Το “χαρτί” του εκλογικού νόμου

Το “χαρτί” του εκλογικού νόμου

Με τα σενάρια κυβερνητικής διεύρυνσης ή και προσφυγής στις κάλπες να παραμένουν στο τραπέζι, η αλλαγή του εκλογικού νόμου μπορεί να αποδειχθεί εργαλείο για την αναδιάταξη των κομματικών συμμαχιών

Η εκλογική νομοθεσία υπήρξε ανέκαθεν ο δημοφιλέστερος χώρος πειραματισμού για όλες τις μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις. Πολύ πριν ανακαλυφθεί η δημιουργική λογιστική, η δημιουργική εκλογική αριθμητική παρέδωσε στην πολιτική ιστορία μεγαλειώδη νομοθετήματα, ραμμένα και κομμένα στα μέτρα των εμπνευστών τους.

Η μοναδική στιγμή όπου το κομματικό σύστημα θα μπορούσε να είχε επιχειρήσει μία ουσιαστική εκλογική τομή ήταν το 1989, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου, επιχειρώντας να διαλύσει τη σύμπραξη Μητσοτάκη – Αριστεράς, πρότεινε στον ενιαίο τότε Συνασπισμό (διάβαζε ΚΚΕ και ΕΑΡ) να νομοθετήσουν από κοινού την απλή αναλογική. Το θρυλικό “δεν προκάνουμε” του αείμνηστου Χαρίλαου Φλωράκη, όπως ο γράφων και με άλλη ευκαιρία έχει σημειώσει, έβαλε τέλος στην προοπτική της “απλής και άδολης”, στον πάγιο και διακηρυγμένο στόχο της Αριστεράς όλων των ειδών, χαρίζοντας χρόνους και ημέρες στον θαλερό τότε δικομματισμό.

Από τότε μέχρι σήμερα πολλά έχουν αλλάξει στην πολιτική σκηνή. Παπανδρέου – σε ρόλο ηγέτη – δεν υπάρχει, υπάρχει ωστόσο ένας άλλος Μητσοτάκης, ο Κυριάκος, κι ένας Τσίπρας, που, όπως κάποτε ο Ανδρέας, έχει κάθε λόγο να φλερτάρει κι αυτός, αν όχι με την απλή αναλογική, τουλάχιστον με το σενάριο ενός αναλογικότερου εκλογικού συστήματος. Ας επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε το γιατί…

Ο συνταγματικός νομοθέτης, θέλοντας να περιορίσει τα κόλπα με τις κάλπες και τα μαθηματικά “παράδοξα”, ορίζει ότι για να αλλάξει η εκλογική νομοθεσία δεν αρκεί απλή πλειοψηφία, αλλά υπερψήφιση της πρότασης αλλαγής του εκλογικού νόμου από τουλάχιστον 200 βουλευτές. Σε κάθε άλλη περίπτωση, ο εκλογικός νόμος αλλάζει, ο νέος ισχύει, ωστόσο, όχι για τις εκλογές που θα διεξαχθούν μετά την ψήφισή του, αλλά για τις μεθεπόμενες.

Τι σημαίνουν όλα αυτά για την περίοδο που διανύουμε; Είναι κοινό μυστικό ότι η κυβέρνηση βλέπει εξαιρετικά θετικά ένα νέο εκλογικό νόμο χωρίς το bonus των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα  – ή, έστω,  νόμο που θα προσφέρει στο πρώτο κόμμα αισθητά χαμηλότερο bonus και αυτό υπό την προϋπόθεση της συγκέντρωσης σχετικά υψηλού ποσοστού. Ένα εκλογικό σύστημα αυτού του τύπου θα ευνοούσε τα μικρότερα κόμματα και θα έδινε στο δεύτερο κόμμα τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας, εφόσον η εντολή στο πρώτο απέβαινε άκαρπη.

Υπάρχει όμως κοινοβουλευτικός συσχετισμός για κάτι τέτοιο; Μπορεί να υπάρξει από την παρούσα Βουλή πλειοψηφία 200 βουλευτών; Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, κοινή είναι η αίσθηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα έβγαινε χαμένος, ακόμα κι αν η πρόταση του δεν συγκέντρωνε την απαιτούμενη πλειοψηφία, γεγονός που θα μετέθετε κατά μία Βουλή την ισχύ της νέας εκλογικής νομοθεσίας.

Η εκλογική αντίληψη του bonus, άλλωστε, είναι προϊόν μιας εποχής που σημαδεύτηκε από την κυριαρχία του δικομματισμού και τη μακροημέρευση των μονοκομματικών κυβερνήσεων. Ο πρώτος τα έπαιρνε όλα, ο δεύτερος δεν έπαιρνε τίποτα… Αντίθετα, η φάση του διπολισμού στην οποία φαίνεται πως μπήκε η πολιτική ζωή (και) με την επικράτηση Μητσοτάκη στη ΝΔ, είναι φάση εξαιρετικής ρευστότητας, αναζήτησης πολυκομματικών συνθέσεων και, πιθανά, επάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων.

Ένα αναλογικότερο εκλογικό σύστημα προφανές είναι ότι ανοίγει το παιχνίδι και πολλαπλασιάζει τα σενάρια συμπλεύσεων. Με μια προϋπόθεση φυσικά: να υπάρχουν περιθώρια συνεργασίας, κύκλος ενδιαφερομένων και πλαίσιο πολιτικών συνεταιρισμών. Αν θέλουμε να το πούμε διαφορετικά, το εκλογικό σύστημα δεν αποτυπώνει απλώς τεχνικές αντιπροσώπευσης και νομής της εξουσίας. Λειτουργεί, ταυτόχρονα, ως εργαλείο για την αναδιάταξη των κομματικών συμμαχιών και ενθαρρύνει την όσμωση μεταξύ όμορων ή και πιο απόμακρων χώρων.

Με τα σενάρια κυβερνητικής διεύρυνσης ή και πρόωρης προσφυγής στις κάλπες να παραμένουν ορθάνοιχτα στο τραπέζι, η αλλαγή του εκλογικού νόμου μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για τη διαμόρφωση ενός νέου σκηνικού. Ειδικά για τα κόμματα του μεσαίου χώρου, που πιέζονται τόσο από την επικράτηση Μητσοτάκη όσο και από τη ρεαλιστική στροφή του ΣΥΡΙΖΑ, ένα νέο εκλογικό σύστημα μπορεί να αποδειχθεί αφετηρία ανακαθορισμών προς τη μία ή προς την άλλη πλευρά.

*Ο Χρήστος Μαχαίρας είναι δημοσιογράφος.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα