KASPER BOSMANS – ΕΝΑ ΘΟΛΟ ΒΛΕΜΜΑ ΓΙΑ ΤΑ ΖΩΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ ΒΑΛΕΙ ΣΕ ΚΛΟΥΒΙΑ
Μιλήσαμε με τον Βέλγο εικαστικό Kasper Bosmans με αφορμή την εντυπωσιακή τοιχογραφία του, “The Fuzzy Gaze” που αιχμαλωτίζει το βλέμμα του επισκέπτη στο ισόγειο του ΕΜΣΤ.
Μπροστά στην εντυπωσιακή τοιχογραφία του Kasper Bosmans στο ισόγειο του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ), ο θεατής βυθίζεται σε έναν κόσμο γεμάτο σύμβολα, μνήμες και υπόγειες αφηγήσεις. Ο καλλιτέχνης ξεδιπλώνει μια εικαστική γλώσσα που ιχνηλατεί τη σχέση ανθρώπου και ζώου, και “θυμάται” το βλέμμα που κάποτε ήταν κοινό και ισότιμο, πριν χαθεί πίσω από βιτρίνες, κλουβιά και φωτογραφικούς φακούς.
Το έργο του Bosmans “Το Θολό Βλέμμα” είναι ανάθεση του ΕΜΣΤ και αποτελεί προοίμιο και μέρος της μεγάλης ομαδικής έκθεσης “Why Look at Animals: A Case for the Rights of Non-Human Lives” – Γιατί να κοιτάμε τα ζώα; Δικαιοσύνη για τη μη-ανθρώπινη ζωή, που εγκαινιάζεται στις 15 Μαΐου.
Μέσα από συμβολισμούς, ιστορικές αναφορές, αλλά και ένα πικρό χιούμορ, ο Kasper Bosmans ανασυνθέτει το “θολό βλέμμα” που κάποτε μοιραζόμασταν με τα ζώα — προτού η σχέση αυτή μετατραπεί σε θέαμα, τουριστική ατραξιόν ή εμπορικό προϊόν.
Ο Kasper Bosmans είναι ένας από τους πιο συναρπαστικούς και πολυσχιδείς καλλιτέχνες της σύγχρονης ευρωπαϊκής σκηνής. Γεννημένος το 1990 στο Lommel του Βελγίου, ζει και εργάζεται μεταξύ Βρυξελλών και Άμστερνταμ.
Σπούδασε στην Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αμβέρσας και συνέχισε τις σπουδές του στο Ανώτερο Ινστιτούτο Καλών Τεχνών της Γάνδης (HISK). Ηταν ο νεαρότερος καλλιτέχνης στην ιστορία της σχολής που πήρε πτυχίο. Η ακαδημαϊκή εκπαίδευσή του συνέβαλε στην ανάπτυξη μιας διεισδυτικής και αναλυτικής προσέγγισης στην τέχνη, με έμφαση στην έρευνα και την αφήγηση.
Έχει ασχοληθεί με έργα ζωγραφικής, γλυπτικής, εγκαταστάσεις και σχέδιο, ενώ τα κόνσεπτ του συνδυάζουν στοιχεία λαογραφίας, μυθολογίας και ανθρωπολογίας, μέσα από μια παιχνιδιάρικη και queer ματιά.
Περπατάμε μαζί του στο ΕΜΣΤ όπου μας ξεναγεί στο έργο του “Θολό Βλέμμα” και μας λέει ότι αντλεί έμπνευση από οποιοδήποτε ερέθισμα, τον ενδιαφέρει η εραλδική (οικοσημολογία), και “ξεφυλλίζει” πολλά βιβλία σε online εφαρμογές – μιας και είναι η γενιά που αγάπησε το ίντερνετ.
Δουλεύοντας τις ιδέες για αυτή τη σπονδυλωτή σύνθεση 30 μέτρων, o Kasper έμεινε αρκετές μέρες για να κάνει την έρευνά του στην Αθήνα, και όπως μας είπε ερωτεύτηκε τα εκθέματα των μουσείων μας (λάτρεψε το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο) – και τα χρησιμοποίησε σαν έμπνευση για το τελικό έργο που απλώνεται μπροστά μας στο ισόγειο του ΕΜΣΤ.
Μπροστά στην τοιχογραφία του στο ΕΜΣΤ μοιάζει σαν μικρό παιδί, συνεπαρμένο από τις ιστορίες που αντηχούν μέσα στο πέρασμα του χρόνου.
“Why Look at Animals?” – Πώς έγινε η αρχή με το βιβλίο του John Berger;
Πηγή έμπνευσης και αφετηρία της πολυετούς έρευνας για τη δημιουργία της ομώνυμης έκθεσης στο ΕΜΣΤ αποτελεί́ το -δημοσιευμένο το 1980- επιδραστικό βιβλίο του John Berger, “Why Look at Animals?”. Ένα βαθιά ποιητικό δοκίμιο που διερευνά την αλλαγή στη σχέση μεταξύ ανθρώπων και ζώων μέσα από την ιστορία.
Μέσα από την παρατήρηση και τη στοχαστική γλώσσα του, ο Berger αποκαλύπτει πώς η ανθρώπινη ματιά μετατρέπει τα ζώα από συμμέτοχους του κόσμου μας σε αντικείμενα αναπαράστασης και ψυχαγωγίας – μια απώλεια που, κατά τον ίδιο, είναι πρωτίστως ηθική και υπαρξιακή.
Ποια είναι η σχέση μας με τα ζώα σήμερα; Πώς και γιατί έχουν τα ζώα περιθωριοποιηθεί στη σύγχρονη εποχή; Μπορούμε να συζητάμε για την κλιματική́ δικαιοσύνη και την προστασία του περιβάλλοντος και να παραλείπουμε τη μη ανθρώπινη ζωή από αυτή τη συζήτηση;
Αυτό το βιβλίο πήρε στα χέρια του και ο Kasper Bosmans για να δρομολογήσει τη σκέψη πάνω στην οποία θα “πατούσε” η τοιχογραφία του. Δεν ήταν και πολύ δύσκολο να βυθιστεί στο κόνσεπτ. Η σχέση των ανθρώπων με τα ζώα τον συνάρπαζε από την παιδική του ηλικία. Του άρεσε να παρατηρεί τους ανθρώπους, να κοιτάζουν τα ζώα.
“Ουσιαστικά, εικονογράφησα το κείμενο του John Berger” μας λέει. “Με κάλεσε η Κατερίνα Γρέγου, την οποία γνωρίζω εδώ και πολλά χρόνια, να κάνω μια παρέμβαση στον χώρο. Μου έστειλε το δοκίμιο του Berger το οποίο είχα διαβάσει πολύ παλιά, τότε που ακόμα δεν ήμουν αρκετά ευάλωτος ή έμπειρος για να με επηρεάσουν οι ποιότητές του. Η πρόσκληση είχε τη μορφή μιας ιδιότυπης φιλοξενίας-παραγωγής: ήρθα στην Αθήνα, έκανα μικρά έργα, σχεδίασα, έβγαλα φωτογραφίες, έκανα έρευνα, επισκέφτηκα επανειλημμένως το μουσείο, και άλλα μουσεία, και παράλληλα σχεδίασα το έργο.
Ήθελα η τοιχογραφία να μοιάζει με έναν περίπατο, μια πομπή — ένα ταξίδι μέσα στα στάδια που περιγράφει ο Berger, με σκοπό την εξερεύνηση της αλληλεπίδρασης ανθρώπου-ζώου, ειδικά μέσα από το αμοιβαίο βλέμμα. Από τα αριστερά προς τα δεξιά, η ροή είναι ανεστραμμένη και περπατάμε από το τέλος προς την αρχή. Αυτό προέκυψε με φυσικότητα, αλλά ίσως είναι πιο ελπιδοφόρο έτσι. Εξάλλου η τοιχογραφία αναπνέει τη δική της ζωή.”
Άλογα, αρκουδάκια, σκαντζόχοιροι, βάτραχοι και μάτια αιλουροειδών συνθέτουν ποικίλες σκηνές σε διάφορες συνθήκες (από οικιακούς χώρους έως αρένες τσίρκου) – τα ζώα αποκαλύπτονται ως σύντροφοι, διασκεδαστές και εμπορεύματα υποταγμένα και προσαρμοσμένα στις ανθρώπινες ανάγκες και επιθυμίες.
Ο ίδιος έχει δηλώσει ότι κάθε έργο του είναι σαν ένα κρεμμύδι, με πολλαπλά “στρώματα” που αποκαλύπτονται σταδιακά. Αυτά τα layers μας εξηγεί ο Kasper και το βλέμμα του φωτίζεται, αντιστρόφως ανάλογα με τον τίτλο του έργου, όταν περπατάει μπροστά από την τοιχογραφία στο ισόγειο του ΕΜΣΤ.
Τι σημαίνει λοιπόν αυτό το Θολό Βλέμμα “πίσω” από το έργο;
“Αυτό που με εντυπωσίασε ιδιαίτερα ήταν το πώς ο Berger περιέγραφε ένα ‘θολό βλέμμα’ – ένα βλέμμα που υπήρχε κάποτε ανάμεσα στους ανθρώπους και τα ζώα, πριν αρχίσουν να δημιουργούνται πόλεις, πριν να εγκατασταθούμε σε αυτές και πριν υπάρξει η δημοκρατία. Τότε που ήμασταν ακόμα κυνηγοί και τροφοσυλλέκτες, υπήρχε ένα είδος αμοιβαίας κατανόησης με τα ζώα, ένα βλέμμα αδιαφορίας. Πιστεύαμε ότι τα ζώα έκρυβαν κάποιο μυστήριο μέσα τους. Ήταν ένα είδος θαμπού βλέμματος ή αμοιβαίας αδιάφορης ματιάς, την οποία θεωρώ περισσότερο ένδειξη σεβασμού” μας λέει ο Kasper.
“Στο κείμενο του ο Berger, σιγά-σιγά με σιγουριά, ξεκινά να αποδομεί αυτές τις ματιές, και καταλήγει σε μια αρκετά απογοητευτική σκηνή. Είναι η σκηνή όπου έχουμε απομαγευτεί – έχουμε μεταφράσει και ξαναφορτίσει το μυστήριο του βλέμματος των ζώων με κάτι πολύ ρομαντικό, αλλά ταυτόχρονα απογοητευτικό.
Έχουμε συνηθίσει να έχουμε κατοικίδια και αυτά κατέληξαν να γίνουν λούτρινα ζωάκια ή χνουδωτά παιχνίδια. Έχουμε αφαιρέσει το νόημα και τη δύναμη των ζώων, τα στειρώσαμε, τα εκπαιδεύσαμε, τους μάθαμε κόλπα, τους αποδώσαμε ανθρώπινα συναισθήματα.
Έπειτα, ο γονιός πηγαίνει το παιδί στο ζωολογικό κήπο και νιώθει απογοήτευση, γιατί η αρκούδα δεν φέρεται σαν το λούτρινο αρκουδάκι και δεν έχουμε αυτή την τρυφερή σχέση μαζί της. Τα ζώα στον ζωολογικό κήπο δεν συμπεριφέρονται “φυσικά”, αλλά είναι αδιάφορα και ληθαργικά, πίσω από κάγκελα, σε αναπαραγωγικά προγράμματα, χωρίς ελευθερία. Δεν μπορούν να κυνηγήσουν. Μόνο να σε απογοητεύσουν.
Και το ‘θολό βλέμμα’ που κρύβεται πίσω από το γυαλί, αντικαθίσταται από πολύ υποκειμενικές κάμερες – ένα βλέμμα που πλέον ορίζεται από σίδερα.
Σήμερα τα ζώα μοιάζουν αδιάφορα μέσα από το τζάμι, μα αυτή η αδιαφορία παλιά είχε νόημα. Σαν άνθρωποι πριν εγκατασταθούμε σε πόλεις, η συνάντηση με ένα ζώο στη φύση είχε ένα συναρπαστικό “αδιάφορο” κοίταγμα. Δεν ήσουν θήραμα, δεν ήσουν απειλή – ήσουν κάτι ανάμεσα – υπήρχε μια συνύπαρξη γεμάτη μυστήριο, γιατί δεν υπήρχε ξεκάθαρη επικοινωνία.
Στα αρχαία μυθολογικά συστήματα – στη γερμανική παράδοση, ας πούμε – τα ζώα ήταν σύμβολα, χρησιμοποιούνταν για να εκφράσουν συναισθήματα, τραύματα. Ο υπέρτατος Σκανδιναβικός θεός Όντιν έσωσε τον κόσμο εκμηδενίζοντας τον πατέρα του και έχασε ένα μάτι στη μάχη. Το αντικατέστησε με δύο κοράκια που πετούσαν, έβλεπαν για λογαριασμό του και του ψιθύριζαν στο αυτί. Ήταν ένα είδος… προσθετικού οργάνου.
Αυτή η ερμηνεία του ζώου ως προέκταση του εαυτού – ως πολιτισμικό “προσθετικό” – είναι κάτι που ενσωματώνω στην τοιχογραφία. Και αυτό επεκτείνεται στα οικόσημα και τις ταυτότητες: το άλογο με τα χρώματα της οικογένειας, η συμβολική παρουσία του ζώου ως δύναμη, ως εκπρόσωπος. Μια μορφή ταύτισης. Κάποια άλογα φορούσαν χρώματα που αντιπροσώπευαν βασιλικούς οίκους. Η ταυτότητα στον καβαλάρη δινόταν και μέσω της εικόνας του ζώου του.”
Αναφορικά με την τεχνική διαδικασία παραγωγής της τοιχογραφίας, αλλά και την αγάπη του για τις τοιχογραφίες γενικότερα ο Kasper μας λέει:
“Έχω κάνει πολλές τοιχογραφίες, και απαιτούν τεράστια προετοιμασία. Πρακτικά, φτιάχνουμε στένσιλ που κόβονται με λέιζερ, στο σημείο της έκθεσης. Κάνουμε πρώτα το σχέδιο στον τοίχο, μετά το καλύπτουμε με διάφανη ταινία, το κόβουμε στο χέρι και το γεμίζουμε με χρώμα. Είναι μια πολύ απλή, επίπεδη τεχνική.
Ξεκίνησα να φτιάχνω τοιχογραφίες γιατί για μένα έχουν έναν θεσμικό συμβολισμό που συνδέεται με την περίοδο του Μεσοπολέμου — όταν οι άνθρωποι ήταν ταυτόχρονα ιδεαλιστές και βαθιά τραυματισμένοι. Εκείνη την εποχή έγιναν πολλές αναθέσεις τοιχογραφιών για δημόσιους χώρους. Μου αρέσει αυτή η αισθητική γιατί φέρει μια αίσθηση θεσμικού ιδεαλισμού. Επίσης μου αρέσει το γεγονός ότι μπορούμε να τις δημιουργούμε σε όλο τον κόσμο. Είναι μια διεθνής γλώσσα. Πολύ συγκεκριμένη, αλλά μπορείς να την υλοποιήσεις οπουδήποτε, χάρη στα σύγχρονα χρωματικά συστήματα.”
Ποια στοιχεία της τοιχογραφίας ξεχωρίζουν και πώς συνδέονται με τις επισκέψεις του σε ελληνικά μουσεία κατά την περίοδο της μελέτης για τη δημιουργία του έργου;
Αναφορικά με τις θεματικές επιρροές μου, βρίσκω ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην εραλδική. Είναι μια μορφή αναπαράστασης ταυτότητας, που εκπροσωπεί την ιστορία δυναστειών. Στην τοιχογραφία βλέπεις πώς τα άλογα είναι ντυμένα με τα χρώματα μιας οικογένειας — τα χρώματα ενός δυναστικού οίκου, όπως ο Οίκος των Αψβούργων ή των Μπραγκάνσα. Η ισχύς του οίκου μεταφερόταν και στις ιπποτικές μονομαχίες, αλλά και στις μάχες. Τα άλογα καλύπτονταν με μανδύες για να αναγνωρίζονται εύκολα στο πεδίο της μάχης, αλλά και για προστασία, για στοργή. Τελικά, οι ιππότες φορούσαν τα ίδια χρώματα με τα άλογά τους. Αυτή την κυριολεκτική οικειοποίηση της δύναμης του ζώου τη βρίσκω αρκετά ενδιαφέρουσα. Τα άλογα της τοιχογραφίας στο ΕΜΣΤ προέρχονται από εικόνες που συνέλεξα από τις συλλογές του Αρχαιολογικού Μουσείου, όπου πέρασα αρκετό χρόνο εξερευνώντας τα εκθέματα.
Και μετά, φυσικά, περνάμε στο πώς χρησιμοποιούμε τα ζώα ως ‘ζώα εργασίας’. Στο έργο μου στο ΕΜΣΤ θα δεις ένα χωράφι — ένα πολύ αφαιρετικό οργωμένο τοπίο – με έναν υποκειμενικό φράχτη που ορίζει κάποιο είδος επικράτειας. Τα γαϊδούρια του έργου είναι βασισμένα σε ζώα που είδα σε ένα κεραμικό αντικείμενο, επίσης στο Αρχαιολογικό Μουσείο.
Στην τοιχογραφία υπάρχει και ένας συνδυασμός ενός ασημένιου καθρέφτη από το Μουσείο και στον καθρέφτη βλέπεις ένα είδος ρόδου. Αυτό παραπέμπει χαλαρά σε μια ιστορία που συνιστώ ανεπιφύλακτα να διαβάσετε και λέγεται “Ο Χρυσός Όνος”. Είναι η ιστορία ενός νέου που μεταμορφώνεται σε γαϊδούρι και η μόνη θεραπεία είναι να φάει ρόδα. Μιλά για την πορεία της νιότης, την αναζήτηση της ταυτότητας — όπως και η εραλδική — και όλες τις περιπέτειες που περνά, που είναι ιστορίες μεταμόρφωσης, μαγείας και μυθολογίας. Θεώρησα ενδιαφέρον το να πάρεις δύο εικόνες από το ίδιο μουσείο και να τις ενώσεις, και έτσι να δημιουργηθεί κάτι άλλο.
Και ο τελευταίος πίνακας της τοιχογραφίας ενσωματώνει μοτίβα από κεντήματα του Μουσείου Μπενάκη. Βλέπεις τον τοίχο — σαν το τείχος μιας πόλης — και μετά υπάρχει ένα τοπίο, μια ασπίδα για προστασία, και έπειτα απλώς μια κλειδαρότρυπα.
Έχω φτιάξει τουλάχιστον 50 προσχέδια. Ήθελα οπωσδήποτε σχεδιαστικά να χρησιμοποιήσω σαν βάση ελληνικά άλογα, όπως απεικονίζονται σε αρχαιολογικά ευρήματα. Γι αυτό έψαξα στο Μουσείο Μπενάκη, στο Αρχαιολογικό, στο Βυζαντινό. Ήθελα να είμαι ενημερωμένος, όχι να αντιγράψω. Αυτό για μένα έχει κομβική σημασία — θέλω το έργο μου να εξελίσσεται βιωματικά, αλλά και να φέρει μέσα του τοπικά στοιχεία, ένα “couleur locale”.
Και τέλος, κατά την εγκατάσταση του έργου, όλοι οι συνεργάτες επηρέασαν το τελικό αποτέλεσμα. Οι φύλακες, το τεχνικό προσωπικό, όλοι με κάποιο τρόπο έβαλαν τη δική τους μικρή πινελιά. Και μου άρεσε πολύ αυτό, γιατί όλοι αυτοί είναι οι άνθρωποι που θα ζουν με το έργο.
Πηγαίνοντας πίσω στον χρόνο πότε συνειδητοποίησες ότι η τέχνη είναι ο μόνος τρόπος να υπάρχεις αυθεντικά;
“Δεν μπήκα ποτέ σε κάποιο δίλημμα. Από πάντα ήθελα να γίνω καλλιτέχνης. Έξι ετών στην πρώτη μου μετάληψη, στο καθολικό χωριό που γεννήθηκα, ανέβηκα σε ένα σκαμπό στην εκκλησία και με ρώτησαν τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω. Δήλωσα ότι θέλω να γίνω ζωγράφος (Kunstschilder, στα ολλανδικά, μεταφράζεται ως ζωγράφος τέχνης). Όλα τα κεφάλια γύρω μου τραντάχτηκαν από τα γέλια. Το βρήκαν ξεκαρδιστικό που δεν ήθελα να γίνω ποδοσφαιριστής, χημικός, φούρναρης ή αγρότης. Αυτή η αντίδραση με παρακίνησε περισσότερο να γίνω καλλιτέχνης.
Στο Βέλγιο, ο ρόλος του καλλιτέχνη έχει ευρεία κοινωνική αποδοχή, κυρίως λόγω της εθνικιστικής ανάδειξης της φλαμανδικής μεσαιωνικής και αναγεννησιακής τέχνης. Η καλλιτεχνική περίοδος από τον 13ο μέχρι τον 18ο αιώνα έχει σημασία για την εθνική ταυτότητά μας και το να είσαι καλλιτέχνης έχει όχι μόνο ποιητική, αλλά και πολιτική διάσταση. Με τον καιρό, ανακάλυψα ότι για μένα προσωπικά δεν είναι μόνο η κοινωνική βαρύτητα του ρόλου “καλλιτέχνης”, αλλά συνδέεται και με την αντίληψή μου για το queer.”
Συχνά λες ότι η δουλειά σου βασίζεται σε ένα “queer σύστημα”; Τι εννοείς;
“Πριν από μερικά χρόνια, ανακάλυψα ένα βιβλίο του θεωρητικού της αρχιτεκτονικής Aaron Betsky. Στο βιβλίο του «Queer Space», γραμμένο στα 90ς, περιέγραψε τα στοιχεία που συνθέτουν αυτό το “queer space”, τον ασφαλή χώρο ή την εφήμερη υποδομή. Εκεί όπου συγκεντρώνεις στοιχεία από την κοινωνία – όπως πχ σε ένα μουσείο – και τα συνθέτεις για να φτιάξεις έναν καθρέφτη του εαυτού σου. Μπορείς να γελάσεις με τον εαυτό σου, να τον κοροϊδέψεις, αλλά και να καλέσεις ανθρώπους για να παρουσιάσεις τον εαυτό σου. Και σκέφτηκα ότι ακριβώς αυτό κάνω με την τέχνη μου.
Συγκεντρώνω διαφορετικές ιστορίες, φέρνω πράγματα μαζί, τα ενώνω, για να καθρεφτίσω τον εαυτό μου και τον Άλλον. Κατάλαβα βιωματικά ότι το σύστημα που εφαρμόζω στην τέχνη μου είναι queer, μαζεύω στοιχεία από την κοινωνία, τα οποία ο κόσμος μπορεί να θεωρεί περιφερειακά, αλλά εγώ δεν μπορώ να τα ξεχάσω. Τα πρώτα συναισθήματα που είχα για κάποιον, με ώθησαν στο να εφεύρω τον εαυτό μου. Δεν είχα κανένα παράδειγμα. Καμία queer φιγούρα στην τηλεόραση να κοιτάξω. Όπως έκανε και η Τάλμποτ, έπρεπε να φτιάξω χίμαιρες. “Τέρατα”. Μια κατασκευασμένη ταυτότητα. Θεωρώ ότι η ιδέα ότι ένας καλλιτέχνης, αλλά και ένας άνθρωπος, έχει μια προσωπικότητα δοσμένη από τον Θεό είναι ανοησία. Είμαστε μια κατασκευή των πραγμάτων που μας περιβάλλουν και μας επηρεάζουν, όπως ένα κρασί καθορίζεται από το terroir του.”
Μιλώντας για queer – με το περιστατικό της επίθεσης στα έργα της Εθνικής Πινακοθήκης ακόμα νωπό – και με τις όλο και πιο συντηρητικές πολιτικές του Τραμπ να ανακοινώνονται κατά ριπάς, η ερώτηση για το μέλλον της τέχνης έρχεται με απόλυτη φυσικότητα στη συζήτηση.
“Είδα το περιστατικό στην Πινακοθήκη, θύμωσα, έχει χαθεί η λογική. Θεωρώ ότι υπάρχει μεγάλη δύναμη και δυναμικό στην “ευελιξία”. Γι αυτό και πρέπει να βασιστούμε στους queer, ακόμα και μέσα στην πολιτική. Κάθε μέρα κάποιος είναι σοκαρισμένος, απογοητευμένος και αντίθετος στην πιο απλή επιθυμία που είναι η αγάπη, η οικειότητα. Η queer ύπαρξη δεν έχει να κάνει με ατζέντες. Όσοι αντιτίθενται στην queer ατζέντα, πολεμούν την αγάπη. Δεν χρειαζόμαστε “χειραφέτηση των queer”. Χρειαζόμαστε χειραφέτηση της αγάπης και της ελευθερίας.
Επιπλέον, ονειρεύομαι την ημέρα που όλοι οι κοινωνικά περιθωριοποιημένοι καλλιτέχνες – οι queer, οι μαύροι – θα έχουν το δικαίωμα να είναι μέτριοι. Όχι να προσπαθούν συνεχώς να αριστεύουν για να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους. Η αριστεία για τους queer καλλιτέχνες ή τους μαύρους καλλιτέχνες έχει γίνει βάρος. Σημαντική επίσης είναι η φροντίδα της ψυχικής υγείας. Είναι πολιτική άποψη να μην γίνεις ψυχωτικός. Να έχεις την ελευθερία να μη διαλέγεις στρατόπεδο, να σου επιτρέπεται να συζητάς με όλους. Η ευελιξία είναι σήμερα το πιο ριζοσπαστικό στοιχείο που μπορείς να έχεις.”
Έχοντας κάνει μια απίστευτη καλλιτεχνική στάση στην Ιαπωνία – και φυσικά μετά το “Θολό Βλέμμα” στο ΕΜΣΤ – ποια είναι τα επόμενα σχέδιά του Kasper;
“Φεύγω άμεσα για Πορτογαλία όπου θα στήσω μια άλλη τοιχογραφία, κατόπιν Νάπολη και παράλληλα προετοιμάζω μια έκθεση στη Gladstone Gallery στη Σεούλ. Η Ιαπωνία ήταν ένα ταξίδι σε άλλο πλανήτη. Έζησα το hanami, όπου οι Ιάπωνες απολαμβάνουν την εφήμερη ομορφιά των λουλουδιών, τα υπέροχα άνθη της κερασιάς. Εκεί, το πέρασμα του χρόνου καταγράφεται με αξιοθαύμαστη ακρίβεια. Οι Ιάπωνες δεν έχουν τέσσερις εποχές, αλλά 70 ή 90. Και κάθε μία έχει το δικό της όνομα, υπέροχα περιγραφικό και λεπτομερές.
Η φύση εκεί γίνεται αντικείμενο παρατήρησης με ποιητική διάθεση και η τέχνη δεν διαχωρίζεται από τη δεξιοτεχνία. Όλοι – επιμελητές, συλλέκτες – αγγίζουν τα έργα με προσοχή. Τα κρατάνε στα χέρια τους. Είναι τέχνη και χειροτεχνία μαζί. Όσα έζησα άλλαξαν πολύ τον τρόπο που σκέφτομαι τα έργα μου. Σαν καλλιτέχνης μου αρέσει να δουλεύω με τους ίδιους τεχνίτες για μεγάλο χρονικό διάστημα και τα πρότυπά τους με επηρεάζουν.
Για παράδειγμα, δουλεύω 15 χρόνια με τον ίδιο χαλκουργό. Μου είπε κάποια στιγμή: «Το προηγούμενο έργο σου ήταν πιο πολύ ‘εσύ’. Το ονειρεύτηκα». Ενθουσιάστηκα. Αυτή η αλληλεπίδραση με τους ανθρώπους έχει γίνει για μένα ανεκτίμητη. Όπως ακριβώς και η συνεργασία για το έργο μας στο ΕΜΣΤ. Αυτές οι ζωντανές σχέσεις διαμορφώνουν καταλυτικά το έργο μου.”
KASPER BOSMANS: THE FUZZY GAZE / ΤΟ ΘΟΛΟ ΒΛΕΜΜΑ
3 Απριλίου 2025 – 15 Φεβρουαρίου 2026
EMΣΤ In Situ – ΦΟΥΑΓΙΕ