Διχασμένος ο νομικός κόσμος μετά τον “πόλεμο” για τη διάταξη περί χρήσης παράνομα αποκτηθέντος υλικού

Διχασμένος ο νομικός κόσμος μετά τον “πόλεμο” για τη διάταξη περί χρήσης παράνομα αποκτηθέντος υλικού

Η ανταλλαγή ανακοινώσεων μεταξύ του αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης, Δημ. Παπαγγελόπουλου, και της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, έκανε εντονότερες τις αντιδράσεις του νομικού κόσμου γύρω από την κατ'εξαίρεση χρήση παρανόμως αποκτηθέν αποδεικτικού υλικού. Διαβάστε τι είπαν στο news247 δικηγόροι και εισαγγελείς

Αντίκτυπο στο νομικό κόσμο έχει ο “πόλεμος” ανακοινώσεων μεταξύ του υπουργείου Δικαιοσύνης και της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, αλλά και οι παραιτήσεις μελών της τελευταίας, γύρω από τη χρήση παράνομου αποκτηθέντος αποδεικτικού υλικού.

Δικηγόροι και εισαγγελείς φαίνονται διχασμένοι για τα όσα αναφέρονται στην τροπολογία για το άρθρο 177 Κωδικα Ποινικής Δικονομίας, σύμφωνα με την οποία η επίμαχη διάταξη κατ’ εξαίρεση δεν θα εφαρμόζεται σε περιπτώσεις κακουργημάτων αρμοδιότητας Οικονομικού Εισαγγελέα ή Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, όπως είναι μεταξύ άλλων και όλες οι λίστες (Λαγκάρντ, Φαλτσιανί, Μπόγιαρνς) που έχει στην κατοχή της η ελληνική Δικαιοσύνη.

Σύμφωνα με εισαγγελικές πηγές, η αλλαγή πράγματι “λύνει τα χέρια” στους εισαγγελικούς λειτουργούς που ερευνούν αντίστοιχες υποθέσεις. Τόσο οι οικονομικοί εισαγγελείς, όσο και η Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθήνας, μελετούν υποθέσεις που σχετίζονται με λίστες, χωρίς όμως να είναι σε θέση να αξιοποιήσουν -τουλάχιστον επίσημα- τα στικ που τους διαβιβάζονται από το εξωτερικό.

“Η τροπολογία έχει το νόημα ότι οι υποθέσεις που αφορούν στη φοροδιαφυγή και ελέγχεται από το ΣΔΟΕ, δεν θα καταρρεύσουν όταν θα πάνε σε δίκη, με το σκεπτικό ότι η δίωξη στηρίζεται σε παρανομο αποκτηθέν υλικό” αναφέρουν εισαγγελικές πηγές, κάνοντας λόγο για “απελευθέρωσή” τους.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η προκαταρκτική εξέταση της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθήνας για την εγκληματική οργάνωση γύρω από τη λίστα Λαγκάρντ. Σύμφωνα με πληροφορίες, ήδη είχαν στείλει δικαστικές συνδρομές στην Ελβετία ζητώντας να τους σταλούν επισημα τα στοιχεία της HSBC, προκειμένου να τα αξιοποιήσουν, όμως η απάντηση αναμενόταν σε μερικά χρόνια, όπως γίνεται πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις. Εναλλακτικά, οι εισαγγελείς λάμβαναν καταθέσεις από τον Ερβέ Φαλτσιανί προσπαθώντας να καλύψουν έτσι τα κενά που δημιουργούνταν από την αδυναμία εκμετάλλευσης των στοιχείων της λιστας. Με την πρόσφατη τροπολογία όμως, έχουν τη δυνατότητα να προχωρήσουν στο έργο τους.

Πέρα όμως, από τους εισαγγελείς που χειρίζονται τέτοιες δικογραφίες, υπάρχουν και εκείνοι που εξέφρασαν την αντίρρησή τους για το καινούργιο νομοθέτημα, προκαλώντας την εντονότατη αντίδραση του υπουργού Δικαιοσύνης Νικ. Παρασκευόπουλου και του αναπληρωτή υπουργού, Δημ. Παπαγγελόπουλου.

Η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος, ακολουθώντας την πάγια τακτική της, εξέδωσε ημέρες μετά την ψήφιση του πολυνομοσχεδίου, ανακοίνωση, στην οποία εξέφραζε τις αντιρρήσεις της παραθέτοντας νομικά επιχειρήματα, υπογραμμίζοντας “την προσήλωση της εισαγγελικής αρχής στο στόχο της καταπολέμησης της διαφθοράς, πάντοτε εντός του συνταγματικού πλαισίου”.

Τη θέση της ΕΕΕ πάντως, εκφράζουν και νομικοί, οι οποίοι μιλώντας στο new247.gr, αναφέρονται στην αρχή της δίκαιης δίκης και σε “πρόσκαιρες σκοπιμότητες”. Νομικοί κύκλοι επισημαίνουν την υπερσυνταγματική ισχύ της ΕΣΔΑ, η οποία -όπως αναφέρουν- έρχεται σε αντίθεση με την επίμαχη τροπολογία, ενώ κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για το ενδεχόμενο αναδρομικής ισχύος της διάταξης. Μεταξύ άλλων υπογραμμίζουν: “Το δίκαιο δεν νομιμοποιείται να χρησιμοποιήσει παράνομα μέσα για να καταδικάσει κάποιον κατηγορούμενο, υποβιβάζοντας έτσι το ίδιο το δίκαιο -μη σεβομενο την αρχή της δίκαιης δίκης- με τον εκάστοτε κατηγορούμενο. Με τη ρύθμιση αυτή και κυρίως με τις αντιδράσεις της Ένωσης δίνεται ένα επιχείρημα επιστημονικού και νομικού χαρακτήρα στον κατηγορουμενο για την ακύρωση όλης της διαδικασίας. Κι αυτό διότι η θεωρία του παρανόμως κτηθέντος αποδεικτικού μέσου και της μη δυνατότητας αξιοποίησης του, έχει γίνει δεκτό, διαφορετικά η χρήση του θα μολύνει όλη την ποινική διαδικασία”.

Ο δικηγόρος Βαγγέλης Ζαμπίτης δηλώνει χαρακτηριστικά: “Δύσκολα μπορεί κανείς να μη στοιχηθεί και προσυπογράψει αυτήν την επαινετή και αρκούντως αιτιολογημένη θέση της Ενώσεως Εισαγγελέων Ελλάδος.

Η νομική κοινότητα καλείται να υπερασπισθεί, ομόθυμη, τις θεσπισμένες δικαιοκρατικές εγγυήσεις και τη σημαίνουσα αξία και θέση που αυτές (πρέπει να) έχουν σε μία ποινική διαδικασία, που οφείλει να αποδεικνύει αενάως τη θεμελιώδη υποστασιακή ιδιότητά της ως δίκαιης.

Με διατάξεις που θεσπίζονται, στο βωμό πρόσκαιρων σκοπιμοτήτων και πέραν των επιτρεπτών ορίων που το Σύνταγμα, η ΕΣΔΑ και άλλα αυξημένης τυπικής ισχύος νομοθετήματα θέτουν, θυσιάζονται υψηλής αξίας κεκτημένα αναγόμενα ακόμη και στο γαλλικό διαφωτισμό.

Σε περίοδο διαρκούς και αφόρητης συμπίεσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών, υπό τη συνήθη επίκληση της δίωξης της σοβαρής εγκληματικότητος, αξίζουν συγχαρητήρια στην Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος, την οποίαν, ελπίζω, θα ακολουθήσουν και άλλες εύτολμες φωνές”.

Από την πλευρά του, ο ποινικολόγος Ηλίας Σιδέρης αναφέρει ότι “είναι πράγματι παράδοξο, μέχρι πρότινος, η χρήση παράνομων αποδεικτικών μέσων να μην επιτρέπεται και να μην λαμβάνεται υπόψιν ενώπιον δικαστηρίου και σήμερα να ανάγεται σε αποδεικτικό μέσο, σε μια μέρα, με μια τροπολογία, χωρίς διαβούλευση, χωρίς την άποψη των νομομαθών και των νομικών ενώσεων. Υπενθυμίζω ότι η καταγραφή οπτικοακουστικού υλικού χωρίς συναίνεση είναι κακούργημα. Πως εν μία νυκτί άλλαξε γνώμη ο νομοθέτης; Προφανώς, ο κ. Υπουργός έχει στη διάθεσή του λίστα των μεγαλοφοροφυγάδων και θέλει να την αξιοποιήσει. Προφανώς, πρέπει να σταθμίσουμε, αν το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα, στην ελεύθερη επικοινωνία και τα προσωπικά δεδομένα είναι ανώτερο από το δημόσιο συμφέρον που πλήττεται χρόνια τώρα από εγκληματικές συμπεριφορές συμπολιτών μας.

Το καθετί πρέπει να ελέγχεται κατά περίπτωση. Δεν πρέπει να προσβάλλονται ατομικά δικαιώματα για το παραμικρό, αλλά ταυτοχρόνως δεν πρέπει και με επικληση των ατομικών δικαιωμάτων κάποιοι να βρίσκουν εύκολη διέξοδο στην προσβολή ευρυτέρων συλλογικών δικαιωμάτων.

Πράγματι, είμαστε σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, πράγματι οι ελεγκτικοί μηχανισμοί του κράτους αδυνατούν να συλλάβουν τη μεγάλη φοροδιαφυγή και κλοπή δημοσίου χρήματος. Το ζητούμενο είναι να μην αρχίσουμε να νομοθετούμε κατά περίπτωση, να μην ανοίξουμε κερκόπορτες προς την κατά παραγγελία δικαιοσύνη και να μην περάσει στην νοοτροπία μας ότι “έτσι γίνεται πάντα”, γιατί εν τέλει αυτό που θα πληγεί είναι η ασφάλεια δικαίου που είναι υπέρτατο αγαθό σε ένα δημοκρατικό κράτος”.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα