Είδαμε τον “Αμαντέους” σε σκηνοθεσία Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου: Ρέκβιεμ για ένα… όνειρο

Είδαμε τον “Αμαντέους” σε σκηνοθεσία Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου: Ρέκβιεμ για ένα… όνειρο
Elina Giounanli/nophoto.gr

Είδαμε την παράσταση "Αμαντέους" που σκηνοθετεί ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και σας μεταφέρουμε τις εντυπώσεις μας.

Παρουσιάστηκε στο κοινό σαν ένα «παιδί θαύμα» σε ηλικία πέντε ετών, τον Σεπτέμβριο του 1761 στο πανεπιστήμιο του Σάλτσμπουργκ. Συνέθετε ήδη μικρά κομμάτια, τα οποία έπαιζε στον πατέρα του, ο οποίος τα κατέγραφε. Οι δεξιότητές του υπήρξαν μοναδικές. Εκτός από την εξαιρετική τεχνική του στο πιάνο, στο όργανο και στο βιολί, είχε την ικανότητα να αποστηθίζει πληθώρα συνθέσεων με φαινομενική ευκολία, ενώ αξιοσημείωτη ήταν επίσης η ικανότητά του να αυτοσχεδιάζει πάνω σε ένα μουσικό θέμα χωρίς προετοιμασία. Ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ συνέθεσε περισσότερα από 600 έργα, μουσική δωματίου, συμφωνική και εκκλησιαστική μουσική, καθώς και μικρότερες συνθέσεις (παραλλαγές, φαντασίες, σονάτες, άριες κ.ά).

Η ζωή του ήταν άκρως αντισυμβατική, πολλές φορές προκλητική, δε χωρούσε σε στεγανά. Το 1979 ο Πήτερ Σάφερ, χρησιμοποιώντας έναν μύθο που διέρρευσε στην Ευρώπη στα μέσα του 19ου αιώνα, περί δολοφονίας του Μότσαρτ από τον σύγχρονό του συνθέτη Αντόνιο Σαλιέρι, δημιουργεί ένα από τα διασημότερα και σημαντικότερα θεατρικά έργα της σύγχρονης δραματουργίας, το “Αμαντέους”.

Ο Γιάννης Νιάρρος ως Αμαντέους και η Μαίρη Μηνά στον ρόλο της Κονστάνς Elina Giounanli/nophoto.gr

Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος αρέσκεται ιδιαίτερα στο να παρουσιάζει στο θεατρικό σανίδι τις ζωές ανθρώπων που άφησαν το δικό τους μοναδικό στίγμα στην ιστορία. Είδαμε έτσι το εξαιρετικό Masterclass με τη Μαρία Ναυπλιώτου (φέτος η παράσταση μεταφέρθηκε από το Μικρό Χορν στο Παλλάς), τη ζωή του Άλαν Τούρινγκ (θέατρο Βασιλάκου) και τώρα του Μότσαρτ. Αυτό το τελευταίο καλλιτεχνικό στοίχημα δεν ήταν εύκολο. Γιατί μιλάμε για τη ζωή μίας εμβληματικής μουσικής ιδιοφυΐας και για ένα έργο που έχει μεταφερθεί πολλάκις στο θέατρο και τον κινηματογράφο (απέσπασε 8 Όσκαρ). Και η αρχική σύλληψή του Παπασπηλιόπουλου παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, γιατί καταπιάνεται με το προσωπικό ιδανικό και τη συνείδηση του ανθρώπου που καταλαβαίνει πως είναι λιγότερο από αυτό που θα ήθελε και, αυτό ακριβώς που θα ήθελε, βλέπει πως το έχει ο διπλανός του. Ο Σαλιέρι ζηλεύει παράφορα τον Μότσαρτ, ζηλεύει το ταλέντο του, αυτό το “θεϊκό” χάρισμα που τον κάνει να ξεχωρίζει και να μαγεύει με τις μελωδίες του.

Το δίπολο Σαλιέρι- Μότσαρτ είναι αυτό που απασχολεί τον Παπασπηλιόπουλο, σε ένα επίπεδο, όμως, πιο εσωτερικό, πιο υπαρξιακό. Και αυτό παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η ανάγνωση που κάνει στο έργο του Σάφερ είναι δυναμική και σύγχρονη. Μέσα στο ονειρικό σκηνικό της Όλγας Μπρούμα που φωτίζεται υποδειγματικά από τον Νίκο Βλασόπουλο, οι ήρωες μοιάζουν με φαντάσματα, σαν να έχουν ξεπηδήσει από τον εφιάλτη κάποιου. Είναι ξυπόλητοι με ατμοφαιρικά αέρινα ρούχα, σαν να παίζουν μέσα από ένα μακρινό παρελθόν. Μιλούν στη γλώσσα μας και οι αντιδράσεις τους είναι ιδιαίτερα προσωπικές. Λένε σόκιν αστεία, το χιούμορ τους είναι κατά κύριο λόγο σκατολογικό, ενώ δε διστάζουν να προκαλέσουν επί σκηνής. Αυτή ωστόσο είναι μία συνθήκη που δύσκολα μπορεί να ισορροπήσει. Ακροβατεί διαρκώς ανάμεσα στον ρεαλισμό και το φανταστικό, ανάμεσα σε μία υστερική και σε μία πιο εσωτερική και ψύχραιμη ανάγνωση των ηρώων. Και τα μεγάλα σκηνοθετικά στοιχήματα άλλοτε βγαίνουν και άλλοτε όχι.

Το πρωταγωνιστικό δίδυμο των Σαλιέρι και Μότσαρτ είναι εμφανώς στο επίκεντρο. Όλοι οι υπόλοιποι χαρακτήρες – μοναδική εξαίρεση αποτέλεσε κάποιες στιγμές η Κονστάνς (το αντικείμενο του πόθου και των δύο) – μένουν σε άψυχους ρόλους κομπάρσων που αναπαριστούν ένα στεγνό οικοδόμημα παλατιού χωρίς βάθος, χωρίς σαρκασμό, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο σχόλιο πάνω σε αυτό. Η δε μουσική, ενώ θα μπορούσε να παίξει έναν επουλωτικό ρόλο στις όποιες αδυναμίες, να μας συνεπάρει στα κρεσέντο της και να μας ταξιδέψει στα άδυτα των μεγαλοφυών συνθέσεων του Μότσαρτ, είναι απλώς υπαινικτική, σχεδόν απούσα.

Elina Giounanli/nophoto.gr

Οι ερμηνείες

Ο Νίκος Ψαρράς υπήρξε σπαρακτικός Σαλιέρι. Από το πρώτο λεπτό μπήκε στην ψυχοσύνθεση του τραγικού αυτού ήρωα που βλέπει στο πρόσωπό του Μότσαρτ όλα του τα θέλω να γίνονται πραγματικότητα. Και την ίδια στιγμή συνειδητοποιεί το μέγεθος της δικής του μετριότητας. Καταβάλλεται, νικιέται από την ίδια του την ύπαρξη και αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να αποδεχθεί. Η ερμηνεία του έχει μία συγκινητική εσωτερική δυναμική που συγκλονίζει. Στον αντίποδα ο Γιάννης Νιάρρος σαρώνει με μία υστερική ενέργεια τη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά και σχεδόν αποσυντονίζει τη θέαση. Γιατί αυτό δε γίνεται μέσω μιας συνειδητοποιημένης ερμηνείας, αλλά μέσω ενός εγκλωβισμού του σε μία μανιέρα: Λέει διάφορα ωραία τσιτάτα, κάνει ωραίες φιγούρες, αλλά μένει εκεί, στην επιφάνεια. Ούτε τις στιγμές που κάθεται στο πιάνο -γνωρίζει πολύ καλά ο ίδιος μουσική- προσπαθεί να χρωματίσει κατάλληλα τις νότες, κάτι που αδιαμφισβήτητα θα έδινε μια σημαντική διάσταση στην αποτύπωση του ήρωα που ενσαρκώνει.

Elina Giounanli/nophoto.gr

Η Μαίρη Μηνά στον ρόλο της Κονστάνς φαίνεται αμήχανη, σαν να μη γνωρίζει ακριβώς τι πρέπει να κάνει, γεγονός που εκπλήσσει καθώς διαθέτει ένα μεγάλο υποκριτικό της βάθος και μέχρι τώρα έχει δώσει άριστα διαπιστευτήρια με τις τελευταίες δουλειές της. Οι ερμηνείες των Γιάννη Κότσιφα, Γιώργου Τριανταφυλλίδη, Γιώργου Τζαβάρα, Βαγγέλη Δαούση και Βασίλη Ντάρμα στους ρόλους των ανθρώπων του παλατιού είναι, όπως προαναφέρθηκε, καθαρά υποστηρικτικές, δεν ξεχωρίζουν ούτε τους δίνεται κάποια ευκαιρία επί σκηνής να συνεισφέρουν ουσιαστικά στην εξέλιξη της πλοκής.

Συμπέρασμα: Η παράσταση αυτή υπηρετεί μία πολύ συγκεκριμένη σκηνοθετική οπτική, αλλά δεν δικαιώνει ούτε τους ήρωες ούτε το κείμενο. Βλέπεται μεν ευχάριστα και από μία ευρεία γκάμα κοινού, αλλά δυστυχώς δεν απογειώνεται.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα