Όλη η Ευρώπη προσπαθεί να πείσει τη Βαλονία να δεχθεί τη CETA

default image

Συνομιλίες των τοπικών αρχών υπό την αιγίδα του πρωθυπουργού Σαρλ Μισέλ, για να μεταπειστούν οι Βαλονοί που έχουν απορρίψει τη συμφωνία, η οποία έχει τη στήριξη των υπόλοιπων 27 κυβερνήσεων της ΕΕ. Αντιδράσεις Παπαδημούλη - Κούλογλου για τη CETA που επιτρέπει στις επιχειρήσεις να μηνύουν τα κράτη

“Η προγραμματισμένη για αύριο Σύνοδος μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Καναδά για την υπογραφή της συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου συνεχίζει να είναι εφικτή”, δήλωσε σήμερα ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ, καθώς οι Βέλγοι πολιτικοί εισήλθαν στην δεύτερη ημέρα συνομιλιών για το μέλλον της συμφωνίας.

Από το πρωί της Τρίτης διεξάγονται συνομιλίες των τοπικών αρχών υπό την αιγίδα του πρωθυπουργού Σαρλ Μισέλ, στις οποίες συμμετέχουν η Βαλονία και οι Βρυξέλλες που έχουν απορρίψει μια συμφωνία, η οποία έχει τη στήριξη των υπόλοιπων 27 κυβερνήσεων της Ε.Ε.

Όπως αναφέρει το Reuters, χωρίς την έγκριση των περιοχών και των γλωσσικών κοινοτήτων, το Βέλγιο δεν μπορεί να υπογράψει τη Συνολική Οικονομική και Εμπορική Συμφωνία (CETA) στην προγραμματισμένη σύνοδο ΕΕ-Καναδά αύριο, με τη συμμετοχή του Καναδού πρωθυπουργού Τζάστιν Τριντό.

“Συνεχίζω να ελπίζω ότι το Βέλγιο θα αποδείξει ότι είναι πρωταθλητής στην επίτευξη συναίνεσης και ότι θα μπορέσουμε σύντομα να οριστικοποιήσουμε τη συμφωνία”, δήλωσε ο Τουσκ σε συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Ο Τουσκ είπε ότι θα υπάρχουν συνέπειες για την παγκόσμια θέση της Ευρώπης εάν δεν καταφέρει να πετύχει μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με τον Καναδά, “την πλέον ευρωπαϊκή χώρα έξω από την Ευρώπη, ένα στενό φίλο και σύμμαχο”.

“Αλλά είναι πολύ νωρίς να φθάσουμε ακόμα εκεί. Καθώς μιλάμε, η αυριανή σύνοδος συνεχίζει να είναι εφικτή”.

Οι αντιδράσεις και η ελληνική πλευρά

Οι TTIP και CETA είναι δύο εμπορικές συμφωνίες μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και ΗΠΑ και Ευρωπαϊκής Ένωσης και Καναδά αντίστοιχα που έχουν στόχο την άρση όσων φραγμών έχουν απομείνει (μετά την κατάργηση των δασμών) στο εμπόριο μεταξύ των δύο πλευρών. Οι τομείς που έχουν εξαιρεθεί από την TTIP, μετά από επίμονες προσπάθειες της γαλλικής κυβέρνησης, είναι η μουσική βιομηχανία και ο κινηματογράφος.

Ο υπουργός Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, Γιώργος Σταθάκης, έχει τοποθετηθεί για τις τελευταίες εξελίξεις σε σχέση με τη συμφωνία CETA στην Ειδική Επιτροπή της Βουλής για το Περιεχόμενο και τις Διαδικασίες Σύναψης των Διατλαντικών Εμπορικών Συμφωνιών.

Όπως εξήγησε, η ελληνική κυβέρνηση, σε συνεργασία με άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ, πέτυχε:

1. Να υπάρξει νομικά δεσμευτική ερμηνευτική δήλωση ΕΕ-Καναδά με την οποία διασφαλίζονται:

– η προστασία των δημοσίων αγαθών και υπηρεσιών καθώς και το δικαίωμα επανεθνικοποίησης ιδιωτικοποιημένων σχετικών επιχειρήσεων (π.χ. υπηρεσίες ύδρευσης).

– η διατήρηση υψηλών προδιαγραφών για την προστασία του καταναλωτή και του περιβάλλοντος.

– η προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων σύμφωνα και με τα πρότυπα της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας.

– η αντικατάσταση του μηχανισμού επίλυσης διαφορών επενδυτή-κράτους (ISDS) με ένα Διεθνές Δικαστικό Σύστημα (ICS), που θα αποτελείται από μόνιμους, σταθερά αμειβόμενους δικαστές (κάτι που διασφαλίζει την ανεξαρτησία τους) και θα περιλαμβάνει Εφετικό Δικαστήριο.

2. Να θεωρηθεί η Συμφωνία ως “συμφωνία μεικτής αρμοδιότητας”, κάτι που προϋποθέτει την έγκριση όχι μόνο από τα κοινοτικά όργανα αλλά και από τα εθνικά κοινοβούλια.

3. Η διαδικασία προσωρινής εφαρμογής της Συμφωνίας, που θα ξεκινήσει εφόσον αυτή εγκριθεί από το Ευρωκοινοβούλιο, να περιλαμβάνει μόνο το κομμάτι του εμπορίου και των δημοσίων προμηθειών και όχι τις μεταφορές και το επίμαχο θέμα της επίλυσης των διαφορών ανάμεσα σε ιδιώτες και κράτος.

Όσον αφορά, τέλος, την προστασία γεωγραφικών ενδείξεων, ο κ. Σταθάκης τόνισε ότι κατόπιν πολύμηνων διαπραγματεύσεων, η κυβέρνηση κατάφερε να αμβλυνθούν οι αρχικές ανεπαρκείς προβλέψεις και σε πρόσφατη συνάντησή του με την Επίτροπο Μάλστρομ στην Μπρατισλάβα, εξασφάλισε δήλωση, με την οποία η Επιτροπή δεσμεύεται εντός πενταετίας να κάνει χρήση των απαραίτητων μηχανισμών, ώστε όλες οι ευρωπαϊκές Γεωγραφικές Ενδείξεις, συμπεριλαμβανομένης της φέτας, να απολαμβάνουν το ίδιο επίπεδο προστασίας στον Καναδά.

Παρόλα αυτά, οι αντιδρώντες επιμένουν πως το Διεθνές Δικαστικό Σύστημα (ICS) δεν θα ελέγχεται από την Ε.Ε., άρα μπορεί να αποφασίζει κατά το δοκούν. Η υπόθεση όπως φαίνεται, θα έχει συνέχεια.

Η Γερμανική  Ένωση Δικαστών επίσης διευκρίνισε ότι το ICS δεν είναι δικαστήριο:

“Ούτε η προβλεπόμενη μέθοδος διορισμού των δικαστών του ICS, ούτε η θέση τους πληρούν τις διεθνείς απαιτήσεις για την ανεξαρτησία των δικαστηρίων. Το ICS εμφανίζεται σε αυτό το πλαίσιο όχι ως διεθνές δικαστήριο, αλλά μάλλον ως μόνιμο διαιτητικό δικαστήριο”.

Επίσης, μονάχα η μία πλευρά, οι επενδυτές, μπορούν να προσφεύγουν στο ICS.

Οι καταγγέλλοντες τη συμφωνία αναφέρουν ακόμη πως η CETA, στην απελευθέρωση των υπηρεσιών, περιλαμβάνει μια βασικότατη “αρνητική ρήτρα”. Αυτό σημαίνει ότι αν γίνει κάποτε ιδιωτικοποίηση μιας υπηρεσίας, δεν θα μπορεί μετά να αναιρεθεί.

Για παράδειγμα, αν μια δημοτική επιχείρηση νερού ενός δήμου ιδιωτικοποιηθεί μια φορά, δεν θα μπορεί να επαναδημοτικοποιηθεί στη συνέχεια.

Πώς μπορεί η CETA να είναι μια προοδευτική συμφωνία; Αντιδράσεις Παπαδημούλη – Κούλογλου

Άρθρο αναφορικά με την εμπορική συμφωνία CETA, συνυπογράφουν 17 Ευρωβουλευτές από τρεις πολιτικές ομάδες (Ευρωομάδα της Αριστεράς, Σοσιαλιστές, Πράσινοι) που ανήκουν στην Προοδευτική Συμμαχία(Progressive Caucus) στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και συγκεκριμένα οι:

 MarieArena (S&D, Bέλγιο), Guillaume Balas (S&D, Γαλλία), Hugues Bayet (S&D, Βέλγιο), Sergio Cofferati (S&D, Ιταλία), Fabio De Masi (GUE/NGL, Γερμανία), Yannick Jadot (Greens/EFA, Γαλλία), Eva Joly (Greens/EFA, Γαλλία), Στέλιος Κούλογλου (GUE/NGL, Ελλάδα), Curzio Maltese (GUE/NGL, Ιταλία), FlorentMarcellesi (Greens/EFA, Ισπανία), Emmanuel Maurel (S&D, Γαλλία), Anne–Marie Mineur (GUE/NGL, Ολλανδία), Δημήτρης Παπαδημούλης (GUE/NGL, Ελλάδα), Georgi Pirinski (S&D, Βουλγαρία), Marc Tarabella (S&D, Bέλγιο), Ernest Urtasun (Greens/EFA, Ισπανία), Monika Vana (Greens/EFA, Αυστρία).

Ολόκληρο το άρθρο των 17:

“Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της, η εμπορική συμφωνία ΕΕ-Καναδά (CETA) θα βελτιώσει τα διεθνή πρότυπα, δημιουργώντας παράλληλα θέσεις εργασίας. Και οι δύο υποθέσεις είναι λάθος: αν η CETA ήταν πραγματικά μια τόσο προοδευτική συμφωνία, θα είχε τύχει διαπραγμάτευσης με διαφανή τρόπο και η δημοκρατία δεν θα είχε υπονομευθεί ήδη από την προκαταρκτική διαδικασία, υποστηρίζουν πολλοί Ευρωβουλευτές. Την άποψη αυτή συνυπογράφουν 17 μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, από τρεις διαφορετικές πολιτικές ομάδες.

Στην πραγματικότητα, η εμπορική συμφωνία ΕΕ-Καναδά προωθεί την υπερβολική απελευθέρωση και την απορρύθμιση: αποδυναμώνει το δικαίωμα των κυβερνήσεων να προβαίνουν σε ρυθμίσεις με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον, ενώ και η λεγόμενη «ανανεωμένη εκδοχή» της, δεν παρέχει νομική προστασία σε βασικούς τομείς και δεν πληροί τις απαιτήσεις των νομικών παραδόσεών μας.

Όταν ξεκίνησαν οι Διατλαντικές εμπορικές διαπραγματεύσεις, οι Ευρωπαίοι και Αμερικανοί ηγέτες απέτυχαν να κατανοήσουν για ποιο λόγο είχαν γίνει στόχος ενός κύματος σκεπτικισμού από την κοινή γνώμη. Δεσμεύτηκαν ότι αυτή τη φορά, θα ήταν διαφορετικά από τη NAFTA.

Η Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου της Βόρειας Αμερικής κατέληξε να καταστρέψει τις θέσεις εργασίας στις κατασκευές και τη μεταποίηση, συμπίεσε τους μισθούς προς τα κάτω, αποδυνάμωσε τα διεθνή πρότυπα, αναφορικά με την προστασία των καταναλωτών, και έκανε τον Καναδά -από χώρα μικροπαραγωγών- μια από τις μεγαλύτερες χώρες παραγωγής Γενετικά Τροποποιημένων Οργανισμών (ΓΤΟ).

Τώρα που η Συνολική Οικονομική και Εμπορική Συμφωνία (CETA) μεταξύ ΕΕ-Καναδά έχει ολοκληρωθεί και δημοσιοποιηθεί, μπορεί κανείς να εκτιμήσει κατά πόσον οι επίσημοι ισχυρισμοί που παρουσιάζουν τη CETA ως μια «προοδευτική συμφωνία»  έχουν βάση ή αν ήταν περισσότερο μέρος πολιτικού μάρκετινγκ.

Σύμφωνα με την Επίτροπο Εμπορίου της ΕΕ, Σεσίλια Μάλστρομ, η CETA “θα θέσει υψηλότερα standards” και «θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας». Η Κρίστια Φρίλαντ, πάλι, η Υπουργός Εμπορίου του Καναδά, πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα λέγοντας πως η CETA είναι μια “προοδευτική συμφωνία” διότι αντανακλά “προοδευτικές αξίες”. Στην πραγματικότητα, αν αυτές οι διαπραγματεύσεις έγιναν πραγματικά για να ανέβει ο πήχης, δημιουργώντας παράλληλα ίση κατανομή πλούτου, είναι δίκαιο να αναρωτηθεί κανείς γιατί διεξήχθησαν με τόσο αδιαφανή τρόπο. Οι βουλευτές, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δεν συμμετείχαν στις συζητήσεις και η εντολή διαπραγμάτευσης του Συμβουλίου -που καθόρισε τις κατευθυντήριες γραμμές για τους διαπραγματευτές της Επιτροπής- δεν δημοσιοποιήθηκε παρά μετά τη σύναψη της συμφωνίας.

Εάν η CETA ήταν πραγματικά μια “προοδευτική συμφωνία”, γιατί οι χορηγοί της φοβούνταν να αντιμετωπιστεί δημοκρατικά; Ενώ τα εθνικά και περιφερειακά κοινοβούλια θα πρέπει να εγκρίνουν τη CETA, το 90% της σύμβασης (βλέπε “αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΕ”) θα τεθεί σε ισχύ πριν από την ψήφο τους. Και ακόμη και αν ένα ή περισσότερα κοινοβούλια αποφασίσουν να απορρίψουν τη CETA, η “προσωρινή εφαρμογή” θα συνεχίσει να εφαρμόζεται σε θέματα που αφορούν την ΕΕ.

Σε αντίθεση με όσα υποστηρίζονται επισήμως, κανείς δεν είναι σε θέση να αποδείξει την ικανότητά της CETA να δημιουργήσει ευημερία και θέσεις εργασίας. Η επίσημη εκτίμηση αντικτύπου στην αειφορία (SIA) προβλέπει αύξηση μόνο 0,03 του ΑΕΠ, και ανεξάρτητες μελέτες που βασίζονται σε ένα πιο ρεαλιστικό μοντέλο του ΟΗΕ προβλέπουν αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις και πάνω από 200.000 χαμένες θέσεις εργασίας σε όλη την ΕΕ.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μάλιστα, αναφέρει ότι η CETA είναι πριν απ’ όλα ένα μέσο για να βοηθηθούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, το 99% των οποίων όμως δεν εξάγει προϊόντα πέρα από τον Ατλαντικό.

Στην πραγματικότητα αυτό που πολλοί φοβούνται δεν είναι παρά η εκτροπή των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων στην ΕΕ, λόγω του ανταγωνισμού που θα δεχθούν από τις μεγάλες εταιρείες του Καναδά. Η συμφωνία ΕΕ-Καναδά επομένως, σίγουρα δεν γίνεται για τη δημιουργία ευημερίας. Αντιμετωπίζοντας αυτές τις αντιφάσεις, οι υποστηρικτές της CETA ανακάλυψαν μια άλλη γραμμή άμυνας: υποστηρίζουν πλέον ότι κύρια πρόθεσή τους είναι να δημιουργήσουν υψηλά διεθνή εμπορικά πρότυπα με τη βοήθεια εταίρων που εμφορούνται από τις ίδιες ιδέες, όπως ο Καναδάς, κατά των πρακτικών ντάμπινγκ από την Κίνα.

Αλλά και πάλι, στην προκειμένη περίπτωση το κείμενο της συμφωνίας δεν αντικατοπτρίζει αντικειμενικά αυτή τη φιλοδοξία: τα υγειονομικά πρότυπα δεν ενισχύονται, επειδή η «αρχή της προφύλαξης» δεν αναφέρεται πουθενά. Η ΕΕ και ο Καναδάς δεν δεσμεύθηκαν να προστατεύουν καλύτερα τα κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα και οι κλιματικές μας δεσμεύσεις από τη συμφωνία COP21 έρχονται σε αντίφαση με τη συμφωνία CETA, η οποία αναμένεται να αυξήσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.

Ουσιαστικά, η εμπορική συμφωνία ΕΕ-Καναδά έρχεται σε αντίθεση με ό,τι η Ευρώπη πραγματικά χρειάζεται: τη μείωση των ανισοτήτων και την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων και δημοσίων υπηρεσιών. Η CETA προωθεί την απελευθέρωση, αντί της προστασίας. Και την απορρύθμιση, αντί μιας εκ νέου ρύθμισης. Αποδυναμώνει επίσης τα νομικά συστήματά μας και την ικανότητα των κρατών μας στην επιδίωξη στόχων δημόσιας πολιτικής. Ένα παράδειγμα: ενώ οι αγρότες της ΕΕ ζητούν απεγνωσμένα περισσότερη προστασία στην εσωτερική αγορά της ΕΕ, η CETA ανοίγει νέες ποσοστώσεις με μηδενικό δασμό για το καναδικό βοδινό και χοιρινό κρέας, για ποσότητες 140.000 τόνων ετησίως.

Το χειρότερο από όλα: μετά από τρεις δεκαετίες άγριας παγκοσμιοποίησης, που άφησαν την αίσθηση σε πολλούς πολίτες ότι οι κυβερνήσεις τους στερούνται κάθε δυνατότητα ελέγχου της, οι αποφάσεις δημόσιας πολιτικής των κυβερνήσεων θα αμφισβητηθούν περαιτέρω από τις πολυεθνικές εταιρείες, δια της νομίμου οδού. Το νέο “σύστημα ICS” δεν είναι θεμελιωδώς διαφορετικό από το παλιό “σύστημα ISDS”. Και τα δύο είναι περιττά και επικίνδυνα: ακριβώς όπως η TransCanada μήνυσε την κυβέρνηση Ομπάμα για τον τερματισμό του έργου Keystone XL, οι καναδικές εταιρείες θα μπορούν να ζητήσουν νομικά από τη Γερμανία, τη Γαλλία ή οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα για αποζημιώσεις, αν οι χώρες αυτές λάβουν μέτρα που επηρεάζουν “νόμιμες οικονομικές προσδοκίες” τους.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ένωση Γερμανών Δικαστών αμφισβητεί σοβαρά τη συμβατότητα των εν λόγω παράλληλων αρμοδιοτήτων, με την έννομη τάξη της ΕΕ. Και καλεί την Επιτροπή, τις εθνικές κυβερνήσεις και το Κοινοβούλιο, να απευθυνθούν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για μια νομική γνωμοδότηση σχετικά με τη συμβατότητα ή όχι, της CETA με το Ευρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο.

Πράγματι, σοβαρές αμφιβολίες παραμένουν όσον αφορά την ανεξαρτησία και τα προσόντα των δικαστικών που θα εκδικάζουν τις περιπτώσεις ICS -μεταξύ άλλων, θα πληρώνονται σε ημερήσια βάση- καθώς και σε ό,τι αφορά την προστασία των δικαιωμάτων των κρατών-μελών να νομοθετούν ρυθμιστικά προς την κατεύθυνση του δημόσιου συμφέροντος.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα κράτη-μέλη έχουν πλήρη επίγνωση των επιχειρημάτων μας. Το γεγονός ότι η Επιτροπή αποφάσισε να συντάξει μια «ερμηνευτική δήλωση» για να διευκρινίσει περαιτέρω τις διατάξεις της CETA δείχνει ότι οι ισχυρισμοί μας έχουν βάση. Ωστόσο και αυτή η ερμηνευτική δήλωση, δεν καταφέρνει να έχει νόημα.

Είναι μάλλον ένα προπέτασμα καπνού, που σύμφωνα με εμπειρογνώμονες του διεθνούς δικαίου δεν έχει ούτε τη νομική βαρύτητα, ούτε φιλοδοξεί να αντιμετωπίσει μερικές από τις πιο προβληματικές πτυχές της CETA -μέχρι και η ίδια η Επιτροπή παραδέχθηκε ότι το κείμενο αυτό είχε περισσότερο επικοινωνιακό χαρακτήρα. Δεν προορίζεται για να αντιμετωπίσει το μηχανισμό απελευθέρωσης των υπηρεσιών, δεν αναφέρει την αρχή της προφύλαξης, ούτε έχει στόχους προστασίας για την προφύλαξη του κλίματος κ.λπ.

Εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι η CETA δεν είναι το είδος της συμφωνίας που χρειάζεται η Ευρώπη. Και ενώ θεωρούμε πως η CETA είναι επικίνδυνη για τη δημοκρατία μας, την οικονομία μας, τα πρότυπά μας και το περιβάλλον μας, πιστεύουμε επίσης ότι θα πρέπει να υπάρξει σωστή ρύθμιση του εμπορίου, ιδιαίτερα σε πολυμερές επίπεδο.

Είμαστε ένθερμοι υποστηρικτές των πολυμερών εμπορικών συμφωνιών που συμβάλλουν στη δημιουργία απτού οφέλους για τους εργαζόμενους και τους καταναλωτές, τη ρύθμιση της παγκοσμιοποίησης, του αγώνα κατά της υπερθέρμανσης του πλανήτη, διασφαλίζοντας τους κανόνες μας και διατηρώντας παράλληλα τα δημοκρατικά μας μοντέλα. Οποιοδήποτε άλλο είδος συμφωνίας θα πρέπει να απορριφθεί και θα αγωνιστούμε για τον σκοπό αυτό”.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα