Ανχελ Γκουρία: “Η ελληνική κοινωνία δεν αντέχει νέα μέτρα”

Ανχελ Γκουρία: “Η ελληνική κοινωνία δεν αντέχει νέα μέτρα”
Στιγμιότυπο από τις δηλώσεις μετά την συνάντηση του ΓΓ του ΟΟΣΑ Α. Γκούρια με τον Υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Κυριάκο Μητσοτάκη την Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013. (EUROKINISSI/ΓΕΩΡΓΙΑ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ) Eurokinissi

"Όχι" σε επιπλέον λιτότητα λέει ο γ.γ. του ΟΟΣΑ Ανχελ Γκουρία. Έπαινοι αλλά και συστάσεις για μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα

Την πλήρη αντίθεσή του σε νέα δημοσιονομικά μέτρα εκφράζει, σε συνέντευξή του στην “Καθημερινή”, ο γ.γ. του ΟΟΣΑ Ανχελ Γκουρία, σημειώνοντας ότι επιπλέον λιτότητα θα αυξήσει τον πολιτικό και κοινωνικό κίνδυνο, ενώ θα επιδράσει αρνητικά στη δημοσιονομική προσαρμογή που ήδη έχει επιτευχθεί, αλλά και στη βιωσιμότητα του χρέους.

Σύμφωνα με τον Ανχελ Γκουρία, δε χρειάζονται και ούτε πρέπει να επιβληθούν μένα μέτρα λιτότητας στην Ελλάδα, καθώς οι αντοχές της κοινωνίας και της οικονομίας έχουν εξαντληθεί.

“Επιπλέον λιτότητα θα αυξήσει τον πολιτικό και τον κοινωνικό κίνδυνο, ενώ θα επιφέρει αρνητικές συνέπειες στη δημοσιονομική προσαρμογή που ήδη έχει επιτευχθεί, αλλά και στη βιωσιμότητα του χρέους”, αναφέρει χαρακτηριστικά.

Ο κ. Γκουρία, τονίζει ότι “το ενδεχόμενο “κουρέματος” του επίσημου τομέα δεν θα πρέπει να βγει από το τραπέζι”. Σύμφωνα με τον κ. Γκουρία, το μόνο που χρειάζεται αυτή τη στιγμή η Ελλάδα είναι η “εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων” και κυρίως στη δημόσια διοίκηση.

Ειδικότερα, ερωτηθείς για το κατά πόσο το πρόγραμμα στήριξης στην Ελλάδα ήταν τελικά επιτυχημένο ή όχι απαντά ότι “το πρόγραμμα που σχεδιάστηκε το 2010 έδωσε έμφαση μόνο στη δημοσιονομική προσαρμογή και απέτυχε στην επανεκκίνηση της οικονομίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την υψηλότερη επιβάρυνση του δημοσίου χρέους που οδήγησε στην αναδιάρθρωση το 2012. Σήμερα μπορούμε να πούμε ότι η Ελλάδα έχει ολοκληρώσει με επιτυχία τη δημοσιονομική προσαρμογή και έχει περιορίσει σημαντικά το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών που αντανακλά μεγάλη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Τώρα κάτι πρέπει να κάνει με το χρέος της και την προώθηση των μεταρρυθμίσεων που θα τονώσουν την ανάπτυξη, θα μειώσουν την ανεργία, θα προσελκύσουν επενδύσεις και θα κάνουν την οικονομία ακόμα πιο ανταγωνιστική”.

“Οι μεταρρυθμίσεις που πρέπει να υλοποιηθούν δεν πρέπει να έχουν αρνητική δημοσιονομική επίπτωση ή τουλάχιστον όχι σημαντική. Από την άλλη, η Ελλάδα πρέπει να ολοκληρώσει όλο το φάσμα των μεταρρυθμίσεων και κυρίως να μεριμνήσει για μια πιο δίκαιη κατανομή του κόστους της κρίσης”, προσθέτει και συνεχίζει πως μπορεί να γίνει αυτό:

“Μέχρι σήμερα, η δημοσιονομική προσαρμογή και οι όποιες μεταρρυθμίσεις έγιναν με τρόπο που έχει αυξήσει το αίσθημα της αδικίας. Οι απολύσεις και η εσωτερική υποτίμηση πραγματοποιήθηκε κυρίως μέσα από τον ιδιωτικό τομέα, τους μισθωτούς, τους συνταξιούχους και τους επιχειρηματίες. Ο δημόσιος τομέας θίχτηκε πολύ λιγότερο αν και εκεί έγιναν μεγάλες παρεμβάσεις. Οι αδικίες φαίνονται και από την αύξηση της ανισοκατανομής του εισοδήματος, όπου τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα επλήγησαν περισσότερο από τα μέτρα λιτότητας. Ταυτόχρονα, αυξήθηκε η αβεβαιότητα από την αποδυνάμωση της κοινωνικής προστασίας, ενώ οι άνεργοι προήλθαν μόνο από τον ιδιωτικό τομέα. Επίσης, οι αποδοχές στο Δημόσιο –στα χαμηλότερα κλιμάκια και με χαμηλότερα προσόντα– παραμένουν υψηλότερες από τις αντίστοιχες του ιδιωτικού τομέα, αν και οι αποκλίσεις έχουν περιοριστεί σε σχέση με το 2010. Με άλλα λόγια, το κόστος της προσαρμογής και των μεταρρυθμίσεων πρέπει να μοιραστεί δίκαια στην κοινωνία. Δεν μπορεί να πληρώνουν τη λιτότητα μόνο οι ίδιοι και οι ίδιοι.”

Μάλιστα, παραδέχεται ότι η Ελλάδα έχει πραγματοποιήσει τις περισσότερες και μεγαλύτερες μεταρρυθμίσεις, αλλά και τη μεγαλύτερη δημοσιονομική προσαρμογή στο πιο σύντομο χρονικό διάστημα. Αλλά αυτό δεν αρκεί. Φοροδιαφυγή, διαφθορά και γραφειοκρατία παραμένουν, όπως και οι στρεβλώσεις της αγοράς που κρατούν τις τιμές στα ύψη.

Παράλληλα, απαιτείται επιτάχυνση των διαδικασιών στη Δικαιοσύνη. Ο επικεφαλής του ΟΟΣΑ πιστεύει στο σενάριο της ανάκαμψης από το 2014 και θεωρεί ότι «δημοσιονομικά» θα είναι πιο ελαστικό έτος. Ωστόσο, οι κίνδυνοι για ύφεση παραμένουν, καθώς ο ΟΟΣΑ προβλέπει μεγαλύτερη αρνητική επίπτωση στην οικονομία από την υψηλή ανεργία και τα μέτρα της απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας.

“Το μισθολογικό κόστος έχει μειωθεί περισσότερο από ό,τι είχε προβλεφθεί. Ομως, η υψηλή ανεργία και η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας θα επιφέρουν περαιτέρω πιέσεις μισθών χωρίς να αποφασιστούν νέα μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση. Αλλά δεν είναι μόνο το μισθολογικό κόστος”, τονίζει και επαναλαμβάνει ότι “αν εφαρμοστούν οι μεταρρυθμίσεις και περιοριστεί η φοροδιαφυγή, η γραφειοκρατία, και εκλείψουν οι στρεβλώσεις στην αγορά, τότε αυτομάτως θα πέσουν οι τιμές και το μοναδιαίο κόστος παραγωγής. Αυτό θα αυξήσει την ανταγωνιστικότητα. Με άλλα λόγια, όσο περισσότερα γίνουν προς την κατεύθυνση των μεταρρυθμίσεων, τόσο λιγότερη θα είναι η ανάγκη για μείωση των μισθών. Και όταν μια οικονομία γίνει ανταγωνιστική και προσελκύει επενδύσεις και γίνει εξαγωγική, τότε αυξάνονται οι θέσεις εργασίας και οι μισθοί έρχονται σε μια ισορροπία”.

Τέλος, σημειώνει πως η πρόβλεψη για μείωση μισθών και τιμών λόγω ανεργίας και μεταρρυθμίσεων παραπέμπει περισσότερο σε επιβράδυνση, παρά σε ανάπτυξη που προβλέπει και ο Οργανισμός από το 2014 και μετά.

“Πράγματι, ο ΟΟΣΑ θεωρεί ότι οι κίνδυνοι για ύφεση είναι μεγαλύτεροι από τις πιθανότητες για υψηλή ανάπτυξη ώστε το χρέος να φτάσει στο 124% του ΑΕΠ μέχρι το 2020 που προβλέπει η τρόικα. Πιστεύουμε ότι η ανεργία και η πτώση των τιμών θα περιορίσουν τους ρυθμούς ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια, χωρίς αυτό να σημαίνει ύφεση. Εμείς προβλέπουμε ότι το χρέος θα αυξάνεται μέχρι το 2015 και θα πέσει κάτω από το 160% του ΑΕΠ το 2020. Για να επιτευχθεί ο στόχος του 124% του ΑΕΠ θα πρέπει ο ρυθμός ανάπτυξης σε ετήσια βάση να κινείται άνω του 4,8% από το 2014 μέχρι το 2020. Αυτό δεν είναι πολύ πιθανό. Εμείς θεωρούμε ότι η δημοσιονομική προσαρμογή και οι μεταρρυθμίσεις θα οδηγήσουν σωρευτικά σε εσωτερική υποτίμηση της τάξης του 20% από την αρχή του προγράμματος μέχρι το 2020. Τόση θα είναι και η αύξηση της ανταγωνιστικότητας”, τονίζει.

πηγή: Καθημερινή

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα