωτικοποιήσεις, ο περιορισμός του δημοσίου τομέα, τα εργασιακά και -κυρίως- το ασφαλιστικό.

Εκείνο όμως το στοιχείο που καθιστά ιδιαίτερα δυσχερή την ελληνική θέση, μειώνοντας δραματικά τη διαπραγματευτική της ισχύ είναι ο συνδυασμός των ιδιαίτερα αυξημένων -ειδικά για φέτος- χρηματοδοτικών αναγκών του ελληνικού δημοσίου με την -και με ευθύνη της απελθούσης κυβέρνησης- απόλυτη έλλειψη χρονικών περιθωρίων (το πολύ μέχρι το τέλος του μήνα) για την επίτευξη συμφωνίας. Ο συνδυασμός αυτός είναι που επιτρέπει στο γερμανικής επιρροής «ευρωδιευθυντήριο» να αποστέλλει τα -δυστυχώς πολύ πραγματικά- τελεσίγραφα που αποστέλλει.

Η πραγματικότητα όμως είναι ξεκάθαρη: Η ρήξη -και σε αυτή τη φάση- δεν συμφέρει κανένα, και για την Ελλάδα θα ήταν καταστροφική, και για την υπόλοιπη Ευρώπη και ειδικά για την Ευρωζώνη θα είχε πολύ δύσκολα υπολογίσιμες και -κυρίως- δυσκολότερα ελέγξιμες συνέπειες. Το γεγονός όμως, ότι αυτή είναι η πραγματικότητα, δεν σημαίνει κατ’ανάγκην ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι την προσλαμβάνουν έτσι ή ότι δεν υπάρχουν -εκατέρωθεν- θερμοκέφαλοι -με επιρροή δυστυχώς- που έχουν στρατηγική ρήξης. Το πρόβλημα όμως που θα κληθούν οι σκληροπυρηνικοί και των δύο πλευρών να αντιμετωπίσουν -και ας ελπίσουμε όχι όλοι μας- είναι ότι η πραγματικότητα βρίσκει συνήθως το τρόπο να επιβάλλει τον εαυτό της.

Η Ευρώπη αλλάζει. Το στίγμα και την κατεύθυνση των αλλαγών θα δώσουν -πιθανότατα- αδήριτες οικονομικές και πολιτικές αναγκαιότητες, αν όχι νομοτέλειες. Όταν οι πολύ πιο ευέλικτες και πραγματίστριες Η.Π.Α. αναπτύσσονται με 5 % ετησίως, ενώ η ευρωζώνη αντιμετωπίζει το φάσμα του θανατηφόρου συνδυασμού στασιμότητος και αποπληθωρισμού, η γερμανική εμμονή στην περιοριστική λιτότητα και τον μονεταρισμό δεν μπορεί να αντέξει για πολύ ακόμη (αυτό δείχνουν και οι προσεκτικές πρωτοβουλίες του κεντρικού τραπεζίτη), τροφοδοτώντας μάλιστα πολιτικά τις πλέον ευρω-φοβικές ή και ανοιχτά ευρω-εχθρικές πολιτικές δυνάμεις σε ολόκληρη την ήπειρο.

Για μας όμως το ζήτημα σε αυτή τη φάση είναι να παραμείνουμε στο -ευρωπαϊκό- παιχνίδι για να μπορέσουμε να επωφεληθούμε από την -ευρωπαϊκή- αλλαγή πορείας. Η νεο-εκλεγείσα κυβέρνηση (και προσωπικά ο σαραντάρης Πρωθυπουργός) έχει ένα τεράστιο -όσο και εύθραστο- πολιτικό κεφάλαιο στα χέρια της,ευρύτατη κοινωνική συναίνεση ή/και ανοχή (πολλαπλάσια των εκλογικών ποσοστών που πρόσφατα κατήγαγε) και την φιλική στάση της πλειοψηφίας του έντυπου και ηλεκτρονικού τύπου (με θεαματική μεταστροφή μεγάλων συγκροτημάτων τις τελευταίες εβδομάδες). Έχει την ισχυρότερη και σαφέστερη δυνατή εντολή για την επίτευξη μιας εξαιρετικά δύσκολης (έως και mission impossible) αποστολής για τον τερματισμό του οικονομικού στραγγαλισμού της ελληνικής κοινωνίας με ταυτόχρονη απόλυτη διασφάλιση της θέσης της χώρας στην Ευρωζώνη. Έχει επίσης την ιστορική ευκαιρία να εκμεταλλευθεί ένα πρωτοφανώς ευνοϊκό αναπτυξιακά τα τελευταία χρόνια ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον, με μείωση του κόστους ενέργειας, με υποτίμηση του ευρώ και με επερχόμενη ποσοτική χαλάρωση. Πρέπει να καταθέσει τα όπλα του λαϊκισμού (οι εκλογές τελείωσαν), να αποφύγει την περαιτέρω υποδαύλιση του ιδιότυπου εθνο-λαϊκισμού που φαίνεται να ξαναφουντώνει τις τελευταίες ημέρες, να εγκαταλειφθούν ή να παραμερισθούν ιδεοληψίες μερίδας των στελεχών της και να αποφευχθούν τα εξαιρετικώς επικίνδυνα γεωπολιτικά παιχνίδια που φαίνεται ότι φαντασιώνονται κάποιοι, και τα οποία μπορεί να εκθέσουν την χώρα σε τρομακτικούς κινδύνους. Τέλος, πρέπει τάχιστα να παρουσιάσει στην ελληνική κοινωνία και τους εταίρους ένα συνεκτικό και ρεαλιστικό οικονομικό σχέδιο με έμφαση στην αντιμετώπιση του μεγαλύτερου προβλήματος της χώρας, που δεν είναι το χρέος, αλλά η ανεργία, η αποεπένδυση, η καταστροφή της παραγωγικής της βάσης.

Υ.Γ. Καλό και άγιο το πατριωτικό συναίσθημα που αναδύεται το τελευταίο διάστημα, ακόμη καλύτερη η κοινωνική συμπαράσταση στις κυβερνητικές προσπάθειες. Η πιο αμιγής όμως και ειλικρινής έκφραση πατριωτισμού στην παρούσα φάση είναι η επιστροφή των χρημάτων που βρίσκονται είτε στα στρώματα και τα πατάρια, είτε -πολύ περισσότερο- στις τράπεζες του εξωτερικού, στις ελληνικές τράπεζες.

Έτσι φαίνονται οι πατριώτες…

* Ο Σταμάτης Κυρζόπουλος είναι ιατρός καρδιολόγος, στο Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο και συγγραφέας του βιβλίου “Μονόδρομοι και αδιέξοδα: Πολιτών υπέρβαση”. Εκτός από το News247 αναλύει και εκφράζει τις σκέψεις του μέσα από το προσωπικό του blog sxoliopoliti.blogspot.gr

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα