BRAIN GAIN: “ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΓΥΡΙΣΩ ΠΙΣΩ;”

Έλληνες του εξωτερικού μιλούν στο Magazine για το ενδεχόμενο επαναπατρισμού τους, αναζητώντας λόγους και κίνητρα για να μπουν στο αεροπλάνο της μόνιμης επιστροφής.

Κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, αυτό που για όλο και περισσότερους νέους, σταδιακά, γινόταν μονόδρομος, διαμορφώνοντας ένα εντεινόμενο κοινωνικό φαινόμενο στη χώρα, αποτέλεσε και το μεγάλο αγκάθι στον δρόμο της δικής της ανάκαμψης.

Το φαινόμενο του Brain Drain ήταν ραγδαίο και δυσβάσταχτο για την ελληνική οικονομία, που έβλεπε ένα ευρύ και παραγωγικό της κομμάτι να αποδημεί, κεφαλαιοποιώντας σε χώρες και οικονομίες του εξωτερικού τη γνώση, την εκπαίδευση και κυρίως την επένδυση των νέων, των ελληνικών νοικοκυριών και μέρους του ΑΕΠ που έγινε δαπάνη προς τρίτους. Ένα δημοσιονομικό κόστος, μη αποδοτικό και επαχθές, που επιμήκυνε και επιδείνωνε το διάστημα της κοινωνικοοικονομικής ανάρρωσης, κρατώντας ανοιχτές τις πληγές της κρίσης και επιβαρύνοντας το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας.

Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και μετέπειτα έρευνα της KPMG, περίπου μισό εκατομμύριο Έλληνες μετανάστευσαν στο διάστημα 2008-2017, με την πλειονότητα να φεύγει έχοντας ως ελάχιστο τυπικό προσόν ένα πτυχίο (ΑΕΙ ή ΤΕΙ), ενδεικτικό του πολύ υψηλού μορφωτικού επιπέδου των νέων της χώρας, αλλά και της αναγκαίας συνθήκης που είχαν δημιουργήσει τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, η απαισιοδοξία και η δυσπιστία.

Η ύφεση προκάλεσε ένα μεγάλο κύμα μετανάστευσης, μείωση του πληθυσμού (περίπου κατά 400.000 άτομα από το 2010, όπως έγραψε σε πρόσφατο άρθρο του στο NEWS 24/7 o Νίκος Χριστοδουλάκης), με τις εκροές να προέρχονται κυρίως από το παραγωγικό κομμάτι της χώρας. Χαρακτηριστικά είναι τα στοιχεία παλαιότερης έρευνας του ΣΕΒ, σύμφωνα με την οποία, η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων που μετανάστευσαν (86,3%) ήταν εργάσιμης ηλικίας (15-64 ετών), ενώ περίπου ένας στους δύο (51,4%) προερχόταν από την “κρίσιμη” ηλιακή κατηγορία 25-44.

Η φιλοδοξία του “Brain Gain” και η “νόσος” της αγοράς εργασίας

Μία κοινή παραδοχή ορισμένων εκ των Ελλήνων που έφυγαν στα “βαθιά” της κρίσης για το εξωτερικό, ζουν μακριά από τη χώρα τους και μιλούν στο Magazine για το ενδεχόμενο επιστροφής τους στην Ελλάδα είναι πως “λίγο μετά το 2017, στις αρχές του 2018 κάτι άρχισε να κινείται στην ελληνική αγορά” και να αχνοφαίνεται στον ορίζοντα, κάνοντας ένα σινιάλο για τη δική τους επιστροφή. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ πάντως, οι εξερχόμενοι μετανάστες ανέρχονταν σε 95.020 το 2019 και 77.837 το 2020, δίνοντας έτσι μία εικόνα για τη συνέχιση του φαινομένου που απαιτεί γενναίες και δομικές αλλαγές ώστε να δημιουργήσει ένα ελκυστικό περιβάλλον προς τους Έλληνες τους εξωτερικού. Στα τέλη του 2019, o -τότε- Υπουργός Εργασίας, Γιάννης Βρούτσης παρουσίαζε το πιλοτικό πρόγραμμα “Ελλάδα Ξανά” (Rebrain Greece) με στόχο τον επαναπατρισμό 500 Ελλήνων (ηλικίας 25-40 ετών) υψηλής ειδίκευσης και επιστημονικής εμπειρίας από το εξωτερικό και δυνητικό “πόλο” έλξης την εξαγγελία των 3.000 ευρώ ως μηνιαίες αποδοχές για όσους έκαναν το μεγάλο βήμα της επιστροφής.

Και μετά, ήρθε ο κορονοϊός για να επαναφέρει τη φιλοδοξία του “Brain Gain” στο σημείο μηδέν, ακόμα και για αυτούς τους 500 (εκ των εκατοντάδων χιλιάδων) που αποτελούν παραγωγικό δυναμικό ξένων χωρών.

Το πλάνο “Ελλάδα Ξανά” προέβλεπε η επιχείρηση να χρηματοδοτείται για τους πρώτους 12 μήνες με 70% της δαπάνης αυτής από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, ενώ δεσμευόταν να απασχολήσει τον προσλαμβανόμενο εργαζόμενο με σύμβαση εργασίας πλήρους απασχόλησης για ακόμη 12 μήνες με τον ίδιο μισθό με ταυτόχρονη υποχρέωση. Να σημειωθεί πως, σε special report του ΣΕΒ αναφορικά με αυτό το πρόγραμμα είχε αναφερθεί το εξής: Στις 3 Φεβρουαρίου, ο ΣΕΒ οργάνωσε εκδήλωση για το brain drain όπου παρουσιάστηκαν τα κύρια σημεία καιτα συμπεράσματα της σχετικής μελέτης του και η στοχευμένη δράση του Υπουργείου Εργασίας ‘ΕΛΛΑΔΑΞΑΝΑ’ παράλληλα με την παρουσίαση ενδεικτικών ιδιωτικών και δημόσιων πρωτοβουλιών για το brain drain.Αναδείχθηκε η ανάγκη συντονισμένων προσπαθειών και συνεργειών μεταξύ φορέων και πρωτοβουλιών τόσο του δημοσίου, όσο και του ιδιωτικού τομέα. Συμφωνήθηκε πως δεν υπάρχουν ούτε μαγικές, ούτε εύκολες λύσεις και πως μόνο μέσα από ανάλογο πνεύμα και ισχυρή διάθεση συνεργασίας θα επαναφέρουμε στη χώρα το πολύτιμο ανθρώπινο κεφάλαιο που μετανάστευσε τα προηγούμενα χρόνια”.
1o ΣΥΝΕΔΡΙΟ "REBRAIN GREECE: Ο Τεχνολογικός Μετασχηματισμός της Αγοράς Εργασίας" ΙΝΤΙΜΕ

Δύο χρόνια μετά, με την ανεργία στους νέους να αγγίζει το 40% (όπως έδειξαν τα πρόσφατα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον μήνα Νοέμβριο) και με τα σημάδια της πανδημίας να παραμένουν άγνωστα ως προς το εύρος και τη διάρκειά τους από τη στιγμή που ο κορονϊός εξακολουθεί να κρατά την αγορά εργασίας αγκυλωμένη, φαίνεται πως “η αντιστροφή του brain drain” για την οποία έκανε λόγο ο Κυριάκος Μητσοτάκης τον ίδιο εκείνο μήνα όπου 4 στους 10 νέους έψαχναν -μάταια- δουλειά, φαίνεται πως απέχει πολύ από το γύρισμα της κλεψύδρας ώστε το “drain” να γίνει “gain”.

Μέχρι τη στιγμή όπου -και με την ελπίδα πως- η εν εξελίξει απογραφή ίσως και να μας διαφωτίσει περισσότερο ως προς τους ρεαλιστικούς στόχους για τον επαναπατρισμό των αποδημητικών μυαλών της χώρας, η δυσπιστία, το φτωχό πεδίο εργασίας, οι παθογένειες της αγοράς, τα εργασιακά δικαιώματα, η σχέση εργοδότη-εργαζόμενου ή κράτους-πολίτη και οι επιπτώσεις της πανδημίας κρατούν πολλούς Έλληνες μακριά από τη χώρα τους.

Τουλάχιστον αυτό προκύπτει από όσους μιλούν στο Magazine για το ενδεχόμενο επαναπατρισμού τους. Κοινό σημείο αναφοράς; Το “πλούσιο βιογραφικό”, η καλή ποιότητα ζωής και η επαφή με την -επαγγελματική- πραγματικότητα στο εξωτερικό που θα πρέπει να θυσιάσουν (μαζί με ένα μεγάλο μέρος του μισθού τους) για να γυρίσουν, οι κρατικές παροχές, ο σεβασμός και η έμπρακτη αναγνώριση της μακρόχρονης προσπάθειας. Το συμπέρασμα; Τα όποια κίνητρα επαναπατρισμού φαίνεται πως απαντώνται σε προσωπικούς, οικογενειακούς, συναισθηματικούς ή άλλους παράγοντες και σίγουρα όχι αμιγώς επαγγελματικούς. Το μόνο σίγουρο; Για έναν Έλληνα του εξωτερικού, για έναν πολίτη της Ευρώπης που μπορεί εύκολα να “γεφυρώσει” έστω και προσωρινά αυτή την απόσταση, το αίσθημα της νοσταλγίας δεν είναι πλέον τόσο ισχυρό ώστε να σφραγίσει το “one-way-ticket” της επιστροφής.

Φτωχό το εργασιακό πεδίο, επαγγελματική αυτοκτονία η επιστροφή

Η Γεωργία (31) και ο Αντώνης (33), τα τελευταία τρεισήμισι χρόνια ζουν και εργάζονται στο Βέλγιο. Η Γεωργία αποφοίτησε από τη Νομική Αθηνών, έκανε μεταπτυχιακό στο ΕΚΠΑ, άσκηση σε μεγάλη ελληνική δικηγορική εταιρεία και έπειτα (2015) στράφηκε στις Πολιτικές και Οικονομικές Επιστήμες και στη λύση του εξωτερικού. Έκανε διετές μεταπτυχιακό και πρακτική άσκηση στον ΟΟΣΑ, εργάστηκε σε διεθνείς οργανισμούς και ευρωπαϊκά όργανα, έκανε δεύτερη πρακτική στο Βέλγιο (στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή) και τα τελευταία δύο χρόνια εργάζεται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή: “Κίνητρο για μένα ήταν η αλλαγή του αντικειμένου. Και η Ελλάδα δυστυχώς δεν είχε πολλές ευκαιρίες σε αυτό που ήθελα να κάνω, πλην της μάχιμης δικηγορίας”.

Ο Αντώνης από την πλευρά του, σπούδασε Αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ και αποφοίτησε “όχι απλά μέσα στην κρίση, αλλά και μέσα στην κατασκευαστική κρίση, όπου δεν υπήρχε δουλειά ούτε για πλάκα”. Κάπως έτσι, αποφάσισε να συνεχίσει μεταπτυχιακές σπουδές, αρχικά στο Πολυτεχνείο, ενώ μέσω υποτροφίας έκανε και δεύτερο μεταπτυχιακό στον Πολεοδομικό σχεδιασμό στο Παρίσι. Εκεί έκανε και την πρακτική του σε μία θυγατρική των γαλλικών σιδηροδρόμων και έπειτα βρήκε δουλειά στον ίδιο τομέα, ενώ πλέον εργάζεται στον αντίστοιχο βελγικό ΟΑΣΑ: “Στην κλίμακα που ήθελα να ασχοληθώ με τον πολεοδομικό αστικό σχεδιασμό δεν υπήρχε τίποτα στην Ελλάδα την περίοδο εκείνη”.

Τι ήταν αυτό, όμως, που τους ώθησε και κυρίως τους κράτησε μακριά από τη χώρα τους: “Δουλεύοντας στο εξωτερικό σου δίνεται η δυνατότητα να πάρεις πρωτοβουλίες, όσο νέος κι αν είσαι. Δεν υπάρχει αυτή η εμμονή με την ηλικία και αυτή η δυσκαμψία που χαρακτηρίζει τις εργασιακές σχέσεις στην Ελλάδα. Σου δίνονται αρμοδιότητες και ευκαιρίες που στην Ελλάδα θα έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια για να τις έχεις”, λέει η Γεωργία, για να τονίσει και το έλλειμμα στο πεδίο εργασίας: “Ένα βασικό πρόβλημα της αγοράς στην Ελλάδα είναι ο μεγάλος περιορισμός που υπάρχει στους τομείς. Δηλαδή το μεγαλύτερο ποσοστό των τομέων καλύπτονται από συγκεκριμένες δουλειές, χωρίς να υπάρχει ενημέρωση για όποιες εναλλακτικές θα μπορούσαν να υπάρχουν. Επίσης, παρά τα όποια κίνητρα και τις όποιες εγγυήσεις ακούμε, υπάρχει μεγάλη δυσπιστία για το μέλλον. Και για μένα τουλάχιστον δεν είναι καν το μισθολογικό. Θα έχω την ασφάλεια που χρειάζομαι; Θα έχω εργασιακά δικαιώματα; Τι εργασιακές συνθήκες θα έχω; Εδώ για παράδειγμα αν θες να πάρεις μια αναρρωτική άδεια, κανείς δεν θα σε ρωτήσει τι έχεις. Το σημαντικό για μένα, λοιπόν, είναι ότι δεν υπάρχει ασφάλεια, αλλά δυσπιστία. Εδώ στο Βέλγιο, δεν είναι όλα αγγελικά πλασμένα, αλλά τουλάχιστον υπάρχει μία σταθερότητα και κυρίως μία προβλεψιμότητα”.

Όσο για τον Αντώνη; “Εγώ αν ήθελα να γυρίσω στην Ελλάδα και ήθελα να κάνω κάτι αντίστοιχο, εκτός του ακαδημαϊκού χώρου, θα ήταν σαν να κάνω πυρηνική φυσική. Δεν υπάρχει δηλαδή αντικείμενο στην Ελλάδα. Ο πολεοδομικός σχεδιασμός, όχι μόνο δεν είναι υπαρκτός, αλλά κάνει και πισωγυρίσματα, οπότε δεν το βλέπω να γυρίζω για το εργασιακό. Αν το κάνω θα είναι για μη εργασιακούς λόγους, για προσωπικούς, οικογενειακούς κ.α. Κι αν το κάνω, θα πρέπει, είτε να κάνω σοβαρές εκπτώσεις στον εργασιακό τομέα, είτε να στήσω κάτι μόνος μου με την ελπίδα ότι θα πιάσω κάτι στην αγορά το οποίο δεν υπάρχει, αλλά αχνοφαίνεται. Είναι βασικό πρόβλημα το πολύ περιορισμένο πεδίο εργασίας, όπως στον πολεοδομικό σχεδιασμό ή στην κοινωνική πολιτική. Είναι φτωχό το εργασιακό περιβάλλον, παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις και εξαγγελίες. Αν δεν αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο, η δυναμική της αγοράς εργασίας, το νομοθετικό πλαίσιο, πώς θα δοθούν κίνητρα για να επιστρέψεις ο Έλληνας του εξωτερικού, να εργαστεί, να επενδύσει και έτσι να ανοίξει η αγορά;”.

istock

Σε ερώτηση για ενδεχόμενη επιστροφή τους στη χώρα, από επαγγελματικής τουλάχιστον απόψεως: “Για μένα αυτό θα ήταν επαγγελματική αυτοκτονία. Θα ήταν παράλογο. Δεν το αποκλείω για το μέλλον. Η πρώτη μου επιλογή, όμως, στο επαγγελματικό κομμάτι θα ήταν “να φέρω το εξωτερικό στην Ελλάδα”, δηλαδή είτε να πάω σε κάποιον ευρωπαϊκό ή διεθνή οργανισμό, ή σε μία πολυεθνική ώστε να εξασφαλίσω κάποιες έστω καλές συνθήκες εργασίας. Αν πήγαινα σε κάποιο μικρομεσαίο δικηγορικό γραφείο θα κρατούσα μικρό καλάθι, ξέροντας τι με περιμένει, χωρίς να έχω αυταπάτες. Επαγγελματικά βέβαια θα ήταν σίγουρα μεγάλο πισωγύρισμα. Δεν θα ήταν ευχάριστο να γύριζα και να έκανα αυτό που θα έκανα και με ένα πτυχίο μόνο”, λέει η Γεωργία, ενώ ο Αντώνης από την πλευρά του βλέπει τη μελλοντική του σχέση με την Ελλάδα “κάτι σαν δίπορτο, όπου η κύρια βάση μου θα είναι στο εξωτερικό και ενδεχομένως να κάνω κάποια πράγματα επαγγελματικού τύπου στην Ελλάδα. Αλλά μέχρι εκεί. Και σίγουρα όχι μέσα στην επόμενη πενταετία”.

Μου λέγανε έχεις πολλά, τι θα το κάνεις το διδακτορικό;

Στα 38 του χρόνια, ο Νίκος Κ., μετά από δύο διδακτορικά και όντας καθηγητής σε Πανεπιστήμιο της Αυστραλίας πλέον, φαίνεται να έχει κλείσει κάθε πόρτα επιστροφής. Το βιογραφικό του προκαλεί “ίλιγγο”. Πτυχίο Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, μεταπτυχιακό στο τμήμα Τμήμα Αρχειονομίας και Βιβλιοθηκονομίας στην Κέρκυρα, διδακτορικό στο τμήμα Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας και έπειτα… η ανεργία: “Τότε άρχισε να έρχεται το πρώτο σοκ. Δεν μπορούσα να βρω δουλειά. Και δεν εννοώ μόνο στο αντικείμενό μου. Ήταν στο διάστημα 2010-2012 όπου το φαινόμενο της επιτυχίας επιστεγαζόταν από το να είσαι ετεροαπασχολούμενος. Μέχρι να βρω δουλειά άσχετη από το αντικείμενό μου παιδευόμουν. Ξέρεις τι μου λέγανε πολλοί εν δυνάμει εργοδότες; «Έχεις πολλά. Τι να το κάνεις το διδακτορικό;». Και από την ενημέρωση που έχω από εδώ στην Αυστραλία, γιατί θέλω να ενημερώνομαι για όσα γίνονται στην Ελλάδα, βλέπω ότι αυτό το φαινόμενο υπάρχει ακόμα. Το φαινόμενο του «overqualified». Εμείς όμως, εγώ, η οικογένειά μου, οι γονείς μου, είχαμε επενδύσει σε αυτό”.

Έτσι, λοιπόν, το 2013 έφυγε για την Αυστραλία, όπου έκανε δεύτερο διδακτορικό, αυτή τη φορά στη Νομική. Εκεί, βέβαια, “το διδακτορικό δεν λογίζεται όπως στην Ελλάδα. Αυτό δηλαδή που έχουμε ακούσει από κάποιους να λένε ότι “όσοι κάνουν διδακτορικό έχουν τάση να βαριούνται”. Ε όχι, λοιπόν, δεν είναι έτσι, αυτά σας τα έχουν μάθει στην Ελλάδα. Η έρευνα στο εξωτερικό είναι με μισθό, με πληρωμή. Δεν υπάρχει καμία σύγκριση, είναι η μέρα με τη νύχτα σε σχέση με την αντίληψη που υπάρχει από κάποιους στην Ελλάδα. Εγώ για παράδειγμα είχα καθηγητή στο διδακτορικό που έκανα στην Ελλάδα, από τον οποίο είχα ζητήσει να βάλει και το δικό μου όνομα σε ένα ερευνητικό πρόγραμμα που είχαμε κάνει μαζί. Και μου λέει «“γιατί να βάλω το όνομά σου;»”.

Συνέχισε με ακόμα δύο μεταδιδακτορικά σε Βέλγιο και Ιταλία και έπειτα επέστρεψε στην Αυστραλία όπου εδώ και αρκετά χρόνια ζει και εργάζεται ως Λέκτορας σε Νομική Σχολή.

“Αν ήξερα ότι θα μπορούσα να λάβω υψηλές αποδοχές, να έχω φορολογική ανταπόδοση και να μπορούσα να εξασφαλίσω τις ίδιες συνθήκες μάθησης και εκπαίδευσης που έχω εδώ για τα παιδιά μου, πολύ ευχαρίστως να γύριζα. Αυτή τη στιγμή, όμως, με αυτά που γίνονται στην Ελλάδα το βλέπω ως κάτι ουτοπικό.

Μου λείπει, όμως, πάρα πολύ η χώρα μου. Μου λείπουν πράγματα τα οποία έχει αυτή η χώρα και που δεν τα βρίσκεις πουθενά αλλού. Η ζωή, η διασκέδαση, η θάλασσα, ο καιρός. Είναι, όμως, αυτά αρκετά για να γυρίσει; Την τελευταία φορά, όμως, που ήρθα στην Ελλάδα, θυμάμαι χρειάστηκα δύο μέρες για να προσαρμοστώ. Είδα πάλι καταστάσεις που δεν τις άντεχα. Ήθελα αμέσως να φύγω. Δεν είναι, λοιπόν, στο μυαλό μου να επιστρέψω. Όταν έχω μια άνετη ζωή εδώ, γιατί να γυρίσω με τα μισά λεφτά στην Ελλάδα;”.

Δεν είναι μόνο ο μισθός…

O Στρατής Κ. είναι 32 ετών και ζει στη Γαλλία. Αποφοίτησε από το Καποδιστριακό το 2013 όπου σπούδασε Πληροφορική και Τηλεπικοινωνίες και έκανε μεταπτυχιακό στο Παρίσι, επιλογή που ήταν “προϊόν της οικονομικής κρίσης, μετά και από προσπάθεια να βρω δουλειά στην Ελλάδα δίχως να τα καταφέρω”. Στη συνέχεια εργάστηκε σε γαλλική τράπεζα της Γερμανίας, ενώ τα τελευταία τρία χρόνια έχει επιστρέψει στο Παρίσι όπου συνεχίζει να ζει και να εργάζεται ως ορκωτός ελεγκτής στο IT μίας ασφαλιστικής εταιρίας. “Όλο αυτό το διάστημα δεν είχα ποτέ σκεφτεί να επιστρέψω. Δεν έπαιρνα πολύ μεγάλο μισθό αλλά μπορούσα να συντηρήσω τον εαυτό μου και το σπίτι μου σχετικά άνετα. Την περίοδο εκείνη μάλιστα, μιλούσα με συνομήλικούς μου στην Ελλάδα όπου μου έλεγαν πως δεν μπορούσαν καν να νοικιάσουν ένα σπίτι Είμαι πολύ ικανοποιημένος και ως προς τον μισθό και ως προς τις κρατικές παροχές. Για παράδειγμα έκανα μία επέμβαση πρόσφατα σε μία ιδιωτική κλινική και δεν χρειάστηκε να πληρώσω τίποτα. Γενικά το σύστημα υγείας είναι πολύ καλό εδώ, όπως ήταν και στη Γερμανία”, λέει ο ίδιος στο Magazine, για να παραδεχτεί πως η νοσταλγία και μόνο δεν μπορεί να αποτελέσει ισχυρό κίνητρο για να επιστρέψει:

“Μου αρέσει να έρχομαι στην Ελλάδα, να βλέπω τους δικούς μου ανθρώπους, τους φίλους μου, αλλά μέχρι εκεί. Δεν μου λείπει σε τέτοιο βαθμό ώστε να επιστρέψω μόνιμα. Αν και όταν έφυγα, η σκέψη μου ήταν ότι θα είναι για λίγο, όσο περνούν τα χρόνια απομακρύνεται η ιδέα της επιστροφής. Έχω μια καλή ζωή εδώ, μου αρέσουν οι παροχές, υπάρχουν επιλογές και γενικότερα μία καλή ποιότητα ζωής. Επίσης, είμαι στην Ευρώπη, που σημαίνει πως όταν θέλω να έρθω στην Ελλάδα είναι πολύ εύκολο για μένα να έρθω. Για μόνιμα, όμως, δεν βλέπω τον λόγο να επιστρέψω στην Ελλάδα. Και δεν είναι μόνο ο μισθός. Είναι οι συνθήκες που επικρατούν. Για παράδειγμα, ανέφερα πριν το περιστατικό της περίθαλψής μου. Τι έχει κάνει η Ελλάδα για το σύστημα υγείας της; Εκτός από τον μισθό, λοιπόν, ποια είναι τα κίνητρα για να επιστρέψω;”.

Πώς πιστεύουν στην Ελλάδα ότι θα υλοποιηθεί το Brain Gain;

Η Αγγελική (32 ετών) ζει εδώ και σχεδόν μία δεκαετία στην Ολλανδία. Αφού σπούδασε Εφαρμοσμένη Πληροφορική στην Κρήτη, έκανε την πρακτική της στην Αγγλία και το 2012 αποφάσισε να φύγει για την Ολλανδία όπου, αρχικά, δούλεψε σε εστιατόριο μέχρι να καταφέρει να φτάσει στον ενδιάμεσο σταθμό της, ένα μεταπτυχιακό στο Βέλγιο, ενώ από το 2014 μέχρι σήμερα εργάζεται ως προγραμματίστρια στο Ντεν Μπος στην Ολλανδία. “Δεν έβλεπα προοπτική στην Ελλάδα οπότε ήμουν αποφασισμένη να φύγω”, σημειώνει, τονίζοντας πως “βρήκα αμέσως δουλειά, πριν καν τελειώσω το μεταπτυχιακό μου στο Βέλγιο. Θυμάμαι έκανα προφίλ στο LinkedIn και μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση γιατί μέσα σε μία εβδομάδα είχα αρκετές προτάσεις μέσω αυτού. Το έκανα με το σκεπτικό ότι κάποια στιγμή μπορεί να βρεθεί κάτι. Δεν περίμενα ότι θα έρθουν προτάσεις μέσα σε λίγες ημέρες”.

Όπως λέει, τις αποδοχές που λαμβάνει “στην Ελλάδα θα τις έπαιρνα μόνο αν είχα ένα υψηλό πόστο σε κάποια εταιρεία. Για παράδειγμα, ο μισθός ο δικός μου με τον μισθό της αδερφής μου που κάνει την ίδια δουλειά στην Ελλάδα δεν συγκρίνονται”.

Ωστόσο, όπως λέει, “όταν ήρθα στην Ολλανδία μαζί με τον σύντροφό μου, το πλάνο ήταν κάποια στιγμή, όταν θα περνούσε η κρίση, να επιστρέφαμε. Κάπου στις αρχές του 2019 μάλιστα βλέπαμε ότι άρχιζε να κινείται κάτι στην αγορά, να ανοίγουν κάποιες θέσεις και να φτιάχνουν κάπως τα πράγματα. Τότε σκεφτόμασταν πολύ σοβαρά να επιστρέψουμε κάποια στιγμή. Αρχίσαμε να προετοιμάζουμε την επιστροφή μας, ωστόσο, με την πανδημία, αυτή η σκέψη εξανεμίστηκε”.

Όσο για το ενδεχόμενο η σκέψη αυτή να επανέλθει, “έτσι όπως είναι τα πράγματα αυτή τη στιγμή στη χώρα, δεν σκεφτόμαστε καν να επιστρέψουμε, ούτε νοσταλγούμε την Ελλάδα. Δεν είναι τόσο ο κορονοϊός, όσο τα απόνερα που θα έχει. Η ποιότητα ζωής εδώ δεν συγκρίνεται με την Ελλάδα. Αυτό δεν απορρέει μόνο από το μισθολογικό. Μας κρατάνε πολλούς φόρους, αλλά βλέπεις ότι πηγαίνουν κάπου. Δηλαδή βλέπεις ένα πολύ καλό σύστημα υγείας και παιδείας, καλούς δρόμους, δημόσιες υπηρεσίες που λειτουργούν σωστά, καταλαβαίνεις δηλαδή ότι σαν πολίτης ότι αυτό που δίνεις στο κράτος επιστρέφει στην καθημερινότητά σου και στην ποιότητα της ζωής σου. Υπάρχει ένα ευνοϊκό περιβάλλον για να ζήσεις εδώ και να κάνεις οικογένεια. Αυτή τη στιγμή, η επιστροφή στην Ελλάδα για μένα δεν παίζει. Και έχω και μια ερώτηση, γιατί δεν έχω καταλάβει το σκεπτικό πίσω από το Brain Gain. Βλέπουμε να το λένε στην Ελλάδα, να το λέει η κυβέρνηση, αλλά πώς πιστεύουν ότι θα υλοποιηθεί; Με ποια κίνητρα θα επιστρέψουν οι Έλληνες; Με ποιες δουλειές, ποιους μισθούς, τι ποιότητα ζωής; Με τι μισθό θα επιστρέψω στην Ελλάδα, τι ενοίκιο θα πληρώσω, τι παροχές και ανέσεις θα έχω εκεί για να αφήσω τις ανέσεις που έχω εδώ;”.

Και τι δουλειά θα κάνω αν γυρίσω;

Όταν στα 18 του έφευγε από την Ελλάδα με όνειρο ζωής να εργαστεί στη Formula 1, ο 33χρονος σήμερα Χάρης Κ. δεν μπορούσε να σκεφτεί πως η ενασχόληση με την αεροδυναμική δεν μπορούσε να του δώσει χώρο και ένα εισιτήριο επιστροφής στη χώρα του. Σπούδασε αεροναυπηγική στην Αγγλία, έκανε μεταπτυχιακό στον ίδιο τομέα στην Ολλανδία, επέστρεψε στην Ελλάδα για πρακτική στην ΕΑΒ όπου “ ήταν πολύ μεγάλο σχολείο για να καταλάβω πώς ήταν οι εργασιακές συνθήκες στην Ελλάδα” και κάπως έτσι, μέσα στην κρίση συνειδητοποίησε “πως το μέλλον μου ήταν έξω”. Ξαναέφυγε για την την Αγγλία όπου έκανε διδακτορικό στην αεροδυναμική και τα επόμενα πέντε χρόνια εργάστηκε στη Formula 1 .

Τον τελευταίο χρόνο, βρίσκεται στη Σουηδία, όπου εργάζεται ως υπεύθυνος αεροδυναμικής σε αυτοκινητοβιομηχανία Hypercars, όπου “λαμβάνω έναν αρκετά καλό μισθό, σίγουρα ασύγκριτο με τα δεδομένα της Ελλάδας, αλλά και καλύτερος από εκείνον που λάμβανα όσο δούλευα στην Formula 1. Το σημαντικότερο βέβαια είναι η προοπτική που υπάρχει εδώ, αλλά και οι επιλογές που σου δίνονται”, αναφέρει στο Magazine και εξομολογείται πως όσα του λείπουν από τη χώρα κρατούν άσβεστη την επιθυμία της επιστροφή του, χωρίς όμως να είναι αρκετά: “Σίγουρα σου λείπουν οι συγγενείς σου, οι φίλοι σου, η διασκέδαση. Είναι η χώρα σου και σου λείπει. Από εκεί και πέρα, όμως, το αν θα γυρίσεις μόνιμα είναι άλλο πράγμα. Κάποια στιγμή θα ήθελα να γυρίσω. Δεν θα ήθελα να ζήσω εδώ για πάντα. Για να γυρίσω, όμως, θα πρέπει να υπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις. Δεν θα γύριζα δηλαδή χωρίς να έχω βρει κάτι το οποίο θα με κάλυπτε και δεν εννοώ μόνο το μισθολογικό. Ασφαλώς και καταλαβαίνω πως στην Ελλάδα δεν θα βρω τους μισθούς, τις ευκαιρίες ή τις συνθήκες που υπάρχουν εδώ, αλλά θα ήθελα να καρπωθώ και κάτι από όσα έχω κάνει όλα αυτά τα χρόνια στο εξωτερικό.

istock

Στον δικό μου τομέα για παράδειγμα είναι πολύ δύσκολο, γιατί στην Ελλάδα δεν υπάρχει αυτοκινητοβιομηχανία. Υπάρχουν κάποιες εταιρείες που θα μπορούσα να ασχοληθώ αλλά είναι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού. Το ιδανικό σενάριο θα ήταν να δουλέψω για μία ξένη εταιρεία στην Ελλάδα”.

Και καταλήγει: “Δεν έχω κάποιο ορίζοντα για την επιστροφή μου. Αυτό καμιά φορά είναι και συγκυριακό. Σίγουρα πάντως δεν είναι κάτι που θα έκανα άμεσα”.

Δεν θα φανταζόμουν ποτέ τον εαυτό μου να είναι 100% στην Ελλάδα

Η Κατερίνα Παπ. (36 ετών), είναι ακόμα ένα ζωντανό παράδειγμα Ελλήνων που έφυγαν στη διάρκεια της κρίσης (το 2012), μετά από σπουδές και μεταπτυχιασκό στην ΑΣΟΕΕ. Αφού έκανε δεύτερο μεταπτυχιακό στο Cambridge, ξεκίνησε να δουλεύει στην Αγγλία όπου και εξακολουθεί να εργάζεται στον τομέα της Βιωσιμότητας και της Κλιματικής Αλλαγής μίας Real Estate εταιρεία. “Ήθελα να ζήσω στο εξωτερικό, να αναμειχθώ με άλλες κουλτούρες, αλλά το πιο σημαντικό ήταν ότι δεν αισθάνομαι ότι φεύγω. Όταν είσαι στην Ευρώπη πια δεν νιώθεις ότι φεύγεις, μπορείς οποιαδήποτε στιγμή να γυρίσεις. Νιώθω ότι κινούμαι σε έναν ευρωπαϊκό χώρο. Αισθάνομαι λίγο πολίτης του κόσμου. Είμαι επίσης ευχαριστημένη από τις ευκαιρίες και τις δυνατότητες που μου δίνονται. Είμαι ικανοποιημένη από τον μισθό μου, αν και χρειάστηκε σχεδόν μία δεκαετία για να πω ότι έχω έναν καλό μισθό. Τα πρώτα χρόνια είσαι χαμηλά σε μισθούς και δεν είναι τα λεφτά που σε κρατούν, αλλά. Είναι η ποιότητα της ζωής”.

Όσο για το ενδεχόμενο επιστροφής; “Δεν έχω σκεφτεί να γυρίσω. Δεν ξέρω τι θα γίνει μετά από κάποια χρόνια, αλλά ιδανικά δεν θα φανταζόμουν ποτέ τον εαυτό μου να είναι 100% στην Ελλάδα. Θα ήθελα να είναι κάτι που έχει να κάνει με συνεργασίες στο εξωτερικό. Αυτή τη στιγμή δεν είναι εύκολο πάντως και όχι μόνο χρηματικά, αλλά και ως προς το αντικείμενο, την έρευνα και άλλους παράγοντες. Σίγουρα, όμως, για τα επόμενα πέντε χρόνια δεν σκοπεύω να γυρίσω. Η επιστροφή στην Ελλάδα έχει άλλα κριτήρια, άλλες προτεραιότητες. Και το ξανατονίζω. Είμαι στην Ευρώπη. Μπορώ να έρθω εύκολα, ακόμα και για ένα Σαββατοκύριακο”.

Σχολιάζοντας τέλος την προοπτική του “Brain Gain”, η ίδια τονίζει πως χρειάζεται ένα μακροπρόθεσμο πλάνο, ενισχυμένο από ασφαλιστικές δικλείδες προς τους Έλληνες του εξωτερικού. “Δηλαδή εγώ ξέρω άνθρωπο που επέστρεψε και μέσα σε ένα χρόνο έχασε τη δουλειά του. Το θέμα δεν είναι με τι μισθό θα γυρίσει κάποιος από το εξωτερικό, αλλά και πόσο θα μείνει. Χρειάζεται μία στρατηγική”.

Πρόθυμος να επιστρέψει, αλλά και “χαμένος” στη γραφειοκρατία

Ο Γιάννης Π. ανήκει στην κατηγορία των Ελλήνων που επιθυμούν και σχεδιάζουν να γυρίσουν πίσω. Στα 32 του, μετά από 15 χρόνια στο εξωτερικό (με μία μικρή ενδιάμεση επιστροφή) βλέπει τον επαναπατρισμό του ως ένα “προσωπικό στοίχημα”, το οποίο όμως χρήζει και ορισμένων κινήτρων.

Σπούδασε οδοντιατρική στη Γερμανία και έπειτα, έκανε ειδικότητα σε Χειρουργική Στόματος, σε Γναθοχειρουργικό Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Ντίσελντορφ, όπου συνεχίζει τα τελευταία 9 χρόνια να εργάζεται.

“Δεν είχα ποτέ καμία τρέλα να φύγω στο εξωτερικό, απλά έτυχε λόγω συγκυριών. Ήταν κάτι σαν μία δοκιμή. Δεν είχα αποφασίσει να φύγω μόνιμα. Μάλιστα, ήταν αρκετά δύσκολα στην αρχή. Μόλις τελείωσα τις σπουδές ήθελα πώς και πώς να γυρίσω στην Ελλάδα. Τα πράγματα, όμως, στη χώρα δεν ήταν καλά. Προσπαθούσα να φέρομαι επαγγελματικά και ένιωθα από κάποιους να μου μιλάνε λες και τους έλεγα να πάμε στο διάστημα. Άκουγα μπακαλίστικες φράσεις τύπου “και πού τα έχεις δει αυτά” ή “πήγαινε πίσω στο εξωτερικό σου” και άλλα τέτοια. Παρά το ότι είχα τα τυπικά προσόντα, ένιωθα ότι θα έμενα πολύ πίσω αν προσπαθούσα να εργαστώ στην Ελλάδα, λόγω καταστάσεων που πραγματικά δεν καταλάβαινα”.

istock

Το κεφάλαιο “Ελλάδα” πάντως για τον ίδιο δεν έκλεισε ποτέ. “Πάντα έλεγα ότι κάποια στιγμή θα γυρίσω να ανοίξω ένα ιατρείο στη χώρα μου. Πάντα κοιτούσα δηλαδή τις εξελίξεις, ώστε σε μία ευνοϊκή συνθήκη να επιστρέψω. Είσαι συνειδητοποιημένος βέβαια ότι, εφόσον γυρίσω, πάω σε άλλη… πίστα πια και θα πρέπει να παίξω με αυτούς τους όρους. Να μην περιμένω για παράδειγμα ότι θα φέρω τη γερμανική πραγματικότητα στη χώρα. Πριν προκύψει ο κορονοϊός, μάλιστα, σκεφτόμουν και προετοιμαζόμουν για την επιστροφή μου. Η πανδημία, όμως, διέλυσε το πρόγραμμά μου. Πλέον είναι λες και επανήλθε η μαυρίλα. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθώ να ψάχνω ένα πάτημα για να γυρίσω. Από την άλλη, δεν έχω κάποιο κίνητρο για να το κάνω. Είναι περισσότερο σαν προσωπικός στόχος. Σαν προσωπικό στοίχημα. Δυστυχώς, η Ελλάδα δεν μου έχει δώσει ως τώρα ούτε ένα κίνητρο για να το κάνω. Και το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η δυσπιστία που υπάρχει σε όλους τους τομείς. Θα σου πω το πιο απλό παράδειγμα: Ενώ η ειδικότητά μου, που είναι αναγνωρισμένη σε όλη την Ευρώπη, στην Ελλάδα αναγνωρίστηκε το 2018, ακόμα δεν έχουμε καμία ενημέρωση για τα δικαιολογητικά που πρέπει να προσκομίσουμε. Εγώ συγκεκριμένα έχω αναλωθεί να μιλάω επτά μήνες με αναρμόδιους που μου λένε αερολογίες και προσπαθώ να βρω άκρη στα τηλέφωνα χωρίς καμία ενημέρωση. Δεν υπάρχει, λοιπόν, καμία αξιοπιστία και εμπιστοσύνη σε αυτά που εξαγγέλλονται”.

Για να κάνεις υψηλού επιπέδου έρευνα, όλα τα υπόλοιπα προβλήματά σου πρέπει να είναι λυμένα

Μεταξύ των ατόμων που μίλησαν στο Magazine, ο Άγγελος Κουτσ. είναι η εξαίρεση στον -φαινομενικό- κανόνα που φαίνεται να κρατά τους Έλληνες καθηλωμένους στο εξωτερικό. Ο 35χρονος καθηγητής του ΑΠΘ σήμερα, επέστρεψε για μία θέση Πανεπιστημίου μετά από μία ακαδημαϊκή καριέρα που κινήθηκε στις δύο άκρες του Ατλαντικού. Σπούδασε Ηλεκτρολόγος Μηχανικός στο Μετσόβιο, συνέχισε με σπουδές στο Μαθηματικό, έκανε διδακτορικό στην Αγγλία, μεταδιδακτορικό στη Γερμανία, ενώ το διάστημα 2018-20 συνέχισε την ακαδημαϊκή του πορεία στον Καναδά.
Σε αυτό το διάστημα, έκανε οικογένεια και πλέον, μαζί με τη σύζυγό του και τα δύο τους παιδιά έχουν εγκατασταθεί μόνιμα πλέον στην Ελλάδα.

“Επειδή όσο ήμουν στον Καναδά, η σύζυγός μου μαζί με τα παιδιά μου βρίσκονταν στην Ελλάδα, ήθελα κι εγώ πια να γυρίσω. Αν ήμουν μόνος, όμως, δεν ξέρω αν θα γυρνούσα. Ήταν οικογενειακοί οι λόγοι κυρίως. Επίσης ήταν και η φύση της δουλειάς μου. Επειδή ήταν ακαδημαϊκή εργασία, ανά τακτά χρονικά διαστήματα έπρεπε να αλλάζω μέρος, πόλη ή ακόμα και χώρα πολύ συχνά. Αυτό δεν βοηθάει, ειδικά όταν έχεις οικογένεια. Αν δούλευα στο industry ίσως να ήταν πιο εύκολο να εγκατασταθούμε έξω. Ειδικά στην Ευρώπη. Γιατί είναι άλλο να είσαι στην Αγγλία και άλλο στην Αυστραλία. Εμένα, λοιπόν, όλο αυτό το πέρα-δώθε με κούρασε. Γι’ αυτό και γύρισα κυρίως. Κάποια στιγμή, όμως, ίσως και να ξαναέφευγα, ειδικά σε κάποια ευρωπαϊκή χώρα”.

Όσο για την πορεία που διέγραψε όλα τα προηγούμενα χρόνια; “Αν είχα μείνει στην Ελλάδα δεν θα είχα αντίστοιχο βιογραφικό. Δεν θα είχα αντίστοιχη πορεία. Ίσως να μην είχα κάνει καν διδακτορικό. Για να κάνεις υψηλού επιπέδου έρευνα όλα τα υπόλοιπα προβλήματά σου πρέπει να είναι λυμένα. Όταν κάνεις διδακτορικό, οφείλεις να το βλέπεις σαν δουλειά. Είναι έρευνα. Και αξίζει να σημειωθεί πως οι Έλληνες που πηγαίνουν στο εξωτερικό για διδακτορικό, επειδή έχουν συνηθίσει στις αντίξοες συνθήκες, τους φαίνεται πιο στρωτός ο δρόμος, γι’ αυτό και διαπρέπουν”.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα
Exit mobile version