Αρχείο: Γιώργος Ι. Αλλαμανής/ 24 MEDIA LAB

ΤΡΕΙΣ ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΝΙΝΑΣ ΚΡΙΕΖΗ

Ένα χρόνο μετά την οριστική μετακόμιση της κορυφαίας στιχουργού σε ένα αρχοντικό του Πόρτο Λίλι ο Γιώργος Ι. Αλλαμανής ξεσκονίζει τα ράφια της έρευνάς του για το βιβλίο «Στον καιρό της Λιλιπούπολης» και φέρνει απ’ το χαρτί στο Magazine τρεις άγνωστες συνεντεύξεις και τρεις αθησαύριστες φωτογραφίες της Μαριανίνας Κριεζή (1947-2022) μαζί με ένα ποίημά της από το 2006 που δεν έχει μελοποιηθεί.

Τί δεν γνωρίζουμε για τη Μαριανίνα Κριεζή; Ούτε το όνομά της καλά καλά. Πόσοι ξέρουν ότι το Μαριανίνα έβγαινε από το Μαρία και Κατερίνα, τα ονόματα των γιαγιάδων της, με τα οποία τη βάφτισαν; Και ότι η ίδια γιόρταζε κάθε χρόνο της Αγίας Αικατερίνης, στις 25 Νοεμβρίου;

Το έργο της έχει ασφαλώς τη δύναμη να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Δεν εκτίθεται όμως ολόκληρο στο γλαυκό φως της εξιδανικευμένης Ύδρας, ας το πω έτσι, των παιδικών της χρόνων στα ξεθωριασμένα fifties. Πολλά κομμάτια του παζλ είναι μισοχωμένα στη λήθη.

Συνέβαλε και η ίδια σε αυτό, αποκηρύσσοντας σιωπηλά ό,τι είχε γράψει μέχρι τις 9.30 το πρωί της 19ης Δεκεμβρίου 1977, όταν μεταδόθηκε το παρθενικό επεισόδιο της εκπομπής «Εδώ Λιλιπούπολη» από το χατζιδακικό Τρίτο Πρόγραμμα. Στον λιγοστό «επί προσωπικού» δημόσιο λόγο της δεν ανέφερε ποτέ όσα πέταξε αμίλητη στη θάλασσα. Ανάμεσά τους ήταν οι δύο εφηβικές ποιητικές της συλλογές («Σχήματα και ρυθμοί» το 1961, «Τα παλιά ονόματα, τα παλιά δέντρα» το 1963), μικρά πεζογραφήματα, και ποιήματα δημοσιευμένα σε περιοδικά όπως η «Διάπλαση των Παίδων» και η «Νέα Εστία». Παράλληλα φρόντιζε να μην κοινοποιείται η λογοτεχνική μαθητεία και η νεανική προσωπική της σχέση με τον Οδυσσέα Ελύτη.

Είναι ίσως νωρίς ακόμη για να συγκεντρωθούν και να τεκμηριωθούν όλα αυτά, να συνυπολογιστούν. Για όσους τη γνωρίσαμε – εγώ λιγότερο από πολλούς – παραμένει σπάνιο κράμα ποιητικής φύσης, σκιερού βυθού, φουρτουνιασμένου πελάγους, εμμονής στη λεπτομέρεια και ακαριαίου χιούμορ. Παράλληλα ακροβατούσε πάνω από μια αβυσσαλέα κουνελότρυπα σαν της «Αλίκης στη χώρα των Θαυμάτων». Ta emoticons των fans δεν σκορπάνε τα σκοτάδια στις σπηλιές με τους προσωπικούς δαίμονες. Πόσο μάλλον που η Μαριανίνα είχε επιλέξει να μην αντικρίζει αυτάρεσκα την διασημότητά της κάθε πρωί στον καθρέφτη.

Ιδού λοιπόν, ακριβώς ένα χρόνο μετά την ανέκκλητη μετακόμιση στο Πόρτο Λίλι, τρεις ξεχασμένες συνεντεύξεις της από το μακρινό 1987, όταν η κλειστή σαν στρείδι στιχουργός διένυε μία περίοδο προσωρινής εξωστρέφειας λόγω της επιτυχημένης φιλοζωικής εκπομπής της «Μου το ‘πε ένα πουλάκι» στο Δεύτερο Πρόγραμμα. Μία συνέντευξη στην εφημερίδα «Βραδυνή της Κυριακής», από μία στα γυναικεία περιοδικά «Μία» και «Γυναίκα», συν τρεις απρόσμενες φωτογραφίες.


Η μοναδική φορά που η «Ραδιοτηλεόραση» πρόβαλε την πρώτη φιλοζωική εκπομπή στο ελληνικό ραδιόφωνο ήταν τη μέρα που βγήκε στον αέρα. Περιοδικό «Ραδιοτηλεόραση», τ.882, Σάββατο 10 Ιανουαρίου 1987 (Πηγή: Βιβλιοθήκη της Βουλής)

Ας αναλογιστούμε τη στιχουργική διαδρομή της Μαριανίνας μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ήταν ήδη δημοφιλής ο διπλός δίσκος με τραγούδια της Λιλιπούπολης (1980), ήδη επιδραστικό το LP «Σαμποτάζ» (1981), ήδη πανελλήνιο hit το τραγούδι «Σερενάτα» (1984) με την Αρλέτα και μόλις γινόταν πύραυλος άλλο ένα τραγούδι, το «Πάρε πασά μου» (1986) με την Ελένη Δήμου.

Παράλληλα, η σατιρική της πένα είχε δοκιμαστεί στα κείμενα της Λιλιπούπολης και σε επιθεωρήσεις της «Ελεύθερης Σκηνής». Και στο ραδιόφωνο είχε βρει το κοινό της με την εκπομπή «Το νυχτικό του πύργου», κάθε Δευτέρα βράδυ, πάλι στο Δεύτερο.

«Έγινα στιχουργός γιατί ήμουν φάλτσα» λέει στη δημοσιογράφο της «Βραδυνής» Έλενα Χατζηιωάννου, βγάζοντας και τίτλο για τη συνέντευξη. Δηλώνει μάλιστα μεταξύ σοβαρού και αστείου ότι επειδή δεν την άφηναν να τραγουδάει στις χορωδίες του σχολείου το ‘ριξε στη… στιχουργική.

Η Μαριανίνα πήγε στο Αμερικανικό Κολλέγιο Θηλέων, που τότε βρισκόταν στο Ελληνικό. Συμμετείχε στη λογοτεχνικές δράσεις των μαθητριών όπως φαίνεται από τα σταθερά δημοσιεύματά της, κάθε χρόνο, στο ενδοσχολικό περιοδικό «Sunny Days» από την πρώτη Γυμνασίου (σχολική χρονιά 1959-60) έως την αποφοίτησή της τον Ιούνιο του 1965.

Στη φωτογραφία της στη «Βραδυνή» μοιάζει πανευτυχής, αντικρίζοντας με ξύπνιο βλέμμα κατάματα τον φακό. Είναι από τον γάμο της με τον εκδότη Πέτρο Γαϊτάνο, τον Ιούλιο του 1986.

Η Μαριανίνα νύφη. «Βραδυνή της Κυριακής», 23 Αυγούστου 1987 (Πηγή: Αρχείο Πέτρου Γαϊτάνου)

«Πιστεύω ότι η αγάπη είναι μία. Ή αγαπάς οποιοδήποτε ζωντανό, ή τίποτα. Ο καθένας βέβαια πρώτα αγαπάει και προστατεύει τον όμοιό του. Σίγουρα πρέπει ν’ αγαπάς έναν άνθρωπο περισσότερο από ένα ζώο. Όμως δεν μπορεί να υπάρξει ζωή με την αντίληψη ότι ζωή είναι μόνο η ανθρώπινη» λέει. Διακρίνει όμως και τα σύνορα της φιλοζωίας με τη μισανθρωπία: «Από την άλλη πλευρά βέβαια όσο φρικτό είναι να λες αγαπάω τους ανθρώπους και σιχαίνομαι τα ζώα, το ίδιο φρικτό είναι να λες αγαπάω τα ζώα και σιχαίνομαι τους ανθρώπους. Δυστυχώς οι περισσότεροι φιλόζωοι έχουν αυτό το πρόβλημα».

Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από την άγνωστη (τότε) σύγκρουσή της με τον Μάνο Χατζιδάκι με αφορμή τον διπλό δίσκο της Λιλιπούπολης. Η Μαριανίνα πίστευε ότι το αποτέλεσμα «ήταν ωραίο για μια δεύτερη εκτέλεση, δεν ήταν το δικό μας πράγμα. Υπέροχο, αλλά δεν ήταν αυτό…». Κι όμως, δηλώνει ότι «Κανείς νέος άνθρωπος απ’ αυτούς που λένε «Πάει ο Χατζιδάκις, τελείωσε» για να πείσουν τον κόσμο ότι άδειασε η καρέκλα του και να καθίσουν αυτοί, δεν μπορεί να κάτσει στην καρέκλα του Χατζιδάκι».

«Εσύ δεν αισθάνεσαι ταλέντο;» τη ρωτάει η δημοσιογράφος.

«Ο άνθρωπος με ταλέντο είναι σαν ένας χείμαρρος που βγάζει ό,τι έχει να πει εύκολα και αβίαστα. Εγώ γράφω λίγο, δεν γράφω εύκολα. Αισθάνομαι λίγο επισκέπτρια σ’ αυτό το χώρο. Αν έγραφα την εποχή που κυριαρχούσαν οι μεγάλοι στιχουργοί, ο Γκάτσος, η Παπαγιαννοπούλου, δεν θα μπορούσα να σταθώ. Τώρα βέβαια στέκομαι με μισό δίσκο. Αν υπάρχει ένας άνθρωπος σήμερα που έχει βγάλει τις κεραίες του έξω από τη μετριότητα είναι η Λίνα Νικολακοπούλου. Δεν είναι προϊόν καμιάς εταιρείας. Κι αν γίνει κάτι στον σύγχρονο ελληνικό στίχο θα προέλθει από τη Λίνα» απαντά.

Ας σημειωθεί ότι η Κριεζή το λέει αυτό ένα χρόνο πριν το LP «Μαμά γερνάω» (1988) που απογείωσε τη στιχουργική καριέρα της Νικολακοπούλου.

Ο άνθρωπος με ταλέντο είναι σαν ένας χείμαρρος που βγάζει ό,τι έχει να πει εύκολα και αβίαστα. Εγώ γράφω λίγο, δεν γράφω εύκολα. Αισθάνομαι λίγο επισκέπτρια σ’ αυτό το χώρο.

Η επόμενη συνέντευξη δημοσιεύθηκε μόλις δέκα μέρες μετά, στις 2 Σεπτεμβρίου 1987. Στο σήμερα λησμονημένο γυναικείο περιοδικό «Μία» του ομίλου Κοσκωτά, η δημοσιογράφος Τασούλα Καραΐσκάκη έκανε ένα τρέχον ρεπορτάζ για το ραδιόφωνο με τον all weather τίτλο «Στη χώρα των ήχων». Πήρε τέσσερις μίνι συνεντεύξεις από τον Γιώργο Παπαστεφάνου, τον Γιάννη Πετρίδη, τη Ρηνιώ Παπανικόλα (1936 – 2001) και τη Μαριανίνα.

Προσοχή: η εποχή έχει ξαναφέρει δυναμικά το ραδιόφωνο στο προσκήνιο. Είμαστε ανάμεσα στην επιτυχία του Δευτέρου Προγράμματος των eighties υπό τη διεύθυνση της Σοφίας Μιχαλίτση (1936 – 2021) και τη μιντιακή έκρηξη της κατ’ ευφημισμόν «ελεύθερης» ραδιοφωνίας και τηλεόρασης.

«Για να βγει μια εκπομπή μαγική» δηλώνει η Μαριανίνα «πρέπει να έχεις τρελά κέφια και να πιστεύεις πρώτα εσύ στη μαγεία του ραδιοφώνου ώστε να τη μεταδόσεις στους άλλους. Μια εκπομπή «βγαίνει» ή πάλι χαλάει χωρίς τίποτα να έχει συμβεί. Η τεχνική του ραδιοφώνου είναι εύκολη, δεν έχεις πολλά να μάθεις. Πρέπει μόνο να αξιοποιείς σωστά το μέσο, τον ήχο. Ας πούμε η πρόζα στο ραδιόφωνο έχει μεγάλη ιδιαιτερότητα. Μέσα από τα λόγια του Κακού Γείτονα της εκπομπής μου θέλω να φαντάζεται ο ακροατής το σπίτι του, το ντύσιμό του, τις συνήθειές του, χωρίς αυτό να λέγεται, να περιγράφεται. Σε άλλα μέσα, στο θέατρο ή τον κινηματογράφο, αυτό δεν χρειάζεται γιατί υπάρχουν τα σκηνικά, τα ρούχα, τα βλέπεις, δεν χρειάζεται να τα φανταστείς».

Ογδονταρία, τσιγαράκι και χαμόγελα. Ηχογράφηση επεισοδίου της εκπομπής «Μου το ‘πε ένα πουλάκι». Από αριστερά η Μαριανίνα Κριεζή, ο «Κακός Γείτονας» Λάμπρος Τσάγκας και το μικρό τέρας, η κακομαθημένη κόρη του «Μπουλού», η ηθοποιός Νατάσα Ασίκη. Περιοδικό «Μία», τ.18, Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 1987 (Πηγή: Βιβλιοθήκη της Βουλής)

Εδώ δημοσιεύεται μια ωραία φωτογραφία με τη Μαριανίνα και δύο ηθοποιούς εν δράσει σε στούντιο του Ραδιομεγάρου ηχογραφώντας το «Μου το ‘πε ένα πουλάκι» το καλοκαίρι του 1987. Στο τραπέζι, μπροστά στα μικρόφωνα, εικονίζονται ο Κακός Γείτονας αυτοπροσώπως, δηλαδή ο Λάμπρος Τσάγκας (που υποδυόταν απολαυστικά και τον Παπαγάλο στη Λιλιπούπολη) και η Μπουλού, δηλαδή η Νατάσα Ασίκη που τα τελευταία χρόνια παίζει την Κρητικιά Πελαγία στην τηλεοπτική σειρά της ΕΡΤ1 «Τα καλύτερά μας χρόνια». Ο μόνος που λείπει είναι ο Καλός Γείτονας, τον οποίον υποδυόταν, ως φιλική συμμετοχή, ο εκ φύσεως ευγενέστατος και ες αεί πολιτισμένος άνθρωπος Γιώργος Παπαστεφάνου.

Η πιο ενδιαφέρουσα απ’ αυτές τις τρεις συνεντεύξεις του μακρινού 1987 είναι μάλλον η τρίτη. Δόθηκε στη δημοσιογράφο Χριστιάνα Σταματέλου στο περιοδικό «Γυναίκα» το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς. Στα κατάλοιπα της στιχουργού σώζεται ένα ισχνό δισέλιδο. Εντάξει, δεν θα περίμενε κανείς από τη Μαριανίνα που έλεγε «Εγώ δεν κρατάω τίποτα απ’ όσα έκανα, μη μου ζητάς Αρχεία, με βαραίνουν…» να είναι η Μεγάλη Βιβλιοθηκονόμος του εαυτού της. Ωστόσο ειδικά η «Γυναίκα» είναι περιοδικό-φάντασμα σε όλες της μεγάλες δημόσιες βιβλιοθήκες της Αθήνας, με αποκαρδιωτικά κενά σε τεύχη και χρονολογίες.

Κριεζή και Σταματέλου έστησαν ένα παιχνίδι. Παραμυθένιες οδηγίες έδωσε η στιχουργός στη δημοσιογράφο για να βρει το σπίτι της στο Ψυχικό. «Η κάθε πλευρά του κήπου βλέπει σε άλλη εποχή. Η είσοδος είναι από την πλευρά του χειμώνα, την ανατολική. Θα δεις εκεί να κάθονται πιγκουίνοι και φώκιες…»

Υποτίθεται ότι η δημοσιογράφος ξεκινάει, χάνεται και ρωτάει τους γείτονες. Για κακή της τύχη πέφτει στον Κακό Γείτονα της εκπομπής. Ο διάλογος τους είναι απολαυστικός, φτάνει μέχρι την εκκλησιαστική περιουσία και την… Κλειώ Δενάρδου. Και κλείνει με μια εμμονή για μυστικές παρακολουθήσεις που θυμίζει τον εξουσιοφρενή δήμαρχο Χαρχούδα της Λιλιπούπολης.

-Χριστιάνα: Με συγχωρείτε παρακαλώ, πού είναι ο κήπος της Μαριανίνας;

– Κακός Γείτονας: Τί τη θες;

– Χρ.: Είμαι δημοσιογράφος, έχουμε ραντεβού για μία συνέντευξη. Με περιμένει και μάλλον έχω κάνει λάθος στο νούμερο.

– Κ.Γ.: Μέσα έπεσες, νούμερο είναι και μεγάλο μάλιστα, αυτή η τρελή. Περί ποίου θέματος η συνέντευξις;

– Χρ.: Θα μιλήσουμε για τους στίχους, τα τραγούδια που γράφει, την εκπομπή της, τα ζώα. Πολλά έχει να πει κανείς μαζί της. Εσείς που είστε γείτονάς της θα το γνωρίζετε καλύτερα.

– Κ.Γ.: Ποιος σου είπε ότι μιλιόμαστε; Εγώ δεν έχω πάρε δώσε με τέτοιες φάτσες! (χαμηλώνοντας τη φωνή του) Ποιους στίχους μαμζέλ μου… Έχουν κανένα νόημα τα τραγούδια που γράφει; «Μπατίντα ντε κόκο» ή «Σερενάτα». Αηδίες! Ποιο είναι το μήνυμα αυτών των στίχων; «Πού να ‘ναι ο ίσκιος σου Θεέ, να ‘ρθω να γονατίσω», αυτό είναι τραγούδι! Δυνατός στίχος με περιεχόμενο, βάθος και προορισμό.

– Χρ.: Για ποιόν προορίζεται;

– Κ.Γ.: Για τον άνθρωπο ο οποίος προβληματίζεται! Εξ ου και το τραγούδι είναι διαχρονικό, πανανθρώπινο, πασχαλιάτικο, χριστουγεννιάτικο και προφητικό. Είδες τί κρίση περνάει η εκκλησία σήμερα! Όχι, θα αφήσω να μου βάλουν χέρι στην περιουσία μου!

[…]

– Κ.Γ.: Και κοίτα να δεις, δυνατά να μιλάτε για να σας παρακολουθώ ανέτως. Μπουλού, φέρε μου το σκαμνί παιδί μου. Ο πατέρας θ’ ανεβεί στον φράχτη για να κρυφακούσει μια συνέντευξη.

Ήταν η εποχή που στο σπίτι του Ψυχικού εκτός από τον σύζυγο Πέτρο κυκλοφορούσε και ο παπαγάλος «Πέτρος», επιθετικός και ζηλιάρης, που κάποτε κόντεψε να φάει το αυτί ενός δύσμοιρου οικογενειακού φίλου. Η Μαριανίνα είχε άλλη άποψη για το πουλί. Το άφηνε να κυκλοφορεί ελεύθερο, έπαιρναν παρέα το μπάνιο τους, θεωρούσε ότι τα βρήκανε μέσα από μια διαδικασία αμοιβαίας εξημέρωσης. Με αμφίβολο αποτέλεσμα, αλλά με πανίσχυρη συμβολική σημασία στο μυαλό της.

«Ο Πέτρος κάθεται στον ώμο μου και με φυλάει σαν ντόπερμαν» είπε η Μαριανίνα στη δημοσιογράφο Χριστιάνα Σταματέλου. Και ντύθηκε θεατρικά για να ποζάρει στον φακό μαζί με τον αυστηρό φτερωτό σωματοφύλακά της. Περιοδικό Γυναίκα», μέσα 1987. (Πηγή: Αρχείο Πέτρου Γαϊτάνου)

– Μ.Κ.: Αυτός ο παπαγάλος που βλέπεις, ο Πέτρος μου, δεν γεννήθηκε σε κλουβί. Γεννήθηκε στα δάση του Αμαζονίου όπου τον έπιασε κάποιος ιθαγενής και τον πούλησε σ’ ένα ναυτικό, όταν ήταν περίπου ενός έτους. Όταν τον πρωτόφερα στο σπίτι δάγκωνε, χτυπιότανε κι έβγαζε άγριες κραυγές. Του ‘βαλα κι εγώ το χέρι μου μέσα στο κλουβί του και του είπα «Φάε με. Δίκιο θα ‘χεις να με φας, ανήκω κι εγώ σ’ αυτούς που σου πήρανε τα δάση σου και την ελευθερία σου». Κι αυτός μου ‘κοψε δυο τρεις δαγκωνιές και μετά ανέβηκε στο χέρι μου. Μετά τον γύρισα στα δωμάτια και του είπα «Αυτό είναι τώρα το σπίτι σου». Από τότε, τον έχω ελεύθερο. Τώρα πια κι ανοιχτό παράθυρο να βρει, δεν μου φεύγει.

– Παπαγάλος: Γιατί δεν σου φεύγω, ε; Γιατί σ’ αγαπάω…

– Μ.Κ.: Πιο πολύ κι από τα δάση σου;

– Π.: Πιο πολύ.

-Μ.Κ.: Πιο πολύ κι από την ελευθερία σου;

-Π.: Πιο πολύ.

-Μ.Κ.: Κι όποιος πάει να με πειράξει;

– Π.: Θα του βγάλω τα μάτια!

[…] Μ.Κ.: Αυτό εδώ το πουλάκι μου ‘μαθε πως η αληθινή αγάπη είναι αποκλειστική και ζηλιάρικη και δεν υπάρχει λόγος να ντρέπομαι όταν νιώθω έτσι και να το κρύβω. Τελικά, δεν ξέρω ποιος από τους δυο μας εξημέρωσε τον άλλο.

Επόμενη σκηνή: τέλη 2006. Κυκλοφορεί το τεύχος 23 του περιοδικού με τον κάπως παράξενο για τους αμύητους τίτλο «Εναλλακτική Κτηνιατρική Κατά Φύσιν», έκδοση της Ελληνικής Κτηνιατρικής Ομοιοπαθητικής Εταιρείας (ΕΚΟΕ). Όχι στα περίπτερα, ούτε με τιμή αγοράς. Δωρεάν, χέρι με χέρι, σαν κυριακάτικο αντίδωρο σε μια ανήσυχη υποκατηγορία της κτηνιατρικής ανθρωπογεωγραφίας.

Περιοδικό «Εναλλακτική Κτηνιατρική Κατά Φύσιν». Η Μαριανίνα ήταν πιστή του αναγνώστρια. Η έκδοση ανεστάλη το 2011 μετά από δεκαετή κυκλοφορία. (τ.23, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2006, Αρχείο Κάκης Πριμηκύρη)

Στη Συντακτική Επιτροπή συμμετέχει η στενή φίλη της Μαριανίνας, η κτηνίατρος Κάκη Πριμηκύρη. Στο δισέλιδο 18-19 («Λογοτεχνικά κατά φύσιν») απλώνονται αναπαυτικά τέσσερα ποιήματα που δημοσιεύονται πρώτη φορά. «Χαρισμένα στο περιοδικό μαζί με την εκτίμηση και τον θαυμασμό μου» σημειώνει η ποιήτρια.

Τα τρία απ’ τα τέσσερα ήταν πρώτες γραφές που βρήκαν θέση, επανεπεξεργασμένες, σε μεταγενέστερα έργα. «Το νησάκι της φώκιας» και το «Σκληρό κεφαλοτύρι» έγιναν τραγούδια στη παράσταση «Ζέβρα πυτζάμα» (μουσική Διονύσης Τσακνής, θέατρο Badminton, 2014) και το «Καρό τραγούδι» φούσκωσε ωραία και μυρωδάτα σαν αλεύρι κι έγινε το βιβλίο «Ο Καρομυτόγκας» (εικονογράφηση Σοφία Ζαραμπούκα, Εκδόσεις Αιώρα, 2015).

Το τέταρτο ποίημα αναρτήθηκε μία φορά στο προσωπικό μπλογκ της Κάκης, δεν μελοποιήθηκε και παρέμενε μέχρι σήμερα ξεχασμένο στο χαρτί του κτηνιατρικού περιοδικού. Ήρθε η ώρα να μετακομίσει στο διαδικτυακό Αρχιπέλαγος.

«Σκόρος στο παλτό»

Ανοίγω τη ντουλάπα μου, τα ρούχα μου κοιτώ,

βλέπω το σκόρο που ‘τρωγε το μάλλινο παλτό.

Πήγε κάτι να μου πει

και κατάπιε ένα κουμπί


Δυο σκόροι, δυο σκορογιατροί έφτασαν στο λεπτό,

τον σκόρο εξετάσανε απάνω στο παλτό

και του είπε ο πιο παχύς:

«Σκόρε, μην ανησυχείς!


Για να στο βγάλω το κουμπί πριν κάνεις πυρετό,

ξεκόλλα τώρα απ’ αυτό το μάλλινο παλτό

να σε πάμε σηκωτό

σε μπουφάν μεταξωτό»


Κι έφυγαν οι σκορογιατροί και πάλι στο λεπτό

μα ξέχασαν τον ασθενή και πήραν το παλτό,

το παλτό μου το βαρύ

που ‘χει τρύπες σαν τυρί.

(Πρωτοδημοσιευμένο υλικό)

Αντί επιλόγου, ένα κενό. Ή μάλλον μια αρμαθιά από πολλά μικρά κενά, σαν αυτά που αξίζει να (απο)καλυφθούν καθώς θα απαλύνεται το πένθος και τα κατάλοιπα του έργου της Μαριανίνας Κριεζή θα αναμετρώνται με τον χρόνο.

Ιδού το ποίημα ο «Φράχτης» με τον σουρεαλιστή κλέφτη που κλέβει τα κενά απ’ τις σανίδες! Τα έβαλε μετά δίπλα δίπλα, ο αθεόφοβος, κι άνοιξε μια τεράστια τρύπα «σ’ ένα κτήριο φοβερό / τριαλαρί-λαρί-λαρό».

«Ο Φράχτης»

Είδα κάποτ’ ένα φράχτη που τον σκέφτομαι συχνά:

είχε όρθιες σανίδες και ανάμεσα κενά.


Κι ένας κλέφτης-αρχικλέφτης αρχιτέκτονας περνά,

του αφήνει τις σανίδες και του κλέβει τα κενά

και με τα κενά του φράχτη μια στοά, μια τρύπα φτιάχνει

σ’ ένα κτήριο φοβερό,

τριαλαρί-λαρί-λαρό.


Και τον κλέφτη κυνηγάει σε λαγκάδια και βουνά

η κυρία Πολιτσάι να τον πιάσει απ’ το γιακά του.


Τι τις θέλω τις σανίδες άμα δεν έχω κενά,

λέει κλαίγοντας ο φράχτης που τραβάει τα μαλλιά του

και φωνάζει κούι-κούι

μα ο κλέφτης δεν ακούει,


με λυμένα τα βρακιά

πήγε ή στην Αφρικιά

ή στη Νότια Αμερικούη.

(Πρωτοδημοσιευμένο υλικό).


Το έγραψε ο Γερμανός ποιητής και δοκιμιογράφος Κρίστιαν Μόργκενστερν (1871 – 1914), φιλάσθενος, πανέξυπνος, παραδοξολόγος και δημοφιλέστατος στον γερμανόφωνο κόσμο.

Ένας πατέρας και η μοναχοκόρη του το μετέφρασαν έμμετρα στα ελληνικά. Ο Υδραίος δικηγόρος, ειδικευμένος στα ναυτιλιακά και νομικός σύμβουλος του Γιάννη Λάτση, Κωστάκης Ι. Κριεζής (1913-2001) και η Μαριανίνα. Κυκλοφόρησε το 2000 απ’ τις προσεγμένες «Εκδόσεις Άμμος» του εκδότη Πέτρου Γαϊτάνου, συζύγου της Μαριανίνας.

«Είχε μια έφεση στις ξένες γλώσσες, μιλούσε αγγλικά και γαλλικά, αλλά και ισπανικά και ιταλικά. Ήξερε λίγα γερμανικά και τα τελειοποίησε όταν πήρε σύνταξη, αν το πιστεύεις. Ο πατέρας μου… Όλα τα καλά από εκεί έχουν έρθει στη ζωή μου» μου είπε η Μαριανίνα το καλοκαίρι του 2018 στην Ερέτρια, στη μονοκατοικία-σκήτη όπου είχε αποσυρθεί. Μονολογώντας, σχεδόν διαπερνώντας με, κοιτάζοντας απ’ την πόρτα του μικρού σαλονιού το αυγουστιάτικο φως.

Ο Γιώργος Ι. Αλλαμανής είναι δημοσιογράφος, ραδιοφωνικός παραγωγός και συγγραφέας των βιβλίων έρευνας «Φλου» (Εκδόσεις Οξύ, 2023), «Στον Καιρό της Λιλιπούπολης – η βιογραφία μιας ραδιοφωνικής εκπομπής» (Εκδόσεις Τόπος, 2022) και «Δίχως καβάτζα καμιά – βίος και πολιτεία του Νικόλα Άσιμου» (2000, υπό επανέκδοση).

Ακολουθήστε το News24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα
Exit mobile version