ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ SOCIAL MEDIA, ΟΙ ΜΑΥΡΕΣ ΓΑΤΕΣ ΟΔΗΓΟΥΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ
“Σύμφωνα με έρευνες, το να γίνεις διάσημος είναι πλέον το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο. Πριν μερικά μόλις χρόνια ήταν μόλις η 18η προτεραιότητα”.
«Κάθε μία από τις πράξεις μας κατά τη διάρκεια της ημέρας, σε όλο το φάσμα της οικιακής ζωής μας θα καταγράφεται στιγμιαία … Το βράδυ, θα καθόμαστε και θα σαρώνουμε τα στιγμιότυπα της ζωής μας, τα οποία θα επιλέγονται προσεκτικά από έναν υπολογιστή εκπαιδευμένο ώστε να διαλέγει μόνο τα καλύτερα προφίλ μας, τους πιο πνευματώδεις διαλόγους μας, τις πιο συγκινητικές εκφράσεις μας όπως έχουν καταγραφεί μέσα από τα πιο ευγενικά φίλτρα. Αυτά μετά θα τα συνδέουμε δημιουργώντας μία αναπαράσταση της ημέρας.
Ανεξάρτητα από τη θέση μας στην οικογενειακή ιεραρχία, ο καθένας από εμάς μέσα από την ιδιωτικότητα των ολόδικών μας δωματίων θα είναι το αστέρι, ο κεντρικός χαρακτήρας, ο πρωταγωνιστής σε ένα διαρκώς εξελισσόμενο οικογενειακό έπος, με τους γονείς, τους συζύγους, τις γυναίκες και τα παιδιά να υποβιβάζονται αναλόγως σε έναν κατάλληλο δευτερεύοντα ρόλο…»
J.G. Ballard, «The Intensive Care Unit», Vogue, 1977
Tα social media ήρθαν με την υπόσχεση ότι θα φέρουν τους ανθρώπους πιο κοντά. Όμως σχεδόν 20 χρόνια μετά, ο κόσμος μας μοιάζει πιο μοναχικός από ποτέ. Τι έχει συμβεί;
Σκρολ είναι η κίνηση με το δάκτυλο πάνω στην οθόνη του κινητού όπου ο χρήστης των ψηφιακών πλατφορμών παρακολουθεί μία ροή αναρτήσεων χωρίς τέλος να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια του. Ο χρόνος μπορεί να περνά μονότονα καθώς κάνω επαναλαμβανόμενα την χαρακτηριστική κίνηση με το δάκτυλο στην εξατομικευμένη ροή που καθορίζει ο αλγόριθμος των εταιρειών. Ανθρωποι και εταιρείες προσπαθούν να παρουσιάσουν το υλικό τους με έναν τρόπο που θα με κάνει να αισθανθώ ότι αξίζει να ξοδέψω χρόνο πάνω τους και να πατήσω like: πρόκειται για μία παράταξη στοιχείων που στόχο έχει να τραβήξει την προσοχή μου. Το πετυχαίνει. Το βλέμμα μου παραμένει προσηλωμένο στην οθόνη.
Οι εποχές όπου η επικοινωνία των ανθρώπων γινόταν μέσω τηλεφώνων που συνδέονταν με καλώδια μοιάζουν τόσο μακρινές. Τότε, η επικοινωνία γινόταν σε σταθερά σημεία, σε σπίτια ή σε θαλάμους που υπήρχαν για να μπορούν οι άνθρωποι να επικοινωνούν, εφόσον υπήρχε ανάγκη, και από εκεί και πέρα δεν υπήρχε περαιτέρω δυνατότητα επαφής με όποιον ήθελε να έρθει σε επικοινωνία μαζί μας. Έτσι, αυτό που είχε σημασία περισσότερο ήταν αυτό που βρισκόταν στο πολύ κοντινό περιβάλλον μας. Αυτό που είχε περισσότερο σημασία ήταν αυτό που συνέβαινε στη στιγμή, στο σημείο όπου βρισκόμασταν, το εδώ και τώρα.
Ακόμη και οι εποχές όπου τα κινητά τηλέφωνα ήταν αυτό ακριβώς, δηλαδή, τηλέφωνα τα οποία μπορούσαμε να κουβαλήσουμε μαζί, μοιάζουν πια μακρινές. Με αυτές τις συσκευές, ο καθένας μπορούσε να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους του κοντινού του περιβάλλοντος, όπου και αν βρισκόταν – αρκεί να υπήρχε σήμα, μπαταρία και μονάδες στο κινητό – αλλά μόνο μέσω συγκεκριμένων γραπτών μηνυμάτων ή τηλεφωνικής επικοινωνίας. Είχαμε διαρκής πρόσβαση στην επικοινωνία, όμως μόνο με τους ανθρώπους στους οποίους είχαμε δώσει τον αριθμό του τηλεφώνου μας.
ΟΙ ΑΛΛΑΓΕΣ ΠΟΥ ΕΦΕΡΕ ΤΟ IPHONE
Το iPhone δεν ήταν απλά ένα κινητό τηλέφωνο, ήταν μαζί και υπολογιστής, και κάμερα, που κατέγραφε εικόνα, βίντεο και ήχο. Τώρα, όχι μόνο μπορούσε κάποιος να επικοινωνήσει μαζί μας από οπουδήποτε κι οποιοδήποτε στιγμή αλλά μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε και με πολλούς άλλους τρόπους. Άρχισαν να εμφανίζονται μία πλειάδα προγραμμάτων που ήταν ειδικά κατασκευασμένα για χρήση μέσω «έξυπνων» κινητών, από την άμεση και γρήγορη επεξεργασία των φωτογραφιών που έπαιρνες μέσω του κινητού, την δυνατότητα κλήσεων με βίντεο, την δυνατότητα να λαμβάνουμε email οποιαδήποτε στιγμή, την δυνατότητα να είμαστε διαρκώς συνδεδεμένοι με τα κοινωνικά μέσα, να λαμβάνουμε διαρκώς ενημερώσεις και να έχουμε τη δυνατότητα διαρκώς να αναρτούμε νέο υλικό, να κάνουμε live streaming.
Σήμερα, το Instagram έχει πάνω από 2 δισεκατομμύρια χρήστες σε μηνιαία βάση, το YouTube περίπου 2,7 δισεκατομμύρια χρήστες, ενώ το Facebook έχει αντιστοίχως τρία δισεκατομμύρια χρήστες. Όμως το πιο γρήγορα αναπτυσσόμενο κοινωνικό μέσο είναι το TikTok, το οποίο προτιμούν οι νεότερες γενιές.
Στο TikTok, οι χρήστες μετατρέπονται κυρίως σε δημιουργούς υλικού. Μαθαίνουν πώς να δημιουργούν με τα κινητά τους, χωρίς κόστος, σύντομα εθιστικά βίντεο με στόχο, όχι κάποιους φίλους ή γνωστούς – όπως συνέβαινε στην αρχική περίοδο των social media – αλλά όλο και παραπάνω για ένα ευρύτερο κοινό, για αυτούς τους εκατοντάδες εκατομμύρια άγνωστους που αποτελούν τους χρήστες των κοινωνικών μέσων, τους εν δυνάμει followers στους οποίους επιθυμούν να απευθυνθούν με βίντεο που δημιουργούν με σκοπό το virality… Η πλειοψηφία αυτού του υλικού παράγεται μέσω της χρήσης έξυπνων κινητών.
Κι έτσι, από την εποχή του σταθερού τηλεφώνου όπου η επικοινωνία περιοριζόταν μεταξύ φίλων και συγγενών και δεν υπήρχε κάτι άλλο να μας αποσπάσει από αυτό που συνέβαινε στον φυσικό κόσμο, μέσα σε ένα διάστημα μικρότερο των 20 ετών έχουμε περάσει πια στην εποχή όπου η επικοινωνία είναι κάτι πολύ ευρύτερο, είναι μέρος μίας ψηφιακής ταυτότητας που κατασκευάζουμε, ενός εικονικού δίδυμου που παίζει έναν ολοένα και πιο σημαντικό ρόλο στη ζωή μας.
Ζούμε στην εποχή των έξυπνων τηλεφώνων και των κοινωνικών μέσων, όπου ο κάθε ένας που επικοινωνεί είναι πλέον και εν δυνάμει παραγωγός υλικού. Υλικό που παράγεται για να απευθυνθεί κυρίως σε ανθρώπους που δε γνωρίζουμε, που μπορεί να βρίσκονται πολύ μακριά από τον τόπο που ζουμε, με τους οποίους πλέον συνδεόμαστε, επικοινωνούμε, ανταλλάσσουμε απόψεις ψηφιακά. Αναγνωρίζουμε τους εαυτούς μας ως τους κεντρικούς χαρακτήρες μιας ζωής που οφείλουμε να μοιραστούμε με τους άλλους.
ΑΠΟ ΤΑ CHATROOMS ΣΤΑ CHAT BOT ΤΕΧΝΗΤΗΣ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗΣ
Η προέλευση του όρου «κοινωνικά μέσα» δεν είναι απολύτως ξεκάθαρη.
Ως όρος έκανε την εμφάνισή του στα τέλη της δεκαετίας του ’90 καθώς το ίντερνετ μετατρεπόταν από χώρος αρχειοθέτησης υλικού σε ένα χώρο πολύ περισσότερο διαδραστικό.
Η έλευση των άμεσων μηνυμάτων, η δημιουργία των πρώτων φόρουμ και των δωματίων συζήτησης (chatrooms) όπου οι άνθρωποι αντάλλασσαν απόψεις ή απλά μιλούσαν μεταξύ τους, αποτύπωσαν αυτή τη ριζική αλλαγή.
Τη δεκαετία του 2000 ιστότοποι όπως το Friendster και το MySpace διαμόρφωσαν ένα νέο τρόπο επικοινωνίας. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κυρίαρχησαν ως χώροι διασύνδεσης με άτομα που γνωρίζαμε στην πραγματική ζωή. Όμως σε αντίθεση με το σήμερα, για να μάθουμε τα νέα τους, έπρεπε να επισκεφθούμε τις σελίδες στο προφίλ τους. Το Facebook και το Instagram τα άλλαξαν όλα αυτά.
Η πρώτη σημαντική αλλαγή ήρθε όταν οι ενημερώσεις για το τι έκαναν οι κοντινοί ή οι μακρινοί φίλοι μας άρχισαν να φτάνουν αυτόματα, σε μία προσεκτικά καθορισμένη ροή.
Τότε ακόμα όλα έμοιαζαν σχετικά αθώα, και το μήνυμα της εταιρείας ότι «το Facebook ήρθε για να κάνει τον κόσμο πιο ανοικτό και συνδεδεμένο» έμοιαζε αληθινό.
Υπήρχε μία διάχυτη αισιοδοξία ότι η αύξηση της συνδεσιμότητας των ανθρώπων θα ενδυνάμωνε και τις πραγματικές κοινότητες και ότι εν τέλει θα ήταν καλή για το κοινωνικό σύνολο και θα συντελούσε στην πιο εύρυθμη λειτουργία της Δημοκρατίας αφού θα αύξανε τη δυνατότητα ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων – πιο άμεσα, πιο κατανοητά και πιο αποτελεσματικά. Όμως καθώς τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μεγάλωναν, η εκφραζόμενη αισιοδοξία σιγά – σιγά άρχισε να υποχωρεί.
Οι πολιτικές συζητήσεις έγιναν όλο και πιο θυμωμένες, οι θεωρίες γινόταν όλο και πιο ακραίες, οι βίαιες ιδεολογίες έβρισκαν όλο και περισσότερους ακόλουθους. Γινόμασταν περισσότερο ακόλουθοι και μέλη φυλών, περισσότερο διψασμένοι για αποδοχή, λιγότεροι ικανοί να συζητήσουμε.
Η αλλαγή δεν έγινε από τη μία μέρα στην άλλη.
Στην αρχική τους μορφή το Myspace ακόμη και το Facebook αποτελούσαν χώρους σύνδεσης με φίλους. Μπορεί μεν μέσω αυτών να παρουσιάζονταν – όπως περίπου και σήμερα – προσεκτικά επιμελειμμένες εκδοχές της ζωής και του εαυτού μας – και αυτό ήταν ένα πρώτο προβληματικό σημάδι – όμως δεν λειτουργούσαν με τρόπο ενισχυτικό προς τον φθόνο και την οργή.
Οι αλλαγές που ξετυλίχθηκαν σταδιακά έγιναν – σύμφωνα με τις εταιρείες – για να βελτιώσουν την εμπειρία των χρηστών αλλά στην πραγματικότητα αυτό που βελτίωσαν ήταν την εθιστική λειτουργία των κοινωνικών μέσων και τον χρόνο που εμείς ως χρήστες ξοδεύουμε σε αυτά.
Η πρώτη σημαντική αλλαγή αποτυπώθηκε στο Twitter το 2006 όταν καθιέρωσε μία συνεχή ροή ενημερώσεων με σύντομες αναρτήσεις των 140 χαρακτήρων. Λίγους μήνες μετά και το Facebook καθιέρωσε μία παρόμοια μορφής λειτουργία δίχως όμως τον περιορισμό των λέξεων.
Η έλευση του iPhone το 2007, εκτόξευσε την επιρροή των κοινωνικών μέσων αφού πλέον η πρόσβαση σε αυτά δεν περιοριζόνταν στους υπολογιστές που βρισκόνταν σε κάποιο σταθερό σημείο – συνήθως στο σπίτι μας ή σε κάποιο γραφείο ή βιβλιοθήκη – αλλά μπορούσε να πραγματοποιηθεί από παντού, αρκούσε απλά να κοιτάξουμε το κινητό στην παλάμη μας, αυτό που κουβαλούσαμε καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας διαρκώς μαζί μας. Μέσω των iPhone μπορούσαμε επίσης να τραβήξουμε μία φωτογραφία και να την ποστάρουμε άμεσα στο λογαριασμό μας. Έτσι, κάθε στιγμή στον φυσικό κόσμο μετατράπηκε σε στιγμή που μπορούσε να μετατραπεί σε υλικό που θα μπορούσαμε να μοιραστούμε με τον υπόλοιπο κόσμο, ψηφιακά.
Το 2009, η Facebook πήρε μία απόφαση που εκτόξευσε την εθιστικότητα. Πρόσθεσε το κουμπί «Like», δημιουργώντας για πρώτη φορά μια δημόσια μονάδα μέτρησης για τη δημοφιλία του περιεχομένου που αναρτούσε ο χρήστης. Για πρώτη φορά μπορούσαμε και ως χρήστες να εκφράσουμε με ορατό τρόπο προς τους άλλους χρήστες την προτίμησή μας για αυτό που βλέπαμε στην οθόνη μας. Γίναμε κριτές και κρινόμενοι. Οι αναρτήσεις απόκτησαν αντικειμενική, μετρήσιμη αξία. Η αξία ορίζεται από τον αριθμό των likes.
Κάθε στιγμή της πραγματικής ζωής μπορούσε πλέον να αποκτήσει ένα νουμερικό αποτύπωμα της αποδοτικότητάς και επιρροής της στις ζωές των άλλων.
Η ΕΠΕΛΑΣΗ ΤΟΥ ΑΛΓΟΡΙΘΜΟΥ
Στη συνέχεια η ίδια εταιρεία πρόσθεσε μια άλλη καινοτομία: έναν αλγόριθμο που καθόριζε ποιες αναρτήσεις θα έβλεπε ένας χρήστης, με βάση την προβλεπόμενη πιθανότητα αλληλεπίδρασης του με μια συγκεκριμένη ανάρτηση και το virality της ανάρτησης. Αυτή η καινοτομία μετάτρεψε κάθε ροή σε εξατομικευμένη ροή, με στόχο πάντα την όσο μεγαλύτερη παραμονή του χρήστη στις ψηφιακές πλατφόρμες.
Η αλγοριθμική ταξινόμηση του περιεχομένου στο News Feed εξαφάνισε την όποια αξιοπιστία ως κριτήριο για την εμφάνιση μίας ανάρτησης στη ροή. Οποιαδήποτε ανάρτηση από οποιονδήποτε χρήστη, ανεξαρτήτως τι αναφερόταν σε αυτή, μπορούσε να παραμείνει στην κορυφή της ροής και να γίνει viral, αρκεί να προκαλούσε την αυξημένη εμπλοκή μας. Μοναδικό ουσιαστικό κριτήριο ήταν η ευρύτητα της αποδοχής της.
Οι «ψεύτικες ειδήσεις» άνθισαν σε αυτό ακριβώς το περιβάλλον, σε μία οικονομία όπου μετασχηματιζόταν και βασιζόταν όλο και παραπάνω στην κατάκτηση της προσοχής. Σε αντίθεση όμως με μία εφημερίδα που έχει επιπτώσεις όταν δημοσιεύει ψεύτικες ειδήσεις, στις ψηφιακές πλατφόρμες, η ευθύνη μεταβιβάστηκε στο άτομο – χρήστη, που είναι ο παραγωγός του υλικού, ακόμη και αν η εταιρεία επέτρεπε τη διάδοση του υλικού στα πλαίσια της ανάγκης της για virality που αυξάνει την κερδοφορία της.
Λίγο αργότερα, το 2009, το Twitter έκανε επίσης μια σημαντική αλλαγή: Πρόσθεσε το κουμπί «Retweet»!
Μέχρι τότε, οι χρήστες έπρεπε να αντιγράψουν και να επικολλήσουν παλαιότερα tweets στις ενημερώσεις των λογαριασμών τους, ένα μικρό εμπόδιο που έδινε ένα περιθώριο μερικών δευτερολέπτων σκέψης και προσοχής που πολλές φορές λειτουργούσε αποτρεπτικά στη διάδοση. Το κουμπί Retweet ουσιαστικά εξαφάνισε αυτό το χρονικό περιθώριο σκέψης που υπήρχε για τους χρήστες. Επέτρεψε την απρόσκοπτη διάδοση του περιεχομένου, στιγμιαία, πολλές φορές μόνο με το συναίσθημα.
Με ένα μόνο κλικ ο χρήστης πλέον μπορούσε να διαμοιραστεί το tweet κάποιου άλλου χρήστη σε όλους τους ακολούθους του – και να λάβει και αυτός έτσι μερίδιο προσοχής από τη διάδοση του viral περιεχόμενου.
Ο Chris Wetherell, ένας από τους μηχανικούς που δημιούργησαν το κουμπί Retweet για το Twitter, σε συνέντευξή του πρόσφατα στο BuzzFeed παραδέχτηκε ότι το έχει μετανιώσει.
Καθώς παρακολουθούσε τους πρώτους όχλους του Twitter να χρησιμοποιούν το νέο του εργαλείο, βρήκε τον εαυτό του να μονολογεί:
«Ίσως μόλις δώσαμε σε ένα 4χρονο παιδί ένα όπλο γεμάτο σφαίρες».
Το 2012, το Facebook προσέφερε τη δική του εκδοχή του retweet, το κουμπί «Share», αρχικά στο ταχύτερα αναπτυσσόμενο κοινό του: τους χρήστες smartphone.
Η χαριστική βολή ήρθε το 2012 και το 2013, όταν το Upworthy και άλλοι ιστότοποι άρχισαν να αντιλαμβάνονται τι πραγματικά σηματοδοτούσαν αυτές οι αλλαγές και άρχισαν να εκμεταλλεύονται αυτό το νέο σύνολο χαρακτηριστικών, πρωτοπορώντας στην τέχνη της κατασκευής ειδησεογραφικών τίτλων με σκοπό την επίτευξη του υψηλότερου αριθμού κλικ.
Αυτή ήταν η αρχή της εποχής των listicle, άρθρα στη μορφή λίστας: Άρχισαν να εμφανίζονται τίτλοι όπως: «Δεν θα το πιστέψετε …» και «10 συμβουλές από έναν ειδικό για την τριχόπτωση» και «9 χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου που είναι πραγματικά δυστυχισμένος».
Ένα νέο μοντέλο ενημέρωσης άρχισε να κυριαρχεί, το οποίο απευθύνεται στον χρήστη των social media και το virality που οι αναρτήσεις παράγουν. Το ίντερνετ πλημμύρισε με νέες ιστοσελίδες που παρήγαγαν υλικό infotainment, ενημερωτικό junk food, κάτι μεταξύ πληροφόρησης και φτηνής διασκέδασης.
Λίγα χρόνια μετά, στις 24 Φεβρουαρίου του 2016, το Facebook έθεσε επίσημα σε εφαρμογή μία σειρά άλλων «αντιδράσεων» πέραν από το like, επιτρέποντας στους χρήστες να επιλέγουν μέσα από πέντε προκαθορισμένα συναισθήματα. Για πρώτη φορά πλέον δεν μπορούσαμε να εκφράσουμε απλά την προτίμησή μας, αλλά και τον θαυμασμό, την ειρωνία, τη χαρά αλλά και την οργή μας… την θλίψη.
Τα συναισθήματά μας – η ατομική επιλογή μας να τα εκφράζουμε για να αποτυπώσουμε μέσω αυτών την ταυτότητά μας – έγιναν πηγή ακραίου πλούτου για μια χούφτα ανθρώπων που ελέγχουν τις εταιρείες των κοινωνικών μέσων.
Τώρα, ως ανθρωπότητα βρισκόμαστε μπροστά σε ένα νέο όριο.
Από την εποχή των chatrooms πλέον εισερχόμαστε στην εποχή που επικοινωνούμε όλο και παραπάνω με chatbots τεχνητής νοημοσύνης. Μηχανές που μπορούν να μας κατανοήσουν, και να μας προσφέρουν αποτελεσματικά τις απαντήσεις που ζητάμε. Προσφέρουν έναν κόσμο που όλη η προσοχή είναι στραμμένη πάνω μας, στο κέντρο του οποίου βρίσκεται πάντα ο εαυτός.
Σε αυτή την εποχή που έχει ξεκινήσει, άνθρωποι προτιμούν να μιλούν με την αλγοριθμική μηχανή, όχι με τον άνθρωπο. Καποιοι την ερωτεύονται κιόλας.
Από την υπόσχεση ότι η τεχνολογία θα μας έφερνε πιο κοντά από ποτέ, η ανθρωπότητα βρίσκεται αντιμέτωπη με μία επιδημία μοναξιάς. Η τεχνολογία αρχικά εμφανίστηκε ως ενδιάμεσος στη σχέση των ανθρώπων, πλέον δίνει τη δυνατότητα κάλυψης της ανάγκης της επικοινωνίας με τον άνθρωπο, ο οποίος αναγνωρίζεται ως το πρόβλημα που η τεχνολογία λύνει.
Στο κείμενο που ακολουθεί θα προσπαθήσω να παρουσιάσω όλες αυτές τις πτυχές που καθορίζουν τον υπερ-μοντέρνο κόσμο στον οποίο ζούμε.
Έναν κόσμο που ολοένα και περισσότερο τον βιώνουμε μπροστά από οθόνες και συνομιλώντας με ενδιάμεσο ή απευθείας με τη μηχανή.
ΜΙΑ ΑΓΑΠΗ ΟΠΩΣ “LIKE”
Στη σημερινή εποχή, βρισκόμαστε σε ένα σημείο που λειτουργούμε όλο και παραπάνω ως παραγωγοί υλικού.
Στη διαρκώς διασυνδεμένη ύπαρξή μας, η πραγματική ζωή πλέον μετατρέπεται στο σκηνικό από όπου οι άνθρωποι αντλούν το αναγκαίο υλικό για το τάισμα (των λογαριασμών) των ψηφιακών διδύμων τους. Αυτοί, μεγαλώνουν, επεκτείνουν την επιρροή τους, γίνονται όλο και πιο ισχυροί. Και τώρα πλέον μοιάζουν να ασκούν έλεγχο στις πραγματικές ζωές μας.
Στα κοινωνικά μέσα σε αντιδιαστολή με τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης, γινόμαστε το προϊόν το οποίο καλούνται οι άλλοι να καταναλώσουν. Προσαρμοζόμαστε στις ανάγκες ενός διαρκώς μεταλασσόμενου αλγόριθμου που διαχειρίζεται τεράστιες βάσεις δεδομένων με απίστευτη ταχύτητα. Οι ζωές μας μοιάζουν να προσαρμόζονται.
Εμείς αναζητούμε μεθόδους και μοντέλα για να τον νικήσουμε με σκοπό να προσελκύσουμε πάνω μας περισσότερη προσοχή.
Μπορεί να είναι ένα ηλιοβασίλεμα ή ο παφλασμός των κυμμάτων, στιγμές μεγάλης χαράς, μοναδικές στη ζωή ενός ανθρώπου. Μπορεί να είναι ένα τρυφερό φιλί, ο γάμος μας, η γέννηση του πρώτου παιδιού σε μία οικογένεια, τα πρώτα βήματά του, τα πρώτα του λόγια, στιγμές μεγάλης θλίψης, ο χαμός ενός κατοικιδίου, ακόμη κι ένας θανάτος αγαπημένου ανθρώπου μας… Όλα μπορούν να μετατραπούν σε υλικό με αξία. Αξία που αποτυπώνεται στον αριθμό των αντιδράσεων που λαμβάνουν οι στιγμές μας όταν μετατρέπονται σε αναρτήσεις στους προσωπικούς μας λογιαριασμούς στα social media. Ο πόνος μας απαλύνεται, η χαρά μας μεγαλώνει ανάλογα με τον αριθμό των like που λαμβάνουμε.
Οι αποφάσεις που λαμβάνουμε δεν είναι ποτέ ατομικές. Πάντα τελούν υπό αξιολόγηση και παρακολούθηση από τους άλλους χρήστες και τελούν υπό την έγκριση του αλγόριθμου.
Πράττουμε αναλόγως.
Στο τέλος αυτορυθμιζόμαστε παράγοντας υλικό το οποίο θα ανταποκρίνεται στην ιδέα που έχουμε για τις ανάγκες του βλέμματος του άλλου, στις ανάγκες του «χρήστη». Τελικός κριτής ο αλγόριθμος που «αξιοκρατικά» αποφασίζει αυτό που θα μεγιστοποιήσει τον χρόνο παραμονής μας στην πλατφόρμα και ως εκ τούτου τα κέρδη για την εταιρεία.
Γνωρίζουμε ότι οι ζωές μας βρίσκονται υπό επιτήρηση, αλλά δε θέλουμε να χάσουμε την ευκαιρία να επιδειχθούμε. Επιμελούμαστε τη διαδικτυακή περσόνα μας προσεκτικά εν γνώσει μας ότι παρακολουθούμαστε, ασπαζόμενοι ταυτόχρονα μια laissez-faire οπτική σε σχέση με την ιδιωτικότητά μας την οποία εμείς διαχειριζόμαστε.
Η δημοφιλία έχει μετατραπεί πια σε ένα σημαντικό σκοπό για εμάς, για την επίτευξη της οποίας τα like είναι ένας αναγκαίος πόρος.
Αυτό αποτυπώνεται και σε έρευνες. Σύμφωνα με τον David Brooks, το να γίνεις διάσημος είναι πλέον το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο. Πριν μερικά μόλις χρόνια ήταν μόλις η 18η προτεραιότητα.
Το όνειρο των νέων είναι να γίνουν διάσημοι. Όμως, είναι δικό τους όνειρο η επίτευξη της διασημότητας ή είναι η ανάγκη των εταιρειών να θέλουμε να γίνουμε διάσημοι;
Αναγνωρίζουμε ως ορθό, αυτό που τροφοδοτεί την αγορά μίας οικονομίας που βασίζεται στην προσοχή. Και αξία έχει μόνο αυτό που συντελεί στην εύρυθμη και αποδοτική λειτουργία της. Αυτό που συντελεί στην κερδοφορία.
Ότι «αρέσει».
Οι λέξεις που αναζητήθηκαν πιο συχνά το 2024 στο google search ήταν YouTube, WhatsApp, Facebook και μετά chatgpt.
H αξία του Facebook έχει ξεπεράσει κατά πολύ το μισό τρισεκατομμύριο δολάρια.
Ο Μαρκ Ζούκεμπεργκ κερδίζει 298,701 δολάρια κάθε δύο λεπτά.
Απλά προσπαθήστε να συλλάβετε το νούμερο…
Στην εποχή των social media όπου και ζούμε, όλοι θέλουν μία ζωή με «νόημα», όπου η ζωή τους θα έχει σημασία. Κανείς δε θέλει να είναι «άσημος». Όλοι θέλουν να είναι διάσημοι. Οι ζωές των διασήμων έχουν «νόημα».
Σήμερα, είναι πολύ λιγότεροι αυτοί που θέλουν να γίνουν διάσημοι επειδή είναι σπουδαίοι επιστήμονες και πολύ περισσότεροι αυτοί που θέλουν να γίνουν σπουδαίοι επειδή είναι διάσημοι.
Δεν είναι ένας εύκολος στόχος.
O μαθηματικός Samuel Arbesman αποτυπώνει τη δυσκολία της βούλησής μας για δημοφιλία που εισέβαλλε τα τελευταία χρόνια με τέτοια ένταση στις ζωές μας.
Διαιρώντας τον αριθμό στην κατηγορία των «ζωντανών ανθρώπων» στη Wikipedia με τον παγκόσμιο πληθυσμό κατέληξε ότι οι πιθανότητες να γίνει κάποιος διάσημος είναι μόλις 0.0086%. Οι πιθανότητες είναι κατά πολύ μικρότερες αν η αντιστοιχία γίνει μόνο με συγκεκριμένους τύπους διασημότητας.
Όμως, αυτό το στοιχείο δεν εμποδίζει τους ανθρώπους από το να συνεχίζουν να κυνηγάνε το όνειρο της διασημότητας. Όλοι θέλουν να κυνηγήσουν τις πιθανότητές τους για το έστω μικρό μερίδιο διασημότητας που τους αναλογεί.
«Η θεμελιώδης αλήθεια σχετικά με το κίνητρο για φήμη είναι ότι ποτέ δε μπορεί να ικανοποιηθεί και οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν να ζουν όλες τις ζωές τους με αυτό το ανεκπλήρωτο της αποτυχίας».
«Όσο σκληρά και να προσπαθούν να γίνουν διάσημοι, θα αποτύχουν να επιτύχουν αυτό το οποίο κυνηγούν», λέει από την πλευρά του κι ο συγγραφέας του βιβλίου «Look at Me! The Fame Motive from Childhood to Death» Gilbert Brim..
Ο ΚΟΥΛΟΧΕΡΗΣ ΤΩΝ SOCIAL MEDIA
Σύμφωνα με τον Tristan Harris η εξάρτηση από τα social media που φουντώνει την πείνα μας για φήμη που τόσο δύσκολα μπορούμε να ικανοποιήσουμε, επιτυγχάνεται με τον ίδιο τρόπο που ένας ταχυδακτυλουργός ξεγελά αυτόν που τον παρακολουθεί:
«Οι ταχυδακτυλουργοί ξεκινούν αναζητώντας τα τυφλά σημεία, τα τρωτά σημεία και τα όρια της αντίληψης των ανθρώπων, ώστε να μπορούν να επηρεάσουν αυτό που κάνουν οι άνθρωποι χωρίς καν αυτοί να το συνειδητοποιούν. Μόλις μάθουν πώς να πατούν τα κατάλληλα πλήκτρα των ανθρώπων, μπορούν να τους χειριστούν σαν να είναι πιάνο.
Αυτό ακριβώς κάνουν οι σχεδιαστές προϊόντων με το μυαλό των χρηστών. Παίζουν με τα ψυχολογικά τους τρωτά σημεία (συνειδητά και ασυνείδητα) για να τραβήξουν την προσοχή τους.
Όπως λέει:
«… Δίνουν στους ανθρώπους την ψευδαίσθηση της ελευθερίας επιλογής, ενώ παράλληλα επιλέγουν προσεκτικά τις επιλογές του μενού που δίνουν στους ανθρώπους. Έτσι διαμορφώνουν τις συνθήκες ώστε πάντα να κερδίζουν ό,τι κι αν ο χρήστης ελεύθερα (;) επιλέξει…»
Σε ένα άλλο επίπεδο, όπως λέει ο Tristan Harris, τα social media λειτουργούν όπως λειτουργεί ένας κουλοχέρης, που έχει ως στόχο την αύξηση του εθισμού:
«Αν θέλεις να αυξήσεις το βαθμό του εθισμού, όλοι οι σχεδιαστές προγραμμάτων γνωρίζουν ότι αυτό που πρέπει να κάνουν είναι να συνδέσουν την κίνηση του χρήστη να δει το κινητό του με μία πιθανή ανταμοιβή. Τραβάς το μοχλό (στην περίπτωσή μας ανοίγεις την εφαρμογή) και άμεσα μαθαίνεις να περιμένεις κάποιου είδους ανταμοιβη ή… τίποτα. Ο εθισμός μεγιστοποιείται όταν το είδος της ανταμοιβής είναι περισσότερο μεταβλητό».
Η απλή αλήθεια είναι ότι παίζουμε κουλοχέρη όταν ποστάρουμε μία φωτογραφία και περιμένουμε να δούμε πόσα like, shares και comments θα λάβουμε, όταν πιάνουμε στα χέρια το κινητό μας και το ανοίγουμε για να δούμε τι είδους καινούργια μηνύματα έχουμε λάβει, όταν ανανεώνουμε το email μας για να δούμε ποιο καινούργιο μήνυμα έχει φτάσει, όταν σκρολάρουμε στα ατελείωτα feed στο Instagram και στο Facebook για να δούμε τι φωτογραφίες ή βίντεο ακολουθούν.
Περιμένουμε κάτι καινούργιο, κάτι διαφορετικό να συμβεί.
Περιμένουμε να κερδίσουμε.Περιμένουμε να λάβουμε μία επιβράβευση.Περιμένουμε μία ακόμη μικρή δόση ντοπαμίνης… Να αισθανθούμε λίγο καλύτερα.
Έχουμε ανάγκη όλο και μεγαλύτερες δόσεις επιβράβευσης για να μένουμε ικανοποιημένοι. Δίνουμε όλο και μεγαλύτερη βαρύτητα στην επιβράβευση. Περιμένουμε να έρχεται χωρίς κόπο, στιγμιαία.
Όπως ένας εθισμένος στον τζόγο τραβά τον μοχλό στον κουλοχέρη, κάνουμε μία επιλογή και περιμένουμε μία επιβράβευση, αλλά στην πραγματικότητα, δεν είναι η δική μας επιλογή απόλυτα. Επιτρέπουμε στην «τυχαιότητα» να αποφασίσει για εμάς. Δίνουμε λοιπόν τον έλεγχο σε κάτι άλλο.
Αυτό που αναγνωρίζουμε ως «τυχαιότητα» γίνεται αυτό που τελικά ασκεί εξουσία.
Το ζάρι σύντομα παίρνει τον έλεγχο και γίνεται ένας μηχανισμός εξουσίας πάνω σε αυτόν που έχει εθιστεί, στην ανάγκη του για επιβράβευση, στην τεχνητή ανάγκη του για δημοφιλία.
ΖΩΝΤΑΣ ΜΕ ΕΝΙΣΧΥΤΕΣ ΦΘΟΝΟΥ
Ο εθισμός στα social media και η συνεπακόλουθη έκρηξη της ανάγκης για δημοφιλία οδηγεί επίσης στην έκρηξη του φθόνου για τις ζωές των άλλων, τις ζωές αυτών που βλέπουμε τις αναρτήσεις τους στα feed μας, που είναι πιο επιτυχημένοι, που μας φαίνονται πιο ευτυχισμένοι, που επιβραβεύονται γι’ αυτό και μαζεύουν περισσότερα like, που κατορθώνουν και είναι πιο δημοφιλείς στο ανταγωνιστικό περιβάλλον της laisser faire ελεύθερης αγοράς των κοινωνικών μέσων που συμμετέχουμε.
Το άτομο κατευθύνεται εκεί από την ίδια την αρχιτεκτονική των μέσων. Πιστεύει ότι είναι η δική του ελεύθερη βούληση να φθονεί.
Η ψυχολόγος Richard Andrew παρατήρησε στους ασθενείς της ότι η γνώση τους ότι παρακολουθούν μία επεξεργασμένη εικόνα της πραγματικότητας, η συνειδητοποίηση ότι λ.χ. το hashtag #nofilter είναι παραπλανητικό, δεν αποτελεί επαρκή άμυνα εναντίον της συναισθηματικής δύναμης του φθόνου.
Μπορούμε να μιλήσουμε γι’ αυτό και να το εκλογικεύσουμε. Όμως σε ένα συναισθηματικό επίπεδο και παρά τη γνώση μας, συνεχίζει να μας ασκεί μία μεγάλη ψυχολογική πίεση.
Ζούμε με ενισχυτές φθόνου. Κοιμάστε δίπλα τους. Και μας βάζουν μέσω των κινητών μας σε πειρασμό από τη στιγμή που ξυπνάμε.
Σύμφωνα με την Alexandra Samuel τα social media μετατρέπουν μία σειρά αποτελέσματα, αγαθά και εμπειριές να τα αισθανόμαστε πολύ πιο προσιτά απ’ ότι πραγματικά είναι. Έχουμε μια αίσθηση οικειότητας με ένα πολύ μεγαλύτερο εύρος ανθρώπων. Όμως αυτή η οικειότητα είναι ψευδής.
Μπορούμε να μπαίνουμε στους λογαριασμούς τους και να σχολιάζουμε φωτογραφίες που μοιράζονται από προσωπικές τους στιγμές (στιγμές που μέχρι πρόσφατα οι άνθρωποι μοιράζονταν με λίγους ανθρώπους του κλειστού τους κύκλου), να συνομιλούμε μαζί τους, έτσι ώστε να μπορούμε πλέον να συγκρίνουμε τους εαυτούς και τις ζωές μας με άλλων ανθρώπων όπως επιλεγμένες όψεις των ζωών τους προβάλλονται ιδεατά μέσω των social media.
Αισθανόμαστε ότι κι εμείς θα μπορούσαμε να είμαστε στη θέση τους και το γεγονός ότι δεν είμαστε παρά την οικειότητα που αισθανόμαστε ψευδώς ότι έχουμε μαζί τους, δημιουργεί φθόνο.
Ξαφνικά όλοι έγιναν σπουδαίοι. Και όταν οι άλλοι δεν αναγνωρίζουν την σπουδαιότητά τους, όταν δε λαμβάνουμε την επιβράβευση που πιστεύουμε ότι αξίζουμε, όταν βλέπουν άλλους να λαμβάνουν παραπάνω αναγνώριση, θυμώνουν, οργίζονται, φθονούν.
Άλλωστε εμείς είμαστε οι πρωταγωνιστές. Και το γεγονός οτι δε μας το αναγνωρίζουν μας πληγώνει.
Ουδείς διαφεύγει από τον φθόνο.
Από γυναίκες που φθονούν άλλες γυναίκες για το πόσο αρέσει η εικόνα τους στους προσωπικούς λογαριασμούς τους στο Instagram μέχρι επιχειρηματίες – γυναίκες και άντρες – που ψάχνουν για στρατηγικές και συμβουλές στα social media και καταλήγουν να φθονούν αυτούς που αναγνωρίζουν ως πιο «επιτυχημένους».
Δεν περιορίζεται σε ανθρώπους που είναι «επιτυχημένοι». Το ίδιο συμβαίνει και με ανθρώπους του στενού οικογενειακού μας κύκλου και φίλους. Οι ζωές τους που προβάλλονται στα social media γίνονται αντικείμενο φθόνου. Και ο φθόνος είναι κάτι σκοτεινό…
Όπως σημειώνει η Patricia Polledri, ο φθόνος είναι η επιθυμία να καταστρέψεις αυτό που καποιος άλλος έχει:
«Δε θες απλά να έχεις αυτό που κάποιος άλλος έχει, αλλά θέλεις κανείς να μη μπορεί να το έχει. Είναι κακία. Καθαρό μίσος»…
Η κοινωνική ψυχολόγος Sherry Turkle σημειώνει ότι υπάρχει κάτι ακόμη πιο ανησυχητικό στην εποχή μας. Στο τέλος το άτομο φθάνει σε τέτοιο σημείο ώστε ο εαυτός να φθονεί τον κατασκευασμένο εαυτό που προβάλλεται στα social media:
«Βλέπουμε τις ζωές που έχουμε κατασκευάσει ψηφιακά όπου δείχνουμε μόνο τον καλύτερο εαυτό μας και αντιλαμβανόμαστε ότι οι πραγματικές μας ζωές απέχουν πολύ από τις ζωές που λέμε στους άλλους ότι ζούμε. Βλέπουμε τον εαυτό που έχουμε κατασκευάσει ως ένα άλλο και νοιώθουμε κατώτεροι από αυτόν. Τον φθονούμε γιατί δε μπορούμε να είμαστε σαν αυτόν. Νιώθουμε ότι μας εγκλωβίζει. Ότι μπορούμε να αγαπηθούμε μόνο αν είμαστε σαν αυτόν, κάτι που δε μπορεί να γίνει. Αυτό δημιουργεί μία αίσθηση αυτο-φθόνου που είναι βαθιά αποξενωτική».
Αισθανόμαστε μη αυθεντικοί, ένοχοι, αδύναμοι, μισούμε τα ίδια τα άβαταρ μας – τις εξιδανικευμένες εκδόσεις του εαυτού μας – τα οποία ποτέ δε μπορούμε να φθάσουμε. Ειμαστε δεμένοι συναισθηματικά μαζί τους γιατί έχουμε επενδύσει χρόνο και ενέργεια για την ανάπτυξή τους. Παίρνουν τον έλεγχο της ζωής μας. Οι άλλοι αναγνωρίζουν στις ψηφιακές εκδοχές μας αυτό που πραγματικά είμαστε.
Η εικόνα του εαυτού, γίνεται παράγοντας καταπίεσης, σαν ένα αντιστραμμένο πορτραίτο του Ντόριαν Γκραίη στο οποίο ο πρωταγωνιστής δεν έχει έλεγχο της ζωής του αφού πρέπει πάντα να καθρεπτίζει το ψεύτικο και αψεγάδιαστο. Του υπενθυμίζει ότι η αποδοχή που λαμβάνει είναι γι’ αυτό που ποτέ δεν ήταν και ποτέ δε μπορεί να γίνει.
Η εποχή των selfies είναι ταυτόχρονα και η εποχή του φθόνου.
Σε αυτή την εποχή οι μαύρες γάτες δεν δολοφονούνται όπως τον μεσαίωνα, αλλά παραμένουν στα αζήτητα των καταφυγίων ζώων και οδηγούνται στην ευθανασία επειδή δεν είναι αρκετά «selfie friendly».
Πεθαίνουν γιατί δε γράφουν ωραία στις κάμερες.
Στην πραγματικότητα, οι πραγματικοί εαυτοί μας βρίσκονται στα αζήτητα, δεν είναι «selfie friendly».
Ο πραγματικός εαυτός είναι η μαύρη γάτα. Μπαίνει σε ένα ιδιότυπο περιθώριο, όσο ο ψηφιακός δίδυμος γίνεται όλο και πιο ισχυρός.