Μάρθα Μπουζιούρη στο NEWS 24/7: “Με συνταράζει η τυφλή βία που στερεί τη ζωή σε 130 ανθρώπους που βρέθηκαν στο λάθος μέρος”

Μάρθα Μπουζιούρη στο NEWS 24/7: “Με συνταράζει η τυφλή βία που στερεί τη ζωή σε 130 ανθρώπους που βρέθηκαν στο λάθος μέρος”
Η Μάρθα Μπουζιούρη

Η Μάρθα Μπουζιούρη μιλά στο NEWS 24/7 με αφορμή τη παράσταση θεάτρου ντοκιμαντέρ "Belle Equipe" στο θέατρο Ελέρ.

Η Μάρθα Μπουζιούρη, πιστή στην ενασχόλησή της με το θέατρο ντοκιμαντέρ (Τα Ταξίδια της Πηνελόπης – Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, Αμάρυνθος – Φεστιβάλ Αθηνών, Traces –DOMEEVENT/Athens Biennale, Υπόθεση Φαρμακονήσι ή Το Δίκαιο του Νερού – Φεστιβάλ Αθηνών/Πειραματική Σκηνή Εθνικού Θεάτρου), καταπιάνεται αυτή τη φορά με το ευαίσθητο θέμα της τρομοκρατίας, αγγίζοντας το πολιτικό μέσα από το ανθρώπινο και καταθέτοντας ένα έργο – ύμνο στη ζωή και ταυτόχρονα ηχηρό μήνυμα κόντρα στη διαιώνιση του φόβου και του μίσους.

Προϊόν εκτεταμένης έρευνας στη Γαλλία, η παράσταση θεάτρου ντοκιμαντέρ “Belle Equipe” είναι βασισμένη στο ομώνυμο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Grégory Reibenberg Une belle équipe (μτφρ: Μια όμορφη ομάδα).

Ο Grégory είναι ο ιδιοκτήτης του café La belle équipe, το οποίο βρέθηκε, όπως και το Bataclan, στο στόχαστρο της φονικής τρομοκρατικής επίθεσης της 13ης Νοεμβρίου 2015 στην καρδιά του Παρισιού, που κόστισε τη ζωή σε 130 ανθρώπους. Ο Grégory επέζησε. Όχι όμως η γυναίκα της ζωής του και οι κοντινοί φίλοι και συνεργάτες του, η “όμορφη ομάδα” του.

Η παράσταση, που αντλεί από το βιβλίο του Grégory Reibenberg (σύντομα αναμένεται η κινηματογραφική μεταφορά του στη Γαλλία), καθώς και από οπτικοακουστικά ντοκουμέντα και συζητήσεις με τον ίδιο τον συγγραφέα, αναμετριέται με την επώδυνη όσο και αισιόδοξη διαδικασία της αναγέννησης μετά την καταστροφή.

“Η βία, σε κάθε μορφή της, είναι μια θεματική που απασχολεί έντονα τη δουλειά μου. Η βία του εκπατρισμού, η έμφυλη βία, η ρατσιστική βία, η θεσμική βία – η τυφλή βία εν προκειμένω, ως προϊόν πρωθύστερης βίας, μισαλλοδοξίας και φανατισμού. Είναι αλήθεια ωστόσο πως για πρώτη φορά καταπιάνομαι στο θέατρο με ένα ζήτημα που φαντάζει τόσο ‘μακριά’ από την ελληνική πραγματικότητα.

Η τρομοκρατία είναι μια θεματική περιοχή που ενεργοποιήθηκε μέσα μου πριν μερικά χρόνια, και συγκεκριμένα το βράδυ των τρομοκρατικών επιθέσεων της 13ης Νοεμβρίου του 2015. Ήμουν στην Αθήνα, μπροστά στον υπολογιστή μου όταν το newsfeed μου στο Facebook πήρε φωτιά. Θυμάμαι να σκέφτομαι αντανακλαστικά τους 3-4 φίλους μου που ήταν εγκατεστημένοι στο Παρίσι, να τους ψάχνω στο τηλέφωνο, να τηλεμεταφέρομαι σε ένα τοπίο πανικού στο οποίο όμως εγώ παρέμενα ασφαλής. Γιατί η απειλή της τρομοκρατίας – ως καρπός εξτρεμιστικής ιδεολογίας στο όνομα μιας παραχαραγμένης πίστης – είναι ξένη σε εμάς. Δεν μας έχει βάλει στο στόχαστρο, δεν μας έχει τραυματίσει, δεν μας έχει μπολιάσει με το φόβο. Τι γίνεται όμως με εκείνους που δεν έμειναν ασφαλείς; Με όσους δεν στάθηκαν τυχεροί; Τίνος φίλοι ήταν; Από τύχη δεν ήταν οι δικοί μου φίλοι. Σε πολιτικό, ανθρώπινο αλλά και υπαρξιακό επίπεδο, με συνταράζει αυτή η εκδοχή της τυφλής, ολέθριας βίας που σε μια στιγμή στερεί τη ζωή σε 130 ανθρώπους που ‘έτυχε’ να βρίσκονται στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή. Και ταυτόχρονα, με απασχολεί βαθιά το τι άνθρωπος γίνεται κανείς μετά από ένα τέτοιο γεγονός: πώς μετακινείται, πώς στέκεται απέναντι στην απώλεια, τον φόβο, τη διαφορετικότητα” αναφέρει η Μάρθα Μπουζιούρη στο NEWS 24/7 στη συζήτηση που είχαμε μαζί της με αφορμή αυτήν την παράσταση.

Η Μάρθα Μπουζιούρη, πιστή στην ενασχόλησή της με το θέατρο ντοκιμαντέρ καταπιάνεται αυτή τη φορά με το ευαίσθητο θέμα της τρομοκρατίας, αγγίζοντας το πολιτικό μέσα από το ανθρώπινο και καταθέτοντας ένα έργο - ύμνο στη ζωή και ταυτόχρονα ηχηρό μήνυμα κόντρα στη διαιώνιση του φόβου και του μίσους. Θωμάς_Αρσένης

Ασχολείστε συστηματικά με το θέατρο- ντοκιμαντέρ. Τι συμβαίνει όταν το θέατρο συναντά την πραγματικότητα; Είναι διαφορετική η λειτουργία του στον θεατή;
Δεν ξέρω να σας απαντήσω με βεβαιότητα. Ξέρω μόνο πως το θέατρο ντοκιμαντέρ μάς δίνει μια σημαντική ευκαιρία να συναντηθούμε με το κοινό και να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση μας μαζί του, κάνοντάς το συμμέτοχο και όχι απλώς αποδέκτη ενός καλλιτεχνικού γεγονότος. Αφενός, γιατί αυτή η θεατρική περιοχή εμπλέκει στη δημιουργική διαδικασία ανθρώπους που δεν φέρουν καλλιτεχνική ιδιότητα, αλλά συνδέονται άμεσα ή έμμεσα, βιωματικά ή γνωστικά, με το θέμα με το οποίο καταπιάνεται. Ανθρώπους που συμμετέχουν στο στάδιο της έρευνας, και που κάποιες φορές φτάνουν και μέχρι τη σκηνή ως βιωματικοί performers. Κι αφετέρου, γιατί ανοίγει την πόρτα του θεάτρου σε ανθρώπους που δεν εμπίπτουν στην κατηγορία του θεατρόφιλου κοινού – ανθρώπους που έλκονται από την ιστορία ή το κοινωνικοπολιτικό ζήτημα που πραγματεύεται, που αποτελούν ευρύτερα μέλη της ‘κοινότητας’ από την οποία αντλεί η παράσταση, καθιστώντας έτσι το θέατρο ντοκιμαντέρ ένα βαθιά λαϊκό θέατρο. Όταν λοιπόν αλλάζει η σύσταση του κοινού στην αίθουσα, η θερμοκρασία του, ο βαθμός εμπλοκής του, οι καταβολές του, τότε ναι, είναι πιθανό να αλλάξει και η επίδραση που έχει επάνω του η παράσταση. Και εν τέλει, συλλογικά – γιατί πρόκειται για συλλογική, ζωντανή τέχνη – να μας συν-κινήσει με τρόπο πρωτόγνωρο.

Γιατί η απειλή της τρομοκρατίας – ως καρπός εξτρεμιστικής ιδεολογίας στο όνομα μιας παραχαραγμένης πίστης – είναι ξένη σε εμάς. Δεν μας έχει βάλει στο στόχαστρο, δεν μας έχει τραυματίσει, δεν μας έχει μπολιάσει με το φόβο.

Τι ήταν αυτό που σας παρακίνησε να ασχοληθείτε με το “Belle Equipe” του Grégory Reibenberg;
Μελετώντας υλικό γύρω από τις επιθέσεις του 2015, είχα διαβάσει ήδη πολλές αναλύσεις, μαρτυρίες και αυτοβιογραφικά βιβλία πριν πέσει στα χέρια μου το memoir του Grégory. Διαβάζοντάς το, συγκινήθηκα από την αφοπλιστική ειλικρίνεια κι ευαισθησία ενός ανθρώπου που δεν διστάζει να δείξει τις ρωγμές του, να φανεί ευάλωτος, να ζητήσει βοήθεια, να θυμώσει, να εκραγεί, να βυθιστεί στο πένθος. Ο Grégory ανατέμνει τον εαυτό του χωρίς ίχνος ωραιοποίησης ή μελοδραματισμού. Δεν επικοινωνεί την εικόνα ενός ήρωα ούτε εκείνη ενός θύματος, αλλά ενός ανθρώπου που ψάχνει τα βήματά του μετά την καταστροφή. Που παλεύει να ξαναγεννηθεί από τις στάχτες του. Γιατί αγαπάει τη ζωή και τη φωτεινή της μεριά. Γιατί δεν είναι διατεθειμένος να αφήσει το σκοτάδι να καταλάβει ένα χώρο που δεν του ανήκει. Ο Grégory κατέφυγε στη γραφή ως αντανακλαστικό επούλωσης της δικής του πληγής, και τελικά μας παρέδωσε ένα συγκλονιστικό εγχειρίδιο συμβίωσης με την απώλεια, ένα έργο-ύμνο στη ζωή και ταυτόχρονα ένα ηχηρό χαστούκι κόντρα στη διαιώνιση του φόβου και του μίσους. Το Une Belle Equipe είναι ένα έργο βαθιά ανθρώπινο και βαθιά πολιτικό ταυτόχρονα, ακριβώς επειδή ο ίδιος ο Grégory είναι ένας άνθρωπος του οποίου η στάση ζωής πριν αλλά και μετά τα χτυπήματα – ο μικτός γάμος ενός Εβραίου με μια μουσουλμάνα, η πολιτισμικά ετερόκλητη ‘ωραία ομάδα’ των φίλων και συνεργατών του, η απόφασή του να ξανανοίξει το La Belle Equipe, η απόφασή του «Δεν έχω μίσος για τους τρομοκράτες, μόνο μίσος για τον τρόπο που βλέπουν τον κόσμο» – δίνει το πιο ηχηρό μήνυμα κόντρα στη διαιώνιση του φόβου και του μίσους.

Τα τρομοκρατικά χτυπήματα του 2015 είναι υπόθεση λίγων χρόνων, οι μνήμες είναι εξαιρετικά νωπές, το τραύμα ανοιχτό, και η απειλή της τρομοκρατίας αποτελεί πλέον μια πραγματικότητα και στον δυτικό κόσμο.

Πώς επικοινωνεί το έργο αυτό με το σήμερα;
Με το Belle Equipe, διάλεξα να αναμετρηθώ για ακόμα μια φορά με ένα γεγονός του πρόσφατος παρελθόντος. Ξέρετε, το θέατρο ντοκιμαντέρ καταπιάνεται συχνά με σύγχρονα γεγονότα ή ζητήματα, που συμβαίνουν όσο η Ιστορία ακόμα γράφεται, επιχειρώντας μια κριτική διαπραγμάτευση του παρόντος. Κι αυτή η επιλογή ενέχει μεγάλη ευθύνη. Τα τρομοκρατικά χτυπήματα του 2015 είναι υπόθεση λίγων χρόνων, οι μνήμες είναι εξαιρετικά νωπές, το τραύμα ανοιχτό, και η απειλή της τρομοκρατίας αποτελεί πλέον μια πραγματικότητα και στον δυτικό κόσμο. Από αυτή την άποψη λοιπόν, είναι ένα έργο εξαιρετικά σύγχρονο, με επίκαιρα διακυβεύματα. Την ίδια στιγμή, στον πυρήνα αυτού του κοινωνικοπολιτικού πλαισίου/ιστορίας, βρίσκεται ο Άνθρωπος και η αρχετυπική του σχέση με την απώλεια, το πένθος και τη μεταμόρφωση της ζωής μετά το ακραίο. Το Belle Equipe είναι λοιπόν ένα έργο διαχρονικό γιατί αναμετριέται με την επώδυνη όσο και αισιόδοξη διαδικασία της αναγέννησης μετά την καταστροφή. Είναι ένας ύμνος στη ζωή, και σήμερα, υπό το πρωτόγνωρο καθεστώς που βιώνουμε, μου φαίνεται πιο παρηγορητικό και φωτεινό από ποτέ.

Μιλήστε μας για τη συνάντησή σας και τη γνωριμία σας με τον Grégory Reibenberg.
Όταν έπεσε στα χέρια μου το Une Belle Equipe του Grégory, μου γεννήθηκε η επιθυμία, πριν από οτιδήποτε άλλο, να γνωρίσω αυτόν τον άνθρωπο. Μου ήταν καθαρό από την αρχή ότι δεν ήθελα απλώς να διασκευάσω ένα βιβλίο για το θέατρο. Τον αναζήτησα λοιπόν στο Facebook και του έστειλα ένα αυθόρμητο μήνυμα ζητώντας να γνωριστούμε. Συναντηθήκαμε στο Παρίσι, τον Νοέμβριο του 2019, κοντά στις μέρες της επετείου. Του εξήγησα πως θα ήθελα να μεταφέρω την ιστορία του στη σκηνή έχοντάς τον στο πλάι μου σε όλη τη διαδρομή. Αντιλαμβανόμουν πως του απευθύνω ένα ευαίσθητο αίτημα. Αναμετριόμουν με τους κινδύνους που συνεπάγεται η μεταγραφή ενός βαθιά τραυματικού βιώματος σε καλλιτεχνικό έργο, όταν μάλιστα εμπλέκει τα πραγματικά πρόσωπα στη δημιουργική διαδικασία.

Ο Grégory ανταποκρίθηκε με εμπιστοσύνη, λέγοντάς μου πως η πρόθεσή μου να κάνω την ιστορία του παράσταση, τον συγκινεί. Μου παραχώρησε τα δικαιώματα του έργου του, αλλά κυρίως μου έδωσε τον χώρο να τον πλησιάσω, μαλακά, προσεκτικά, και να γνωρίσω έναν άνθρωπο δυνατό, γενναιόδωρο, με αιχμηρή πολιτική σκέψη και πηγαία αίσθηση του χιούμορ. Να συνδεθώ μαζί του με έναν τρόπο που υπερβαίνει τη σύντομη ζωή μιας παράστασης. Δεν συμβαίνει πάντα να μένουν στη ζωή μας οι άνθρωποι που μπαίνουν προσωρινά σε αυτή με αφορμή μια παράσταση, και ούτε ισχυρίζομαι πως είναι αυτό το ζητούμενο. Αλλά όταν συμβαίνει, είναι γοητευτικό να συνειδητοποιείς πως είσαι τυχερός που τους συνάντησες μέσα από το απρόβλεπτο ταξίδι του θεάτρου ντοκιμαντέρ. Σε λίγες μέρες έχουμε πρεμιέρα, και ο Grégory έχει αποφασίσει να είναι μαζί μας. Συγκίνηση μεγάλη, κι αγωνία.

Κάθε φορά που διαβάζω τη φράση του Grégory «Δεν γίνεται να ζούμε κρυμμένοι. Ο φόβος στα σωθικά δεν είναι επιλογή. Πρέπει να αναγεννηθούμε από τις στάχτες μας», σκέφτομαι πως είναι μια ετεροχρονισμένη πρόσκληση να γαντζωθούμε στη φωτεινή μεριά της ζωής, ό,τι αν είναι στέκεται απέναντι της.

Σήμερα ζούμε σ΄ένα καθεστώς τρομοκρατίας στις συνθήκες αυτές της πανδημίας;
Το Belle Equipe ξεκίνησε να δουλεύεται το Νοέμβριο του 2019, λίγους μήνες προτού μπει στη ζωή μας σαν κεραυνός εν αιθρία η πανδημία, αλλάζοντας βίαια την καθημερινότητά μας. Σε αυτά τα δύο χρόνια που μεσολάβησαν, έχω σκεφτεί συχνά αυτή τη νέας μορφής βίας που διέπει τις ζωές μας. Τον τρόπο που μας απομακρύνει από τον άλλο και τον καθιστά δυνητικά απειλή. Μας έχει απομείνει ένα ζευγάρι μάτια που σκανάρουν τον περιβάλλοντα χώρο για να αποφύγουν τον κίνδυνο, με τον ίδιο τρόπο που άνθρωποι, μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις, και υπό την απειλή ενός νέου χτυπήματος, έψαχναν να αναγνωρίσουν την απειλή σε δημόσιους χώρους, πολυκαταστήματα, χώρους διασκέδασης, μετρό και αεροδρόμια. Υπό μια έννοια, και σήμερα βιώνουμε μια δύσκολη πραγματικότητα, όπου η ποιότητα του φόβου είναι μεν διαφορετική, ωστόσο κι αυτή διχάζει, κατηγοριοποιεί, απομονώνει και μας υποβάλει σε συνθήκες εκτάκτου ανάγκης. Και την ίδια στιγμή, αυτή η συλλογική συνθήκη ευαλωτότητας που μας δοκιμάζει όλους ανεξαιρέτως, που μας στερεί όσα μέχρι χθες θεωρούσαμε αυτονόητα, θέλω να πιστεύω πως δυναμώνει μέσα μας την αξία της επαφής, της συνύπαρξης και της αλληλεγγύης, πως μας γεμίζει με μια ιδιόμορφη αισιοδοξία και δίψα για ζωή. Κάθε φορά που διαβάζω τη φράση του Grégory «Δεν γίνεται να ζούμε κρυμμένοι. Ο φόβος στα σωθικά δεν είναι επιλογή. Πρέπει να αναγεννηθούμε από τις στάχτες μας», σκέφτομαι πως είναι μια ετεροχρονισμένη πρόσκληση να γαντζωθούμε στη φωτεινή μεριά της ζωής, ό,τι αν είναι στέκεται απέναντι της.

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ: Πρωτότυπο κείμενο: Grégory Reibenberg/Μετάφραση: Δημήτρης Ντάσκας/Σύλληψη-Έρευνα-Σκηνοθεσία: Μάρθα Μπουζιούρη/Δραματουργία: Μάρθα Μπουζιούρη – Εύα Οικονόμου-Βαμβακά/Σκηνικά-Κοστούμια: Ελένη Στρούλια, σε συνεργασία με τη Ζαϊρα Φαληρέα/Σύνθεση – Επιμέλεια οπτικοακουστικού υλικού: Γιώργος Ταϊφάκος/Φωτισμοί: Δήμητρα Αλουτζανίδου/Βοηθός σκηνοθέτη: Παρασκευή Λυπημένου/Συνεργασία στην έρευνα: Μαρία Χούχου/Γραφιστικός σχεδιασμός: Θοδωρής Πετρόπουλος/Φωτογραφίες παράστασης: Αναστασία Γιαννάκη/Παίζουν: Νικολίτσα Αγγελακοπούλου, Γιώργος Κισσανδράκης, Άννα Κλάδη, Βασίλης Λιάκος, Εύα Οικονόμου-Βαμβακά/

ΘΕΑΤΡΟ ΕΛΕΡ: Φρυνίχου 10, 105 58 Αθήνα (Πλάκα) /11 Φεβρουαρίου – 13 Μαρτίου 2022/Κάθε Παρασκευή και Σάββατο στις 21:00 και Κυριακή στις 18:00/Διάρκεια: 85 λεπτά/Εισιτήρια: 15 ευρώ – μειωμένο 12 ευρώ/Προπώληση: https://www.ticketservices.gr/event/belle-equipe/

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα
Exit mobile version