Ο πατέρας Νίκος και ο γιος Ανδρεάς Παπανδρέου.

Ο ΟΡΕΙΒΑΤΗΣ ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ ΘΑΦΤΗΚΕ ΣΤΟ ΧΙΟΝΙ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ ΤΟΥ ’98

Στο θριαμβευτικό ηχητικό μήνυμα που στέλνει ο Αντώνης Συκάρης πατώντας την κορφή του Νταουλαγκίρι στις 11 Απριλίου 2022, πρώτο στις αφιερώσεις του ακούγεται το όνομα του Νίκου Παπανδρέου και της οικογένειάς του. Δεν είναι άλλος από τον ατρόμητο σχοινοσύντροφο και φίλο του που χάθηκε στο ίδιο βουνό πριν 24 χρόνια.

Αθήνα, ξημέρωμα 12ης Απριλίου 2022. Ο ορειβάτης και tattoo artist Ανδρέας Παπανδρέου επισκέπτεται το σπίτι του οικογενειακού του φίλου και σχοινοσυντρόφου Αντώνη Συκάρη. Αυτή την αγωνιώδη ώρα που οι άνθρωποί του περιμένουν νεότερα για την πορεία κατάβασής του από το Νταουλαγκίρι, θέλει να βρίσκεται στο πλευρό τους. Μόλις λίγες ώρες νωρίτερα προσπαθούσε να τον εμψυχώσει τηλεφωνικά. «Είσαι δυνατός, μπορείς να τα καταφέρεις, σε χρειαζόμαστε πίσω». Κάτι σκόρπια «ναι» κι «εντάξει» από την άλλη πλευρά του δορυφορικού πρόδιδαν την καταπόνηση του κορυφαίου Έλληνα αλπινιστή. Στο άκουσμα του μηνύματος που εστάλη από την κατασκήνωση βάσης ότι ο Σέρπα* συνεχίζει πλέον μόνος του, όλοι καταλαβαίνουν. Ο Αντώνης εξαντλήθηκε και παραδόθηκε στο βουνό. Επικρατεί μεγάλο μούδιασμα.

Ο Ανδρέας κλαίει. Δεν είναι η πρώτη φορά που βιώνει την απώλεια ενός κοντινού πολυαγαπημένου προσώπου στο συγκεκριμένο βουνό. Στο ίδιο περίπου υψόμετρο εθεάθη τελευταία φορά ζωντανός ο πατέρας του, την Πρωτομαγιά του 1998. Μάλιστα, αν ο Νίκος Παπανδρέου ζούσε, σήμερα θα είχε γενέθλια και θα γινόταν 68.

«Νομίζω ότι εκείνη τη στιγμή έκλαιγα και για τους δύο. Το συναίσθημά μου ήταν μπερδεμένο. Μιλούσαμε για τον Αντώνη αλλά εγώ ξαναζούσα την απώλεια του πατέρα μου. Ήμουν μόλις 16 όταν τον έχασα και στην πραγματικότητα δεν τον θρήνησα ποτέ. Βλέποντας τη μητέρα μου και τη μικρότερη αδερφή μου να κλαίνε, ένιωθα ότι πρέπει να αντέξω κι έτσι κάπως έβαλα τον εαυτό μου σε ρόλο προστάτη», λέει σήμερα στο Magazine, λίγο αφότου συμπληρώθηκαν 24 χρόνια από τον χαμό του Νίκου.

Ο Νίκος Παπανδρέου στο όρος Νταουλαγκίρι.


ΘΑΜΜΕΝΟΣ ΣΤΟ ΧΙΟΝΙ

Η μέρα που έμαθε ότι δε θα τον ξαναδεί δεν είναι κάτι που ξεχνιέται. Το σοκ που υπέστη ήταν μεγάλο. «Σαν να έσκασα με φόρα πάνω στον τοίχο χωρίς να το περιμένω». Ήταν άνοιξη και μόλις είχε επιστρέψει ανέμελος από διακοπές με φίλους στην Ανάβυσσο. Βρήκε όλη την οικογένειά του μαζεμένη στο σπίτι της γιαγιάς του, κάτω από το πατρικό του. Δε θυμάται τη μητέρα του ανάμεσά τους. Ένας θείος του του ζήτησε να καθίσει. «Δεν μπορώ να θυμηθώ ποιες λέξεις χρησιμοποίησε, αλλά ήταν σαν δυνατή σφαλιάρα. Κυριολεκτικά έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Μέχρι τότε δεν είχα προλάβει καν να εξοικειωθώ με την ιδέα του θανάτου. Ο μοναδικός άνθρωπος που είχε πεθάνει από το περιβάλλον μου ήταν ο 90χρονος παππούς μου».

Συνηθισμένος καθώς ήταν στην πολυήμερη απουσία του πατέρα του από το σπίτι, όπως το απαιτούσαν οι μεγάλες ορειβατικές αποστολές που έκανε τα τελευταία χρόνια, ο έφηβος Ανδρέας δυσκολευόταν πολύ να συνειδητοποιήσει. «Είναι αλήθεια; συνέβη όντως;» θα αναρωτιόταν για καιρό. «Κι αν ζει ακόμα;»

Όσο δε βρισκόταν η σορός του, η ελπίδα του αναπτερωνόταν. «Όταν δεν έχεις δει το νεκρό σώμα, είναι πολύ δύσκολο να το πιστέψεις. Πόσο μάλλον όταν δεν το έχει δει και κανείς άλλος. Για χρόνια πίστευα ότι μπορεί να έπεσε σε μια πλαγιά αλλά να σώθηκε. Ότι μπορεί να επέζησε, να βγήκε σε κάποιο χωριό του Νεπάλ, ίσως με αμνησία, αδυνατώντας να θυμηθεί ποιος είναι. Σε έναν τέτοιο χαμό όπου κανείς δεν ξέρει ακριβώς τι έχει γίνει, το μυαλό του ανθρώπου φτιάχνει σενάρια που φαντάζουν εξωπραγματικά».

Ο Ανδρέας Παπανδρέου.


Περνώντας ο καιρός, ο Ανδρέας αποδέχτηκε τον θάνατο του πατέρα του ενώ ταυτόχρονα ευχόταν να ήταν ακαριαίος ώστε να μην έχει πονέσει ή ταλαιπωρηθεί αβοήθητος σε μία τρύπα χιονιού. «Συχνά αναρωτιόμουν, ποια να ήταν άραγε η τελευταία του εικόνα;».

Αυτό που δεν παύει μέχρι σήμερα κάπως να περιμένει, ούτε και μπορεί βέβαια να αποκλείσει, είναι το ενδεχόμενο να «τον ξανασυναντήσει» αναλλοίωτο από τον πάγο.

«Πρόσφατα έμαθα από τον Συκάρη ότι το βουνό έχει ξεβράσει ένα πτώμα, το οποίο σκόπευε μάλιστα να πάει να το δει από κοντά στο κατέβασμα. Δυστυχώς δεν πρόλαβε. Αν δεν έχεις δικό σου άνθρωπο εκεί, δεν υπάρχει τρόπος να ενημερωθείς για κάτι τέτοιο. Μπορεί κάποια στιγμή να βρεθεί αλλά να μην το μάθω ποτέ. Υπάρχουν δεκάδες νεκροί σ’ αυτό το βουνό, δεν είναι εύκολο να ταυτοποιηθούν. Ενίοτε ψάχνω σχετικά στο ίντερνετ, κοιτάζω φωτογραφίες νεκρών που έχουν αναρτηθεί μήπως μπορέσω να τον αναγνωρίσω από τα ρούχα του, το κόκκινο μπουφάν που φορούσε».

Ο Νίκος κοιτάζει με κυάλια την κορφή του βουνού όπου λίγες ώρες αργότερα θα πεθάνει.


ΣΤΟΧΕΥΟΝΤΑΣ ΤΗΝ 7η ΥΨΗΛΟΤΕΡΗ ΚΟΡΦΗ ΤΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ

Οι πληροφορίες που έχει συγκεντρώσει για τη μοιραία Πρωτομαγιά του ‘98, προέρχονται κυρίως από τον Συκάρη, τότε αρχηγό της αποστολής. Από τους 7-8 συνολικά ορειβάτες που έφτασαν στο camp 1 (5.850m), τρεις πήραν πρώτοι την απόφαση να εξορμήσουν προς την κορυφή των 8.167 μέτρων. Ξεκινώντας από την τελευταία προωθημένη κατασκήνωση του camp 3 (7.200m) θα εξόπλιζαν τον παγετώνα για τους επόμενους. Κουρασμένοι αλλά δυνατοί και αισιόδοξοι ότι το Νταουλαγκίρι θα πατηθεί, μπροστά πήγε ο Μπάμπης Τσουπράς κι ακολούθησαν ο Δημήτρης Κάλλος κι ο Νίκος Παπανδρέου.

«Οι ορειβάτες που προπορεύονται τοποθετούν κάποια σταθερά σχοινιά πάνω στα οποία ασφαλίζονται και κινούνται οι επόμενοι. Ο πατέρας μου ανέβαινε τρίτος στη σειρά. Είχαν ξεπεράσει τα 7.000 μέτρα. Κάποια στιγμή ο Κάλλος άκουσε έναν έντονο ήχο συρσίματος, όπως ακούγονται στον πάγο οι αξίνες που κρατούσαν. Γύρισε πίσω να τσεκάρει τι έγινε. Όμως η απόσταση μεταξύ τους ήταν μεγάλη, δεν ήταν στα 5-10 μέτρα, κι έτσι δεν πρόλαβε να δει καθαρά. Όπως μου το έχουν περιγράψει, ο πατέρας μου εκείνη τη στιγμή διέσχιζε ένα βράχινο πέρασμα όπου το βουνό είχε πιάσει πολύ πάγο. Σε φάση αλλαγής στα σταθερά σχοινιά, μάλλον γλίστρησε κι έπεσε στον γκρεμό. Σκάλωσε κάπου το καρφί της μπότας; παραπάτησε; ένιωσε ξαφνική σκοτοδίνη λόγω υψομέτρου; Χίλια δυο μπορεί να έχουν συμβεί. Κανείς δεν ξέρει».

Τελευταίες φωτογραφίες του Νίκου Παπανδρέου. Στην πάνω αριστερά μαζί με τον Αντώνη Σύκαρη.


Για τον πεπειραμένο κι ακμαίο 44χρονο τότε Παπανδρέου που στόχευε για πρώτη φορά σε κορφή άνω των 8.000 μέτρων ήταν το δυσκολότερο και το πιο ενθουσιώδες εγχείρημα. Άλλωστε, εκείνα τα πρώτα πέτρινα χρόνια της ελληνικής ορειβασίας, τα Ιμαλάια ήταν από μόνα τους ένας μύθος. Η συστηματική προετοιμασία του περιλάμβανε πολύωρες συζητήσεις περί οργάνωσης με τα υπόλοιπα μέλη του Συνδέσμου Ελλήνων Ορειβατών Αθήνας κι έπειτα εξορμήσεις για προπόνηση σε εγχώρια βουνά. Παρατηρώντας την επιμέλεια με την οποία ο πατέρας του έσκυβε πάνω στον χάρτη ή τακτοποιούσε τα πράγματά του, το ένιωθε κι ο Ανδρέας ότι αυτό το ταξίδι ήταν πολύ σημαντικό.

«Αυτή είναι και η τελευταία εικόνα που έχω από εκείνον. Ήμασταν στο σαλόνι, είχαμε σκορπίσει κάτω όλα τα ορειβατικά του και τα φτιάχναμε. Και να σκεφτείς ότι αυτές οι τελευταίες στιγμές μαζί του υπάρχουν βιντεοσκοπημένες σε μια κάμερα που δεν έχω τολμήσει να ανοίξω έκτοτε».

Η τιμητική πλάκα που έφτιαξε ο Αντώνης Σύκαρης για τον Νίκο Παπανδρέου.


«ΕΤΣΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΤΟΝ ΘΥΜΑΜΑΙ»

Ο Νίκος Παπανδρέου γεννήθηκε στις 12 Απριλίου του 1954 και μεγάλωσε με τα λίγα στην Ανδραβίδα Ηλείας. Μετακόμισε σε νεαρή ηλικία στην Αθήνα όπου άρχισε να εργάζεται σε οικοδομές μέχρις ότου κατάφερε να στήσει από το μηδέν με τον αδερφό του τη δική τους κατασκευαστική εταιρεία. Παντρεύτηκε κι έκανε δύο παιδιά. Η ενασχόληση με το βουνό ήρθε μετά τα 30 του. Πρωτόγνωρο συνάμα κι εντυπωσιακό για την οικογένειά του που ανακάλυπτε μαζί του έναν άγνωστο κόσμο.

«Θυμάμαι ακόμη πόσο μεγάλα μου φαίνονταν τα ορειβατικά σακίδια και πόσο ωραία ήταν εκείνα τα πρώτα μποτάκια που του κάναμε δώρο. Μην κοιτάς σήμερα που ασχολούνται τόσοι άνθρωποι και δεν μας κάνει εντύπωση. Τέλη ‘80, αρχές ‘90 δεν άκουγες πολλούς να κάνουν ορειβασία. Τον θαυμάζω που ήταν αυτοδημιούργητος και κατάφερε, εκτός από τη δουλειά του, να ζήσει και το όνειρό του, να κάνει κάτι που τον γέμιζε. Παρότι μπήκε σχετικά μεγάλος σ’ αυτό, αφοσιώθηκε και κατάφερε να σταθεί σε πανύψηλες κορφές του κόσμου. Κίνα, Τανζανία, Ευρώπη. Δεν ξέρω από πού ξεκινούσε η τόλμη του αλλά ήταν σπουδαία. Με έμαθε ότι είναι σημαντικό να τη ζούμε τη ζωή μας. Το μέτρο το αποφασίζει ο καθένας για τον εαυτό του, δεν υπάρχει κανόνας».

Αν για κάτι είναι σίγουρος ο Ανδρέας ότι οφείλει στον πατέρα του, αυτό είναι η μύησή του σε ένα σύμπαν πολύ διαφορετικό απ’ όσα ήξερε μέχρι τότε. Περιγράφει την όλο και μεγαλύτερη επιθυμία που ένιωθε να τον ακολουθεί σε εκδρομές, ενώ το βουνό γινόταν σταδιακά κομμάτι του. «Φεύγαμε τα σαββατοκύριακα μαζί με άλλους ορειβάτες, ανακαλύπταμε παρθένα μέρη, κοιμόμασταν σε ξωκλήσια. Ήταν ένας άλλος ολόκληρος τρόπος ζωής, ενδιαφέρων και περιπετειώδης. Μάλιστα φορούσα συνέχεια ένα ζευγάρι παιδικές γκέτες που είχε ράψει ο πατέρας μου ειδικά για μένα, γιατί δεν υπήρχαν τότε στο νούμερό μου στο εμπόριο».

Ο Ανδρέας Παπανδρέου σε νεαρή ηλικία.

Αναβιώνοντας το δέος που αισθάνθηκε στα 12 του ανεβαίνοντας τον Όλυμπο, μιλάει για το αναπόδραστο της δικής του έλξης προς το βουνό. «Ήμασταν μια ομάδα, περισσότερο παρέα, άνδρες γυναίκες. Μαζί κι ο Συκάρης με τη σύζυγό του Πόπη. Κοντά τους μεγάλωνα τόσο ορειβατικά όσο και συναισθηματικά. Θυμάμαι είχαμε κάνει μια διαδρομή αρκετά δύσκολη τεχνικά, συνδυασμό πεζοπορίας, αναρρίχησης και ανάβασης. Παρόλο που ήμουν μικρός, η εμπιστοσύνη που μου έδειχναν με έκανε να πατάω γερά στα πόδια μου. Ένιωθα ένα τρομερό δέσιμο με τη φύση. Από τότε προτιμούσα να κάθομαι κάτω, γειωμένος, παρά σε καρέκλα. Αργότερα ήρθαν οι ορειβατικές κατασκηνώσεις, οικογενειακές διακοπές σε κάμπινγκ κι εκεί μετά τα 18 έλαβα εκπαίδευση αναρρίχησης και χειμερινού βουνού».

Ο Ανδρεάς είναι αυτός που έχει μείνει πίσω.


ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΜΕΝΟΥΝ ΠΙΣΩ

Ο Ανδρέας δε σταμάτησε ποτέ να επιστρέφει στο βουνό. Από τη μία επειδή προσπαθούσε να αποδείξει ότι ο θάνατος του πατέρα του δεν τον πτόησε, από την άλλη επειδή σκαρφαλώνοντας διατηρούσε την επαφή μαζί του. «Αρχικά ο χαμός του μου προκάλεσε μία τάση απομόνωσης και ταυτόχρονα ενίσχυσε την όρεξή μου για τα βουνά. Προτιμούσα να είμαι μόνος μου εκεί έξω, παρά με άλλους ανθρώπους. Προφανώς δεν μπορούσα ακόμη να καταλάβω πόσο θα μου στοίχιζε αυτή η απώλεια».

Στην ερώτηση αν είχε ποτέ κουβεντιάσει μαζί του για τον κίνδυνο που εγκυμονούν οι μεγάλες αποστολές ή ακόμη και για το απευκταίο, ο Ανδρέας απαντάει κατηγορηματικά.

«Κανείς στο σπίτι δε μιλούσε γι’ αυτό. Για μένα στην ηλικία που ήμουν τότε δεν υπήρχε καν η έννοια του κινδύνου. Ούτε σκεφτόμουν το ρίσκο, ούτε μπορούσα νομίζω να το συνειδητοποιήσω. Ήταν όλο πολύ γοητευτικό. Χάζευα τις φωτογραφίες και τα διαφόρων ειδών ενθύμια που έφερνε μαζί του απ’ τα ταξίδια, τον άκουγα να αφηγείται μοναδικές εμπειρίες από μακρινές χώρες ή να μιλάει για τους ανθρώπους διαφορετικών πολιτισμών που γνώριζε. Αυτά είναι που μένουν τελικά. Κι έπειτα, ούτε εγώ ούτε ο πατέρας μου ήμασταν ιδιαίτερα εκδηλωτικοί. Ακόμη κι αν υπήρχαν δεύτερες σκέψεις ή φόβοι, δεν το εξωτερικεύαμε. Ποτέ δε συζητήσαμε ευθέως περί κινδύνου. Ούτε του είπα κάτι ιδιαίτερο αποχαιρετώντας τον πριν φύγει για το Νταουλαγκίρι, παρότι είχα κάπως την πληροφορία ότι αυτό το βουνό έχει υψηλό ποσοστό θνησιμότητας. Όλοι το ξέραμε αλλά κανείς δε μιλούσε γι’ αυτό».

Αυτό είναι το ένα κρίμα που κουβαλά ο Ανδρέας μέχρι σήμερα. Ότι δεν εξέφρασε με λόγια την αγάπη, ίσως και την αγωνία του. Το άλλο είναι ένα βασανιστικό ερώτημα καταδικασμένο εξαρχής σε ανεπαρκείς απαντήσεις: Γιατί πήγε;

«Το πένθος που απώθησα στην εφηβεία επέστρεψε ακριβώς μια δεκαετία αργότερα, ανήμερα Πρωτομαγιάς, με τη μορφή κρίσης πανικού. Η ψυχοθεραπεία με βοήθησε να καταλάβω ότι εν μέρει αισθάνομαι αδικημένος που ο πατέρας μου διάλεξε το βουνό. Σαν να τον κατηγορώ δηλαδή μέσα μου που τον στερήθηκα. Και παράλληλα, ξέρω πόσο το ήθελε και τον θαυμάζω για όσα κατάφερε. Είναι σαν τις δύο διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος. Χαίρομαι που έκανε αυτό που ονειρευόταν γιατί ξέρω ότι έδινε τα πάντα για να το κάνει κι από την άλλη πιστεύω ότι το τελευταίο βουνό ήταν ένα μεγάλο ρίσκο που θα μπορούσε να είχε αποφύγει. Μπορεί σήμερα να τον θαύμαζα ακόμη περισσότερο αν είχε πει τότε όχι στην αποστολή και ήταν τώρα εδώ δίπλα μου να μου το εξηγήσει».

Αντώνης Σύκαρης και Ανδρέας Παπανδρέου.


ΚΑΠΟΙΑ ΒΟΥΝΑ ΘΑ ΜΕΙΝΟΥΝ ΑΠΑΤΗΤΑ

Αν και για αρκετά χρόνια ο Ανδρέας φλέρταρε έντονα με τη σκέψη της ανάβασης στο «Λευκό Βουνό» (ετυμολογικός ορισμός της λέξης Νταουλαγκίρι), ο ερχομός του παιδιού του τον συμφιλίωσε με την ιδέα ότι κάποιες κορφές θα παραμείνουν απάτητες από το δικό του πόδι.

Εξακολουθεί να συμμερίζεται το πάθος του ορειβάτη, ωστόσο αποφεύγει συνειδητά τα ρίσκα και πηγαίνει ως εκεί που θεωρεί ότι δεν κινδυνεύει. Εκτός από την ισορροπία που απαιτείται, ένα πράγμα θα χαρακτήριζε οπωσδήποτε αρετή για έναν ορειβάτη. Την ικανότητα να χαλιναγωγεί τον ενθουσιασμό που τον τραβάει προς την κορφή.

«Θέλει μεγάλη σύνεση και αυτοκυριαρχία όταν είσαι εκεί και τη βλέπεις, να μην παρασυρθείς από τη θέα υπερτιμώντας τις δυνατότητές σου ή τις αντικειμενικές συνθήκες. Το βουνό λειτουργεί σαν εθισμός. Άπαξ και ξεκινήσεις σου γίνεται έμμονη ιδέα, σα να ζεις μόνο γι’ αυτό. Κάθε κορφή είναι και μια νίκη απέναντι στον εαυτό σου. Προϋποθέτει ότι το μυαλό σου βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με το σώμα σου. Η κορφή δίνει στον ορειβάτη μία ικανοποίηση που δεν μπορεί να αντλήσει απ’ αλλού. Επιλέγει να τη φτάσει με κάθε ρίσκο, δίχως να τον νοιάζει αν θα πεθάνει. Στην πραγματικότητα, όμως, το ‘μανίκι’ δεν το τρώει αυτός που πεθαίνει, αλλά αυτός που μένει πίσω».

Ο Ανδρέας μετράει περισσότερα από 30 χρόνια που ανεβαίνει βουνά και θα συνεχίσει, πιστεύοντας μάλιστα ότι κι ο πατέρας του αυτό θα ήθελε. Η υψηλότερη κορφή του, όμως, είναι -και μάλλον θα παραμείνει- αυτή του Ολύμπου. Δε θα άντεχε να διαπραγματευτεί το χαμόγελο του γιου του επιχειρώντας να σταθεί στη «στέγη του κόσμου».

*Οι Σέρπα είναι ορεινός λαός του Νεπάλ και της πολιτείας Σικίμ της Ινδίας που έχουν αποκτήσει παγκόσμια φήμη ως οδηγοί-ορειβάτες και αχθοφόροι στα Ιμαλάια. Ήταν οι πρώτοι άνθρωποι που έφθασαν στην κορυφή του όρους Έβερεστ (1953), και του όρους Κ2 κατά τους χειμερινούς μήνες (2021)./ *Ακολουθήστε την ομάδα στη μνήμη του Θεοφάνη Ερμή Θεοχαρόπουλου για την εναέρια διάσωση. Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο της οικογένειας Παπανδρέου.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα