Fitch: Παραμένει στο “BB” η αξιολόγηση της Ελλάδας – “Καμπανάκι για ΑΕΠ και κόκκινα δάνεια

Fitch: Παραμένει στο “BB” η αξιολόγηση της Ελλάδας – “Καμπανάκι για ΑΕΠ και κόκκινα δάνεια
Fitch istock

Θετικές οι προοπτικές για την ελληνική οικονομία σύμφωνα με τη Fitch. Ο χρηματοπιστωτικός οίκος εστιάζει σε όσα εν πολλοίς είχε κλειδώσει η προηγούμενη κυβέρνηση με τη συμφωνία για το χρέος και βέβαια το περίφημο “μαξιλάρι” ρευστότητας των 38 δισεκ. ευρώ.

Διατήρησε για την Ελλάδα τη βαθμίδα “ΒΒ” ο χρηματοπιστωτικός οίκος Fitch διατηρώντας και το θετικό outlook σε σχέση με την πιστοληπτική της αξιολόγησης. Ουσιαστικά η χώρα παραμένει δυο “σκαλιά” κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, τον εθνικό στόχο του 2023, όπως τον έχει διατυπώσει η κυβέρνηση.

Υπενθυμίζεται ότι στις 16 Σεπτεμβρίου τόσο η DBRS, όσο και η Moody’s δεν προχώρησαν επίσης σε αναβαθμίσεις κάτι που με δεδομένη τη διεθνή συγκυρία φαντάζουν δύσκολες. Έτσι η DBRS τοποθετεί την Ελλάδα σε βαθμίδα ΒΒ (high) με σταθερές προοπτικές και την αξιολόγηση να παραμένει μια βαθμίδα κάτω από την επενδυτική. Από την πλευρά της η Moody’s είχε προχωρήσει τελευταία φορά σε αλλαγή της αξιολόγησης της Ελλάδας τον Νοέμβριο του 2020. Την είχε αναβαθμίσει σε Ba3 με σταθερό outlook δηλαδή τρεις βαθμίδες κάτω από την επενδυτική. Εκτοτε δεν προχώρησε.

Η Fitch στις 8 Ιουλίου 2022 επιβεβαίωσε την βαθμολογία BB με θετικό outlook που είχε δώσει στις αρχές της χρονιάς, δυο βαθμίδες πριν την επενδυτική. Η S&P είχε αναβαθμίσει την Ελλάδα σε BB+ με σταθερό outlook στις 22 Απριλίου. Την τοποθετεί δηλαδή μια βαθμίδα πριν την επενδυτική.

Τι “φρενάρει” την αξιολόγηση;

Όπως, χαρακτηριστικά αναφέρει η Fitch, η Ελλάδα έχει υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα που ξεπερνά κατά πολύ τη διάμεση τιμή “BB” και “BBB”. Οι βαθμολογίες σε ότι αφορά τη διακυβέρνηση και τους δείκτες ανθρώπινης ανάπτυξης είναι από τους υψηλότερους σε αυτή την κλίμακα. Αυτά τα πλεονεκτήματα, όμως, έρχονται αντιμέτωπα με τα πολύ υψηλά, αν και μειούμενα, επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL) και με πολύ μεγάλα αποθέματα δημόσιου και εξωτερικού χρέους.

Ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, (NPEs) ο οίκος αναφέρει ότι στον τραπεζικό τομέα συνέχισαν να μειώνονται με σταθερό ρυθμό, με το συνολικό δείκτη να φτάνει στο 10% το β’ τρίμηνο του 2022, από 20,4% ένα χρόνο νωρίτερα. Η πτώση οφείλεται στις συναλλαγές τιτλοποίησης και στις πωλήσεις των τεσσάρων συστημικών ελληνικών τραπεζών, με κίνητρα του προγράμματος Ηρακλής. “Αναμένουμε ότι ο δείκτης NPEs θα μειωθεί σε μεσαίο μονοψήφιο ποσοστό το επόμενο έτος”, σημειώνει ο οίκος.

Ωστόσο τονίζει ότι “καθοδικοί κίνδυνοι” έχουν αυξηθεί ως αποτέλεσμα της επιδείνωσης των οικονομικών και χρηματοπιστωτικών προοπτικών, αν και η κρατική στήριξη προς τους δανειολήπτες που πλήττονται περισσότερο, μεταξύ άλλων μέσω των επιδοτήσεων στην ενέργεια, θα πρέπει να περιορίσουν τις βραχυπρόθεσμες πιέσεις στην ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων. Οι καθαρές πιστωτικές ροές προς τον ιδιωτικό τομέα παραμένουν μέτριες και αρνητικές για τον τομέα των νοικοκυριών, παρά την έντονη δυναμική σε ότι αφορά τις τιμές των οικιστικών ακινήτων τα τελευταία χρόνια.

Τι μπορεί να αλλάξει την αξιολόγηση

Παράλληλα αναφέρεται ότι οι παράγοντες που θα μπορούσαν, μεμονωμένα ή συλλογικά, να οδηγήσουν σε αρνητική ενέργεια/υποβάθμιση αξιολόγησης είναι οι εξής:

Δημόσια οικονομικά: Αποτυχία μείωσης του δημόσιου χρέους/ΑΕΠ βραχυπρόθεσμα, λόγω υψηλότερων από το αναμενόμενο ελλειμμάτων ή αδύναμων οικονομικών επιδόσεων.

Μακροοικονομικά: Ανανεωμένοι δυσμενείς κραδασμοί στην ελληνική οικονομία που επηρεάζουν την οικονομική ανάκαμψη ή το μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό της Ελλάδας.

Διαρθρωτικά Χαρακτηριστικά: Οι δυσμενείς εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα αυξάνουν τους κινδύνους για τα δημόσια οικονομικά και την πραγματική οικονομία, μέσω της αποκρυστάλλωσης ενδεχόμενων υποχρεώσεων στον ισολογισμό του κράτους ή/και της αδυναμίας ανάληψης νέων δανείων για τη στήριξη της οικονομικής ανάπτυξης.

Παράγοντες που θα μπορούσαν, μεμονωμένα ή συλλογικά, να οδηγήσουν σε θετική δράση/αναβάθμιση αξιολόγησης:

Δημόσια Οικονομικά: Εμπιστοσύνη σε σταθερή καθοδική πορεία του λόγου δημόσιου χρέους/ΑΕΠ που προκύπτει από τα πρωτογενή πλεονάσματα και την ισχυρή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ.

Διαρθρωτικά: Συνεχής πρόοδος στη βελτίωση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων από συστημικά σημαντικές τράπεζες, συνεπής με την επιτυχή ολοκλήρωση των συναλλαγών τιτλοποίησης.

Μακροοικονομικά. Στοιχεία ανθεκτικότητας της οικονομίας σε δυσμενή σοκ, για παράδειγμα η περιφερειακή ενεργειακή κρίση, ή βελτίωση του της μεσοπρόθεσμης δυναμικής ανάπτυξης.

Τα θετικά σημεία

Να σημειωθεί ότι με βάση όσα σημειώνει η Fitch υπάρχουν θετικές προοπτικές κάτι που αποτυπώνεται στην άποψη που καταγράφει με το outlook. Εστιάζει δε, σε όσα εν πολλοίς είχε κλειδώσει η προηγούμενη κυβέρνηση με τη συμφωνία για το χρέος και βέβαια το περίφημο “μαξιλάρι” ρευσότητας των 38 δισεκ. ευρώ. Έτσι αναφέρει ότι στα θετικά εντάσσονται η αναμενόμενη συνέχιση της μείωσης του χρέους του δημόσιου τομέα, το πλαίσιο χαμηλού κόστους δανεισμού, και εν γένει ένα σχετικό επίπεδο ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας, παρά την επιδείνωση των προοπτικών στην ευρωζώνη τους τελευταίους μήνες.

Το χρέος

Οι προβλέψεις της Fitch κάνουν λόγο για σταθερή μείωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ έως το 2024. Εκτιμά ότι ο δείκτης θα υποχωρήσει στο 175,4% έως τα τέλη του 2022, κάτω από τα επίπεδα προ πανδημίας και από το 193,3% στα τέλη του 2021. Το δείκτης θα υποχωρήσει στο 174,4% προτού μειωθεί περαιτέρω στο 170,4% στα τέλη του 2024, καθώς η χώρα θα περνά σε πρωτογενές πλεόνασμα. Ο δείκτης χρέους θα παραμείνει μεταξύ των υψηλότερων μεταξύ των χωρών που καλύπτει η Fitch, υπερτριπλάσιος των χωρών με αξιολόγηση ΒΒ.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, την ίδια στιγμή υπάρχουν παράγοντες που στηρίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους. Η Ελλάδα διαθέτει σημαντικό κεφαλαιακό μαξιλάρι (στο 17% του ΑΕΠ στα τέλη του έτους). Τα κόστη εξυπηρέτησης παραμένουν χαμηλά και ο σχεδιασμός των δόσεων είναι διαχειρίσιμος. Οι προτεινόμενες αλλαγές από τη Eurostat θα οδηγήσουν τις εγγυήσεις προς τις τράπεζες μέσω του Ηρακλή να συμπεριληφθούν στο χρέος γενικής κυβέρνησης. Αυτό θα αυξήσει το ύψος του χρέους κατά 13,8 δισ. ευρώ (8,8% του προβλεπόμενου ΑΕΠ για το 2022).

Οι ομολογιακές αποδόσεις έχουν ενισχυθεί το τελευταίο τρίμηνο, με το 10ετές μόλις κάτω από το 5% στα τέλη Σεπτεμβρίου. Ωστόσο, ο δείκτης τόκων προς έσοδα θα αυξηθεί μόνο σταδιακά προς το 6% περίπου το 2024. Η μέση ωρίμανση του ελληνικού χρέους είναι μεταξύ των μεγαλύτερων, στα 19 χρόνια περίπου. Επιπλέον, τα επιτόκια είναι σταθερά, περιορίζοντας την επίπτωση των αυξήσεων επιτοκίων.

Μέτρα στήριξης

Με βάση τον οίκο, το καθαρό κόστος των μέτρων κρατικής στήριξης για την άμβλυνση των επιπτώσεων των τιμών ενέργειας είναι περίπου 4,5 δισ. ευρώ (περίπου 2,2% του ΑΕΠ). Το ακαθάριστο ποσό της στήριξης είναι περίπου τέσσερις φορές υψηλότερο, αλλά αντισταθμίζεται από έναν μηχανισμό clawback στα υπερβάλλοντα έσοδα των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας. Η αύξηση εσόδων και η μείωση των μέτρων στήριξης από την πανδημία οδηγούν το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης φέτος χαμηλότερα, στο 4,5% του ΑΕΠ από 7,4% το 2021.

Όπως αναφέρεται, το σχέδιο προϋπολογισμού του 2023 προβλέπει μέτρα με κόστος που εκτιμάται στα 3,2 δισ. ευρώ (περίπου 1,5% του ΑΕΠ). Το ασθενέστερο μακροοικονομικό περιβάλλον και τα νέα μέτρα που αυξάνουν το έλλειμμα οδηγούν υψηλότερα τις προβλέψεις του οίκου για το έλλειμμα, στο 3,5% του ΑΕΠ, από 2,4% τον Ιούλιο. Με την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας το 2024, το έλλειμμα θα μειωθεί στο 2,3%.

Οι προβλέψεις του οίκου κάνουν λόγο για πρωτογενές έλλειμμα τόσο φέτος όσο και το 2023 (-2,2% και -0,9% του ΑΕΠ, αντίστοιχα) που στη συνέχεια θα επιστρέψει σε μικρό πλεόνασμα το 2024. Το σχέδιο προϋπολογισμού της κυβέρνησης προβλέπει επιστροφή σε πρωτογενές πλεόνασμα το 2023. Οι πιο απαισιόδοξες μακροοικονομικές προβλέψεις της Fitch προκαλούν και αυτή την απόκλιση. Ένας βασικός κίνδυνος για τα δημόσια οικονομικά είναι ότι οι υψηλότερες από τις αναμενόμενες τιμές ενέργειας θα οδηγήσουν σε περαιτέρω αυξήσεις επιδοτήσεων, ιδίως ενόψει των εκλογών που θα πραγματοποιηθούν έως τον Ιούλιο του 2023.

Η ανάπτυξη

Με βάση τον οίκο Fitch, η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε με έντονο ρυθμό το πρώτο εξάμηνο του έτους, με το πραγματικό ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 8,4% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους. Οι μακροοικονομικές προοπτικές έχουν χειροτερέψει απότομα τους τελευταίους μήνες, με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία να επιδεινώνει την άνοδο των τιμών ενέργειας και να επηρεάζει την εμπιστοσύνη, ενώ ο υψηλός πληθωρισμός πλήττει τα πραγματικά εισοδήματα και τη δυναμική της κατανάλωσης.

Ο οίκος πλέον υποθέτει πλήρη ή σχεδόν πλήρη διακοπή του ρωσικού αγωγού αερίου προς την Ευρώπη. Παρά την επιβράδυνση της δραστηριότητας το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ φέτος στην Ελλάδα θα είναι 5,5%.

Η οικονομική δραστηριότητα θα παραμείνει στάσιμη το πρώτο εξάμηνο του επόμενου έτους, προτού επιταχυνθεί το δεύτερο εξάμηνο. Το ασθενές αποτέλεσμα μεταφοράς συνεπάγεται αρνητικό ρυθμό ανάπτυξης για το ΑΕΠ το 2023 (-0,2%). Η ανάκαμψη αναμένεται να εδραιωθεί περισσότερο το 2024, με σταθερή ανάπτυξη καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, υποδηλώνοντας ετήσια αύξηση 1,8%.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα