Ο Χάρης Φραγκούλης μιλά στο Magazine Francesca Giaitzoglou - Watkinson

ΧΑΡΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ ΣΤΟ NEWS24/7: “Η ΕΡΩΤΙΚΗ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ ΣΕ ΧΤΥΠΑ ΣΤΟΝ ΠΙΟ ΒΑΘΥ ΠΥΡΗΝΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΣΟΥ”

Ο σκηνοθέτης και ηθοποιός μιλά στο Magazine με αφορμή μία "Αφιέρωση" και τη συνεργασία του με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου.

Το κινητό του είναι παλιό, με κουμπάκια και δεν έχει καν ίντερνετ. Το έχει μόνο για τη δουλειά. Δεν έχει ούτε υπολογιστή, ούτε φέισμπουκ και ίνσταγκραμ. Και τον κουράζουν απίστευτα οι ερωτήσεις τύπου “μα πώς αντέχει χωρίς social media”. Άλλοι πάλι θεωρούν πως αυτή η αποχή συνιστά και μια πολιτική θέση. Μπορεί να είναι του ερήμην, αυτός απλώς δεν έχει. “Και αυτό είναι απόλυτα απελευθερωτικό” ομολογεί.

Αυτός είναι ο Χάρης Φραγκούλης. Ιδιαίτερος καλλιτέχνης, κυνηγός της ουσίας, κάνει επιλεγμένες δουλειές με συγκεκριμένους ανθρώπους και δεν αφήνεται στις πρόσκαιρες -τεχνολογικές και μη- ανακουφίσεις της εποχής μας.

Το 2023 τον βρίσκει σε μία εξαιρετικά δημιουργική στιγμή. Από τη μία σκηνοθετεί την “Αφιέρωση” του Μπότο Στράους στο θέατρο Σφενδόνη με την ομάδα του, τους Kursk και από την άλλη η πολυσυζητημένη συνεργασία του με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, με τον οποίο μοιράστηκαν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο ΙΝΚ και μαζί θα κάνουν και την παγκόσμια περιοδεία. Συναντηθήκαμε τις “τρελές” μέρες που ο Χάρης είχε και τις παραστάσεις του INK και τις πρόβες για την “Αφιέρωση” στο σπίτι του στα Εξάρχεια. Από μία λάθος κίνηση στην πρόβα, είχε πάθει ένα διάστρεμμα στο πόδι και ήταν στενοχωρημένος και μαζί αγχωμένος για το αν θα μπορέσει να είναι καλά στην παράσταση.

Μία υπαρξιακή Αφιέρωση

Francesca Giaitzoglou - Watkinson

Ας ξεκινήσουμε με την “Αφιέρωση” του Μπότο Στράους
“Devotion” λέγεται στο πρωτότυπο. Έχει μεταφραστεί στα ελληνικά “Αφιέρωση”, ενώ κανονικά σημαίνει “Αφοσίωση”. Και εγώ το θεώρησα πιο σωστή λέξη την “Αφιέρωση”, γιατί η αφοσίωση στα ελληνικά έχει ένα βάρος που δεν έχει η γερμανική λέξη.

Το βιβλίο αυτό το έχει εκδώσει ο πατέρας μου στις εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Το είχα βρει τυχαία, πριν πολλά χρόνια, όταν ήμουν ακόμα στη σχολή και μου είχε αρέσει πάρα πολύ. Σκεφτόμουν καιρό να το κάνω παράσταση, απλώς προηγήθηκαν ο “Οθέλλος” και η “Αντιγόνη”, την οποία μάλιστα έκανα με ερασιτέχνες ηθοποιούς. Ήθελα στο έργο αυτό να δώσω μία πιο ρευστή μορφή και έτσι, παρόλο που έχει πολλά στοιχεία δοκιμιακού χαρακτήρα, το φαντάστηκα σαν μια όπερα. Πίστεψα πως μια αντίστιξη του δοκιμιακού χαρακτήρα του λόγου με την όπερα μπορεί να βγάλει κάτι πολύ απρόσμενο και πολύ σπινθηροβόλο. Και το δοκίμασα μαζί με τον Κορνήλιο Σελαμσή, με τον οποίο και κάνω όλες τις δουλειές μου. Είδαμε πως λειτουργούσε και πως ρόλαρε όμορφα και το συνέχισαμε. Και τελικά το έργο αυτό έγινε μία ιδιόμορφη όπερα. Μία οπερέτα.

Οι ηθοποιοί πώς ανταποκρίνονται σε αυτό; Γιατί δεν είναι τραγουδιστές…
Είναι πολλά τα χρόνια που δουλεύουμε μαζί σαν ομάδα. Είναι καλές οι φωνές τους και στις τριφωνίες και τις τετραφωνίες του Κορνήλιου είναι εξαιρετικοί. Μην ξεχνάς πως και στο “Λεντς” που είχαμε την ίδια σχεδόν υποκριτική σύνθεση -καθώς έπαιζε και η Σοφία Κόκκαλη και ο Μιχάλης Τιτόπουλος και ο Ανδρέας Κοντόπουλος- είχαμε πάρα πολλές τετραφωνίες, ακόμη και πενταφωνίες. Οπότε, δουλεύουμε πάρα πολλά χρόνια στο μουσικό κομμάτι και τώρα με την “Αφιέρωση” συνεχίζουμε σε αυτό.

Φωτογραφία από τις πρόβες της "Αφιέρωσης" Alexander Papa


Ποιο θα έλεγες πως είναι το θέμα του έργου;
Ο χωρισμός, η μοναξιά, η εγκατάλειψη και παράλληλα η πνευματικότητα της Δύσης λίγο πριν την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Το έργο είναι πολιτικοποιημένο με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Και είναι και πολύ ιδιαίτερος κι ο συγγραφέας αυτός. Εγώ έχω δουλέψει τη δραματουργία, έχω κόψει και έχω κάνει κάποιες παρεμβάσεις, αλλά κατά βάση έχω ακολουθήσει το κείμενο, γιατί είναι γραμμένο στο σήμερα από μόνο του. Μιλά συνέχεια για την τηλεόραση και για τις ειδήσεις. Παράλληλα, συνδυάζει μια ταραχή στο πολιτικό κομμάτι που εκφράζεται και με πολέμους.

Κι αυτή τη στιγμή, δεν είμαστε ούτε στο ’80, ούτε στο ’90 που, ας πούμε, υπήρχε μια αγρανάπαυση των πραγμάτων, μία ευφορία ή ένας βάλτος του ΠΑΣΟΚ. Τώρα, το πράγμα αρχίζει και αγριεύει και όποιος δεν το βλέπει, φορά παρωπίδες. Δηλαδή αυτή τη στιγμή που μιλάμε, στην Ευρώπη γίνεται πόλεμος.

Και η ακροδεξιά αλωνίζει…
Ναι, παίρνει μορφή πια όλο αυτό. Και δεν είναι ότι έχουν αυξηθεί οι χρυσαυγίτες. Εδώ και είκοσι χρόνια συμβαίνει αυτή η ιστορία.

Στο έργο του Μπότο Στράους, τη στιγμή που όλοι στρέφονται δεξιά και αριστερά για να καταλάβουν τι συμβαίνει, ο ήρωας στρέφεται προς τα μέσα του για να καταλάβει γιατί έφυγε η αγαπημένη του. Δηλαδή, το θέμα του έργου είναι πολύ κοινότοπο. Μία κοπέλα εγκαταλείπει ένα αγόρι. Αυτός όμως, επειδή βουτάει βαθιά μέσα στην απλή ερώτηση του “γιατί έφυγε, γιατί με εγκατέλειψε”, ερήμην του, άρα και πιο αθώα και πιο αγνά, κάνει μια πολιτική ανάλυση. Και χωρίς να το θέλει, ασυνείδητα, αρχίζει να συναντά από τι είναι φτιαγμένα τα κύτταρά του. Και τα κύτταρά του είναι φτιαγμένα από αυτά που μας λένε, από την τηλεόραση, από το πολιτικό ύφος το οποίο μας διδάσκουν.

Αυτή η πολιτική ανάλυση, ξεκινάει από κάτι υπαρξιακό και εντυπωσιάζει το πόσο κοντά στο κέντρο φτάνει. Δεν είναι τυχαίο βέβαια που ο ήρωας είναι Γερμανός. Γιατί η γερμανική σκέψη δε σταματά μέχρι να φτάσει σε ένα τέλος. Έτσι και αυτός ο ήρωας, για να καταλάβει κάτι, φτάνει στον ίδιο του τον χαμό. Αυτό λοιπόν που μπορεί να ιδωθεί ως μία απλή αστική ιστορία, εγώ το βλέπω σαν μία σχεδόν θεολογική ή υπαρξιακή επική ιστορία. Γι αυτό και το κάναμε όπερα άλλωστε.

Με συγκινεί πολύ η υπομονή και η βουτιά σε κάτι ιδιωτικό, πράγμα το οποίο σίγουρα δεν είναι χαρακτηριστικό της εποχής μας και σίγουρα δεν είναι χαρακτηριστικό του Έλληνα.

Έτσι όπως το περιγράφεις, αισθάνθηκα λίγο αυτή την παύση της καραντίνας. Γιατί ξαφνικά, εκεί που τρέχαμε όλοι, απλώς φρενάραμε και κοιταχτήκαμε.
Ναι, συμφωνώ απολύτως. Απλώς, η αντίδραση του μέσου ανθρώπου δεν θεωρώ ότι ήταν η προσωπική βουτιά στην ιδιωτικότητα. Εδώ έχουμε μία αντιστροφή, τουλάχιστον στην εξωτερική συνθήκη. Όταν ο Μπότο Στράους γράφει το έργο αυτό, είναι η στιγμή της ανόδου του καπιταλισμού. Είναι η στιγμή που παίρνει μπρος για τα καλά η κοινωνία της αφθονίας. Κι αυτός, ενώ γίνεται όλο αυτό έξω, στρέφεται προς τα μέσα.

Στην καραντίνα, ο μέσος άνθρωπος παρόλο που είχε την ευκαιρία για ενδοσκόπηση, μάλλον περισσότερο προς τα έξω στράφηκε. Και το λέω αυτό, γιατί γύρω μου έβλεπα να ρίχνουν ακόντια ψάχνοντας να βρουν τους φταίχτες.

Προσωπικά, με συγκινεί πολύ η υπομονή και η βουτιά σε κάτι ιδιωτικό, πράγμα το οποίο σίγουρα δεν είναι χαρακτηριστικό της εποχής μας και σίγουρα δεν είναι χαρακτηριστικό του Έλληνα.

Εσύ πώς το βιώνεις όλο αυτό, δηλαδή; Γιατί σαν άνθρωπος ψάχνεις πάρα πολύ την ουσία. Δεν νιώθεις μοναξιά;
Και βέβαια. Ο τρόπος, όμως, που πορεύομαι δεν έχει αλλάξει. Κάνω αυτά που έκανα. Συνεχίζω να σχετίζομαι με τους ανθρώπους με τον λόγο και με το θέατρο και προσπαθώ, όσο αντέχω, αυτή η συσχέτισή μου να είναι κάθετη.

Ζούμε σε ένα σύστημα συνεχόμενων ανακουφίσεων και για να προστατευτεί κάποιος, πρέπει να επιλέξει μια κάθετη ζωή που να έχει πιο μεγάλη σχέση με τη μοναξιά και την πίστη.

Τόσα χρόνια, κάθε μέρα, κάνω τις ίδιες ασκήσεις στο μποξ, δεν έχω αλλάξει τίποτα. Δεν έχω κάνει καμία παράσταση χωρίς τον Κορνήλιο Σελαμσή. Με τη Σοφία Κόκκαλη παίζουμε συνέχεια μαζί, με τον Ανδρέα Κοντόπουλο το ίδιο. Αυτό εννοώ κάθετη συσχέτιση. Προσπαθώ να μην ανακουφιστώ από την οριζόντια κατάσταση των πραγμάτων. Όσο μπορώ πάντα.

Πώς ορίζεις αυτή την οριζόντια κατάσταση;
Εννοώ, πως αποφεύγω κάποιες διεξόδους, τις επιβραβεύσεις, ακόμη και το καινούργιο… Δεν είναι αυτονόητο το ότι μπορεί κάποιος να προστατευτεί από τον θαυμασμό, από την αναγνώριση. Ζούμε σε μια κοινωνία, που θα μπορούσε να παρομοιαστεί με ένα σύμπλεγμα πληροφοριών, που ναι μεν δεν το βλέπω σαν Big Brother, αλλά που είναι δομημένο με αδιανόητα πολλές ψευτο- ανακουφίσεις. Ακόμη κι εγώ, δεν καταφέρνω να τις διακρίνω πάντα.

Πες μου μία τέτοια ψευτο- ανακούφιση…
Το εκλογικό σύστημα. Συμμετέχεις στα κοινά, δηλαδή μπορείς να ψηφίζεις. Το οποίο δεν ισχύει. Δεν συμμετέχεις στα κοινά, επειδή ψηφίζεις. Τι ψηφίζεις, ποιους ψηφίζεις; Τι σημαίνει ψήφος; Τι σχέση έχει η ψήφος με τον λόγο; Πού γίνεται και πώς γίνεται; Τι σχέση μπορεί να έχει με την Αρχαία Αθήνα που μαζευόντουσαν με τα πραγματικά τους σώματα, τις πραγματικές τους φωνές και μιλάγανε; Τι σχέση έχει η ψήφος με τον διάλογο που επενεργεί πραγματικά, πνευματικά και ερωτικά – με την ευρεία έννοια;

Το σαν Μπρεσόν ή σαν Βογιατζής είναι πιο μακριά από τον Λευτέρη Βογιατζή και τον Ρομπέρ Μπρεσόν από ό, τι κάτι το οποίο είναι το αντίθετό του.

Σου λένε, μα μπορείς να πεις παντού τη γνώμη σου, μπορείς να πας όπου θες, σε όποιο σινεμά θες, σε όποιο θέατρο θες, μπορείς να αγοράσεις ό,τι θες. Είσαι ελεύθερος να είσαι ό,τι θες, μπορείς να είσαι και gay και δεν θα σε σκοτώσει κανείς γι αυτό. Κι όμως. Δεν είναι ότι είμαστε ελεύθεροι από όλα αυτά. Στην Αμερική ας πούμε, αν πεις nigga σε πάνε μέσα γιατί υποτιμάς τους μαύρους. Δε σταματάνε όμως οι αστυνομικοί να σκοτώνουν τους μαύρους, Απλώς δεν τους λένε nigga. Δηλαδή μιλάμε για μια υποκρισία. Ζούμε σε ένα σύστημα συνεχόμενων ανακουφίσεων και για να προστατευτεί κάποιος, πρέπει να επιλέξει μια κάθετη ζωή που να έχει πιο μεγάλη σχέση με τη μοναξιά και την πίστη.

Την πίστη σε τι όμως;
Εγώ προσωπικά πιστεύω στον Θεό. Όπου πιστεύει ο καθένας. Αν ένας άνθρωπος δεν πιστεύει, έχει τελειώσει. Και σε τι να πιστέψει, όμως, τώρα;

Αυτό είναι το ερώτημα…
Πρέπει να προστατευτούμε από τις εκατομμύρια μικροδιεξόδους. Όλοι θέλουμε το φως, αλλά πρέπει να καταλάβουμε ότι το ψεύτικο φως είναι πιο μακριά από το φως και πιο κοντά στο σκοτάδι. Όπως και το περίπου καλό, είναι πιο μακριά από το καλό, από το κακό. Το σαν Μπρεσόν ή σαν Βογιατζής είναι πιο μακριά από τον Λευτέρη Βογιατζή και τον Ρομπέρ Μπρεσόν από ό, τι κάτι το οποίο είναι το αντίθετό του.

Απλώς δεν ξέρω αν όλη αυτή η στάση ζωής τελικά περιθωριοποιεί κάποιον και τον πετά εκτός συστήματος.
Ναι, κυρίως αυτά δεν τελειώνουν καλά. Η ιστορία αυτό έχει δείξει. Αλλά η ζωή σου, είναι η ζωή σου και πρέπει να τη ζήσεις.

Ο Χάρης Φραγκούλης μιλά στο Magazine Francesca Giaitzoglou - Watkinson


Ο έρωτας κι ο θάνατος

Ας γυρίσουμε στην ερωτική απογοήτευση που οδήγησε τον ήρωα σε όλη αυτή την υπαρξιακή βουτιά…
Θεωρώ πως η ερωτική αποτυχία είναι από τα πιο βαθιά φωλιασμένα πράγματα που σε χτυπάνε στον πιο βαθύ πυρήνα της ύπαρξής σου.

Καταρχάς υπάρχει κάτι πολύ πρακτικό. Άμα περιφρονηθείς ερωτικά, δεν κάνεις παιδιά. Το οποίο “δεν κάνω παιδιά” σημαίνει “δε θα ζήσω για πάντα”. Υπάρχει δηλαδή κάτι στο κομμάτι της ερωτικής απογοήτευσης που σχετίζεται με τον θάνατο και που ενεργοποιεί το αίσθημα της υπαρξιακής εξαφάνισης. “Δε θα υπάρχω σε λίγα χρόνια, δε θα υπάρχει η μνήμη μου” σκεφτόμαστε. Και αυτή η συνείδηση της εξαφάνισης είναι πολύ οδυνηρή, μπορεί να οδηγήσει μέχρι και στην τρέλα.

Εσύ βιώνεις τόσο έντονα τους χωρισμούς σου;
Όχι όλους. Εξαρτάται από τη σύνδεση που έχεις με τον άλλον. Έχει σημασία αν έχεις χαθεί μέσα του, γιατί υπάρχουν σχέσεις που δε χάνεσαι μέσα στον άλλον, οπότε δεν εξαφανίζεσαι κι όταν φεύγει. Κι αυτό δεν ισχύει μόνο στο ερωτικό, δεν αφορά μόνο στο σεξουαλικό, είναι κάτι πιο υπαρξιακό.

Υπάρχει δηλαδή κάτι στο κομμάτι της ερωτικής απογοήτευσης που σχετίζεται με τον θάνατο και που ενεργοποιεί το αίσθημα της υπαρξιακής εξαφάνισης

Υπάρχει ένας άνθρωπος που κάποιες φορές γράφει και για αυτά που κάνω. Όσες φορές έχει γράψει για μένα, έχω σαστίσει με την ερμηνεία του. Νομίζω πως αυτή είναι και η δουλειά του κριτικού όταν είναι σπουδαίος. Δηλαδή να μην λέει μόνο αν κάτι είναι καλό ή κακό, αλλά να αποκαλύπτει κάτι που δεν έχεις δει ή κάτι που δεν έχει δει το κοινό και το έχει δει μόνο αυτός. Και μου έχει συμβεί. Και σκέφτηκα ότι αν αυτός ο άνθρωπος χαθεί, ένα κομμάτι μου θα χαθεί. Θα μείνει ανερμήνευτο. Γιατί εγώ δεν μπορώ να το ερμηνεύσω.

Και με τους φίλους μας συμβαίνει αυτό. Αν χάσω τον Αντρέα τον Κωνσταντίνου ή τον Ανδρέα τον Κοντόπουλο που είμαστε φίλοι τόσα χρόνια, και κάθε τρεις και λίγο μου λένε κάτι που δεν ξέρω για μένα, δεν θα μάθω ποτέ κάτι που είμαι εγώ. Δεν είναι μια εξαφάνιση αυτό;

Πολιτικό θέατρο υπάρχει σήμερα;
Το έργο αυτό του Μπότο Στράους είναι αμιγώς πολιτικό. Επίσης θεωρώ πως η Αντιγόνη είναι ένα απόλυτα πολιτικό έργο. Το πώς το διαχειρίζεται τώρα κανείς την Αντιγόνη είναι μία άλλη ιστορία. Αρκεί να σκεφτείς ότι μέσα σε ένα έτος έχουν ανέβει επτά Αντιγόνες.

Πολιτική σημαίνει για μένα να ακούς. Το να ακούει ας πούμε ένας ηθοποιός πραγματικά τον άλλον ηθοποιό. Αυτό θεωρείται αυτονόητο, αλλά πίστεψέ με στο θέατρο είναι αδιανόητο…

Ε ναι, δεν ήταν όλες πολιτικές.
Ακριβώς αυτό. Μπορεί λοιπόν να μην είναι πολιτικό, ακόμη κι ένα αμιγώς πολιτικό έργο. Πολιτική σημαίνει για μένα να ακούς. Το να ακούει ας πούμε ένας ηθοποιός πραγματικά τον άλλον ηθοποιό. Αυτό θεωρείται αυτονόητο, αλλά πίστεψέ με στο θέατρο είναι αδιανόητο κάποιος να ακούει. Δεν το λέω πεσιμιστικά, είναι όντως πολύ δύσκολο.

Αν ακούσεις μια μουσική και σου δώσει τη σωματική και την πνευματική δύναμη να αντισταθείς και να τρέξεις στους δρόμους, αυτό το πράγμα που στο προκαλεί δεν είναι πολιτικό; Παρόλο που που μπορεί να μην έχει καμία άμεση σχέση σε πρώτο επίπεδο.

Πάντως βλέπω γύρω μου κάποιες αντιδράσεις, βλέπω κινήσεις που δεν μετουσιώνονται σε κίνημα λόγω του αποσπασματικού του πράγματος. Υπάρχει δηλαδή φως που ανάβει, απλώς ακόμη αναβοσβήνει.

Ακόμη και σε παραστάσεις το βλέπεις. Εκεί που πάει κάτι να αποκτήσει μία έντονη πολιτική χροιά, απλώς σβήνει.
Είναι και χαρακτηριστικό του Έλληνα. Δε διακρίνεται για τη λογοτεχνία του μέσα από μυθιστορήματα, αλλά μέσα από την ποίηση. Η γεωγραφία των νησιών και της θάλασσας είναι πολύ σημαντικό πράγμα. Δηλαδή ένας Γερμανός ας πούμε, έχει μια σχέση, βιώνει έναν έρωτα και γράφει 600 σελίδες μυθιστόρημα. Ο Έλληνας ήταν πάντα πιο αποσπασματικός.

Το ΙΝΚ και ο Δημήτρης Παπαϊωάννου

Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου και ο Χάρης Φραγκούλης Julian Mommert

Πάμε να περάσουμε λίγο και στη συνεργασία σου με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου και στην παγκόσμια περιοδεία που θα κάνετε μαζί. Πώς αισθάνεσαι;
Το συναίσθημα είναι κάτι το άγνωστο. Και φυσικά είναι ευχάριστό σαν σκέψη, αλλά σίγουρα επειδή είναι κάτι ανοίκειο, έχει και τρόμο μέσα του. Γιατί μέχρι σήμερα δεν έχω ζήσει τη ζωή μου έτσι, με το να ξέρω τι θα κάνω σε δύο χρόνια. Και αυτό φέρνει μαζί του πολλά πράγματα. Ας πούμε παίζω μποξ και πλέον πρέπει να προσέχω. Εδώ με κάτι πάρα πολύ απλό, αυτό το διάστρεμμα (δείχνει το πόδι του), και προσπαθώ να μην ακυρωθεί μία παράσταση. Και εντάξει είμαστε στην Ελλάδα τώρα, αλλά φαντάσου να πρέπει να ακυρωθεί μία παράσταση στον Καναδά. Τι θα γίνει με τους ανθρώπους που δουλεύουν γι΄αυτήν, πόσα αεροπορικά πρέπει να ακυρωθούν…

Πώς προέκυψε η συνεργασία αυτή;
Είχαμε πάει να συνεργαστούμε και πιο πριν με τον Δημήτρη, όταν είχα συμβόλαιο με το Εθνικό. Τελικά το κάναμε τώρα και αφορμή ήταν ο “Εγκάρσιος Προσανατολισμός”. Ενώ έπαιζα στην Αντιγόνη, έφυγα για να δω την παράσταση αυτή. Και μου άρεσε πάρα πολύ.

Και μου είπε “αφού σου αρέσει γιατί να μην δοκιμάσουμε κάτι μαζί, γιατί κι εγώ σε έχω δει να παίζεις και μου αρέσεις”. Και αποφάσισα να το κάνω. Γιατί στις παραστάσεις του Δημήτρη δεν πας για να δεις χορό. Δεν εστιάζει στη χορευτική ικανότητα, τη χρειάζεται μεν φυσικά πάρα πολύ, αλλά υπάρχει ένας ψυχικός τόπος που αφορά στην κίνηση. Οπότε δεν έχω μεν τη χορευτική εκπαίδευση, αλλά δε θα πάω να χορέψω και στα Μπολσόι. Μπορώ, όμως, σαν ερμηνευτής να μετακινηθώ, να μπω στη φαντασία κάποιου άλλου. Οι απαιτήσεις του Δημήτρη είναι πολύ υψηλού επιπέδου και για να συνεργαστούμε έπρεπε να δουλέψω πολύ. Το έκανα με μεγάλη χαρά και περιέργεια.

Δεν προσπάθησε ποτέ ο Δημήτρης να με κάνει να χορεύω όπως αυτός.

Καταλαβαίνω πως είναι πάρα πολύ δύσκολο, όλο αυτό, γιατί πλέον ο λόγος πρέπει να βγει μέσα από το σώμα. Ωστόσο και η δική σου κινησιολογία είναι πολύ έντονη, και ήταν ανέκαθεν πολύ ξεχωριστή και ιδιαίτερη…
Και πάλι ήταν κάτι άλλο. Γιατί τώρα δεν έχω καθόλου λόγο. Ωστόσο, άμα θες πολύ κάτι, το προσπαθείς. Δε σημαίνει ότι άμα θες, όλα τα μπορείς. Αυτό το ρητό το σιχαίνομαι και δεν το πιστεύω κιόλας. Υπάρχουν πράγματα που δεν μπορείς και να το θες, αλλά άμα θες κάτι, μπορείς να πας μέχρι τα όρια αυτού που μπορείς και λίγο παραπέρα. Μπορώ όμως εγώ να χορέψω χωρίς το πόδι μου; Μπορώ, όμως, να “ανοίξω” προς μια περιοχή που δεν το φανταζόμουν.

Το ότι κάνετε και οι δύο τον ίδιο ρόλο το βιώνεις σαν σύγκριση;
Όχι. Νιώθω πως ο ένας δίνει στον άλλο και παίρνει ο ένας από τον άλλο. Έτσι κι αλλιώς, ο καθένας έχει το δικό του ψυχισμό. Και υπάρχουν πράγματα που δουλεύουν στον άλλον και για σένα, αν τα πάρεις, είναι τοξικά και άλλα που μπορεί να τα πάρεις και ο δικός σου δρόμος να γίνει πιο πλατύς. Αλλά κάπως έτσι, δεν είναι και όλα τα πράγματα; Μια συμβουλή που θα μου δώσεις, μπορεί εσένα να σου λειτουργεί και για μένα είναι αποκάλυψη.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση με τον Δημήτρη παίρνουμε ό,τι μας φαίνεται ωφέλιμο. Υπάρχει αφενός μεν η φοβερή πρόθεση ο ένας να κάνει καλύτερο τον άλλον και ταυτόχρονα υπάρχει η φαντασία για τον άλλο στο που θα είναι καλός. Δεν προσπάθησε ποτέ ο Δημήτρης, ας πούμε, να με κάνει να χορεύω όπως αυτός.

Άρα όλο αυτό για σένα το νιώθεις σαν έναν θαυμαστό καινούργιο κόσμο…
Ακριβώς. Νιώθω όπως ακριβώς θα έπρεπε να αισθάνεται ένας καλλιτέχνης. Σαν μια Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων. Γιατί η Αλίκη τις περισσότερες φορές είναι φοβισμένη. Δεν ξέρει πού πηγαίνει. Και έχει σημασία που κάνω κάτι που πρέπει να ξεπεράσω τον εαυτό μου για να το καταφέρω.

Αφιέρωση- Θέατρο Σφενδόνη
Από τις 18 Φεβρουαρίου

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα