24 MEDIA CREATIVE TEAM

“ΦΙΛΑΡΑΚΙΑ”, ΜΙΘΡΙΔΑΤΗΣ, ΠΑΠΑΡΙΖΟΥ: ΑΠΟ ΠΟΤΕ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΗ Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ;

Τι έμαθα από αυτήν την εβδομάδα που η επικαιρότητα μπήκε σε χρονοκάψουλα και είχε γεύση μεταμοντέρνας σαλάτας.

«Φταίνε» τα «Φιλαράκια»; Ίσως δεν το περίμενε κανείς, αλλά αυτοί οι 6 τόσο ανθεκτικοί ήρωες (κι εν τέλει πολυαγαπημένοι ηθοποιοί) επιβίωσαν στην «χρυσή εποχή της τηλεόρασης» που ζούμε στον 21ο αιώνα από τους Sopranos κι έπειτα. Για την ακρίβεια βγήκαν πιο δυνατοί. Μπορεί η τηλεοπτική παραγωγή να είναι πια ασύλληπτη, αλλά το Friends παρέμεινε ακλόνητο ως η comfort TV που τόσοι έχουν ανάγκη – ειδικά στη συνθήκη της πανδημίας.

Σε μια περίοδο εντελώς γκουρμέ τηλεοπτικού προγράμματος ο Ρος, η Μόνικα, ο Τσάντλερ, η Φοίβη, η Ρέιτσελ κι ο Τζόι αποδείχθηκαν τα «τηλεοπτικά μακαρόνια με κιμά» που, όπως και τα κανονικά, είναι πάντα ασυναγώνιστα. Τιμούλα; 100 εκατομμύρια δολάρια πλήρωσε το Netflix στη Warner το 2019 για να προβάλλει τους 10 κύκλους (#8 στο ελληνικό top-10 την ώρα που γράφονται οι γραμμές), ενώ 2.5 με 3 εκατομμύρια δολάρια πήρε ο καθένας από τους 6 πρωταγωνιστές για να συμμετάσχει στο σπέσιαλ επεισόδιο Friends: the Reunion (στο οποίο δεν υποκρίνονται καν, αφού είναι στην ουσία καλεσμένοι). Σε «αυτό που κάποτε χωρούσαμε να περάσουμε από την πόρτα» όπως αυτοσαρκάστηκε με το που μπήκε στο σετ ο Ματ ΛεΜπλανκ (Τζόι) ακυρώνοντας με μια ατάκα όλα τα κακεντρεχή σχόλια των τελευταίων εβδομάδων στο παγκόσμιο (και φυσικά στο ελληνικό) ίντερνετ. Αν και νομίζω ότι στα παραπανίσια κιλά, στην αραίωση, στις πλαστικές και σε ότι άλλο σχολιάστηκε, σε απόλυτα βιτριολικούς όρους age/body shaming, η γενιά που μεγάλωσε με τη σειρά περισσότερο είδε τον εαυτό της στον καθρέφτη και συνειδητοποίησε ότι…μεγάλωσε κι αυτή. Περίεργο δεν είναι που οι πρωταγωνιστές μιας σειράς-φαινομένου που στην εποχή της επικρίθηκε ως υπερβολικά πολιτικά ορθή (κι άρα συντηρητική), σήμερα χρειάζονται την προστασία της «πολιτικής ορθότητας» απέναντι στα βάρβαρα σόσιαλ μίντια;

«Φταίει» ο Μιθριδάτης; Το πολυσυζητημένο, σχεδόν 13λεπτο “short music film” «Για να μην τα χρωστάω» φτιάχτηκε ακριβώς για να προκαλέσει αντιδράσεις. Δεν είναι απλά «πολιτικό σχόλιο». Είναι, χωρίς καμία περιστροφή, ένα diss μαμούθ διάρκειας απέναντι στην κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό προσωπικά. Ο δημιουργός του, παλιά καραβάνα πια, ήξερε ότι θα περάσει από δίκη προθέσεων ανάλογα με τις πολιτικές πεποιθήσεις του καθενός. Ήξερε ότι το κομμάτι θα φέρει και «δολοφονία χαρακτήρα», ήξερε ότι θα κατηγορηθεί για παλιά tweets, για παλιούς στίχους, για τη συμμετοχή στις πρόστυχες πρώιμες κασέτες του παλιού του συνοδοιπόρου στα Ημισκούμπρια, Δημήτρη Μεντζέλου. Δεν τον έχω δει να παραπονιέται μέχρι τώρα, περίπου 700.000 views μετά. Δεν έχει, νομίζω, και το δικαίωμα – έχοντας διαλέξει να παίξει σε αυτό το τερέν. Βέβαια, βγαίνοντας λίγο από το ασφυκτικό δίπολο ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ, το τραγούδι του Μιθριδάτη ανοίγει μια, ίσως ενδιαφέρουσα και σίγουρα, πολύ παλιά κουβέντα: για το «πολιτικό τραγούδι» (αν υπάρχει κι αν είναι τέτοιο μόνο το hip hop πια) και τα όρια του με την «κομματική προπαγάνδα».

Υπάρχουν εκείνοι που δεν αντέχουν τόση κυριολεξία, τη θεωρούν «αντικαλλιτεχνική», πολιτικάντικα ξοδεμένη. Ίσως δίκαιο αν το συγκρίνει κανείς με την κοινωνική γείωση που πέτυχε ο πιο πολιτικός καλλιτέχνης που βγήκε από την Ελλάδα της κρίσης (ο ΛΕΞ), ίσως κι άδικο αν σκεφτεί ότι στη χώρα μας εδώ και 10+ χρόνια συμβαίνουν κοσμοϊστορικά πράγματα και π.χ. οι έλληνες κινηματογραφιστές τα έχουν αντιμετωπίσει κατά βάση με αλληγορικά σχήματα. Υπέρ του μερικά στιχάκια που όντως χτυπάνε κέντρο, υπέρ του ότι θεωρεί αντικείμενο κριτικής αυτόν που κυβερνά (όχι ακριβώς δεδομένο στην Ελλάδα), δε θα μάθουμε ποτέ γιατί δεν έκανε κάτι ανάλογο με την προηγούμενη κυβέρνηση, δεν ξέρουμε αν θα το κάνει με την επόμενη. Αλλά, ποιος βάζει πια τέτοια ζυγαριά για να το κάνει ο Μιθριδάτης;

Αυτή που δε «φταίει» σίγουρα είναι η Έλενα Παπαρίζου. Εβδομάδα Eurovision πέρασε και τη θυμηθήκαμε όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή που αποφασίζουμε να σοβαρολογήσουμε τόσο πολύ πάνω σε έναν camp θεσμό. Αυτή τη φορά επειδή κάποιοι σχολίασαν «τα κιλά της». Για να πάρουν την υπέροχα αποστομωτική απάντηση που έδωσε στην τηλεόραση: «Στενοχωρήθηκα τόσο που…έφαγα ένα μπέργκερ». Αν κάτι έχει αξία να συζητηθεί εδώ είναι το ενδεχόμενο του αυτογκόλ: μήπως όσοι αγωνιούν να είναι πάντα στη σωστή πλευρά της ιστορίας (κι ασφαλώς να το δηλώνουν) αποτελούν στην ουσία το μεγάφωνο που πολλαπλασιάζει την ηχώ των τρολ και του κάθε κομπλεξικού που καταλήγει, στο τέλος της ημέρας, να θέτει την ατζέντα από το digital μέχρι τα τηλεοπτικά talk shows;

Χυλός.

Ο Damiano David AP

3 ιστορίες, 3 (ίσως και μη) συζητήσεις που αναδεικνύουν την meta-μεταμοντέρνα σαλάτα μας. Μερικά, διαρκώς επαναλαμβανόμενα, συμπεράσματα:

  • Τα παραδοσιακά μίντια δε θα ανακτήσουμε ποτέ την αξιοπιστία μας, ή έστω μέρος της, όσο κάνουμε τον αντίλαλο των σόσιαλ.
  • Καλή η δουλειά των “socal justice warriors”, όσων παλεύουν (με τις καλύτερες προθέσεις, δεν αντιλέγω) πίσω από τα πληκτρολόγιά τους, αλλά όπως ο αναλογικός κόσμος δεν έγινε ποτέ ένα ιδανικό μέρος, έτσι δε θα γίνει ποτέ κι ο ψηφιακός.
  • Σε παγκόσμιο επίπεδο σαν να λιγοστεύουν οι Μεγάλες Ιστορίες. Οι μικρές διαδικτυακές φούσκες έχουν μικρύνει και τις αφηγήσεις. Κάποτε αυτό ήταν κάτι σαν ζητούμενο για να στήνονται τα εναλλακτικά σύμπαντα που έδιναν -έστω παροδικά- ταυτότητα κόντρα στο mainstream. Σήμερα, ειδικά στην Ελλάδα, παράγεται τόσο κακής ποιότητας mainstream που ο χώρος για οτιδήποτε «λοξό» έχει συμπιεστεί δραματικά. Και καταλήγουμε σε «υποδοχες αεροδρομίων» για παίκτες ριάλιτι…

Την φρεσκάδα στην εβδομάδα έφερε ο Νταμιάνο Νταβίντ που κάπως ταρακούνησε – ως παρουσία, ως «σκάνδαλο», ακόμα κι ως μουσική προσέγγιση – το βαρετό πανηγύρι της Eurovision. Όπως και να το κάνουμε, όμως, ήταν εβδομάδα-χρονοκάψουλα. Με «Φιλαράκια», Μιθριδάτη, Παπαρίζου. Χωρίς να «φταίνε», αλλά και χωρίς να είναι 2001…

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα