“Μυστηριώδης Εξαφάνιση”

default image

Η Αμάντα Σέιφριντ, ο Γουες Μπέντλεϊ, o Nτάνιελ Σαντζάτα και η Τζένιφερ Κάρπεντερ πρωταγωνιστούν σ’ αυτό το γεμάτο ανατροπές, αγωνιώδες θρίλερ του βραβευμένου Βραζιλιάνου σκηνοθέτη Έιτορ Ντάλια (Vid)

Η Αμάντα Σέιφριντ (“Mamma Mia!”, “Lovelace”), ο Γουες Μπέντλεϊ (“American Beauty”), o Nτάνιελ Σαντζάτα (“One For The Money”) και η Τζένιφερ Κάρπεντερ (“The Exorcism of Emily Rose”), πρωταγωνιστούν σ’ αυτό το γεμάτο ανατροπές, αγωνιώδες θρίλερ του βραβευμένου Βραζιλιάνου σκηνοθέτη Έιτορ Ντάλια.

Η Τζιλ Πάρις επιστρέφει στο σπίτι της  έπειτα από τη νυχτερινή  της βάρδια και  ανακαλύπτει πως  η αδελφή της έχει εξαφανιστεί. Η ίδια η Τζιλ υπήρξε θύμα απαγωγής στο παρελθόν ενός serial killer, απ’ τον οποίο όμως κατέφερε να ξεφύγει, και πιστεύει πως η αδελφή της έχει πέσει θύμα του ίδιου δολοφόνου.

Αναφέρει την εξαφάνιση στην αστυνομία, αλλά κανείς δεν την πιστεύει. Η Τζιλ έχει λίγες ώρες μπροστά της μέχρι το ξημέρωμα, για να βρει την αδελφή της ζωντανή….

Ο Σκηνοθέτης

* Ο Έιτορ Ντάλια γεννήθηκε στη Βραζιλία το 1970. Γύρισε την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους “Nina” το 2004, αποσπώντας την Ειδική Μνεία των Κριτικών στο φεστιβάλ της Μόσχας. Το 2006 η ανεξάρτητη ταινία του “Drained”, μια μαύρη κωμωδία με προϋπολογισμό μόλις 315 χιλιάδες δολάρια, υπήρξε μεγάλη κινηματογραφική και εισπρακτική επιτυχία, και τιμήθηκε με το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής στο φεστιβάλ του Sundance.

Με  την τρίτη του ταινία, “Adrift”, ο Ντάλια κινηματογράφησε μια τρυφερή δραματική ιστορία ενηλικίωσης με πρωταγωνιστές τους Βενσάν Κασέλ και Καμίλ Μπελ, και συμμετείχε στο τμήμα “Ένα Κάποιο Βλέμμα“ του φεστιβάλ των Καννών το 2009. 

Οι  Πρωταγωνιστές

* Η Αμάντα Σέιφριντ, μια από τις πιο περιζήτητες νέες ηθοποιούς, γεννήθηκε το 1985 στην Πενσυλβάνια των ΗΠΑ. Ξεκίνησε την καριέρα της από το μόντελινγκ σε ηλικία 11 ετών. Σύντομα στράφηκε στην υποκριτική και το 2000 πήρε μέρος στο σίριαλ “As The World Turns”. Άρχισε να κερδίζει αναγνωρισιμότητα το 2004 με την ταινία “Mean Girls”, όπου πρωταγωνιστούσε δίπλα στις Λίντσεϊ Λόχαν και Ρέιτσελ ΜακΆνταμς, ενώ ακολούθησε η δημοφιλής τηλεοπτική σειρά του HBO, “Big Love”, για την ερμηνεία της στην οποία έλαβε εξαιρετικά θετικά σχόλια. Η κινηματογραφική διασκευή του μιούζικαλ “Mamma Mia!”, όπου συμπρωταγωνιστούσε με την Μέριλ Στριπ, την έκανε παγκοσμίως γνωστή.

Το  βιογραφικό της περιλαμβάνει συμμετοχές σε γνωστές τηλεοπτικές σειρές, όπως “CSI: Crime Scene Investigation” και “Veronica Mars”, καθώς και μια γκάμα διαφορετικών μεταξύ τους ταινιών, όπως “Alpha Dog”, “Boogie Woogie”, “Jennifer’s Body”, “Chloe” του Ατόμ Εγκογιάν, “Dear John”, “Letters to Juliet”, “Η Κοκκινοσκουφίτσα” και “In Time”. Προσεχώς θα τη δούμε στην κωμωδία “The Wedding”, δίπλα στους Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Ρόμπιν Ουίλιαμς, Σούζαν Σάραντον, Νταϊάν Κίτον και Κάθριν Χέιγκλ, καθώς και στην ταινία “Lovelace”, όπου θα υποδύεται την Λίντα Λάβλεϊς, την πρωταγωνίστρια της θρυλικής ταινίας “Βαθύ Λαρύγγι”.

* Ο Γουές Μπέντλεϊ γεννήθηκε το 1978 στην Αμερική. Η πρώτη του εμφάνιση στη μεγάλη οθόνη ήταν το 1998 στην ταινία “Beloved”, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της Τόνι Μόρισον, μα η μεγάλη επιτυχία έφτασε την επόμενη χρονιά, όταν ερμήνευσε τον ρόλο του Ρίκι Φιτς στο “American Beauty” του Σαμ Μέντες. Πρωταγωνίστησε σε ταινίες όπως “The Claim” του Μάικλ Γουίντερμπότομ με τη Σάρα Πόλεϊ, “The Four Feathers” δίπλα στο Χιθ Λέτζερ και την Κέιτ Χάτσον, “Game Of Their Lives” με τον Τζέραρντ Μπάτλερ, “Ghost Rider” με τον Νίκολας Κέιτζ, “Doland’s Cadillac” με τον Κρίστιαν Σλέιτερ, “There Be Dragons” του Ρόλαντ Τζοφέ.

Το 2009 ήταν ένας από τους 4 πρωταγωνιστές  του ντοκιμαντέρ “My Big Break” του Τόνι Σιέρα, που παρακολουθούσε τη δεκάχρονη αληθινή ιστορία της επαγγελματικής πορείας του Μπέντλεϊ και των ηθοποιών Μπραντ Ρόου, Τσαντ Λίντμπεργκ και Γκρεγκ Φόσετ, όσο ήταν συγκάτοικοι και προσπαθούσαν να τα καταφέρουν στο Χόλιγουντ. Η ταινία καταγράφει τη ζωή τους όταν ήταν ακόμη άγνωστοι, την απότομη άνοδό τους στο star-system και το πέρασμα στη σκοτεινή πλευρά της δόξας (ο Μπέντλεϊ παραδέχτηκε ότι απέκτησε χρόνια εξάρτηση από τα ναρκωτικά, που πρόσφατα μόνο κατάφερε να αντιμετωπίσει). Προσεχώς θα τον δούμε στις ταινίες “Hunger Games” με την Τζένιφερ Λόρενς, στην ταινία δράσης “Hirokin” και “Lovelace”, δίπλα στην Αμάντα Σέιφριντ και τον Τζέιμς Φράνκο.

* Ο Ντάνιελ Σαντζάτα είναι ιρλανδο-γερμανο-αφρικανοαμερικανικής καταγωγής και γεννήθηκε το 1971. Μεγάλωσε στο Σικάγο και σπούδασε στη σχολή κινηματογράφου Tisch της Ν. Υόρκης. Έχει συμμετάσχει σε θεατρικές παραστάσεις όπως “Σιρανό ντε Μπερζεράκ” δίπλα στον Κέβιν Κλάιν και “Take Me Out”, για την ερμηνεία του οποίου τιμήθηκε με υποψηφιότητα για βραβείο Tony. Επίσης έχει πάρει μέρος σε τηλεοπτικές σειρές όπως τα “Rescue Me”, “The Bronx Is Burning”, “Law & Order” και “Sex and The City”. Στη μεγάλη οθόνη τον έχουμε δει στα “Ο Διάβολος φοράει Prada”, “Μελίντα και Μελίντα” του Γούντι Άλεν, “Ghosts of Girlfriends’ Past” με το Μάθιου Μακόναχι και την Τζένιφερ Γκάρνερ και “One For The Money” με την Κάθριν Χέιγκλ. Προσεχώς θα τον δούμε στο πολυαναμενόμενο “Batman: The Dark Knight Rises” του Κρίστοφερ Νόλαν.

Πώς ξεκίνησαν όλα

Η ιδέα γι’ αυτή την ταινία ξεκίνησε από μία εικόνα

Ο παραγωγός  Κρις Σαλβατέρα είπε μια μέρα στο σεναριογράφο Άλισον Μπερνέτ (“Autumn in New York”, “Fame”, “Underworld: Awakening”) ότι στο μυαλό του είχε καρφωθεί η εικόνα μιας κοπέλας θαμμένης σε μια τρύπα στη μέση του δάσους, και δεν κατάφερνε να την ξεκολλήσει. Δεν είχε ιδέα τι συνέβαινε πριν ή μετά, αλλά δεν μπορούσε και να την ξεχάσει. 

Καθώς οι μέρες περνούσαν, ο σεναριογράφος  ανακάλυψε ότι ούτε ο ίδιος μπορούσε να βγάλει αυτή την έμμονη εικόνα από το κεφάλι του, κι έτσι αποφάσισε να την αναπτύξει – χωρίς καμία εγγύηση πως θα γυριζόταν σε ταινία. «Έγραψα το σενάριο μέσα σε μια έκρηξη δημιουργικότητας», λέει ο Μπερνέτ. «Αρχικά δεν είχα ιδέα τι θα συνέβαινε στην ιστορία. Ήμουν όσο χαμένος αισθάνεται και η πρωταγωνίστρια, η Τζιλ. Ήξερα όμως ότι εφόσον η ιστορία ήταν απρόβλεπτη για μένα, αφού δεν ήξερα τι θα συνέβαινε μετά, τότε ούτε το κοινό θα μπορούσε να το φανταστεί».

Σε γενικές  γραμμές, τα στούντιο χρειάζονται αρκετό καιρό για να διαβάσουν τα σενάρια και να τα εγκρίνουν. Όταν ο Μπερνέτ, λόγω της χρόνιας συνεργασίας, το έστειλε στη Lakeshore Entertainment, τους έδωσε αυτό που ονομάζουν “24 hour jump”, δηλαδή μια μέρα παραπάνω ως αποκλειστικότητα προτού σταλεί σε άλλα στούντιο. Δύο ώρες αργότερα, ο παραγωγός Τομ Ρόζενμπεργκ τον κάλεσε για να του πει πως θα προχωρούσαν το πρότζεκτ. «Αυτό που μου άρεσε περισσότερο στο σενάριο είναι πως σε κρατάει γειωμένο στην πραγματικότητα», αναφέρει ο Ρόζενμπεργκ. «Εκτυλίσσεται σε μία μέρα και θυμίζει τις κλασσικές χιτσκοκικές ταινίες. Είναι ένα σφιχτοδεμένο θρίλερ με έντονη την ψυχολογική διάσταση, και κινείται με φρενήρεις ρυθμούς».

Μια νεαρή  γυναίκα σε κίνδυνο, που βρίσκει  το θάρρος να εκδικηθεί τον άνθρωπο που της επιτέθηκε στο παρελθόν: είναι τα στοιχεία που κάνουν αυτή την ιστορία τρομακτική και ταυτόχρονα ελκυστική. Ο Μπερνέτ ομολογεί: «Ένα από τα πράγματα που με κάνουν περήφανο σ’ αυτή την ταινία είναι πως, ενώ δεν βλέπουμε σχεδόν καθόλου βία, καταφέρνει να σε φοβίσει».

Ο σκηνοθέτης που ήρθε από τη Βραζιλία

Έχοντας στα χέρια τους το ολοκληρωμένο σενάριο, οι παραγωγοί άρχισαν να σκέπτονται στα χέρια ποιού σκηνοθέτη  θα το ανέθεταν. Θέλησαν να το αναλάβει ο Έιτορ Ντάλια, τον οποίο θεωρούν  ως τον «Πίτερ Γουίαρ της Βραζιλίας», λογω του ενδιαφέροντός του για χαρακτήρες που ξαφνικά βρίσκονται σε καταστάσεις απομόνωσης. Οι σκηνοθετικές ικανότητες του Ντάλια, καθώς και η ηρεμία και η αυτοπεποίθηση που αποπνέει, βοήθησαν πολύ, καθώς «Είναι πολύ σίγουρος όταν μιλάει στους ηθοποιούς και τους μεταδίδει αμέσως το αίσθημα αυτό», λέει ο Γκάρι Λουκέζι. «Ενώ μιλούσαμε για διάφορους σκηνοθέτες, και παρ’ όλο που ο Έιτορ δεν είχε ξανασκηνοθετήσει ένα θρίλερ, ξέραμε ότι εκείνον θέλαμε μαζί μας».

«Αυτό που  με γοήτευσε από την πρώτη ανάγνωση ήταν το γεγονός ότι μου θύμιζε πολύ έντονα τα θρίλερ της δεκαετίας του ’70, όπου οι χαρακτήρες συχνά μπλέκονται σε καταστάσεις με περίεργες δυναμικές», λέει ο σκηνοθέτης. «Επίσης, ο συμπυκνωμένος χρόνος της δράσης μου θυμίζει τη δομή της κλασσικής ελληνικής τραγωδίας. Το σενάριο είναι τόσο σφιχτοδεμένο και η υπόθεση τόσο συγκεκριμένη και ξεκάθαρη, που αμέσως κανείς ταυτίζεται με το χαρακτήρα και την πορεία που ακολουθεί». Για τον Ντάλια, αυτός ο δυνατός γυναικείος πρωταγωνιστικός ρόλος ήταν ένας από τους κυριότερους λόγους που θέλησε να σκηνοθετήσει την ιστορία – καθώς συνήθως στις ταινίες οι ισχυροί πρωταγωνιστές είναι άντρες. «Ένας γυναικείος κεντρικός χαρακτήρας έχει φρεσκάδα, καθώς και την ικανότητα να βλέπει τις καταστάσεις από τη γυναικεία οπτική. Η διαίσθησή της είναι πιο έντονη στον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς της. Επίσης ο χαρακτήρας της είναι διφορούμενος και γι’ αυτό έχεις πάντα λόγους ν’ αμφιβάλλεις για την πνευματική της σταθερότητα – στοιχείο που την κάνει πολύ πιο περίπλοκη, πολυδιάστατη και ενδιαφέρουσα».

Η ιστορία

Η «Μυστηριώδης Εξαφάνιση» αφορά την ιστορία μιας νέας γυναίκας που στο παρελθόν είχε απαχθεί και τώρα προσπαθεί να ξαναφτιάξει τη ζωή της. Παρ’ όλο που της είναι πολύ δύσκολο να ξεπεράσει την τραυματική εμπειρία που έζησε, προσπαθεί σιγά-σιγά να ανασυστήσει από την αρχή τα κομμάτια της παλιάς της ζωής. Πιάνει δουλειά και ζητάει από την αδελφή της να ζήσει μαζί της στο σπίτι. Έπειτα, ένα πρωινό που γυρίζει από τη νυχτερινή της βάρδια (εργάζεται ως σερβιτόρα) ανακαλύπτει ότι η αδελφή της δε βρίσκεται πια εκεί, έχει εξαφανιστεί μυστηριωδώς και χωρίς ν’ αφήσει ίχνη – και η πρωταγωνίστρια είναι πεπεισμένη πως ο ίδιος άνθρωπος που την είχε απαγάγει, επέστρεψε για να εκδικηθεί.

Εξαρχής όμως η πνευματική διαύγεια της Τζιλ αμφισβητείται έντονα από την  αστυνομία. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η Τζιλ ασχολείται έντονα με τις περιπτώσεις ανθρώπων που αγνοούνται και συχνά πηγαίνει στο αστυνομικό τμήμα για να τους μιλήσει για τα συμπεράσματα που βγάζει, θεωρώντας ότι έχουν απαχθεί και δολοφονηθεί από τον ίδιο εγκληματία: σύμφωνα με την Τζιλ, όλες οι υποθέσεις συνδέονται μεταξύ τους. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις – και φυσικά, η αστυνομία έχει πια βαρεθεί να την ακούει να λέει τα ίδια και τα ίδια. Το κοινό επίσης μπορεί να νιώσει ότι αυτά που λέει η Τζιλ είναι πιθανόν αποκύημα της φαντασίας της, λόγω της εμμονής της. Δε θεωρείται πια αξιόπιστο άτομο από κανέναν – εκτός από έναν μόνο αστυνομικό, που είναι καινούργιος στο τμήμα: τον ντετέκτιβ Πίτερ Χουντ (Γουές Μπέντλεϊ).

Ο Χουντ  δε θεωρεί την Τζιλ αλλοπαρμένη, όπως οι υπόλοιποι, αλλά είναι συμπονετικός μαζί της. Εκεί που οι άλλοι βλέπουν τρέλα, εκείνος πραγματικά ενδιαφέρεται να τη βοηθήσει να καταλάβει τι πραγματικά συνέβη σ’ εκείνη, όπως και στην αδελφή της. Μήπως όμως το ενδιαφέρον του, πέρα από επαγγελματικό και ανθρώπινο, είναι και προσωπικό; Μήπως είναι αλήθεια όταν λένε ότι ο έρωτας τυφλώνει;

Μια διφορούμενη ηρωίδα

Η περιπλοκότητα  της ιστορίας και οι αναπάντεχες  ανατροπές, καθώς και οι αμφισημίες του χαρακτήρα της Τζιλ, έκαναν την Αμάντα Σέιφριντ να δεχτεί το ρόλο. «Η ιστορία είναι τόσο ενδιαφέρουσα και δυνατή, που ήξερα αμέσως ότι ήθελα να υποδυθώ το χαρακτήρα. Σπάνια εξάλλου βλέπουμε ένα δυνατό πρωταγωνιστικό γυναικείο ρόλο όπως αυτόν, γι’ αυτό και μου φάνηκε τόσο ελκυστικός. Ερωτεύτηκα αμέσως το συναισθηματικό βάθος της Τζιλ, καθώς και το γεγονός ότι είναι τόσο δυνατή ώστε να πάρει τις καταστάσεις στα χέρια της και να παλέψει για τη ζωή της αδελφής της, όταν η αστυνομία αγνοεί τις παρακλήσεις της».

Ο παραγωγός  Τομ Ρόζενμπεργκ λέει για την  Σέιφριντ: «Η Αμάντα δούλεψε με πολλή δημιουργικότητα πάνω σ’ έναν ιδιαίτερα περίπλοκο ρόλο, και είναι μια εξαιρετική ηθοποιός. Όλη η ταινία στηρίζεται στους ώμους της. Επιπλέον είναι μια καταπληκτική συνεργάτιδα, καθώς καταφέρνει να σχετίζεται τέλεια με το υπόλοιπο καστ και το συνεργείο. Σπάνια βρίσκεις άτομο τόσο νεαρής ηλικίας, που να διαθέτει στυλ, επίπεδο και ενσυναίσθηση, όπως η Αμάντα».

«Η Αμάντα είναι αυτό που λέμε character actress, παγιδευμένη όμως στο καταπληκτικό πρόσωπο και σώμα μιας ενζενί. Η Αμάντα είναι πολύπλοκη και μέσα της συντελούνται εσωτερικές διεργασίες, δίνοντας την εντύπωση ότι κρύβει μυστικά – γεγονός που τη βοηθάει ν’ αποτυπώσει το χαρακτήρα της Τζιλ», λέει ο Μπερνέτ. «Η ένταση της Αμάντα, οι σκιές και οι αποχρώσεις που έφερε στο ρόλο συντελούν πολύ στο να πιστέψει κανείς ότι η Τζιλ έχει χάσει τα λογικά της. Πιστεύω ότι το δυνατό σημείο της Αμάντα είναι ακριβώς το ότι είναι ηθοποιός χαρακτήρων, και όσο θα μεγαλώνει το θα γίνεται εμφανέστερο ότι είναι πολύ παραπάνω από μια μεγάλη ομορφιά. Χαίρομαι ιδιαίτερα που δέχτηκε το ρόλο γιατί παίζει λαμπρά».

Η επιλογή των χώρων

Για τους παραγωγούς, είναι η τρίτη φορά που επιλέγουν το Πόρτλαντ ως τοποθεσία  γυρισμάτων, μετά τις ταινίες “Feast Of Love” και “Untraceable”. «Είναι ούτως ή άλλως μια καταπληκτική πόλη για να κάνεις γυρίσματα, στην προκειμένη περίπτωση όμως το σενάριο είχε γραφτεί για το Πόρτλαντ, καθώς το Forrest Park παίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην ταινία», λέει ο Ντάλια. «Τα πάντα στην πόλη ήταν ιδανικά: η τοπογραφία, το δάσος, ακόμα και η βροχή – που δε σταματούσε ποτέ. Είναι το τέλειο μέρος για θρίλερ: είναι πάντα νεφελώδες και με ένα απαλό φως που κάνει την περιοχή ιδιαίτερα ατμοσφαιρική, δηλαδή τέλεια για το είδος της ταινίας». 

Οι συντελεστές

Σκηνοθεσία: Έιτορ Ντάλια

Σενάριο: Άλισον  Μπερνέτ

Παραγωγή: Νταν  Έιμπραμς, Γκάρι Λουκέζι, Τομ Ρόζενμπεργκ, Κρις  Σαλβατέρα

Ηθοποιοί: Αμάντα  Σέιφριντ, Γουές Μπέντλεϊ, Ντάνιελ Σαντζάτα, Τζένιφερ  Κάρπεντερ

Μοντάζ: Τζον  Άξελραντ

Φωτογραφία: Μάικλ Γκρέιντι

Σκηνικά: Τσαρίς  Κάρντενας

Κοστούμια: Λίντσεϊ ΜακΚέι

Μουσική: Ντέιβιντ Μπάκλεϊ

Διάρκεια: 95′

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα