Πόσο μας ‘στοιχίζει’ η πώληση των θυγατρικών των τραπεζών εκτός Ελλάδας

Πόσο μας ‘στοιχίζει’ η πώληση των θυγατρικών των τραπεζών εκτός Ελλάδας

Η κρίση ακυρώνει το στοίχημα των ελληνικών τραπεζών στα Βαλκάνια, την Ανατολική Ευρώπη και την Τουρκία. Οι τράπεζες εξαναγκάζονται, από την Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού ΕΕ, να πουλήσουν τις θυγατρικές τους στο εξωτερικό. Τι σημαίνει αυτό για την ελληνική οικονομία

Προς το τέλος της δεκαετίας ’90 έως και αρχές του 2000, οι Ευρωπαϊκές τράπεζες, κυρίως από Γαλλία, Ιταλία, Αυστρία μέσα στη γενικότερη ευφορία που επικρατούσε στο τραπεζικό σύστημα άρχισαν σιγά-σιγά, μέσα στο πνεύμα της παγκοσμιοποίησης, να στρέφουν τη προσοχή τους στις αναδυόμενες τότε αγορές της Ανατολικής Ευρώπης εξαγοράζοντας έως και το 2007, τράπεζες σε σχεδόν όλες τις Βαλκανικές χώρες, την Ρωσία, την Ουκρανία και σε λιγότερες περιπτώσεις στην Τουρκία.

Στόχος των επενδύσεων στις ξένες αγορές

Την τάση αυτή ακολούθησαν γρήγορα και οι Ελληνικές τράπεζες θέλοντας να εκμεταλλευθούν τις αναπτυσσόμενες τότε αυτές γειτονικές αγορές, αλλά και δευτερογενώς, να ακολουθήσουν και να βοηθήσουν στη χρηματοδότηση όσων Ελληνικών εταιρειών αποφάσιζαν να επεκταθούν στις χώρες αυτές για τους ίδιους λόγους. Στόχος των ελληνικών αλλά και των ξένων τραπεζών ήταν να «παίξουν» στο «στοίχημα» της ανάπτυξης αυτών των χωρών με την προσδοκία να κερδίσουν ένα σημαντικό μερίδιο σε αυτήν, με όλα τα οφέλη που συνεπάγονταν και για τον ισολογισμό τους, αλλά και για τη χώρα μας μέσω των ελληνικών εταιρειών που δραστηριοποιούνταν στις Βαλκανικές χώρες, τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και της Τουρκίας.

Οι Ελληνικές τράπεζες κατάφεραν να αγοράσουν σημαντικές τραπεζικές μονάδες στις χώρες αυτές, να αναπτύξουν γρήγορα τα δίκτυα τους και κυρίως σε Βουλγαρία και Ρουμανία που ήταν και οι συστημικά πιο μεγάλες και υποσχόμενες οικονομίες του Βαλκανικού χάρτη. Επίσης κατάφεραν να έχουν πολύ σημαντική παρουσία σε μικρότερα κράτη όπως Αλβανία και ΠΓΔΜ, που λόγω μικρού μεγέθους οι άλλοι ευρωπαίοι δεν πήραν ιδιαίτερες πρωτοβουλίες, λόγω των στενότερων εμπορικών σχέσεων που είχαν με τη χώρα μας.

Παρά το γεγονός ότι στις Βαλκανικές αυτές χώρες υπήρχε μεγάλη ζήτηση για τραπεζικά προϊόντα, η μεγάλη πρόκληση ήταν η εύκολη πρόσβαση σε καταθέσεις. Εκεί κυρίως εστιάστηκε ο ανταγωνισμός μεταξύ των τραπεζών για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στη ζήτηση δανείων. Αναπόφευκτα λοιπόν πολλές φορές, οι ξένες τράπεζες στις χώρες αυτές χρησιμοποιούσαν την υπερβάλλουσα τότε ρευστότητα των μητρικών τους τραπεζών για να δανείσουν.

Οι αποδόσεις στα ίδια κεφάλαια ήταν πολύ ελκυστικές, έως και άνω του 20%, τα κόστη λειτουργίας χαμηλά, μέσα σε ευέλικτα γενικώς εργασιακά πλαίσια. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα –μέχρι να ξεσπάσει η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, το 2008- οι Ελληνικές τράπεζες να μπορούν να εγγράφουν σημαντικά κέρδη στους ενοποιημένους τους ισολογισμούς, αφήνοντας τα κέρδη αυτά κάθε χρόνο στις χώρες αυτές, με στόχο να ενισχύουν τα ίδια εποπτικά κεφάλαια των θυγατρικών τους στις αγορές εκτός Ελλάδος και να μπορούν να συνεχίζουν την ανάπτυξη τους χωρίς να χρειάζεται να τις ενισχύουν με νέα κεφάλαια από τη μητρική τράπεζα που είχε έδρα την Ελλάδα.

Η κρίση στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια

Η χρηματοπιστωτική κρίση που ακολούθησε επηρέασε αρνητικά τόσο την ελληνική οικονομία και τις ελληνικές τράπεζες, όσο και τις οικονομίες και τις τράπεζες στα Βαλκάνια, αλλά και τις οικονομίες όλων των χωρών προέλευσης των μητρικών των ξένων τραπεζών και τις τράπεζες τους. Σαν αποτέλεσμα, με ελάχιστες εξαιρέσεις οι περισσότερες δυτικοευρωπαϊκές τράπεζες πούλησαν ή μείωσαν σημαντικά την έκθεση τους στις αγορές αυτές στην προσπάθεια τους να απελευθερώσουν κεφάλαια επενδεδυμένων σε μη στρατηγικές αγορές, πολλές φορές με ζημία, μέσα στο πλαίσιο προγραμμάτων οικειοθελούς η υποχρεωτικής λειτουργικής αναδιάρθρωσης και την απόφαση να επικεντρωθούν στην τοπική τους αγορά.

Το κόστος για τις ελληνικές τράπεζες

Για τον ίδιο λόγο σήμερα τα προγράμματα αναδιάρθρωσης των Ελληνικών τραπεζών που έχουν επιβληθεί από την Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της ΕΕ, περιλαμβάνουν τη πώληση των θυγατρικών τους στα Βαλκάνια, την Ουκρανία, Τουρκία, κλπ, που (με εξαίρεση την Τουρκία) η κερδοφορία τους σήμερα είναι στη καλύτερη περίπτωση ένα μικρό κλάσμα του τι ήταν πριν λίγα χρόνια. Σε κάθε περίπτωση οι πωλήσεις αυτές ενώ πιθανόν να στερήσουν από τις Ελληνικές τράπεζες πιθανά μελλοντικά κέρδη από την οποιαδήποτε μελλοντική οικονομική ανάκαμψη, θα απελευθερώσουν για αυτές εποπτικά κεφάλαια και θα ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια.

Προϋπόθεση βέβαια για όλα αυτά είναι, σε αυτή τη γενικότερη αρνητική οικονομική συγκυρία στη ευρύτερη περιοχή και την εν γένει συρρίκνωση του τραπεζικού χώρου σε όλο το κόσμο, να βρεθούν αγοραστές, που να προσφέρουν σχετικά ικανοποιητικά τιμήματα. Εφόσον δεν βρεθούν, οι τράπεζες θα χάσουν πολύ μεγάλο μέρος των κεφαλαίων που επένδυσαν σε αυτές τις αγορές.

Όμως η σημαντικότερη απώλεια είναι ότι χάνουν  την ελπίδα της αποκόμισης όλων των ωφελειών που θα είχαν με τη διείσδυσή τους στις ξένες αγορές και του ρόλου τους ως διεθνείς «παίχτες» στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χάρτη.

Ειδικότερα, με την πώληση των θυγατρικών τους τραπεζών, τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα συρρικνώνονται.  Αποεπενδύουν, κάτω από την ασφυκτική πίεση των οδηγιών της ΕΕ, αλλά και της ενίσχυσης των κεφαλαίων τους. Έτσι, χάνει τα ερείσματά της και η ελληνική επιχειρηματικότητα στα Βαλκάνια, αφού κατά το 85% οι ελληνικές εταιρείες χρηματοδοτούνταν από τις θυγατρικές των ελληνικών τραπεζών.

Επιπλέον, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα ευελπιστούσε ότι ένα σημαντικό μέρος της κερδοφορίας του, δε θα ήταν από την εγχώρια αγορά, αλλά από τις ξένες, γεγονός που με την πώλησή τους δε θα επιβεβαιωθεί. Επίσης, δε θα έχουν το πλεονέκτημα της διασποράς κινδύνου και δε θα έχουν περισσότερες από μία (δηλαδή, την εγχώρια) πηγές εσόδων. Θα είναι πιο ευάλωτες σε μία ενδεχόμενη νέα κρίση.

Ένα ζωντανό παράδειγμα, ήταν αυτό της Εθνικής Τράπεζας με την τούρκικη θυγατρική της, της Finasbank, που ήταν και η μεγαλύτερη θυγατρική Ελληνικής τράπεζας στο εξωτερικό όπου την τελευταία 10ετία στήριζε σημαντικά την μητρική της και αναδείχθηκε μέσα στην κρίση, ως η σημαντικότερη θυγατρική τράπεζα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος με τα επαναλαμβανόμενα κέρδη που κατέγραφε ετησίως. Το εντυπωσιακό ήταν ότι όταν πραγματοποιήθηκε η εξαγορά της Finansbank, είχε δημιουργηθεί σάλος και κατηγορούσαν την τότε διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας για …απιστία λόγω της εξαγοράς τουρκικής τράπεζας.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα