Αλέξης Αλεξίου στο NEWS 24/7: “Στην Αθήνα όλα μοιάζουν ανακατεμένα, διαλυμένα, ξεκούρδιστα”

Αλέξης Αλεξίου στο NEWS 24/7: “Στην Αθήνα όλα μοιάζουν ανακατεμένα, διαλυμένα, ξεκούρδιστα”

Ο σκηνοθέτης του "Τετάρτη 4:45" μας μιλά για την Αθήνα και την επιστημονική φαντασία με αφορμή τη νέα του ταινία “Ι.Ω.” που παίζεται στα σινεμά.

Από τον σκηνοθέτη μιας από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες των ‘10s, το αστικό νουάρ “Τετάρτη 4:45” με τον Στέλιο Μάινα, έρχεται τώρα κάτι τελείως διαφορετικό.

Γυρισμένο σε φιλμ 8 χιλιοστών, το μικρού μήκους φιλμ “Γιώτα Τελεία Ωμέγα (Ι.Ω)” είναι ένα ντοκιμαντέρ επιστημονικής φαντασίας. Η Ι.Ω είναι μια κοπέλα που ζει στο κοντινό μέλλον και δουλεύει στην πολεμική αεροπορία, ενώ βρίσκεται διαρκώς κάτω από ασφυκτική παρακολούθηση. Καθώς περιμένει να διακτινιστεί σε έναν μακρινό πλανήτη, μέσα από το οπτικό της ημερολόγιο – τα θραύσματα των αναμνήσεων και των σκέψεών της – συνομιλεί με το δικό μας παρόν σε μια προσπάθεια να διαφυλάξει τις αισθήσεις της και μαζί τη μνήμη των πραγμάτων που αξίζει να διασωθούν.

Η ταινία γεννήθηκε χάρη στην συνεργασία του Αλεξίου με την θεατρολόγο-σκηνοθέτη Ασπασία Λυκουργιώτη, με αφήγηση της Σοφίας Κόκκαλη (του “Σελήνη, 66 Ερωτήσεις”). Και μέσα από το κολάζ εικόνων ενός παρόντος σε αισθητική αποσύνθεση, πλάθει ένα μακρινό μέλλον– όπου τα πάντα είναι τόσο διαφορετικά αλλά και επίμονα ίδια.

Το “Ι.Ω.” προβάλλεται στον κινηματογράφο ΑΣΤΟΡ από την Πέμπτη 27 Οκτωβρίου, μαζί με την εξαιρετική ταινία “France” με τη Λέα Σεϊντού. Την Πέμπτη 27 Οκτωβρίου θυμίζουμε πως το εισιτήριο θα κοστίζει μόλις 2 ευρώ στο πλαίσιο της Γιορτής του Σινεμά, ενώ την Κυριακή 30 Οκτωβρίου στις 19:45, θα πραγματοποιηθεί Q&A με τον σκηνοθέτη Αλέξη Αλεξίου και την θεατρολόγο-σκηνοθέτη Ασπασία Λυκουργιώτη.

Εμείς μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη για την δική του επιστημονική φαντασία, για τη θέση των μικρού μήκους ταινιών στην αγορά, αλλά και για την Αθήνα και το αστικό τοπίο – του μέλλοντος και του παρόντος.

Προσωπικά χαίρομαι πολύ όταν κινηματογραφιστές δεν βλέπουν τις μικρού και μεγάλου μήκους ως «πίστες» , παρά κάνουν αυτό που απαιτεί η κάθε περίσταση. Εσένα τι σε έκανε να θες να γυρίσεις μια μικρού μήκους ταινία σε αυτό το σημείο της καριέρας σου; Ήθελες να κάνεις κάτι πιο μικρό και άμεσο ή απλά προέκυψε η συγκεκριμένη ιστορία;

Όταν πρωτοδιάβασα τη sci-fi νουβέλα της Ασπασίας Λυκουργιώτη ένιωσα σαν το μέλλον να έχει εισβάλει στο παρόν μέσα σε ένα παραισθητικό στρόβιλο εικόνων. Το αλλόκοτο, ανοίκειο συναίσθημα που μου δημιούργησαν οι λέξεις, ήθελα να βρω ένα τρόπο να το παντρέψω με ήχους, μουσική και εικόνες. Μου αρέσει ο πειραματισμός, λατρεύω την επιστημονική φαντασία και θεωρώ πως ειδικά η μικρού μήκους φόρμα υπάρχει για να ανακατεύεις τα είδη και να σπρώχνεις τα εκφραστικά σου μέσα όσο μπορείς – κάθε φορά – ένα βήμα παραπέρα.

Η ιστορία της ταινίας διατυπώνεται ως μια ιστορία από το μέλλον φτιαγμένη μέσα από εικόνες του παρελθόντος/παρόντος. Πώς γεννήθηκε αυτή η αισθητική προσέγγιση;

Το ίδιο το κείμενο της Ασπασίας είναι εμπνευσμένο από πραγματολογικά στοιχεία – βασίζεται στα αληθινά ημερολόγια που κράταγε σε ηλικία 21 ετών ενώ ζούσε «εγκλωβισμένη» στο πανεπιστήμιο στη διάρκεια των καταλήψεων. Ξεκινώντας από τους αγώνες του φοιτητικού κινήματος εναντία στις ιδιωτικοποιήσεις των πανεπιστημίων, και περνώντας στις αγωνίες μιας νέας κοπέλας που, απέναντι σε ένα αβέβαιο και σκοτεινό μέλλον, εκφράζει τον θυμό και την απογοήτευσή της για έναν κόσμο που της γυρίζει την πλάτη, η Ασπασία μεταφράζει τα δεδομένα της δικής της χρονικής συνθήκης (του 2006) για να προβάλει μια δυστοπία.

Θέλοντας να μείνω πιστός σε αυτή τη λογική, επέλεξα να κινηματογραφήσω την ταινία σε φιλμ 8 χιλιοστών, που δίνει στις εικόνες του παρόντος ένα έντονο αισθητικό αποτύπωμα αρχειακού υλικού, ενώ ταυτόχρονα τους προσδίδει και μια ονειρική, σχεδόν εξπρεσιονιστική υφή.

Όλα αυτά τη στιγμή που ζούμε ξανά πολέμους, πανδημίες, κραχ κι όλα αυτά τα ωραία. Υπάρχουν στιγμές που νιώθουμε σαν ο κόσμος να τελειώνει και να βιώνουμε παρελθόν και μέλλον σαν μια συγκεχυμένη ανάμνηση. Είναι τελικά η επιστημονική φαντασία μια διακλάδωση του ιστορικού fiction; Ή και ίσως το ανάποδο;

Είναι εντυπωσιακό πως το αλληγορικό κείμενο της Ασπασίας που γράφτηκε 16 χρόνια πριν, παραμένει τρομακτικά επίκαιρο και πολιτικά αιχμηρό. Τα όσα ζούμε σήμερα δυστυχώς έχουν προβλεφθεί με εξαιρετική ακρίβεια απ’ όλους τους σπουδαίους συγγραφείς της επιστημονικής φαντασίας. Νιώθουμε διαρκώς χαμένοι και ανήμποροι να κατανοήσουμε τον κόσμο γύρω μας, ακριβώς όπως οι ήρωες του Φίλιπ Ντικ, ενώ η αρρώστια, ο πόλεμος και ο παραλογισμός απλώνονται στη γη ταχύτατα, σαν η Ιστορία να ακολουθεί τις νοσηρές αφηγήσεις του Μπάλαρντ και του Σπίνραντ.

Τι φέρνει η Σοφία Κόκκαλη στην αφήγηση; Πώς ήταν η συνεργασία;

Η Σοφία πήρε το κείμενο και έκανε τρεις αναγνώσεις ακολουθώντας απλά τη ροη της αφήγησης, το συναίσθημα και το παιχνίδισμα των λέξεων. Είχε προηγηθεί μονάχα μια συζήτηση για τη συνθήκη της αφηγήτριας, το γενικότερο πλαίσιο του κόσμου της «Ι.Ω». Δε χρειαζόταν να ξέρει περισσότερα. Δεν το ήθελε και η ίδια. Το κείμενο, αν και σε σημεία αινιγματικό και διφορούμενο, σου δίνει με ένα περίεργο τρόπο όλες τις απαντήσεις. Πάνω στο δικό της ιδιαίτερο ηχόχρωμα, τη δική της ποικιλόμορφη ερμηνεία (άλλοτε απόμακρη, άλλοτε παιδική, άλλοτε ανθρώπινη και ζεστή) επιλέξαμε με τον μοντέρ Λάμπη Χαραλαμπίδη τις οριστικές εικόνες, δομήσαμε τους ήχους με τον designer Μανώλη Μανουσάκη, και ο Γιαννης Βεσλεμές συνέθεσε τη τελική μουσική. Η φωνή της Σοφίας υπήρξε η πρώτη ύλη.

Ένα πράγμα που σκεφτόμουν παρακολουθώντας την αποτύπωση του μέλλοντος στο φιλμ σου, ήταν αυτή η έμφαση στην αστική αποσύνθεση, υπήρχαν πολλά τοπία και κτίρια που έμοιαζαν παρατημένα. Παράλληλα, υπάρχει παραδοσιακά η εκδοχή του μέλλοντος των «τέλειων ανθρώπων», γεμάτη με πεντακάθαρα φουτουριστικά κτίρια, ή όπως λέει ένας φίλος μου για τη σημερινή Αθήνα, «μια πόλη-φουαγιέ ξενοδοχείου». Πώς συμβαδίζουν ή συνυπάρχουν ή βρίσκονται σε πόλεμο αυτές οι αισθητικές;

Η Αθήνα είναι προφανές πως είναι μια πόλη των αντιθέσεων. Είναι μια πόλη τερατόμορφη, γεμάτη τσιμεντένια πτώματα, αρχιτεκτονικά «περιττώματα», κουφάρια μοντερνισμού, διάσπαρτα αρχιτεκτονικά πειράματα, βιομηχανικά ερείπια. Όλα τους συνθέτουν ένα ασυνάρτητο αλλά συναρπαστικό χάος. Σε αντίθεση με άλλες μητροπόλεις όπου τα φουτουριστικά στοιχειά είναι ξεκάθαρα, και για αυτό ίσως τετριμμένα και ξαναϊδωμένα, στην Αθήνα όλα μοιάζουν διαλυμένα, ανακατεμένα, ξεκούρδιστα, σε ντεκαλάζ, και ταυτόχρονα σε σημεία καλογυαλισμένα, κυριλέ και μαζί ρετρο-φουτουριστικά – τόσο ώστε να φαντάζουν, τουλάχιστον στα δικά μου μάτια, αλλοπρόσαλλα κινηματογραφικά.

Όπως συνέβαινε και με έναν άλλο, τελείως διαφορετικό τρόπο στο “Τετάρτη 4:45”, φαίνεται κι εδώ το πόσο σε συναρπάζει το αστικό τοπίο κι ο αστικός ρυθμός, η νύχτα της πόλης, οι κατασκευές, η κυκλοφορία. Είναι αυτό κάτι που πηγαίνει πίσω στις κινηματογραφικές αναφορές σου ή όχι μόνο; Τι είναι αυτό που σε συναρπάζει τόσο πολύ στην κινηματογραφικότητα της πόλης και στον ρυθμό της;

Είμαι παιδί της πόλης, αγαπώ τα φιλμ νουάρ, και την επιστημονική φαντασία. Μέσα από τις ταινίες έμαθα να εκτιμώ το αστικό τοπίο, να βρίσκω αξία και κινηματογραφικότητα στο θόρυβο, τα σκουπίδια και την ασχήμια του. Στο νουάρ και την Ε.Φ, η πόλη το σκοτάδι και το φώς δεν είναι απλά ένα ατμοσφαιρικό σκηνικό, αλλά λειτουργούν συχνά ως συμπρωταγωνιστές, ως προέκταση του ψυχισμού των ηρώων. Ξεπερνώντας εντέλει την ανάγκη ρεαλιστικής αναπαράστασης του αστικού χώρου, κινούμενοι στη περιοχή του καθαρού εξπρεσιονισμού, οι τρόποι κινηματογράφησης, χρήσης και αναπαράστασης της πόλης είναι πραγματικά ανεξάντλητοι.

Γενικότερα, πώς βλέπεις την κατάσταση γύρω από τις μικρού μήκους ταινίες στην Ελλάδα; Είναι πολύ θετικό το ότι η ταινία σου έχει διανομή στο Άστορ, πιστεύεις πως μελλοντικά μπορεί να υπάρξει κάποια τέτοια δίοδος για τις αληθινά εξαιρετικές μικρού μήκους ταινίες που βλέπουμε κάθε χρόνο, να προβάλλονται δηλαδή κι εκτός του αυστηρά φεστιβαλικού πλαισίου; Τι θα σήμαινε αυτό για τους δημιουργούς;

Η μικρού μήκους ταινία βιώνει μια άνθηση, κυρίως καλλιτεχνικά. Η αλήθεια είναι ότι πάντοτε ο ελληνικός κινηματογράφος προσέφερε δυνατά δείγματα και πολυμορφία στο συγκριμένο είδος. Τα τελευταία χρόνια οι νεότερες γενιές έχουν καταφέρει με μεγαλύτερη επιμονή και αποφασιστικότητα να βγάλουν τις ταινίες τους στα ξένα φεστιβάλ και να αφήσουν το αποτύπωμά τους. Δυστυχώς το πρόβλημα της διανομής παραμένει θεμελιώδες. Νομίζω έχει έρθει η ώρα να ανοίξει ξανά η συζήτηση και να εξεταστούν εκ νέου οικονομικά κίνητρα (όπως συνέβαινε και παλιότερα) που θα διευκολύνουν τη διανομή της μικρού μήκους ταινίας τόσο στις αίθουσες όσο και στις online πλατφόρμες. Το κοινό υπάρχει. Ακόμα και αν δεν υπάρχει, όπως είδαμε σε πολλές περιπτώσεις ( «Χαμένη Λεωφόρος του Ελληνικού Κινηματογράφου», «Midnight Express» κ.ο.κ.), δημιουργείται.

*Η ταινία “Ι.Ω.” του Αλέξη Αλεξίου προβάλλεται στο ΑΣΤΟΡ από την Πέμπτη 27 Οκτωβρίου.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα