Ο Μάρκεζ στο Μεξικό το 1987/ Peter Jordan/Alamy/VISUALHELLAS.SGR Alamy Stock Photo

ΕΠΤΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΣΤΟ NEWS 24/7 ΓΙΑ ΤΑ “ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΜΟΝΑΞΙΑ”

Σαράντα χρόνια μετά τη βράβευση του Μάρκες με Νόμπελ Λογοτεχνίας και εν αναμονή της τηλεοπτικής του μεταφοράς από το Netflix, το Magazine έκανε μία όχι και τόσο απλή ερώτηση: Πώς νιώσατε όταν διαβάσατε για πρώτη φορά το αριστούργημα του «Γκάμπο»;

«Δε θέλω να με θυμούνται για το “Εκατό χρόνια μοναξιά”, ούτε για το βραβείο Νομπέλ, αλλά για την εφημερίδα», είχε πει κάποτε ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ο οποίος, ως γνωστόν, εργαζόταν ως δημοσιογράφος, ενώ παράλληλα έγραφε τα μυθιστορήματά του.

Ούτε ήθελε το «Εκατό Χρόνια Μοναξιά» να γίνει ταινία, αρνούμενος πεισματικά τις προτάσεις των στούντιο που τον πολιορκούσαν, γιατί πίστευε ότι ήταν ανέφικτη η οπτικοακουστική απόδοση της δαιδαλώδους υπόθεσής του υπό τους χρονικούς περιορισμούς ακόμη και μιας μεγάλης σε διάρκεια κινηματογραφικής παραγωγής – πόσο μάλλον σε μια γλώσσα άλλη από την ισπανική.

Αφενός όμως το βιβλίο θα μεταφερθεί τελικά στην οθόνη, έστω τη μικρή, του Netflix, χωρίς ακόμη να γνωρίζουμε τίποτα περισσότερο (σκηνοθέτης, πρωταγωνιστές, ημερομηνία προβολής) από το ότι η σειρά είναι γυρισμένη στα ισπανικά και κατά κύριο λόγο στη γενέτειρα του συγγραφέα, την Κολομβία, σε παραγωγή των γιων του, Ροντρίγκο και Γκονζάλο. Ένα trailer όλο κι όλο έχουμε δει και εύλογα θορυβηθεί.]

Αφετέρου, όσο καλά και σημαντικά και αν είναι τα υπόλοιπα βιβλία του, είναι το συγκεκριμένο που αποτελεί την αιχμή του δόρατος της υστεροφημίας του, όντας ένα από τα πιο καλά και σημαντικά βιβλία που έχουν γραφτεί γενικώς, ένα από εκείνα τα καλά και σημαντικά βιβλία που σε βάθος χρόνου αποδεικνύεται εμφατικά, ξανά και ξανά και πάλι από την αρχή, το «σημαδιακό» ειδικό τους βάρος, ένα από εκείνα τα καλά και σημαντικά βιβλία που όλοι όσοι τα έχουν διαβάσει θυμούνται ακριβώς πού και πώς ήταν τόσο όταν τα ξεκίνησαν όσο και όταν τα ολοκλήρωσαν για πρώτη φορά, ένα από εκείνα τα καλά και σημαντικά βιβλία που άλλαξαν τον ρου της παγκόσμιας λογοτεχνίας όχι μόνο γιατί έχουν διαβαστεί και μνημονεύονται από εκατομμύρια αναγνώστες μέχρι σήμερα αλλά και γιατί έχουν επηρεάσει εκατομμύρια συγγραφείς (υφολογικά, αισθητικά ή «απλώς» ψυχολογικά , ακόμη και με ένα τρόπο που αναγνωρίζει μόνο ο δημιουργός) – ανάμεσά τους και ο υπογράφων. Ξέρω (έστω, πιστεύω) ότι το μυθιστόρημα μου «Η Αλκμήνη και οι άλλοι» θα ήταν πολύ διαφορετικό αν δεν είχα διαβάσει την κατάλληλη στιγμή ότι «Πολλά χρόνια μετά, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία θα έφερνε στον νου του το μακρινό απόγευμα που ο πατέρας του τον πήγε να γνωρίσει τον πάγο…»

Με αφορμή λοιπόν την 40η επέτειο από τη βράβευση του αξεπέραστου «Γκάμπο» με Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1982, το Magazine έκανε σε επτά Έλληνες συγγραφείς μία όχι και τόσο απλή ερώτηση:

Πώς νιώσατε όταν διαβάσατε για πρώτη φορά το «Εκατό Χρόνια Μοναξιά»;

Απαντούν από καρδιάς οι: Τζούλια Γκανάσου, Μίνως Ευσταθιάδης, Ελένη Καραμαγκιώλη, Νίκος Κουρμουλής, Διονύσης Μαρίνος, Σοφία Μπραϊμάκου, Ροζίτα Σπινάσα.

Η Τζούλια Γκανάσου κρατά σαν φυλαχτό μια φράση του συνταγματάρχη Αουρελιάνο Μπουενδία

Ξεκίνησα να διαβάζω το «Εκατό Χρόνια Μοναξιά» στον προθάλαμο ενός νοσοκομείου αναμένοντας μια γνωμάτευση βαρύνουσας σημασίας για τον πατέρα μου. Από τις πρώτες σελίδες, ξέχασα πού βρισκόμουν και τι έκανα. Όταν με φώναξαν για να παραλάβω τα αποτελέσματα των εξετάσεων, η αδημονία της συνέχισης της ανάγνωσης, της καταβύθισης στον κόσμο του Μακόντο και της ευεργετικής λησμονιάς που παρείχε, συναγωνίστηκε επάξια την αγωνία της αποκάλυψης της ιατρικής κατάθεσης. «Έμαθα πως όταν το νεογέννητο σφίγγει στη μικρή παλάμη του, για πρώτη φορά, το δάχτυλο του πατέρα του, το αιχμαλωτίζει για πάντα» έγραψε ο Μάρκες στην αποχαιρετιστήρια επιστολή προς τους φίλους του παρακινώντας με να αποκτήσω το εν λόγω βιβλίο.

Με το δάχτυλο του πατέρα μου αιχμάλωτο σφιχτά στην παλάμη και με τους μυς της καρδιάς να χτυπάνε για εκείνον, διένυσα όλη την πορεία μιας δύσβατης επέμβασης, καθώς και της επώδυνης ανάρρωσης βρίσκοντας σωσίβιο, παρηγοριά, αποκούμπι στα «Εκατό χρόνια μοναξιά». Είμαι ευγνώμων. Οι εικόνες, οι ιστορίες του μαγικού ρεαλισμού, οι στοχασμοί των ηρώων δεν με απογοήτευσαν ούτε στιγμή: με βοηθούσαν να επιστρέφω με νέες δυνάμεις, να λαχταρώ τη ζωή. Έχω κρατήσει σαν φυλαχτό μια φράση του πρωταγωνιστή, του συνταγματάρχη Αουρελιάνο Μπουενδία, στην οποία ανατρέχω όταν κατεβαίνω απόκρημνες πλαγιές μέχρι σήμερα: «Ο άνθρωπος μια μέρα των ημερών πρέπει να μάθει να χτίζει όνειρα εκεί που οι ελπίδες τελειώνουν.» Ξανά και ξανά.

Η νουβέλα «Γόνιμες Μέρες» της Τζούλιας Γκανάσου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γκοβόστη.

Ο Μίνως Ευσταθιάδης ακόμη αναζητά τι καταφέρνει να μας τραβάει, όλο και βαθύτερα, μέσα στο βιβλίο

Διάβασα το «Εκατό Χρόνια Μοναξιά» αρκετά χρόνια πριν. Προτού γράψω δυο λόγια, σκέφτηκα ότι έπρεπε να του ξαναρίξω μια ματιά. Όποιος έχει ήδη πέσει πάνω του, μπορεί εύκολα να μαντέψει την κατάληξη: Κυριολεκτικά με ρούφηξε και τώρα βρίσκομαι λίγο μετά τη μέση. Τι καταφέρνει να μας τραβάει, όλο και βαθύτερα, μέσα του; Είναι οι διακλαδώσεις των γενεών, που μοιάζουν όλο και περισσότερο με λαβυρίνθους ονείρων σε μια άγνωστη γη; Είναι η αίσθηση -ή μήπως η τρομακτική σιγουριά;- πως υπάρχει κάτι πέρα απ’ ό,τι βλέπουμε, και πως ίσως, εν τέλει, ζούμε για εκείνο το κάτι; Ο μαγικός ρεαλισμός θα έπρεπε, σε τέτοιες περιπτώσεις, να λέγεται μαγεμένος.

Ο Μάρκες έπλασε ένα σύμπαν όπου σχεδόν όλοι οι κάτοικοί του υπερβαίνουν αυτό που είναι, αυτό που νομίζουν οι ίδιοι πως είναι, ή αυτό που εμείς νομίζουμε πως είναι. Καμία ανάλυση, καμία δυνατότητα εξήγησης δεν μπορεί και δεν χρειάζεται να δοθεί. Γιατί να καταστρέφουμε τα παραμύθια προκειμένου να βγάλουμε δήθεν κάποιο νόημα; Ας τα αφήσουμε να μας δένουν και να μας απελευθερώνουν – κατά βούληση. Η μαγεία είναι μαγεία. Κι έτσι θα παραμείνει. Κι όποιος δεν το πιστεύει θα καταδικαστεί. Σε εκατό χρόνια μοναξιά. Τουλάχιστον.

Το μυθιστόρημα «Σχέδια του χάους» του Μίνου Ευσταθιάδη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος.

Η Ελένη Καραμαγκιώλη διαβάζοντας ήταν σαν να έγινε μάρτυρας σε μια βιβλική αποκάλυψη

Την πρώτη φορά, που διάβασα Μάρκες, ήταν τα «Εκατό Χρόνια Μοναξιά» και δεν ένιωσα απλά, κεραυνοβολήθηκα, ήταν σαν να είχα δει ένα όραμα, σαν να είχα γίνει μάρτυρας σε μια βιβλική αποκάλυψη. Ήμουν δεκαέξι χρονών, μαθήτρια στη Θήβα, ήταν Αύγουστος, είχα ξεχωρίσει αμέσως τον τίτλο ανάμεσα σε πολλούς άλλους στον πάγκο, «Εκατό χρόνια μοναξιά;», αναρωτήθηκα, «σαν πάρα πολλά δεν είναι για να αισθάνεται κανείς μόνος;», το αγόρασα και σε μία εβδομάδα, που το τελείωσα, τα εκατό χρόνια μου είχαν ήδη φανεί και λίγα για αυτή τη μεγαλειώδη σύλληψη, αυτή την απίστευτης έμπνευσης ιστορία. Ο Μάρκες μεταμόρφωσε ένα κατά τα άλλα προβλέψιμο καλοκαίρι στην επαρχία, η Θήβα της απέραντης εφηβικής ανίας μεταμορφώθηκε σε ένα ελληνικό Μακόντο, άρχισα να βλέπω με άλλο μάτι την αυλή της γιαγιάς μου, έψαχνα για σημάδια υπερφυσικά στα δέντρα και στα ζώα, ρωτούσα τους μεγαλύτερους για δοξασίες και τοπικούς μύθους. Έτσι έμαθα, ανάμεσα σε άλλα, και για το φίδι που είχε χτυπηθεί μόνο του μέχρι θανάτου στους τοίχους σε ένα κελάρι όταν πέθανε ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, όπου είχε καταφύγει χρόνια κι εκείνος το προστάτευε.

Οι μεγαλύτεροι μου φαίνονταν συνέχεια κουρασμένοι και θλιμμένοι, έπλαθα ιστορίες για τα τρομερά μυστικά που κουβαλούσαν και τους βάραιναν, οι γυναίκες, η μητέρα μου, οι θείες μου, μου φαίνονταν βασανισμένες από ανεκπλήρωτους έρωτες και δραματικούς χωρισμούς, δεν μου αρκούσαν οι εξηγήσεις τους ότι ήταν ξεθεωμένες από τις δουλειές και τα παιδιά, όχι, μετά το βιβλίο αυτό, τίποτα δε θα ήταν ξανά αυτό που φαινόταν. Ο Μάρκες αναποδογύρισε το μυαλό μου, με έκανε να ψάχνω παντού την ψυχή, τη μαγεία, το υπερβατικό, κι ακόμη και σήμερα, παρόλο που δεν καταφέρνω να γράφω ποταμούς ιστοριών για γενιές και οικογένειες μέσα στον χρόνο, στα σπίτια που επινοώ, ακόμη και αν δεν το περιγράφω συνέχεια, πάντα υπάρχουν φίδια που πεθαίνουν όταν χάνονται άνθρωποι και άνθρωποι που φροντίζουν φίδια για να έχουν καλοτυχία στη ζωή.

Η συλλογή διηγημάτων «Μονωτική ταινία» της Ελένης Καραμαγκιώλη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ιωλκός.

Ο Νίκος Κουρμουλής θεωρεί ότι το Νόμπελ στον Μάρκες ήταν από τα τελευταία βραβεία της επονομαζόμενης μεγάλης αφήγησης του 20ου αιώνα

 
Elina Giounanli/nophoto.gr

Το 1982 η απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ήταν από πολλές πλευρές σημαδιακή. Έκτοτε, ο κόσμος γύρω μας έχει αλλάξει ραγδαία όπως κι εμείς οι ίδιοι. Πριν περίπου σαράντα χρόνια φερειπείν, η Ελλάδα περνούσε φορτσάτη το κατώφλι της «Αλλαγής», παιανίζοντας τους καημούς της για μια άνευ όρων ανέλιξη. Τότε που το «Canto General» του Πάμπλο Νερούδα (Νόμπελ Λογοτεχνίας, 1971) σε μελοποίηση Μίκη Θεοδωράκη, ανεπένεε ελεύθερα από το μεσοαστικό πικάπ και μπλεκόταν με τα ταξίμια του Τσιτσάνη στο «Χάραμα». Ακολουθώς, η στυγερή δικτατορία του Πινοσέτ στη Χιλή αποκτούσε τη δική της «Γκερνίκα» στην ελληνική έκδοση της Χούντας των συνταγματαρχών, με ενδιάμεσο σταθμό τον Φράνκο στην Ισπανία. Στην δεκαετία του ΄70 έως και τα μέσα του ΄80, η Λατινική Αμερική ακουμπούσε την ΑΟΖ της πλατιάς διανόησης στη χώρα μας, υπό το άγρυπνο βλέμμα του Τσε.

Τα ράφια των βιβλιοπωλείων γέμιζαν από το σοφιστικέ προφίλ του Νερούδα, έως το πιο χύμα του Μάρκες. Στο σχολείο μια μικρή ομάδα των ανήσυχων, είχαμε πέσει με τα μούτρα στους «Μπητ» και στο «Νέο Κύμα» της επιστημονικής φαντασίας. Οι τίτλοι όμως του Κολομβιανού συγγραφέα, μας είχαν προκαλέσει άμεσα αντανακλαστικά: «Ο Έρωτας στα Χρόνια της Χολέρας», «Εκατό Χρόνια Μοναξιά», «Χρονικό ενός Προαναγγελθέντος Θανάτου», «Το Φθινόπωρο του Πατριάρχη» κλπ. Αδιόρατα αναγνωρίσαμε μερικές κοντινές σε εμάς φωτιές: το θάμπος της ζωής, την μοναξιά, τον έρωτα και τον θάνατο. Εμβάπτισε το πλατύ αναγνωστικό κοινό στο ιδίωμα του «μαγικού ρεαλισμού», όπως το ονόμασε κι ο ίδιος. Ένα επιδραστικό ρεύμα, σύγχρονο με την εποχή του.

Για το πρώτο παιδί από από τα δέκα αδέλφια της οικογένειας του, που γεννήθηκε στην φτωχική επαρχία Μαγκνταλένα της Κολομβίας, το πραγματικό εκβάλλει στο φανταστικό και το εγκόσμιο στο μυθικό. Αυτή η προσέγγιση άφησε τα ίχνη της για πολλές δεκαετίες στην Λατινοαμερικάνικη γραφή και ευρύτερα. Η έμπνευση του «Γκάμπο» ερχόταν από τα βάθη. Εκκινούσε από τους προκολομβιανούς πολιτισμούς, για να φτάσουν μέχρι και το παρόν του. Σε αυτό το ασυνήθιστο χαρμάνι της χώρας του και της ηπείρου ολόκληρης. Ο Μάρκες αναπτύσσει τις διαστάσεις του εσωτερικού πνευματικού κόσμου του κάθε ανθρώπου κι ιδιαίτερα εκείνου που τραβάει το ζόρι, σε σχέση με την καθημερινότητα του. Κι εδώ φαίνεται ίσως και η διαχρονία του συγκεκριμένου Νόμπελ. Προς επίρρωση των παραπάνω ο Μάρκες στα μεγάλα έργα του, υιοθετεί την λαϊκή γλώσσα των πληθυσμών της Καραϊβικής, μια γλώσσα σχεδόν απαγορευμένη στους υψηλούς λογοτεχνικούς κύκλους και κερδίζει αναγνώστες, γιατί ενώνεται με τη φωνή τους.

Στο σημείωμα της η Σουηδική Ακαδημία σημείωνε τότε, πως ο Μάρκες στα βιβλία του συνθέτει ένα πλούσιο σε φαντασία σύμπαν όπου αντανακλά την ζωή και τις συγκρούσεις στην Λατινική Αμερική. Πράγματι ο «Γκάμπο» προσδοκούσε διακαώς την αφύπνιση της ηπείρου του. Η γραφή του στόχευε στην εμβάθυνση των συνεπειών ενός διαρκούς τραύματος. Όπως επίσης πάσχιζε να ξεφύγει από την παραδοσιακή μορφή του κοινωνικού μυθιστορήματος της χώρας του και να κατακτήσει την ελευθερία της κειμενικής μορφής, αναδεικνύοντας την αντίστροφη πλευρά της πραγματικότητας που δεν την φτιάχνουν μόνον οι νικητές.

Έτσι το Βραβείο Νόμπελ στον Μάρκες, έχει πολλαπλές σημάνσεις. Πρώτη και κύρια, είναι πως τα βιβλία του συγγραφέα ήδη είχαν διαβαστεί αρκετά. Η βράβευση έδωσε την δυνατότητα στο σώμα του έργου να αναπτυχθεί περισσότερο και να αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερο κοινό. Το Νόμπελ εκείνο του 1982 ήταν ένα «λαοπρόβλητο» βραβείο, που ιχνηλατεί κι ένα άτυπο λογοτεχνικό είδος, πρότυπο για πολλούς συγγραφείς κι αναγνώστες μετέπειτα. Ήταν από τα τελευταία βραβεία της επονομαζόμενης μεγάλης αφήγησης του 20ου αιώνα. Ενός συγγραφικού σκεπτικού που αγκαλιάζει και μεταμορφώνει πλήρως τον κόσμο στον οποίο ζούμε, προσπαθώντας να προσεγγίσει την αλήθεια πέρα από την συμβατική έννοια της λέξης. Σήμερα, πραγματοποιείται μια αντίστροφη πορεία: από το θραυσματικό, το προσωπικό βίωμα γίνεται μια προσπάθεια να αρθρωθεί η νέα αφήγηση του 21ου αιώνα. Ο «Γκάμπο» μας παρακολουθεί προσεκτικά…

Η συλλογή διηγημάτων «Άπνοια» του Νίκου Κουρμουλή κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κείμενα.

Ο Διονύσης Μαρίνος όταν το πρωτοδιάβασε δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη για μέρες

Το 1967, χρονιά που εκδόθηκαν τα «Εκατό Χρόνια Μοναξιά», εμείς βιώνουμε την αρχή της «γύψινης» επταετίας, ενώ η Κολομβία έχει αφήσει πίσω της, έστω για λίγο, τον απηνή εμφύλιο της La Violencia, ζει μια φάση οικονομικής ευφορίας και σίγουρα δεν ονειρεύεται την άνοδο των ναρκο-καρτέλ που θα ανδρωθούν τη δεκαετία του ’70. Στα λογοτεχνικά πράγματα, την ίδια χρονιά με το μυθικό, πλέον, βιβλίο του Μάρκες εκδίδεται η «Διόρθωση» του Μπέρνχαρντ, το «Αστείο» του Κούντερα που αποτέλεσε το βάπτισμα του πυρός γι’ αυτόν και ο «Μαιτρ και η Μαργαρίτα» του Μπουλγκάκοφ. Ενδιαφέρουσα συγκυρία, το δίχως άλλο.

Γιατί εξακολουθούμε να συζητάμε για το συγκεκριμένο βιβλίο θεωρώντας, μάλιστα, πως πρέπει να γράφτηκε τόσο παλιά όσο ένας αρχαίος πλάτανος; Η αυταπόδεικτη απάντηση είναι ότι η δύναμή του είναι τόσο ισχυρή που διαπερνάει εποχές, ρεύματα και συνθήκες. Όπως συμβαίνει με όλα τα σπουδαία έργα, έχει αποκτήσει μια πανανθρώπινη αξία εισχωρώντας στο μέγα πυρήνα κάθε ανθρώπινης οντότητας που είναι η μαγεία και το θάλπος της παραμυθίας.

Η saga της οικογένειας Μπουενδία επαναφέρει στο προσκήνιο μια μεγάλη αφήγηση που επιθυμεί να είναι αυτό που δηλώνει: αφήγηση. Μάλιστα, με έναν τρόπο μαγικό, απομακρυσμένο από δομικές τεχνοτροπίες (σαν αυτές του Νέου Μυθιστορήματος των Γάλλων) ή τις μοντερνίστηκες αποδομήσεις του Τζόυς ή της Γουλφ. Ο Μάρκες είναι ένας κλασικός hablador. Δηλαδή ένας άνθρωπος που του αρέσει να λέει ιστορίες, οι οποίες εξακτινώνονται στο χρόνο και περιλαμβάνουν πλήθος προσώπων. Πολλοί πιστεύουν πως με τον Μάρκες αρχίζει να φύεται στον παγκόσμιο λογοτεχνικό αγρό ο μαγικός ρεαλισμός. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει (έχουμε δοκιμές ήδη από το 1930), ωστόσο είναι αυτός που του προσέδωσε κρουστική δύναμη. Στην ουσία ο Μάρκες, με το έργο του πήρε θέση στη διαμάχη που είχε φουντώσει εκείνα τα χρόνια στη Λατινική Αμερική μεταξύ της κουλτούρας της τεχνολογίας και της κουλτούρας της δεισιδαιμονίας.

Τάσσεται στην πλευρά του αναλλοίωτου μύθου που πάντα θα συνέχει τις κοινωνίες των ανθρώπων όσο μετανεωτερικές κι αν είναι στις μέρες μας. Μια ευκταία «αναπηρία» του ανθρώπινου είδους είναι ότι μαγεύεται από τις ιστορίες· δεν του φτάνει η πραγματικότητα. Τα «Εκατό χρόνια μοναξιά» δημιουργούν έναν παράλληλο κόσμο με τη μορφή μιας σπάνιας αποκάλυψης όπου ο ρεαλισμός και η πραγματική πραγματικότητα υποχωρούν στρατηγικά μπρος στο δέος που προσφέρει αφειδώς ο μύθος. Ό,τι είναι η «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» του Λούις Κάρολ για τα παιδιά, είναι για εμάς τους ενήλικες τα «Εκατό Χρόνια Μοναξιά».

Επί προσωπικού: όταν το πρωτοδιάβασα σε ηλικία 23 ετών, έτη φωτός μακριά από εδώ που βρίσκομαι τώρα, θυμάμαι πως δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη για μέρες. Βρισκόμουν υπό την επήρεια ενός ισχυρού ναρκωτικού, κολομβιανής προέλευσης, από το οποίο δεν ήθελα με τίποτα να απομακρυνθώ. Το ίδιο συνέβη και τα κατοπινά χρόνια, στα δεύτερα/τρίτα/τέταρτα διαβάσματα. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και τώρα που γνωρίζω τα πάντα για την ιστορία του εν λόγω βιβλίου. Η μαγεία, όμως, είναι ένας μυστικός μηχανισμός. Όσο νομίζεις πως μπορείς να την κουμαντάρεις, τόσο αυτή βρίσκει το δρόμο να αναρριχάται μέσα σου από δρόμους παράξενους και πρωτοφανέρωτους.

Το μυθιστόρημα «Μπλε Ήλιος» του Διονύση Μαρίνου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Η Σοφία Μπραϊμάκου βουτώντας στις ιστορίες του Μακόντο κοινώνησε μια λεοντόκαρδη αναγνωστική αθωότητα

«Τι κάνετε, συνταγματάρχα;» του είπε περνώντας.
«Εδώ είμαι», απάντησε εκείνος, «περιμένω να περάσει η κηδεία μου».

Ας φανταστούμε πως σε έναν σημαντικό αρχαιολογικό τόπο στον οποίο είχαν εγκατασταθεί προκολομβιανοί πολιτισμοί της Λατινικής Αμερικής βρίσκεται ένα χαρακτικό αιώνων. Σε αυτό απεικονίζεται ένας συρφετός ανθρώπινων μορφών, ζώων, φυτών, αλλά και μυστηριωδών πλασμάτων, καθώς και οι ιστορίες τους. Τα ανθρώπινα πάθη, η μνήμη, η λήθη, ο αγώνας, ο πόλεμος και ο έρωτας, ραντισμένα με το ανθόνερο της πιο λυρικής κατάρας του φθαρτού μας είδους, της μοναξιάς. Όσο πιο πολύ εμβαθύνουμε στο χαρακτικό, τόσο καταλαβαίνουμε ότι δεν υπάρχει τίποτα στη γη που να μην εμφανίζεται εκεί: οι πιο σκληρές αλήθειες, οι κρυφοί πόθοι, οι επιθυμίες κι οι αντανακλάσεις τους βρίσκονται σοφά τοποθετημένα σε κάποιο σημείο που θα μπορούσε να ενεργοποιείται εξαιτίας κάποιας σπάνιας συναστρίας μια φορά ανά εκατό χρόνια και από τη μετακίνηση των κρυφών μηχανισμών του να παράγεται ένα μυθιστόρημα που σε πείσμα κάθε καταναγκαστικής ανάγνωσης, διαβάζεται απνευστί.

Φυσικά, αυτές δεν είναι οι σκέψεις που έκανα όταν στα εικοσικάτι μου διάβασα για πρώτη φορά το «Εκατό Χρόνια Μοναξιά». Ούτε ο οικουμενικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος του Μάρκες, ούτε ο μαγικός ρεαλισμός καθ’ αυτός, ούτε καν η αδιαπραγμάτευτη μεγαλοπρέπειά του ήταν αυτά που με ώθησαν να αφήσω στην άκρη ό,τι έκανα εκείνη την εποχή για να διαβάσω 400 σελίδες, χωρίς να με πειράζει διόλου που κάθε τόσο έπρεπε να ανατρέχω στις μπροστινές για να ξεκαθαρίζω σε ποιον διαολεμένο Αουρελιάνο και ποιον Χοσέ Αρκάδιο αναφέρεται ο συγγραφέας κάθε φορά. Στο μεταξύ, η επιθυμία να δοκιμάσω η ίδια τη γεύση του ασβέστη σαν την ορφανή Ρεβέκκα, άρχισε να παίρνει επικίνδυνες διαστάσεις στο μυαλό μου, άλλωστε, στη δεκαετία των είκοσι, η αϋπνία διεκδικούσε, ούτως ή άλλως, επιδημικές διαστάσεις. Κάπως έτσι, για πρώτη φορά βούτηξα στην κολυμπήθρα με τις ιστορίες του Μακόντο και από τη βάφτιση αυτή θεωρούσα πως είχα κοινωνήσει μια λεοντόκαρδη αναγνωστική αθωότητα (βλ. ο γιγαντισμός ως παρενέργεια της ψυχοδραστικής ουσίας του μαγικού ρεαλισμού), απαραίτητη ωστόσο για τέτοιου είδους λογοτεχνικά αλισβερίσια.

Τα πιο απολαυστικά στοιχεία δεν ήταν άλλα, παρά η ευτυχής επινόηση των δαιμονικών λεπτομερειών, μια εμμονική ακρίβεια που δεν αποτελεί ρητορικό τέχνασμα, αλλά τη ρεαλιστική επιβεβαίωση αυτού του εξαίσιου ψέματος που ζεσταίνει και το πιο κρύο αίμα, το λιώσιμο ετερόκλητων μετάλλων σε ένα μικρό χάπι που τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του πρέπει κανείς να δοκιμάσει, ακόμα κι αν δεν συμμεριστεί τον ενθουσιασμό. Άλλωστε, στη δίνη της πολιτικής ορθότητας που παράγει η εποχή και το Netflix, ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι ένα μυθιστόρημα σαν το «Εκατό χρόνια μοναξιά» δεν θα έμπαινε -αν δεν έχει ήδη μπει- στη λίστα της κουλτούρας της ακύρωσης ως υπερεκτιμημένο, αναχρονιστικό ή εντελώς ασύμβατο με τις παγκόσμιες αναγνωστικές -και όχι μόνο- τάσεις; Γι’ αυτό και πριν λίγο καιρό, σε μια βραδιά παρουσίασης βιβλίου μου έκανε εντύπωση πως ο φέρελπις και ταλαντούχος συγγραφέας, ούτε γέλασε, ούτε αξιοποίησε την πάσα του συνομιλητή του με αφορμή ένα αστείο για την ωραία Ρεμέδιος, τρίβοντας επιδεικτικά στα μούτρα των παρευρισκόμενων την ελιτίστικη άγνοιά του σε θέματα ανεπανόρθωτης μοίρας γυναικών συγκλονιστικής ομορφιάς που περιφέρονται με ξυρισμένο κεφάλι και λινά σακιά σαν τη Νάταλι Πόρτμαν στο V for Vendetta και ανάληψης αυτών εις τους ουρανούς.

Πριν τρία καλοκαίρια πάντως, διένυα μια φάση αναγνωστικής ξηρασίας. Στο κομοδίνο δίπλα από το κρεβάτι μου υπήρχαν στοίβες από νέες κυκλοφορίες βιβλίων, τα οποία διάβαζα παράλληλα με ενδιαφέρον, αλλά δίχως ίχνος ενθουσιασμού, κάποιο άλλο είδος εξίσου επικίνδυνης επιδημίας που μου προκαλούσε αναγνωστική απομάγευση. Σαν μάννα εξ ουρανού, το μυθιστόρημα του Μάρκες έπεσε στα χέρια μου για δεύτερη φορά.

Όταν επιστρέφουμε σε ένα βιβλίο, διατρέχουμε όλο τον χρόνο που μεσολάβησε ανάμεσα στη γραφή του και σε εμάς. Κάπως έτσι, το σάγκα της οικογένειας Μπουενδία λειτούργησε σαν βάλσαμο, αποκαθιστώντας την πίστη μου στο μεγαλύτερο αυταπόδεικτο της λογοτεχνίας: τη σπουδαία δύναμη της ιστορίας, αυτής που αφήνεσαι και σε παρασύρει χειμαρρώδης κι ωστόσο με τη μαγική δύναμη να μοιάζει αλλαγμένη και με διαφορετικά συνδηλούμενα λέξεων. Τα βιβλία μας είναι κι αυτά φορτωμένα με το παρελθόν, όπως κι εμείς δεν είμαστε λιγότερο ρευστοί από το ποτάμι που βουτάμε.

Τα καλύτερα πνεύματα της ανθρωπότητας, γράφει ο Μπόρχες βρίσκονται μαγεμένα σε μια βιβλιοθήκη, αλλά χρειάζονται τον λόγο μας για να βγουν από τη βουβαμάρα τους. Ανοίγοντας το βιβλίο, εκείνα ξυπνούν. Στην περίπτωση του «Εκατό Χρόνια Μοναξιά», αφυπνίζουμε μερικούς από τους πιο ενδιαφέροντες τύπους φαντασμάτων της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Κι αν στην τελική δεν κερδίσουμε κανένα παράσημο, καταραμένοι σαν τον συνταγματάρχη Αουρελιάνο να οδηγεί τους στρατιώτες σε μάχες χωρίς να κερδίζει ποτέ καμία, αυτό δεν μας πτοεί. Άλλωστε, αποστολή του βιβλίου πρωτίστως είναι να προσφέρει παρηγοριά κι ευτυχία. Καμία προσπάθεια, συνιστά ο Μπόρχες και αυτό στο τέλος τέλος, απαντά με τον καλύτερο τρόπο στο ερώτημα πώς ένιωσα όταν τελείωσα το «Εκατό χρόνια μοναξιά»:

Ευτυχισμένη και γι’ αυτό, απαρηγόρητη.

Το μυθιστόρημα «Μόνιμοι Κάτοικοι» της Σοφίας Μπραϊμάκου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη.

Η Ροζίτα Σπινάσα βίωσε τη σωτήρια δυνατότητα ευτυχίας που προσφέρει η Λογοτεχνία

Το σωτήριο έτος 1993 η Ροζίτα Σπινάσα, πρωτοετής φοιτήτρια στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, φύσει φιλομαθής και φιλοπερίεργη, μα ελαφρώς βαριεστημένη και με υφέρπουσες τάσεις κατάθλιψης λόγω της αποκαρδιωτικής της προσγείωσης στη χώρα των ανερχόμενων legal killers με τις samsonite, για τις οποίες (τις τάσεις, όχι τις samsonite) δεν είχε ιδέα, καθώς τα ζητήματα ψυχικής υγείας δεν είχαν μπει ακόμη στο καλάθι της νοικοκυράς, έπιασε στα χέρια της το βιβλίο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες με τίτλο «Εκατό Χρόνια Μοναξιά».

Το άνοιξε και ξεκίνησε να διαβάζει. Στο οικογενειακό, τακτοποιημένο διαμέρισμα της Ηλιούπολης ξεχύθηκαν οι άνεμοι, τα πνεύματα και οι μυρωδιές του μακρινού χωριού Μακόντο. Όσο γυρνούσαν οι σελίδες –και η Ροζίτα τις γυρνούσε πολύ γρήγορα, τα μάτια της γυάλιζαν, τα δάχτυλά της πετούσαν φωτιές–, το σπίτι πλημμύριζε από τα γέλια, τα τραγούδια, τα κλάματα και τα ουρλιαχτά πόνου και ηδονής που έβγαιναν από τα δεκάδες στόματα των μελών της οικογένειας Μπουενδία. Οι λευκές καλοσιδερωμένες κουρτίνες της μητέρας άρχισαν να χορεύουν σε λάτιν φρενήρεις ρυθμούς, ο Αστικός Κώδικας του πατέρα αναπήδησε στο ράφι και οι διατάξεις του κατρακύλησαν στο πάτωμα, η Βίρνα έκανε σαρδάμ στην τηλεόραση κι ο Γιάγκος την χώρισε σε ένδειξη διαμαρτυρίας με την αποστολή sms – μια προσφορά της νεοϊδρυθείσας εταιρίας Telestet.

Σαν μια βόμβα που εξερράγη κάνοντας την πεζή πραγματικότητα να φαίνεται πολύ μικρή και πολύ λίγη, μα συνάμα φανερώνοντας τη σωτήρια δυνατότητα ευτυχίας που προσφέρει η Λογοτεχνία με τον συγκλονιστικό, υπερβατικό, μαγικό της τρόπο. Και η Ροζίτα Σπινάσα είχε την τύχη να διαβάζει ένα από τα καλύτερα βιβλία που γράφτηκαν ποτέ στην ιστορία της.

Η συλλογή διηγημάτων «Σπόροι για Φύτεμα» της Ροζίτας Σπινάσα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα