Ρατσισμός “made in the UK”
Διαβάζεται σε 6'
Τα στατιστικά στοιχεία για εγκλήματα μίσους κι άλλες αντίστοιχες αναφορές υποδεικνύουν ότι ο ρατσισμός είναι ευρέως διαδεδομένος.
- 02 Δεκεμβρίου 2025 10:50
Πριν λίγες μέρες ο Βρετανός πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ κάλεσε τον Νάιτζελ Φάρατζ να απαντήσει στις κατηγορίες για ρατσισμό στο κόμμα Reform UK, καθώς και σε σχόλια αντισημιτικού και ξενοφοβικού περιεχομένου από τον ίδιο τον Φάρατζ και στελέχη του κόμματός του. Ο Φάρατζ αρνήθηκε τις κατηγορίες και εξαπέλυσε επίθεση στον Στάρμερ, τονίζοντας ότι το Ηνωμένο Βασίλειο αντιμετωπίζει «μείζον ζήτημα ασφάλειας» από τη μέρα που ανέλαβαν τη διακυβέρνηση οι Εργατικοί.
Λίγες εβδομάδες πριν έρθουν στο φως οι κατηγορίες εναντίον του Φάρατζ, η βουλευτής του Reform, Σάρα Πότσιν, κατηγορήθηκε για ρατσισμό επειδή δήλωσε ότι «με τρελαίνει όταν βλέπω διαφημίσεις γεμάτες μαύρους, γεμάτες Ασιάτες». Ο Φάρατζ αντέδρασε λέγοντας ότι, αν και τα σχόλια της Πότσιν ήταν «άσχημα», δεν συνιστούσαν ρατσιστική επίθεση ή προσβολή. «Εάν πίστευα ότι η πρόθεση πίσω από αυτές τις δηλώσεις ήταν ρατσιστική, θα είχα αναλάβει πολύ περισσότερη δράση από ό,τι μέχρι σήμερα. Κι αυτό συμβαίνει επειδή δεν το πιστεύω» πρόσθεσε ο επικεφαλής του Reform.
Την ίδια στιγμή, σε πρόσφατη συνέντευξή του ο υπουργός Υγείας, Γουές Στρίτινγκ, σημείωσε ότι η αυξανόμενη έξαρση των φαινομένων ρατσισμού που αντιμετωπίζει το προσωπικό του NHS (Εθνικό Σύστημα Υγείας) αγγίζει τα επίπεδα ρατσιστικών αναφορών που καταγράφονταν τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο Στρίτινγκ διατύπωσε τον ανησυχητικό ισχυρισμό ότι έχει πλέον καταστεί «κοινωνικά αποδεκτό να είναι κανείς ρατσιστής».
Τα στατιστικά στοιχεία για εγκλήματα μίσους κι άλλες αντίστοιχες αναφορές ενισχύουν αυτόν τον ισχυρισμό και υποδεικνύουν ότι ο ρατσισμός είναι ευρέως διαδεδομένος. Ακόμα και σε μεγάλα ειδησεογραφικά δίκτυα της χώρας φιλοξενούνται πρόσωπα της πολιτικής και κοινωνικής ζωής που με τη ρητορική τους επαληθεύουν την άποψη ότι ο δημόσιος διάλογος βιώνει σήμερα τον ανοιχτό και βίαιο ρατσισμό του παρελθόντος.
Ανοιχτή αποδοχή του ρατσισμού;
Η ανοιχτή εκδήλωση του ρατσισμού και η αυξανόμενη κοινωνική του αποδοχή είναι στοιχεία αλληλένδετα. Ο λεπτός ή κρυφός ρατσισμός, εκ φύσεως, είναι δύσκολο να καταγγελθεί και εύκολο να αρνηθεί κανείς την ύπαρξή του, οπότε στην πράξη γίνεται κοινωνικά αποδεκτός σε πολλές περιπτώσεις.
Ένα βασικό πεδίο όπου καταγράφεται συστηματικά ρατσιστική ρητορική είναι το μεταναστευτικό. Έρευνες αποκαλύπτουν ότι η συζήτηση για τον περιορισμό της μετανάστευσης συχνά χαρακτηρίζεται ως «προκατειλημμένη» ή «ρατσιστική». Ιστορικά, οι εκκλήσεις για περιορισμό της μετανάστευσης, τουλάχιστον στο Ηνωμένο Βασίλειο, αφορούσαν τον αποκλεισμό συγκεκριμένων εθνοτικών και θρησκευτικών ομάδων, όπως οι Εβραίοι, οι μαύροι αλλά και πολίτες χωρών της Ανατολικής Ευρώπης. Η συζήτηση για τη μετανάστευση «χρωματίζεται» πολιτικά με τρόπο υποτιμητικό και ρατσιστικό για τους μετανάστες κι αυτό συμβαίνει μέσω κυρίως των ντιμπέιτ σε τηλεοπτικά δίκτυα και, σε μικρότερο ίσως βαθμό, στη Βουλή των Κοινοτήτων, επηρεάζοντας συνολικά και τις κοινωνικές αντιλήψεις.
Το 2011, ο πολιτικός αναλυτής Φρανκ Ριβς σε μια ενδιαφέρουσα μελέτη του εξέτασε τον πολιτικό λόγο για τη μετανάστευση στη Βουλή των Κοινοτήτων στο πλαίσιο του νόμου του 1962 για τους Μετανάστες της Κοινοπολιτείας (Commonwealth Immigrants Act). Η έρευνά του έδειξε ότι οι Βρετανοί βουλευτές παρουσίαζαν τις εκκλήσεις για αυστηρότερη μετανάστευση ως ζήτημα «προβληματικών φυλετικών σχέσεων» μεταξύ των μαύρων και του «ντόπιου» ή λευκού πληθυσμού, χρησιμοποιώντας λέξεις που καλύπτουν μια ανοικτά ρατσιστική αναφορά, όμως δεν θα μπορούσαν να αξιολογηθούν ως ρητά ρατσιστικές.
Ωστόσο, η τρέχουσα πολιτική και κοινωνική συνθήκη στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι διαφορετική. Οι αντιμεταναστευτικές διαδηλώσεις αποκαλύπτουν ότι οι μετανάστες και οι πρόσφυγες δαιμονοποιούνται συχνά από μια ρατσιστική, μισαλλόδοξη ή εθνοκεντρική και εθνικιστική σκοπιά. Αυτό περιλαμβάνει εκκλήσεις για απέλαση αιτούντων άσυλο και μεταναστών, ανεξάρτητα από το νομικό τους καθεστώς, καθώς και λεκτικές επιθέσεις προς το Ισλάμ και προς πολιτισμούς «μη-βρετανικούς» ή «μη-λευκούς».
Η μεγάλη πορεία του Σεπτεμβρίου
Τους τελευταίους μήνες, ο ανοιχτός αντιμεταναστευτικός ρατσισμός που στοχεύει μη λευκούς ανθρώπους έχει κορυφωθεί σε όλο τον κόσμο, όπως φάνηκε κι από τις ταραχές και τις ρατσιστικές επιθέσεις στην Ιρλανδία, την Αυστραλία και την Ολλανδία. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι επιθέσεις σε τζαμιά και περιουσίες μεταναστών δεν είναι κάτι καινούργιο.
Τον Σεπτέμβριο του 2025, έλαβε χώρα η μεγαλύτερη ακροδεξιά πορεία στην ιστορία της χώρας, η συγκέντρωση «Ενώστε το Βασίλειο» (Unite the Kingdom) στο Λονδίνο με εμπνευστή της πρωτοβουλίας τον Τόμι Ρόμπινσον, πρόσωπο με μακρά πορεία στον εθνικιστικό χώρο. Αρκετοί από τους ομιλητές ζήτησαν ανοιχτά την απομάκρυνση μεταναστών ή αλλοδαπών και τη μετατροπή της χώρας σε «χριστιανικό έθνος». Τέτοιοι ισχυρισμοί μπορούν εύκολα να θεωρηθούν ρατσιστικοί.
Εντούτοις, σε έρευνα που ακολούθησε τη μεγάλη διαδήλωση, πολλοί τόνισαν ότι συμμετείχαν γιατί ανησυχούν για την πορεία της χώρας, παρά ότι θεωρούν εαυτούς ρατσιστές, χωρίς επίσης να διατυπώσουν ανοιχτά ρατσιστικούς ισχυρισμούς.
Ο ρατσισμός ως πολιτικό εργαλείο
Οι κατηγορίες για ρατσισμό εξακολουθούν να μην μπορούν να τεκμηριωθούν και σε κάποιο βαθμό να μην μπορούν καν να διατυπωθούν δημόσια. Ο καθηγητής ψυχολογίας Κέβιν Ντάρχαϊμ και οι συνάδελφοί του έχουν δείξει ότι αυτή ακριβώς η κατάσταση, αυτή η δυσκολία τεκμηρίωσης ρατσιστικών ενεργειών είναι που ενδυναμώνει τον ακροδεξιό, λαϊκιστικό χώρο.
Στη σχετική έρευνα, η ομάδα υπό τον καθηγητή Ντάρχαϊμ σημειώνει ότι ένα σημαντικό δείγμα ψηφοφόρων του UKIP (προγενέστερο πολιτικό σχήμα του Reform UK) δηλώνει προβληματισμένο με τις συνέπειες της μετανάστευσης στη βρετανική οικονομία και τη φυλετική σύνθεση της κοινωνίας, κι αδιαφορεί εάν αποκαλούνται «ρατσιστές» από τρίτους, επιμένοντας ότι απεχθάνεται τον λαϊκισμό και τα ψέματα των πολιτικών.
Αντίστοιχες έρευνες αποκαλύπτουν ότι συντηρητικοί δεξιοί πολιτικοί αντιμετωπίζουν τις κατηγορίες ότι είναι ρατσιστές είτε αδιαφορώντας γι’αυτές, είτε τις χρησιμοποιούν για να παρουσιάσουν τους εαυτούς τους και τους υποστηρικτές τους ως «θύματα» των ιδεολογικών και πολιτικών τους αντιπάλων.
Επίσης, ένα βασικό συμπέρασμα των παραπάνω ερευνών είναι ότι η χαλάρωση του πλαισίου κατά των ρατσιστικών αναφορών δεν αποτελεί προϋπόθεση για την άνοδο της ακροδεξιάς, αλλά καθιστά δυσκολότερη την αμφισβήτησή της και τα εργαλεία για την αντιμετώπισή της. Εάν δεν αποτελεί πλέον πρόβλημα να θεωρείται κανείς ρατσιστής ή δεν είναι μια αρνητικά φορτισμένη ή κοινωνικά κατακριτέα επιλογή, τότε ο εκφοβισμός των περιθωριοποιημένων ομάδων και οι εκκλήσεις για απελάσεις μπορεί να πολλαπλασιάζονται.
Το ερώτημα, λοιπόν, για τον προοδευτικό χώρο δεν είναι μονάχα να οικοδομήσει μια ασπίδα προστασίας απέναντι στην αντιμεταναστευτική ρητορική, αλλά να κατανοήσει τους λόγους ανόδου των λαϊκιστικών, ακροδεξιών κινημάτων και να την αντιμετωπίσει, όχι απλά καταγγέλλοντας αυτή την ρητορική, αλλά αποδομώντας την με απλό και κατανοητό τρόπο. Εκεί βρίσκεται ο πυρήνας του ζητήματος.
*Ο Δημήτρης Ραπίδης είναι πολιτικός αναλυτής, project coordinator και υπεύθυνος χρηματοδοτικών προγραμμάτων στο ETERON – Ινστιτούτο για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή.