Η ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ SOCIAL MEDIA
Πώς ακόμα και η πολιτική απομακρύνθηκε από τα πραγματικά γεγονότα, προκειμένου να προσαρμοστεί στην ανάγκη του χρήστη για δημοφιλία.
“People influence people. Nothing influences people more than a recommendation from a trusted friend. A trusted referral influences people more than the best broadcast message. A trusted referral is the Holy Grail of advertising.”
— Mark Zuckerberg
Στη μελέτη του για τις απαρχές της φυλακής, (Πειθαρχία και τιμωρία: Η γέννηση της φυλακής), ο Michel Foucault διερεύνησε την εφεύρεση του Πανοπτικού, ενός τρόπου με τον οποίο ο φύλακας μπορούσε να βλέπει τους άλλους χωρίς οι άλλοι να μπορούν να τον δουν.
Γνωρίζουμε την αρχή στην οποία βασίστηκε:
Στην περιφέρεια, ένα δακτυλιοειδές κτίριο – στο κέντρο, ένας πύργος – ο πύργος αυτός είναι διάτρητος με πλατιά παράθυρα που ανοίγουν στην εσωτερική πλευρά του δακτυλίου – το περιφερειακό κτίριο χωρίζεται σε κελιά, καθένα από τα οποία εκτείνεται σε όλο το πλάτος του κτιρίου – έχουν δύο παράθυρα, το ένα στο εσωτερικό, που αντιστοιχεί στα παράθυρα του πύργου – το άλλο, στο εξωτερικό, επιτρέπει στο φως να διασχίζει το κελί από τη μία άκρη στην άλλη.
Το μόνο που χρειάζεται, λοιπόν, είναι να τοποθετηθεί ένας επόπτης σε έναν κεντρικό πύργο και να κλειστεί σε κάθε κελί ένας τρελός, ένας ασθενής, ένας καταδικασμένος… ένας εργάτης ή ένας μαθητής. Με την επίδραση του οπίσθιου φωτισμού, μπορεί κανείς να παρατηρήσει από τον πύργο, που ξεχωρίζει ακριβώς ενάντια στο φως, τις μικρές αιχμάλωτες σκιές που κινούνται στα κελιά της περιφέρειας.
[…]
Τον βλέπουν, αλλά αυτός δεν βλέπει – είναι το αντικείμενο της πληροφορίας, ποτέ υποκείμενο σε επικοινωνία.
Αυτή η μόνιμη ορατότητα έγινε ένας τρόπος άσκησης της εξουσίας, αφού «προκαλεί στον κρατούμενο μια κατάσταση συνειδητής και μόνιμης ορατότητας».
Ο Μπένθαμ έθεσε την αρχή ότι η εξουσία πρέπει να είναι ορατή αλλά μη επαληθεύσιμη.
Ορατή: ο κρατούμενος θα έχει διαρκώς μπροστά στα μάτια του το ψηλό περίγραμμα του κεντρικού πύργου από τον οποίο γνωρίζει ότι εν δυνάμει τον κατασκοπεύουν, δίχως να μπορεί να γνωρίζει.
Μη επαληθεύσιμη: ο κρατούμενος δεν πρέπει ποτέ να γνωρίζει αν τον κατασκοπεύουν σε οποιαδήποτε στιγμή – αλλά πρέπει να είναι σίγουρος ότι είναι πιθανό ότι πάντα παρακολουθείται.
Αυτός που υπόκειται σε ένα πεδίο ορατότητας και το γνωρίζει, αναλαμβάνει την ευθύνη για τους περιορισμούς της εξουσίας – εγγράφει στον εαυτό του τη σχέση εξουσίας στην οποία παίζει ταυτόχρονα και τους δύο ρόλους – γίνεται η Αρχή που επιβάλει την δική του υποταγή.
Στα social media βρίσκομαστε υπό ένα είδους ψηφιακού Πανόπτικον.
Σε αντίθεση όμως με το Πανόπτικον του Μπενθάμ, η παρακολούθηση που μας επηρεάζει άμεσα και έχει επιπτώσεις στη συμπεριφορά μας έρχεται από τους ίδιους ανθρώπους με τους οποίους μοιραζόμαστε το χώρο. Εμείς, επιζητούμε την ορατότητα.
Δε μπορούμε με βεβαιότητα να γνωρίζουμε αν και ποιοι μας παρακολουθούν αλλά γνωρίζουμε ότι αυτό είναι πιθανό και αναζητούμε τρόπους για να αυξήσουμε τις πιθανότητες να μας παρακολουθήσουν.
Προσαρμόζουμε τη συμπεριφορά μας για να ικανοποιήσουμε αυτούς που πιστεύουμε ότι μας παρακολουθούν.
Ταυτιζόμαστε με τους σκοπούς του ιδρύματος / ψηφιακής πλατφόρμας που μας φιλοξενεί επιζητώντας την αναγκαία δημοφιλία, ακολουθώντας τους κανόνες που έχουν τεθεί. Η απόφαση για αυτή την ταύτιση δεν επέρχεται ως το αποτέλεσμα μίας επιβολής αλλά ως δική μας «ελεύθερη» βούληση.
Ο Φουκώ θεωρεί ότι η εξουσία δημιουργεί υποκείμενο. Καθοδηγεί τις ενέργειες. Επιβραβεύει τις συμπεριφορές που επιθυμεί και τιμωρεί αυτές που δεν επιθυμεί.
Τα social media παράγουν υποκείμενο. Επιβραβεύουν τους χρήστες που συμμετέχουν ενεργά, τους ζητά να βρίσκονται σε διαρκή κίνηση, να προσαρμόζονται στις ανάγκες του αλγόριθμου που έχουν ως σκοπό την αύξηση του χρόνου που ξοδεύουμε στα social media. Τιμωρεί αυτούς που δεν ακολουθούν τους κανόνες μειώνοντας την κίνηση ή απαγορεύοντας εξ ολοκλήρου το κατά πόσο το υλικό τους το βλέπουν οι άλλοι.
Αξιολογούμαστε ανάλογα με τις επιδόσεις μας. Κατηγοριοποιούμαστε, ανάλογα με το πώς χρησιμοποιούμε το μέσο και τι δεδομένα μοιραζόμαστε. Τα μοτίβα της χρήσης μας αξιοποιούνται, εντασσόμαστε σε ομάδες και υπο-ομάδες. Αναλόγως πού εντασσόμαστε κατευθυνόμαστε για νέα χρήση.
Από υποκείμενα μετατρεπόμαστε σε αντικείμενα.
Αποκτάμε ανταλλακτική αξία.
Περιμένουμε την επιβράβευσή μας.
Η ίδια η δημοκρατική λειτουργία βασίζεται στο να πάρουμε τη δόση ντοπαμίνης μας…
Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΑΛΓΟΡΙΘΜΟΥ
Το 2018 το Facebook άλλαξε τον αλγόριθμο ώστε να ευνοεί όλο και παραπάνω το υλικό που παράγεται από χρήστες σε σχέση με το υλικό που παράγεται, λ.χ., από μέσα ενημέρωσης.
«Μπορούμε να βελτιώσουμε τις ζωές των ανθρώπων κάνοντας αυτό, δίνοντας βαρύτητα σε αυτά που πραγματικά έχουν σημασία για τις ζωές τους», είχε πει ο Ζούκεμπεργκ σε μία ομάδα αναλυτών της Γουώλ Στρητ.
Η αλήθεια όμως ήταν διαφορετική.
Δίνοντας ώθηση στο υλικό που παράγουν οι δισεκατομμύρια χρήστες του μέσου διαμορφώθηκαν οι συνθήκες για αύξηση της εξάρτησης των χρηστών, αύξηση του χρόνου που αυτοί ξοδεύουν στις πλατφόρμες και ως εκ τούτου συντέλεσε στην παραγωγή και μεγαλύτερου όγκου δεδομένων που έχουν τεράστια αξία την εποχή της τεχνητής νοημοσύνης. Σε ένα δεύτερο στάδιο, με πρόφαση την καταπολέμηση της διάδοσης ψεύτικων ειδήσεων (fake news) και τη χρήση του μέσου για πολιτική προπαγάνδα, συρρικνώθηκε η δυνατότητα μέσων ενημέρωσης να έρχονται σε επαφή με το αναγνωστικό τους κοινό.
Η (πολλές φορές βάσιμη) κριτική που αποτυπώνει μία κρίση εμπιστοσύνης προς τα παραδοσιακά ΜΜΕ μετατράπηκε σε ευκαιρία για αύξηση της κερδοφορίας για τα κοινωνικά μέσα.
Το Facebook συρρίκνωσε τη σημασία της ενημέρωσης από θεσμικούς φορείς και επανακαθορισε ποιος και με ποιο τρόπο τη διακινεί.
Τα τελευταία χρόνια, η κίνηση σε ειδησεογραφικά μέσα ενημέρωσης που διακινούν πληροφορία μέσω Facebook έχει πέσει κατά 40% εξαιτίας αλλαγών στη «συνταγή» του αλγόριθμου της εταιρείας.
Αυτή η απόφαση για το πόσο και τι είδους ενημέρωση θα έχουμε, με ποιον τρόπο θα διακινείται η πληροφορία παγκοσμίως, λήφθηκε όχι από μία δημοκρατικά εκλεγμένη αρχή με κριτήριο το συμφέρον της κοινωνίας, όχι από τους πολίτες, αλλά από μία εταιρεία και τους λίγους ανθρώπους που την ελέγχουν με κριτήριο πολιτικές πιέσεις που δέχθηκαν από την τότε κυβέρνηση των ΗΠΑ αλλά και τα μερίσματα στο τέλος του χρόνου για μία σειρά executives και CEO.
Αυτό συμβαίνει σε ένα κόσμο που όλο και παραπάνω ενημερώνεται μέσω κοινωνικών μέσων.
Τo 60% των ανθρώπων ενημερώνεται μέσα από κοινωνικά μέσα, κυρίως από το Facebook.
Τώρα, δεν παρακολουθούμε απλά, συμμετέχουμε στη διάδοση της είδησης μέσα στα κοινωνικά δίκτυα, κι έτσι έχουμε άλλες απαιτήσεις για τη μορφή που πρέπει αυτή να έχει.
ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ INFOTAINMENT
Σε ένα περιβάλλον όπου υπάρχουν διαρκώς αποσπάσεις – όταν τόσοι πολλοί ανταγωνίζονται για την προσοχή μας – είναι δύσκολο η προσοχή μας να μείνει αφοσιωμένη σε ειδήσεις και αναλύσεις που χρειάζονται χρόνο και προσπάθεια. Ο χρόνος μας είναι ένας περιορισμένος και πολύτιμος πόρος.
Η ταχύτητα της δημοσίευσης έγινε αναγκαίο συστατικό επιτυχίας αφού ο πρώτος που δημοσιεύει συνήθως λαμβάνει και τη μεγαλύτερη επιβράβευση.
Θέλουμε η είδηση να είναι σύντομη, να είναι εντυπωσιακή, να είναι διασκεδαστική, να τραβά την προσοχή, ώστε να μπορούμε να τη μοιραστούμε εύκολα στο προφίλ μας. Θέλουμε η επιβράβευση να έρχεται στιγμιαία, χωρίς κόπο και χωρίς πολλή σκέψη, οχι την χρονοβόρα αβέβαιη επιβράβευση ενός κειμένου που βασίζεται σε αναλυτική σκέψη.
Σε μία εποχή που η πραγματικότητα διαρκώς επανακαθορίζεται, δεν δίνουμε επαρκή χρόνο για να την κατανοήσουμε.
Το infotainment στην εποχή μας είναι η κυρίαρχη τάση.
«…το να λες την αλήθεια μπορεί να είναι καταστροφικό για τη δημοφιλία σου…»
Ο αλγόριθμος μετατοπίζοντας το ενδιαφέρον των χρηστών από τους μιντιακούς οργανισμούς σε μεμονωμένα άτομα ευνόησε τη δημιουργία «influencers» και «opinion leaders» που ασκούν όλο και μεγαλύτερη επιρροή. Οι επιτυχημένοι influencers ακολουθούν τα ορθά μοτίβα λειτουργίας.
Οι διάσημοι των social media έγιναν ρυθμιστικοί παράγοντες της πολιτικής ζωής.
Η πολιτική απομακρύνθηκε ακόμη παραπάνω από τα πραγματικά γεγονότα, προσαρμόστηκε στην ανάγκη για δημοφιλία.
Δεν εμπιστευόμαστε πλέον τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης για τη διάδοσή της είδησης, δεν εμπιστευόμαστε θεσμούς που έχουν χάσει την αξιοπιστία τους. Εμπιστευόμαστε τους ανθρώπους που μοιράζονται τις ειδήσεις γιατί είναι άνθρωποι που γνωρίζουμε: Είναι τα μέλη της οικογένειάς μας, οι φίλοι μας, οι άνθρωποι που θαυμάζουμε. Είναι οι influencers, οι πρωταγωνιστές που αγαπάμε. Είναι όλοι αυτοί που τους αισθανόμαστε κοντά μας, με τους οποίους έχουμε αναπτύξει μία ψευδή οικειότητα.
Αυτό που ονομάστηκε “νόμος της ισχύς” είναι το μοτίβο σύμφωνα με το οποίο τα μηνύματα που αναπαράγονται πιο γρήγορα είναι αυτά που στοχεύουν ένα σχετικά μικρό αριθμό ανθρώπων που ασκούν όμως μεγάλη επιρροή και έχουν πολλούς ακόλουθους. Πλέον αυτοί οι άνθρωποι – τους οποίους εμπιστευόμαστε – ασκούν πολύ μεγάλη επιρροή σε σχέση με αυτό που θεωρούμε αληθινό ή τουλάχιστον αρκετά αποδεκτό για να το μοιραστούμε.
Εφόσον αυτοί μοιράζονται κάτι, και εφόσον αυτό μοιράζεται αρκετά συχνά, εφόσον “αρέσει” αρκετά, τότε αυτό μας επιτρέπει να το μοιραστούμε και εμείς. Αληθινό πλέον είναι αυτό που αρέσει και μοιράζεται αρκετά. Αυτό που «αγαπάμε».
Το ζήτημα δεν είναι το πόσο πραγματικά αληθινό είναι αυτό που μοιραζόμαστε αλλά το πόσο εκφράζει αληθινά αυτό που πιστεύουμε. Μοιραζόμαστε για τις ανάγκες του κοινού μας που περιμένει να δει υλικό που να καθρεπτίζει τη διαδικτυακή περσόνα μας. Μοιραζόμαστε όχι την αλήθεια αλλά αυτό που πιστεύουμε ότι είναι σωστό και αυτό που θεωρούμε ότι θα γίνει περισσότερο αποδεκτό.
Και στον κόσμο των social media, αυτό που γίνεται περισσότερο αποδεκτό, είναι πολλές φορές το ψεύτικο.
Σύμφωνα με μεγάλη έρευνα του Media Lab του Πανεπιστημίου MIT, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Science” (στην οποία συνέκριναν τη διάχυση της αληθούς και της ψευδούς πληροφόρησης μέσω retweets μεταξύ 2006 με 2017), οι ψευδείς ειδήσεις διαδίδονται έξι φορές πιο γρήγορα από τις πραγματικές. Επιπρόσθετα έχουν κατά 70% περισσότερες πιθανότητες να διαδοθούν από τις πραγματικές, διότι κατά τους επιστήμονες το ψέμα εξαπλώνεται ταχύτερα από την αλήθεια και διαδίδεται σημαντικά μακρύτερα και ευρύτερα σε όλες τις κατηγορίες πληροφοριών.
Το ψεύτικο στις πολλές μορφές του γίνεται πιο εύκολα viral, δημιουργεί trends που πρέπει να ακολουθήσεις αν θες να έχεις τη μεγαλύτερη αποδοχή, εκφράζεται σε hashtags που αποτυπώνουν τη δημοφιλία σε αριθμό posts και ενισχύεται σε τέτοιο βαθμό ώστε στο τέλος να διαμορφώνει μία κουλτούρα του ψεύτικου, μία κουλτούρα όπου το μόνο που έχει πραγματικά σημασία είναι η αποδοχή, όχι η αλήθεια. Το ψέμα είναι πιο ελκυστικό από την αλήθεια.
Αυτό που έχει μεγάλη αποδοχή είναι αυτό που έχει σημασία. Είναι το αληθινό πέρα από αυτό είναι πραγματικά η αλήθεια. Αν είναι αρκετά αποδεκτό, τότε, τι σημασία έχει η αλήθεια;
Ίσως πιο σημαντικό είναι αυτό που προκύπτει από μία άλλη έρευνα του ΜΙΤ για την οποία γίνεται αναφορά σε πρόσφατο άρθρο του Scientific American.
Εκεί αναφέρεται ότι οι χρήστες των social media δεν μοιράζονται σκοπίμως ανακριβείς πληροφορίες. Η μεγάλη πλειοψηφία – πάνω από 80% – θεωρεί ότι είναι κρίσιμο οι πολίτες να μοιράζονται ακριβείς πληροφορίες στους λογαριασμούς τους, ενώ οι περισσότεροι είναι σχετικά καλοί στο να ξεχωρίζουν τις πραγματικές ειδήσεις από τις ψεύτικες ή αυτές που χαρακτηρίζονται από πόλωση.
Σύμφωνα με την έρευνα, αυτό που ωθεί τους ανθρώπους να αποτυγχάνουν να ξεχωρίσουν το αληθινό από το ψεύτικο ή έστω να επιλέγουν να μην προχωρούν στη διάδοση αυτού που είναι αληθινό, είναι τα αισθήματά τους και η ταχύτητα με την οποία διακινείται η πληροφορία στα social media.
Ο καθηγητής του ΜΙΤ David Rand σημειώνει:
«Για να αναφέρουμε το προφανές… Τα κοινωνικά μέσα είναι… κοινωνικά. Αυτό σημαίνει ότι η προσοχή μας είναι προσανατολισμένη όχι στην ακρίβεια αλλά στο κοινωνικό, όπως πόσο προβολή κι αποδοχή θα λάβουν οι αναρτήσεις μας, πόσοι φίλοι μας θα ευχαριστηθούν με αυτό που θα διαβάσουν, τι θα προβάλλει αυτό που θα αναρτήσουμε σε σχέση με αυτό που θέλουμε οι άλλοι να πιστεύουν ότι πραγματικά είμαστε, τι αποτυπώνει για τις μοναδικές και τόσο πολύτιμες ψηφιακές ταυτότητές μας τις οποίες ξοδεύουμε πολύτιμο χρόνο για να τις κτίσουμε. Όλα αυτά θολώνουν το κριτήριό μας και υποβαθμίζουν τη σημασία του να μοιραζόμαστε ειδήσεις οι οποίες είναι ακριβείς.
Αυτό βεβαίως διευκολύνεται από το γεγονός ότι οι αλγόριθμοι των κοινωνικών μέσων δεν είναι ρυθμισμένοι για να διαδίδεται η αλήθεια αλλά για να αυξάνεται ο χρόνος που ξοδεύουμε στα κοινωνικά μέσα».
Ο David Rand καταλήγει:
«Απλά με το να θέτουμε το ερώτημα στους ανθρώπους αν θέλουν να μοιραστούν κάτι στο προφίλ τους, αυτό από μόνο του κάνει πιο πιθανό να πιστέψουν τίτλους ειδήσεων που δε θα πίστευαν αλλιώς και κάνει λιγότερο πιθανό να πιστέψουν τίτλους ειδήσεων που σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα πίστευαν… Μόνο η σκέψη ότι θα μοιραστούν κάτι στους λογαριασμούς τους, κάνει τα πράγματα αρκετά πιο μπερδεμένα…»
Το ψέμα είναι πιο εντυπωσιακό. Και οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται ποιος τίτλος θα αποδώσει καλύτερα. Επιζητούν την επιβράβευση. Επιβράβευση που μετριέται σε αριθμό likes. Ως εξαρτημένοι, ψάχνουν να αυξήσουν τη δόση τους, ανεξαρτήτως αν για να το καταφέρουν αυτό πρέπει να πουν ψέματα.
Στην εποχή της οικονομίας της προσοχής, το να λες την αλήθεια μπορεί να είναι καταστροφικό για τη δημοφιλία σου, αφού η αλήθεια είναι πολλές φορές δυσάρεστη και όχι βολική, και σίγουρα πολύ λιγότερο αποδοτική. Όμως το να λες ψέματα, το να αναλαμβάνεις ενεργό ρόλο στη διάδοσή του ψεύδους επειδή νοιώθεις ότι δε μπορείς να κάνεις διαφορετικά, αν και καλό για τη δημοφιλία, είναι καταστροφικό κοινωνικά.
Κατευθυνόμαστε στο να πιστεύουμε ότι το να είναι κάποιος διάσημος είναι το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο όχι γιατί αυτό πραγματικά ισχύει, αλλά γιατί στην πραγματικότητα αυτό κινεί την οικονομία της προσοχής, είναι κερδοφόρο για τις εταιρείες που ελέγχουν τα κοινωνικά μέσα.
Πιστεύουμε ότι είναι η δική μας βούληση να θαυμάζουμε τις αψεγάδιαστες selfies των influencer ή τις απόψεις των opinion leaders, όμως στην πραγματικότητα έχουμε κατευθυνθεί προς αυτή την κατεύθυνση.
Και έχουμε πειστεί ότι μπορούμε και εμείς αν εκφράσουμε τη φωνή μας να ασκήσουμε κάποιου τύπου επιρροή, να δημιουργήσουμε virality, να γίνουμε influencers. Να γίνουμε πρωταγωνιστές.
Τελικά, αυτό έχει μεγαλύτερη σημασία από την αλήθεια.
«ΠΑΝΤΩΝ ΧΡΗΜΑΤΩΝ ΜΕΤΡΟΝ ΕΣΤΙΝ ΑΝΘΡΩΠΟΣ»
Η απόκτηση του Twitter από τον Έλον Μασκ έκανε μία ήδη προβληματική κατάσταση ακόμη πιο προβληματική.
Εις το όνομα μίας νεφελώδους ελευθερίας έκφρασης ο Μασκ κατήργησε τον (προβληματικό πολλές φορές) μηχανισμό για τον έλεγχο της ακρίβειας των πληροφοριών και τον αντικατέστηκε με έναν άλλο ακόμη πιο προβληματικό μηχανισμό (Σημειώσεις της Κοινότητας) στο επίκεντρο του οποίου βρίσκονται οι χρήστες της πλατφόρμας.
Η νέα διαδικασία έχει ως εξής:
Ο χρήστης του X (πρώην Twitter) επιλέγει την επιλογή “Request Community Note” στο μενού με τις τρεις βούλες στην ανάρτηση.
Αυτός που συμμετέχει στο γκρουπ των Community Notes ξεκινά τον έλεγχο της ανάρτησης και αφού καταλήγει σχετικά με την ακρίβεια της πληροφορίες και μοιράζεται σχετικά πληροφορίες προτείνει μία επεξηγηματικά σημείωση.
Η επεξηγηματική σημείωση μετά ελέγχεται από κάποιον άλλο χρήστη (διαφορετικών πολιτικών πεποιθήσεων) που συμμετέχει στο γκρουπ των Community Notes, πριν τελικώς παρθεί η τελική απόφαση για συμπερίληψη ή μη της σημείωσης στην ανάρτηση, αναλόγως του αποτελέσματος που προκύπτει από τη διαδικασία.
Στο τελευταίο αυτό στάδιο δημιουργείται το πρόβλημα αφού η πλειοψηφία των σημειώσεων ποτέ δεν καταφέρνει να λάβει τη σύμφωνη γνώμη ανθρώπων που πολλές φορές έχουν πολύ διαφορετικές πολιτικές πεποιθήσεις.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Washington Post καθώς και με νέα έρευνα του Κέντρου για την Αντιμετώπιση του Ψηφιακού Μίσους (CCDH) η αναγκαιότητα εξασφάλισης συμφωνίας μεταξύ ανθρώπων που ελέγχουν μία είδηση – που έχουν πολλές φορές ακραία αντίθετες πολιτικές απόψεις – οδηγεί στην αποτυχία τον όποιο έλεγχο.
Όπως αναφέρει στην έρευνά του το Κέντρο:
«Βρήκαμε στο δείγμα μας ότι στις 209 από τις 283 αναρτήσεις που είχαν ψεύτικες πληροφορίες – δηλαδή το 74% – είχε γίνει σωστή εξακρίβωση από τους χρήστες που συνεισφέρουν στις «Σημειώσεις από την Κοινότητα», τις οποίες όμως ποτέ δεν είδαν οι χρήστες του Χ επειδή στο τελευταίο στάδιο της διαδικασίας δεν προέκυψε συναίνεση.
Γιατί δεν υπάρχει συναίνεση μεταξύ αυτών των χρηστών που δημιουργούν τις «Σημειώσεις»; Μα λόγω των θεμάτων που θίγουν, για τα οποία πολύ δύσκολα μπορεί να υπάρξει συναίνεση μεταξύ πολιτικών αντιπάλων, σε ένα περιβάλλον όπως τα social media που τρέφονται από την πόλωση και που στον πυρήνα τους δεν είναι η διάδοση της αλήθειας, αλλά η ταυτότητα και η απήχηση που θα έχουν οι αναρτήσεις που θα κάνουμε.
Ο ΜΑΣΚ ΚΑΙ ΤΟ X
Στην πραγματικότητα το Χ (πρώην Twitter) από τότε που ανέλαβε ο Έλον Μασκ βοηθά ώστε να ενισχυθούν λανθασμένες ή ψευδείς αντιλήψεις αφού πλέον υπάρχει η ψευδαίσθηση από τους υπόλοιπους χρήστες ότι αυτά που βλέπουν μπροστά τους έχουν περάσει από μία διαδικασία ελέγχου και έγκρισης, κάτι που τελικά σε ένα μικρό βαθμό μόνο ισχύει.
Ο Έλον Μασκ ήθελε μία τέτοια διαδικασία γιατί είναι και δική του πίστη ότι πολλά από αυτά που παρουσιάζονται στα μέσα ενημέρωσης ως αλήθεια δεν είναι, και ότι οι άνθρωποι θα πρέπει να αποφασίσουν μόνοι τους για το τι ακριβώς είναι αληθινό. «Πάντων χρημάτων μέτρον εστίν άνθρωπος», όπως θα έλεγε και ο σοφιστής Πρωταγόρας.
Όμως αυτό που συμβαίνει πραγματικά είναι ότι γίνεται πολύ πιο δύσκολο να διακοπεί η διάδοση μίας ανακριβούς πληροφορίας.
Σύμφωνα με την έρευνα της Washington Post, μόλις 79.000 από τις περίπου 900.000 «Σημειώσεις» που γράφτηκαν στο X είδαν το φως της δημοσιότητα το 2024, δηλαδή, περισσότερο από 91% των «Σημειώσεων» απορρίφθηκε. Παρόμοια στοιχεία έχουν φανερωθεί και σε έρευνα του Ευρωπαϊκού Δικτύου Ελέγχου της Ακρίβειας της Πληροφορίας (EFCSN).
Ο έλεγχος της ακρίβειας της πληροφορίας έχει μετατραπεί σε μία ιδεολογική μάχη κατά την οποία τα πραγματικά γεγονότα έχουν όλο και μικρότερη σημασία. [43, 44, 45]
Με την νίκη του Τραμπ στις εκλογές, η συγκεκριμένη τάση ενισχύεται αφού και ο Ζούκερμπεργκ αναπροσαρμόζει τη λειτουργία της Meta.
Η αντικατάσταση του προβληματικού «ελέγχου των πληροφοριών» με ένα ακόμα πιο προβληματικό μοντέλο, αυτό των «Σημειώσεων της Κοινότητας» – αποτυπώθηκε από τον επικεφαλής της Meta (facebook / instagram / threads) με τα εξής λόγια:
«Ήρθε η ώρα να επιστρέψουμε στις ρίζες μας… για την ελευθερία της έκφρασης».
Tώρα, με την απελευθέρωση των social media από οποιονδήποτε ουσιαστικό έλεγχο εις το όνομα μίας νεφελώδους ελευθερίας έκφρασης που μοιάζει με ασυδοσία, τώρα που η εμπιστοσύνη στα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης καταρρέει και μαθαίνουμε τις ειδήσεις όλο και παραπάνω μέσω των social media, μπορούμε πλέον να αναφωνήσουμε χωρίς συνέπειες και να διαδώσουμε με τις οργισμένες φωνές μας χρησιμοποιώντας τους ενισχυτές φθόνου που είναι τα κοινωνικά μέσα, το Μεγάλο Ψέμα:
Make America Great Again, Make Germany Great Again, Make Britain Great Again!
Οι νέοι δισεκατομμυριούχοι της ψηφιακής εποχής δεν έχουν παραδοσιακά μίντια, έχουν σόσιαλ μίντια. Αλλάζουν τον αλγόριθμο ώστε να προωθούνται περισσότερες απόψεις ενός συγκεκριμένου τύπου και διαδίδουν τις δικές τους απόψεις παντού.
Μιλούν ως απλοί χρήστες και επιθυμούν να ασκούν τεράστια επιρροή χωρίς συνέπειες. Θέλουν ο λόγος τους να έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα, να γίνεται αυτό που θέλουν, γιατί αυτοί γνωρίζουν καλύτερα και η θέση τους ως δισεκατομμυριούχοι το επιβεβαιώνει. Επιθυμούν ελευθερία με τον τρόπο που την εννοούν οι απολυταρχικοί ηγέτες. Να κάνουν ό, τι γουστάρουν και να λένε ό,τι θέλουν. Είναι, άλλωστε, οι κεντρικοί χαρακτήρες της ιστορίας.
Είναι πλούσιοι, θέλουν να είναι και διάσημοι.
Είναι οι ήρωες της ψηφιακής εποχής μας.