24 MEDIA CREATIVE TEAM

ΜΠΡΑΤΗΣ: ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΑΝΑΓΚΑΣΤΗΚΑ ΝΑ ΨΩΝΙΣΩ ΕΣΩΡΟΥΧΑ ΑΠ’ ΤΗ ΛΑΪΚΗ

Ο καταξιωμένος ράφτης θυμάται με οδύνη μία από τις χειρότερες στιγμές της ζωής του.

Εγώ νόμιζα ότι τα καλάθια ήταν μόνο για να βάζει μέσα τις κότες ο Χατζηχρήστος όταν κατέβαινε στην Αθήνα, όχι για να βάνεις και ρούχα.

Φρικτό θέαμα. Να βλέπεις ρούχα που κοστίζουν τρία ή τέσσερα ευρώ, άσχετα αν είναι μέσα σε καλάθια. Γενικά το λέω. Και μόνο που κοστίζουν τόσο σε πιάνει μια αηδία.

Υπάρχει κόσμος που τα αγοράζει; Γιατί; Δεν μπορεί να κάνει τα τζάμια με το μανίκι του;

Και βλέπεις να περνάει από εκεί η κάθε κυράτσα να τα πιάνει με τα βρωμόχερά της, να τα σηκώνει ψηλά, να τα κοιτάει και να τα ξαναρίχνει μέσα.

Και με τα ίδια αυτά χέρια να πιάνει μετά το τηλεκοντρόλ και να βάζει να απολαύσει Μπράτη. Όχι, κυρά μου. Ή με τον Μπράτη ή με τα λαχούρια.

Ντρέπομαι, αλλά έχει τύχει να ψωνίσω κι εγώ φτηνιαρικα πράγματα, και δεν εννοώ Gucci τριετίας. Εννοώ από καλάθι, από λαϊκή κανονική.

Ήταν 2003, ήμουν νέος, και μόλις είχα αποφασίσει να απαλλάξω τον κόσμο από την κακογουστιά.

Κατευθύνθηκα προς μία γειτονιά της εργατικής τάξης που γνώριζα ότι κάθε Σάββατο έχει λαϊκή αγορά, όπου ο κόσμος σταματούσε να ψωνίσει, όταν ακόμη δεν φορούσαμε μάσκες, δείχνοντας κανονικά τη φάτσα του δηλαδή, χωρίς να ντρέπεται.

Σαν τον Χριστό μέσα στον Ναό όρμησα στη λαϊκή.

Έβγαλα το ραβδί και άρχισα να κοπανάω τους πάγκους έναν έναν. Κάλτσες με 2 ευρώ, παντελόνια, σουτιέν, όλα στην άσφαλτο, τα λαχανικά, τα φρούτα, όλα τα πέταξα κάτω. Και τα λεμόνια μαϊμούδες θα ήταν, φαινόσαντο.

Έντρομοι οι λαχαναγορίτες άρχισαν να με παρακαλούν με δάκρυα στα μάτια, φοβισμένοι “σοβαρέψου, μια σφαλιάρα είσαι, με το ασθενοφόρο θα σε μαζεύουν”.

Αλλά δεν τόλμησαν, έλαμπα μέσα στο μετάξι μου, τονίζοντας την απόσταση μεταξύ μας.

Και όπως ετοιμαζόμουν να αποχωρήσω, θριαμβευτής, ξαφνικά τα είδα μπροστά μου. Δεν πίστευα ότι μέσα στη λάσπη θα μπορούσα να ανακαλύψω τέτοια διαμάντια. Κι όμως.

Λευκά με μαλακό εξωτερικό λάστιχο και με έξτρα βαμβακερή επένδυση στην περιοχή του καβάλου για επιπλέον άνεση.

Τα σώβρακα των ονείρων μου ήταν κρεμασμένα σε έναν πάγκο μπροστά μου.

“Πού είναι το δοκιμαστήριο”, ρώτησα τη συμπαθέστατη φτωχιά.

“Τι;”, μου απάντησε αινιγματικά.

“Πόσο κάνουν λέω;”.

“Τρία ευρώ τα πέντε”.

Ένιωσα ότι την κλέβω. Τότε μου φαινόταν περίεργο κάτι τέτοιο γιατί δεν είχα ακόμη ανοίξει το ατελιέ μου.

Πήρα τα σώβρακα και πριν ακόμα φτάσω σπίτι, είχαν τρυπήσει από κάτω. Τρελάθηκα. Μαύρα Χριστούγεννα.

Γι’ αυτό μη μου ξαναπείτε για ρούχα σε καλάθια. Πείτε μου για λεφτά και για τα ψυχολογικά που σας δημιουργούμε με τις ψεύτικες ανάγκες που σας γεμίζουμε. Κάπως πρέπει να ζήσουμε κι εμείς.

Το κείμενο είναι προϊόν μυθοπλασίας και έχει σατιρικό σκοπό.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα