«1975» ή «Πιο γρήγορα, Εμμανουέλα! Σκότωσε! Σκότωσε!»: Η παράσταση, που δεν πρέπει να χάσεις

«1975» ή «Πιο γρήγορα, Εμμανουέλα! Σκότωσε! Σκότωσε!»: Η παράσταση, που δεν πρέπει να χάσεις
Mαρία Τούλτσα

Ο ιδιοκτήτης του κλαμπ Τσικίτα μας ξεναγεί στο 1975

Μεταφερόμαστε στο 1975. Μια συνηθισμένη νύχτα του Απριλίου σε μια συνοικιακή ντισκοτέκ, μια παρέα επιχειρεί να θέσει σε εφαρμογή το αισιόδοξο σχέδιό της που δεν είναι άλλο από το να φτιάξει την ελληνική εκδοχή της «Εμμανουέλας» του Ζιστ Ζεκίν (1973), μετά τη λογοκρισία που δέχτηκε η ταινία λίγες μέρες μετά την κυκλοφορία της στις ελληνικές αίθουσες.

Στις παρακάτω σειρές, ο ιδιοκτήτης του κλαμπ Τσικίτα, ο Πητ -ή Συντρίμμι, όπως τον αποκαλούν οι φίλοι του- αφηγείται κομμάτια της ζωής του.

“Από το 1950 ήμουν μόνιμος κάτοικος εξωτερικού, ζούσα στη Τζαμάικα μαζί με την γυναίκα μου τη Γιούνο. Γνωριστήκαμε εκεί, ερωτευθήκαμε από την πρώτη στιγμή που τα μάτια μας αντάλλαξαν βλέμματα – στην παραλία που είχε στηθεί ο καταυλισμός μας.

Στην Τζαμάικα ήταν όλα, όντως, πιο απλά. Μαγειρεύαμε όλοι μαζί, παίζαμε μουσική, κάναμε χειρωνακτικές δουλειές, ο έρωτας ήταν ελεύθερος, γινόταν παντού φτάνει να μην ενοχλούσες: στις καλύβες, στην παραλία, σε σπηλιές, μέσα στην θάλασσα. Υπήρχαν δεσμοί αίματος, φιλίες σημαδεμένες με μαχαίρι. Τα βράδια μαζευόμασταν γύρω από φωτιές και παίζαμε μουσική με όργανα που φτιάχναμε εμείς.

Mαρία Τούλτσα


Ναρκωτικά πολλά, αλλά όχι αυτές τις αηδίες που κυκλοφορούσαν στις «πολιτισμένες» χώρες. Δικές μας κατασκευές, από χόρτα, φρούτα, σε συνδυασμό με ουσίες που βρίσκαμε στο έδαφος, ξεκοιλιάζοντας ψάρια, ή στον κορμό δέντρων.

Την Ελλάδα την σκεφτόμουν σπάνια. Ήξερα ότι υπάρχει εκεί, πέρα από τον ωκεανό. Αλλά δεν με πολυένοιαζε. Ούτε και μάθαινα νέα – το ταχυδρομείο ήταν ογδόντα χιλιόμετρα μακριά από εκεί που έμενα. Δε βαριέσαι… έλεγα. Και σε ποιον να στείλω;

Άρχισα να τη σκέφτομαι πιο συχνά όταν πέθανε η γυναίκα μου. Ανατινάχτηκε από μια ξεχασμένη νάρκη που πάτησε σε μια άλλη παραλία που πήγαινε μόνη της για να συνομιλήσει με τον θεό Άνεμο. Πρέπει να είχε μπει στον Β’ Παγκόσμιο, ποιος ξέρει; Την πάτησε και πάει, έφυγε. Ένα κομμάτι της ακόμη το κουβαλώ πάνω μου. Είναι το γούρι μου.

Από τότε ο χώρος δεν με βαστούσε. Παρόλο που όλοι οι φίλοι μου είναι εκεί, τότε δεν «χώραγα» πουθενά. Ήθελα να φύγω. Και το έκανα. Πήρα ένα σκαρί και έφτασα Μαϊάμι και από εκεί Νέα Υόρκη με αυτοκίνητο. Τότε είχαμε μια έκρηξη της μαύρης μουσικής και οι διάφοροι περίεργοι έπαιρναν τα πάνω τους.

Σε μια μικρή ντίσκο γνώρισα και την Μανίτα, την dj που έχω στο μαγαζί μου. Δέσαμε με τη μία. Από την πρώτη στιγμή που με μαχαίρωσε με ένα στιλέτο στην κλείδα, ήξερα πως θα είναι συνεργάτης και φίλη για μια ζωή. Της είπα να πάμε Αθήνα να ανοίξουμε μαγαζί. Δέχτηκε. Στο δρόμο για το αεροδρόμιο με ξαναμαχαίρωσε – τώρα που το σκέφτομαι, η Μανίτα έχει χαλάσει περίπου μια ντουζίνα στιλέτα πάνω μου. Έχω τα σημάδια της.

Mαρία Τούλτσα


Φτάσαμε στην Αθήνα καλοκαίρι του ’65. Παντού γινόταν χαμός, εμείς δεν είχαμε πάρει χαμπάρι. Εκλογές, Ιουλιανά, τρέχα γύρευε. Ο κόσμος σε τρέλα. Βρήκα ένα παλιό τυπογραφείο που τύπωνε πορνοπεριοδικά στη Φωκίωνος Νέγρη. Είχε και ένα στοκ μέσα με 2000, 3000 περιοδικά. Τρελάθηκα. Το αγόρασα με τη μία και έτσι έφτιαξα το κλαμπ Τσικίτα.

Το μαγαζί έγινε σιγά σιγά γνωστό, γιατί έμαθε να σέβεται τους πελάτες και αυτό ήθελε χρόνο. Ο σεβασμός στην περιέργεια του άλλου εννοώ, θέλει χρόνο να φυτρώσει. Γιατί αν το σκεφτείς, δεν είχα ποτέ θέμα για το ποιους θα δεχτώ εδώ μέσα, αλλά από την άλλη, δεν επιβίωναν όλοι με όλους. Στο Τσικίτα πέρασαν βαποράκια, έμποροι όπλων, μπάτσοι, τσοντάκηδες – ηθοποιοί και σκηνοθέτες (αυτοί είναι και το κυρίως πιάτο αν με ρωτάς), καλλιτέχνες γενικά, πόρνες, δικηγόροι, οδηγοί ταξί και κάποιοι φιλόσοφοι ή φιλοσοφημένοι τύποι τέλος πάντων.

Εδώ έρχεσαι να χορέψεις, να ξεδώσεις, να κάνεις τα δικά σου, να ερωτευθείς, να ζουληχτείς – έχω και ένα δωματιάκι πριβέ για τα ρέστα σου αν με πιάνεις, πρέπει να ανέβεις σκάλα όμως. Αλλά, κάνεις τη φάση σου και έχεις την ντίσκο πιάτο από κάτω. Πανοραμίκ! Πολλές φορές είχαμε και κλωτσομπουνίδια, σπάσανε και ποτήρια και μπουκάλια, χαραχτήκανε αλλά για ιερό σκοπό, για έρωτα, ανάψανε τα αίματα. Έτσι ήταν τότε. Εγώ δεν πήρα ποτέ το μέρος κανενός. Ό,τι θες κάνε, μόνο μην μου γκρεμίσεις το μαγαζί. Αλλά ξέρεις κάτι; Και να το γκρεμίσεις δε γαμιέται, θα το ξαναφτιάξω.

Μετά από τρία χρόνια μας έπιασε η χούντα και μας άλλαξε τα πετρέλαια. Μπήκε πολύς κόσμος εδώ τα βράδια. Φωλιά. Χορεύανε, πίνανε, μετά κοιμόντουσαν στην πίστα σα σαρδέλες. Το πρωί δουλειά. Πολλές φορές τρυπώνανε ματωμένοι, έπεφτε πολύ ξύλο, πολλά βασανιστήρια. Μερικούς από αυτούς δεν τους ξανάδα. Φύγανε ή «φύγανε», με πιάνεις; Εγώ κατάφερα να επιβιώσω. Με διάφορους τρόπους. Είχα τα κονέ μου.

Πολλή φτώχεια. Μας έπιασε και η κρίση η αμερικάνικη και όπως όλα τα αμερικάνικα, μας τσίμπησε και μας το δίχτυ. Ξεβράκωτοι ήμασταν. Με δύο δραχμές στην τσέπη. Αλλά είχαμε αγάπη και ο ένας τον άλλον. Τουλάχιστον έτσι πιστεύαμε. Και κάναμε ό,τι δουλειές μπορείς να φανταστείς. Εμένα που με βλέπεις έβαζα ρούχα σε ηθοποιούς στις ταινίες που με παίρνανε: τους έβαζα το μπουρνούζι να μην κρυώνουν στα διαλείμματα, φρόντιζα τα εσώρουχα μην λερωθούν και έφτιαχνα τις κρεμάστρες. Χρήσιμο και αυτό, δεν μπορεί ο άλλος να έχει στο μυαλό του το ρούχο όταν υποδύεται κάτι. Το σώμα είναι σε συναγερμό, να γιατί πιστεύω ότι οι τσόντες είναι η ύψιστη μορφή τέχνης. Είσαι εσύ και ο θεός, τίποτα άλλο. Όπως σε έπλασε. Κανένα ψέμα, πουθενά.

Mαρία Τούλτσα


Ντάξει. Τώρα που τελείωσε όλη η περιπέτεια και τα είδα όλα, είμαι γεμάτος πια. Έχω τον κόσμο μου, έχω τα ποτά μου – εδώ μέσα θα πιείς σένια ποτά. Ποτάρες. Κοκταίηλ που δεν θα τα πιεις πουθενά μιλάμε, θα πίνεις και θα σου φεύγει το σκαλπ. Παράδεισος στο υπογάστριο. Από την άλλη μουσικάρες από την Μανίτα. Ωραία είναι. Ωραία ήταν. Αλλά γέμισα, όπως σου είπα.

Σκέφτομαι πως ήρθε η ώρα μου να επιστρέψω εκεί που ήμουνα. Εκεί να λήξω, να καταλήξω. Όπως οι ελέφαντες που όταν έρθει η ώρα τους πάνε σε ένα συγκεκριμένο μέρος. Σοφό ζώο ο ελέφαντας, δεν νομίζεις; Αρχαίο ζώο. Αυτός και ο βραδύπους. Με συνδέει κάτι με αυτά, κάτι παλιό.

Αυτό που θα θυμάμαι, είναι κάτι βράδια που τραγουδούσαμε μαζί στίχους που ξέρουμε, από τραγούδια. Και έτσι μεθυσμένοι κλείναν τα μάτια μας, καθώς τα κορμιά μας λύγιζαν, με αυτά τα τραγούδια. Όπως αυτό (κάτσε να σου βάλω ένα σφηνάκι, από το «καλό» να στο πω):

Είναι καιρός που φέρνει

τον έναν στον άλλον κοντά,

είναι καιρός που χωρίζουν οι σκέψεις

και μένουμε μόνοι


Πόσο ανάγκη έχω τώρα

από ένα δικό σου φιλί,

πόσο μου λείπει η ζεστή σου

ανάσα που χείλη θεριεύει

ζωντανεύει την καρδιά.”

Το «1975» ή Πιο γρήγορα, Εμμανουέλα! Σκότωσε! Σκότωσε!, η νέα παράσταση της ομάδας Νοσταλγία, ανοίγει τις πόρτες της στο κοινό κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή, στο Rabbithole (Γερμανικού 20, Μεταξουργείο), όπου ο Πητ (Στάθης Κόκκορης), μας κερνάει κοκταίηλ της εποχής.*

Mαρία Τούλτσα

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ:

«1975» ή Πιο γρήγορα, Εμμανουέλα! Σκότωσε! Σκότωσε!

  • Συγγραφή – σκηνοθεσία: Γιώργος Σίμωνας | Ηθοποιοί: Μιχάλης Ζαχαρίας, Στάθης Κόκκορης, Χρύσα Κολοκούρη, Φώτης Λαζάρου, Στέφανος Λώλος, Σοφία Μανώλη, Βάσω Παύλου, Νικόλας Πιπεράς, Συμεών Τσακίρης, Χρήστος Χριστόπουλος
  • Διαθέσιμο από 20/01/2023 έως 26/02/2023, κάθε Παρασκευή & Σάββατο στις 21:00 και Κυριακή στις 19:00 στο RABBITHOLE (Γερμανικού 20, Μεταξουργείο)
  • Για προπώληση εισιτηρίων, πατήστε εδώ.
  • Τηλέφωνο θεάτρου: 2105249903

ΤΙΜΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ

* 18 ευρώ (με ποτό)

15 ευρώ (γενική είσοδος)

10 ευρώ (ανέργων, άνω των 65 ετών)

8 ευρώ (ατέλειες, κάρτες ΣΕΗ ΣΕΧΩΧ0)

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα