Μου σερβίρετε μια 7ημερη εργασία παρακαλώ;

Μου σερβίρετε μια 7ημερη εργασία παρακαλώ;
Συγκέντρωση εργαζομένων Eurokinissi

Πώς γίνεται μια καθημαγμένη από τις μνημονιακές πολιτικές κοινωνία να έλκεται από απόψεις που ίσως την οδηγήσουν σε ακόμα μεγαλύτερους αποκλεισμούς και περιορισμούς;

Η κοινότητα των social media ξεκίνησε εδώ και καιρό να τρολάρει, -κατά το κοινώς λεγόμενον-, τις απόψεις και τις θέσεις που… ξεφεύγουν (;) από τον εν δυνάμει πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, αναφορικά με τα εργασιακά ζητήματα, τις εργασιακές σχέσεις και τα εργασιακά δικαιώματα.

Τη σκυτάλη πήρε ο προφορικός λόγος και σχεδόν όλες οι παρέες ανά την επικράτεια, εκτιμώ ότι έχουν ασχοληθεί έστω ακροθιγώς με τις απόψεις και τις θέσεις αυτές.

Οι πολιτικοί του αντίπαλοι, ταυτόχρονα, βγήκαν άμεσα στο μεϊντάνι της κριτικής και της αντιπαράθεσης προσπαθώντας να κερδίσουν πόντους στον προεκλογικό στίβο.

Και ενώ οι απόψεις και οι θέσεις αυτές έγιναν γνωστές αρκετές ημέρες πριν από τη διεξαγωγή των ευρωεκλογών, το κόμμα της νυν αξιωματικής αντιπολίτευσης, η ΝΔ, κατόρθωσε να κυριαρχήσει με μεγάλη διαφορά επί του κυβερνώντος κόμματος, του ΣΥΡΙΖΑ.

Ήταν Κυριακή 12 Μαΐου όταν ο κ. Μητσοτάκης δήλωνε σε διακαναλική συνέντευξη τα εξής:

«Μερικές φορές το να δώσεις σε μία γυναίκα τη δυνατότητα να δουλεύει από το σπίτι της είναι καλό, δεν είναι κακό. Μπορεί να πηγαίνει κόντρα στην παραδοσιακή οκτάωρη εργασία, πέντε μέρες την εβδομάδα αλλά είναι καλό (..) Όταν μία επιχείρηση συμφωνεί με τους εργαζόμενους μέσω επιχειρησιακής σύμβασης για να πάει από πενθήμερο σε επταήμερο με τη σύμφωνη γνώμη των εργαζομένων και με πολύ καλύτερες απολαβές και με αυξημένα δικαιώματα και συμφωνούν τα δύο μέρη, δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να αναγνωρίζουμε ότι είμαστε σε έναν κόσμο που αλλάζει και πρέπει οι εργαζόμενοι, οι επιχειρήσεις και το κράτος να προσαρμοστούν σε αυτή τη νέα πραγματικότητα».

Ένα μήνα μετά, ήμασταν στην Τρίτη 11 Ιουνίου οπότε και είδαμε τον κ. Μητσοτάκη να ακούει ατάραχος επιχειρηματίες στην Κω να του ζητούν εφταήμερο εργασίας και όχι τον εκβιασμό που γίνεται από τους ελέγχους στο νησί τους και να απαιτούν “να γίνει πιο εύκολο, πιο ευέλικτο το θέμα των 7 ημερών και όχι να επικρέμαται η σπάθη των προστίμων”.

Το ίδιο ατάραχο είδαμε τον κ. Μητσοτάκη να τους απαντά: “Δεν πρέπει να μπλέξουμε στα χωράφια των εργαζόμενων και των επιχειρηματιών οι οποίοι έχουν συμφωνήσει τι είναι καλό για τους ίδιους”.

Τους υποσχέθηκε παράλληλα πως το κόμμα του θα σαρώσει “ως οδοστρωτήρας τα εμπόδια που κρατούν δέσμια την επιχειρηματικότητα”.

Ο κ. Μητσοτάκης πετάει στα μούτρα της ελληνικής κοινωνίας την ακραιφνώς νεοφιλελεύθερη ατζέντα του σαρώνοντας με αυτήν τις ευρωεκλογές και εμφανιζόμενος σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις να σαρώνει και τις εθνικές εκλογές.

Το ερώτημα είναι “τις πταίει” για τη στροφή; Πώς γίνεται μια καθημαγμένη από τις μνημονιακές πολιτικές κοινωνία με τα γνωστά, εδώ και 10 χρόνια, αποτελέσματα (απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, ανεργία, ακραία λιτότητα, μετανάστευση κτλ), να έλκεται από απόψεις που θα την οδηγήσουν στο παρελθόν και σε ακόμα μεγαλύτερους αποκλεισμούς και περιορισμούς;

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή: Η ελληνική κοινωνία εισερχόμενη στον καιρό των μνημονίων το 2010 απέκτησε ένα επίπεδο πολιτικής συνειδητότητας και σηκώθηκε από τον “ξεβλαχεμένο” καναπέ που καθόταν τον καιρό των διακοποδανείων, του life style και του εκσυγχρονισμού και δήλωσε παρών σε διαδηλώσεις και κινήματα κατά των μνημονίων. Η αριστερά, την περίοδο εκείνη, κατόρθωσε να “ενσωματώσει” εκλογικά τη διάθεση των πολιτών για αντίσταση και δράση κι έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ των συνιστωσών -τότε – εκσφενδονίστηκε από το 4,6% το 2009 στο 26,89% τον Ιούνιο του 2012 κι από εκεί στο 36,34% τον Ιανουάριο του 2015. Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ έστειλε μήνυμα αποδοκιμασίας των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που είχαν υιοθετηθεί από τις κυβερνήσεις που είχαν ψηφίσει μνημόνια ενώ ταυτόχρονα ήταν η πρώτη φορά που οι πολίτες στρέφονταν σε ένα κόμμα εκτός των παραδοσιακών με την ελπίδα πως κάτι θα άλλαζε.

Το πρώτο εξάμηνο η διακυβέρνηση της χώρας από το ΣΥΡΙΖΑ έδωσε στην κοινωνία το σήμα της αλλαγής πολιτικής που περίμενε. Το δημοψήφισμα αναπτέρωσε ακόμη περισσότερο τις ελπίδες ενώ αμέσως μετά, η συνθηκολόγηση με τους δανειστές, με αυτούς από τους οποίους η ελληνική κοινωνία ήθελε να απεμπλακεί, ήρθε ως κεραυνός.

Ακολούθησε η περίοδος μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 έως σήμερα κατά την οποία η έλλειψη επικοινωνίας που είχε η κεντρική κυβερνητική ομάδα, το Μαξίμου που λέμε, με τα ζητήματα που απασχολούσαν την καθημερινότητα των πολιτών ήταν περισσότερο από ορατή. Το Μαξίμου δεν αφουγκράστηκε τις υπόγειες διεργασίες που γίνονταν σε μια κοινωνία που είχε και έχει κουραστεί να ακούει υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα, δεν αφουγκράστηκε τις αλλαγές που συντελέστηκαν θεωρώντας εσφαλμένα πως η έλλειψη αντίδρασης στις πολιτικές του ήταν και ένδειξη συναίνεσης για τις πολιτικές του (σ.σ. σοβαρά κοινωνικά κινήματα δεν υπήρξαν εδώ και τέσσερα χρόνια κι όσα υπήρξαν, για παράδειγμα το κίνημα κατά των πλειστηριασμών, δεν κατάφεραν να συγκινήσουν κανέναν). Η εμπιστοσύνη που έδειξαν οι πολίτες στο κόμμα της αριστεράς διαρρήχθηκε μια και καλή με αποτέλεσμα να εδραιωθεί το αίσθημα της ματαιότητας, της απογοήτευσης, της παραίτησης.

Και ερχόμαστε στο σήμερα…Η κοινωνία στρέφεται τώρα στο συντηρητισμό και τον ακραιφνή νεοφιλελεθερισμό, αναζητώντας και πάλι έναν “πατερούλη” για να βάλει σε “νόμο και τάξη” τη ζωή της. Περίπου όπως το περιγράφει η Πολωνή υπερασπίστρια των ανθρώπινων δικαιωμάτων, Αλίνα Μπορτνόβσκα μιλώντας για τη δική της χώρα: “Αρχίζουμε να γινόμαστε μάρτυρες ημι-ψυχωτικών αντιδράσεων. Δεν μπορείς να περιμένεις από τους ανθρώπους να ενεργούν προς το συμφέρον τους όταν είναι τόσο αποπροσανατολισμένοι που δεν γνωρίζουν, ή δεν ενδιαφέρονται να γνωρίζουν, ποιο είναι το συμφέρον τους” …

Το ταξικό τους συμφέρον, θα έλεγα η υπογράφουσα.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα