Αξιολόγηση: ποιος σταμάτησε το χρονόμετρο…

Αξιολόγηση: ποιος σταμάτησε το χρονόμετρο…

Παρά τη διαδεδομένη άποψη περί της «καταστροφικής αργοπορίας» που επέδειξε η κυβέρνηση στη διαπραγμάτευση, το ΔΝΤ είναι αυτό που ροκανίζει το χρόνο και επιχειρεί να μπλοκάρει τη συμφωνία

Η εμπλοκή στην αξιολόγηση που ξεκίνησε με τη δημοσιοποίηση των διαλόγων Τόμσεν – Βελκουλέσκου και κατέληξε στην αδυναμία να ολοκληρωθεί η συμφωνία με τους εκπροσώπους των θεσμών την περασμένη Δευτέρα, όπως δήλωνε ότι επιδιώκει η κυβέρνηση, άνοιξε τη βεντάλια της κριτικής κατά του ΣΥΡΙΖΑ.

Αν και οι επικριτές του δεν ξεκινούν πάντοτε από την ίδια αφετηρία, καταλήγουν σε έναν δημοφιλή κοινό τόπο: η κυβέρνηση δικάζεται και καταδικάζεται για την “καταστροφική αργοπορία” που επέδειξε στην εφαρμογή των συμφωνηθέντων. Όπως υποστηρίζεται, ο Τσίπρας έχασε την ιστορική ευκαιρία να κλείσει την αξιολόγηση αμέσως μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου, τότε που το πολιτικό κεφάλαιο του ήταν αλώβητο και η αντιπολίτευση αποδιαρθρωμένη, και ενεπλάκη σε μία μάχη με το χρόνο που νομοτελειακά θα οδηγούσε σε εμπλοκή.

Πρόκειται για μια αντίληψη διαχείρισης της πολιτικής και των κρίσεων, που αναγορεύει το timing σε κλειδί των εξελίξεων, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα ακόμα και τις ίδιες τις…εξελίξεις.  Υπό αυτή την έννοια, ο ΣΥΡΙΖΑ και ο κάθε ΣΥΡΙΖΑ, εάν και εφόσον μπορούν να πιάσουν την κοινή γνώμη και την αντιπολίτευση… στον ύπνο, πράγμα που εκτιμάται ότι επιτυγχάνεται ανέτως την επομένη των εκλογών, υποχρεούνται να το κάνουν. Η αξιολόγηση είναι το μείζον. Το τι ακριβώς θα αξιολογηθεί, προβάλλεται ως λεπτομέρεια…

Στην πραγματικότητα, βέβαια, τα πράγματα είναι συνήθως πιο περίπλοκα απ’ ό,τι θέλουν τα κλισέ. Στις διαπραγματεύσεις, το παιχνίδι με το χρονόμετρο δεν είναι ποτέ προνόμιο της μίας μόνο πλευράς. Στην περίπτωση της αξιολόγησης, μάλιστα, όλα πείθουν ότι αυτός που ροκάνισε το χρόνο δεν ήταν τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ, που δεν είχε άλλωστε και τόσους λόγους να το κάνει, όσο η πλευρά του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που από την αρχή μπλόκαρε τη διαδικασία, προβάλλοντας είτε στόχους μαξιμαλιστικούς είτε θέτοντας στο τραπέζι την παράμετρο κουρέματος του χρέους, παρά την εκπεφρασμένη σε όλους τους τόνους αντίθεση του Βερολίνου και των ευρωπαϊκών θεσμών.

Για να αντιληφθούμε το «κατενάτσιο» που έπαιξε σε όλη τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης το Ταμείο, δεν χρειάζεται να καταφύγουμε στους αποκαλυπτικούς διαλόγους Τόμσεν – Βελκουλέσκου που δημοσιοποιήθηκαν, όπου εκεί ομολογείται ευθέως ότι η αξιολόγηση δεν πρέπει να κλείσει πριν το καλοκαίρι. Αρκεί η υπενθύμιση του γεγονότος ότι η ομάδα του ΔΝΤ ανέβαζε διαρκώς τον πήχη του δημοσιονομικού κενού, φθάνοντας στο σημείο κάποια στιγμή να απαιτεί μέτρα 9 δις ευρώ, την ώρα που η Ελλάδα και οι Ευρωπαίοι δανειστές προσδιόριζαν το ύψος τους στα 5 με 5,5 δισεκατομμύρια.

Υπάρχουν πολλοί που θεωρούν ότι στην Ελλάδα κακώς δαιμονοποιείται η παρουσία του Ταμείου, αφού αυτό προτείνει το πρωτογενές πλεόνασμα να είναι στο 1,5 % του ΑΕΠ  το 2018 και όχι στο 3,5 όπως εκτιμούν η Κομισιόν και η ΕΚΤ. Πρόκειται για τη μισή αλήθεια. Η άλλη μισή, αν δε αγνοείται, αποσιωπάται: το ΔΝΤ δεν προτείνει μικρότερο πλεόνασμα. Εκτιμά ότι με τα μέτρα που συμφωνούνται το πλεόνασμα θα περιορισθεί στο 1,5% και ζητά είτε κούρεμα του χρέους – πράγμα που γνωρίζει ότι δεν πρόκειται να δεχθούν οι Ευρωπαίοι – είτε πολύ περισσότερα μέτρα.

Πέρα από ελιγμούς, διαρροές ή ευθείες διαφοροποιήσεις, αυτό που συμβαίνει εδώ και καιρό είναι ότι το Ταμείο θέτει υπό αμφισβήτηση τη συμφωνία που υπέγραψε η Ελλάδα με τους δανειστές το περασμένο καλοκαίρι και επιδιώκει την αναθεώρησή της ή τη συμπλήρωσή της από ένα τέταρτο μνημόνιο.

Παρά τα περί «καταστροφικής αργοπορίας», η ελληνική κυβέρνηση κινήθηκε εντός της συμφωνίας του περασμένου καλοκαιριού, υιοθέτησε την ιδιοκτησία μέτρων που δεν ήταν συμβατά με τις ιδεολογικές και πολιτικές καταβολές της, όπως οι διατάξεις για το νέο ασφαλιστικό, προώθησε πολιτικές, όπως η ιδιωτικοποίηση του ΟΛΠ, που είτε δεν μπόρεσαν είτε δεν τόλμησαν να «σηκώσουν» λόγω πολιτικού κόστους οι προκάτοχοί της.

Προφανώς, και δισταγμοί υπήρξαν και ανακολουθίες και επιλογές εξαιρετικά προβληματικές, όπως συνέβη στην περίπτωση του οικονομικού μείγματος που επελέγη, όπου η περιστολή των δημοσιονομικών επιχειρείται να επιτευχθεί κυρίως μέσω της επιβολής σειράς φόρων – και μάλιστα εμμέσων – και πολύ λιγότερο μέσω της μείωσης των δημοσίων δαπανών.

Θα μπορούσαν να επισημανθούν κι άλλα – είτε αυτά αφορούν τη μεγάλη εικόνα της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές είτε το στενό πλάνο της καθημερινότητας των ανθρώπων που στήριξαν ελπίδες στην καλυτέρευση της ζωής τους και νιώθουν ότι δεν δικαιώθηκαν. Αυτό που δύσκολα μπορεί να υποστηριχθεί, πάντως, αν και από διάφορες πλευρές υποστηρίζεται, είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση υπονόμευσε τη διαδικασία της αξιολόγησης και θέλησε να πετάξει την μπάλα στην εξέδρα.

Οι δύσπιστοι δεν έχουν παρά να προσέξουν τις χθεσινές δηλώσεις της Κριστίν Λαγκάρντ…

*Ο Χρήστος Μαχαίρας, είναι δημοσιογράφος

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα