Η Αλήθεια Πέθανε στη Μάχη: Η Hannah Arendt και η Πολιτική του Ψεύδους

Διαβάζεται σε 13'
Η Αλήθεια Πέθανε στη Μάχη: Η Hannah Arendt και η Πολιτική του Ψεύδους
Η Hannah Arendt Associated Press

Όταν οι ηγέτες πίστεψαν τα ίδια τους τα ψέματα και οι πολίτες έπαψαν να νοιάζονται αν είναι αλήθεια ή όχι

Το 1971, μια γυναίκα που είχε δραπετεύσει από την Ευρώπη του ναζισμού και είχε αναλύσει με ανελέητη πνευματική ακρίβεια το φαινόμενο του Ολοκαυτώματος, στράφηκε σε κάτι ακόμη πιο ύπουλο: το ψέμα ως εργαλείο εξουσίας σε συνθήκες δημοκρατίας.

Η Hannah Arendt, ήδη γνωστή για το εμβληματικό της έργο “Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ: Έκθεση για την κοινοτοπία του κακού”, δημοσίευσε τότε ένα δοκίμιο που έμελλε να γίνει εμβληματικό: “Lying in Politics: Reflections on the Pentagon Papers.”

Πενήντα και πλέον χρόνια μετά, το κείμενο της δεν είναι απλώς επίκαιρο. Είναι, ανησυχητικά, προφητικό. Η ανάλυση της δεν φωτίζει μόνο τις πολιτικές πρακτικές του παρελθόντος αλλά λειτουργεί ως εργαλείο κατανόησης της εποχής μας, που μοιάζει περισσότερο με κατασκευή πραγματικοτήτων, παρά με αναζήτηση αλήθειας.

Η Σκηνή του Εγκλήματος: Τα Έγγραφα του Πενταγώνου

Ήταν το 1971 όταν οι New York Times άρχισαν να δημοσιεύουν τις αποκαλύψεις των λεγόμενων «Έγγραφων του Πενταγώνου».

Ήταν μια συρραφή 7.000 σελίδων απόρρητων ντοκουμέντων που αποκάλυπταν, με εντυπωσιακή λεπτομέρεια, τη συστηματική παραπληροφόρηση του αμερικανικού κοινού από πέντε διαδοχικές κυβερνήσεις γύρω από τον Πόλεμο του Βιετνάμ.

Όχι μόνο παρουσίαζαν μια άλλη εικόνα του πολέμου, αλλά επιβεβαίωναν ότι αυτή η ψεύτικη εικόνα ήταν εσκεμμένα κατασκευασμένη. Η επίσημη αφήγηση ήταν ηρωική.

Η πραγματικότητα, γεμάτη αποτυχίες, αδιέξοδα, ψευδαισθήσεις και απόλυτη περιφρόνηση για την αλήθεια. Οι πρόεδροι Johnson και Nixon δεν έλεγαν απλώς ψέματα – έλεγαν συστηματικά, θεσμικά ψέματα, υποστηριζόμενα από ένα ολόκληρο πλέγμα υπηρεσιών, συμβούλων και think tanks που στόχευαν στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, όχι στην αντιμετώπιση της αλήθειας.

Η Arendt, παρακολουθώντας το σκάνδαλο από κοντά, δεν σοκαρίστηκε από την ίδια την ψευδολογία. Οι πολιτικοί έλεγαν ψέματα από αρχαιοτάτων χρόνων.

Το σοκ προήλθε από κάτι πιο τρομακτικό: την έκταση της αυτο-εξαπάτησης. Όταν τα ψέματα δεν λέγονται για να αποκρύψουν την αλήθεια, αλλά για να την αντικαταστήσουν.

Αλήθεια vs. Φαντασίωση: Ο Κόσμος του “Think Tank”

Για την Arendt, η τραγωδία των Εγγράφων του Πενταγώνου δεν ήταν μόνο το ψέμα προς τον λαό, αλλά η πεποίθηση των ίδιων των ηγετών πως ζούσαν σε έναν τεχνητό, εσωτερικό κόσμο μυθοπλασίας.

Οι επιτελείς, οι σύμβουλοι, οι επικοινωνιολόγοι των κυβερνήσεων Johnson και Nixon είχαν εθιστεί στις εσωτερικές αναφορές τους, πιστεύοντας σταδιακά τα σενάρια που κατασκεύαζαν.

Δεν έλεγαν πια ψέματα στους άλλους. Έλεγαν ψέματα στους εαυτούς τους. Και σε αυτό ακριβώς το σημείο η αλήθεια σταμάτησε να έχει νόημα.

Όταν η ίδια η ηγεσία αποκόπτεται από την πραγματικότητα που καλείται να διαχειριστεί, τότε η πολιτική εξουσία παύει να είναι ορθολογική διαχείριση και μετατρέπεται σε άσκηση ελέγχου πάνω σε φαντάσματα — ένα είδος πολιτικής σχιζοφρένειας όπου η εξουσία κυβερνάει ένα κόσμο που υπάρχει μόνο στις αναφορές της.

Όπως γράφει χαρακτηριστικά: «Δεν ήταν πλέον μόνο ψεύτες. Είχαν γίνει τα ίδια τους τα θύματα.»

Αυτή η φράση, στην απλότητα της, περιγράφει μια τερατώδη μετάλλαξη: η εξουσία δεν ψεύδεται για να αποκρύψει την αλήθεια, αλλά επειδή έχει ξεχάσει ότι η αλήθεια υπήρξε ποτέ ως μέτρο αναφοράς.

Η πολιτική γίνεται τότε ένα σχήμα κλειστού βρόχου, όπου οι πληροφορίες παράγονται για να επιβεβαιώνουν τις επιθυμίες της ηγεσίας και όχι την κατάσταση του κόσμου.

Ένα παράδειγμα που σοκάρει είναι η προσπάθεια να ερμηνευτούν οι αποτυχίες της στρατηγικής στο Βιετνάμ ως “πρόβλημα αντίληψης”: ο εχθρός δεν ήταν τόσο σκληρός, έλεγαν, απλώς ο λαός δεν το έβλεπε σωστά. Η λύση; Περισσότερη επικοινωνιακή καμπάνια, περισσότερη χειραγώγηση.

Όχι αλλαγή στρατηγικής. Η πραγματικότητα ήταν το πρόβλημα. Το ερώτημα δεν ήταν πια “τι
ισχύει;” αλλά “πώς φαίνεται;”

Κάθε αποτυχία γινόταν ευκαιρία για ένα νέο αφήγημα, μια νέα δομή επικοινωνίας που θα καθησύχαζε την κοινή γνώμη ή, ακόμα χειρότερα, την ίδια την κυβέρνηση.

Η Arendt επισημαίνει ότι οι αναλυτές στα κέντρα εξουσίας άρχισαν να λειτουργούν περισσότερο σαν σεναριογράφοι και λιγότερο σαν στρατηγικοί σύμβουλοι.

Αντί να καταγράφουν τα γεγονότα, τα παρήγαγαν. Αντί να αντιδρούν στον κόσμο, τον επανεκκινούσαν κάθε μέρα στη φαντασία τους.

Το πιο ανησυχητικό, ωστόσο, δεν ήταν η προπαγάνδα προς τα έξω. Ήταν η προπαγάνδα προς τα μέσα.

Η εσωτερική κατανάλωση μύθων, η ανάγκη του ίδιου του κράτους να αυτοδικαιώνεται μπροστά στον εαυτό του. Όταν η εξουσία μετατρέπεται σε αυτιστικό σύστημα επιβεβαίωσης των δικών της ψευδαισθήσεων, τότε η κατάρρευση της λογικής και του πολιτικού λόγου είναι αναπόφευκτη.

Αυτή η μορφή εξουσίας, σύμφωνα με την Arendt, είναι η πιο επικίνδυνη: όχι επειδή κρύβει την αλήθεια από τον λαό, αλλά επειδή αδυνατεί να τη δει η ίδια. Είναι μια εξουσία τυφλή, που πιστεύει ότι βλέπει καλύτερα απ’ όλους.

Η Αποπραγματοποίηση: Όταν η Πραγματικότητα Χάνει τη Λάμψη της

Η Arendt εισάγει έναν όρο που τρομάζει με την ψυχρή του ακρίβεια: «defactualization» – η αποπραγματοποίηση. Πρόκειται για τη διαδικασία όπου το αληθινό και το ψευδές γίνονται αδιάκριτα. Οι άνθρωποι παύουν να ενδιαφέρονται αν κάτι είναι πραγματικό· νοιάζονται μόνο αν ταιριάζει στην κοσμοθεωρία τους.

Αυτό δεν είναι απλώς μια πολιτική στρατηγική. Είναι μια μεταφυσική κρίση. Η αλήθεια, στην ανάλυση της Arendt, δεν είναι απλώς μια παράθεση γεγονότων. Είναι ένας τρόπος θέασης του κόσμου που προϋποθέτει εμπιστοσύνη στη λογική, στην εμπειρική παρατήρηση και σε μια κοινή συμφωνία για το τι σημαίνει «πραγματικό».

Όταν αυτή η συμφωνία καταρρέει, ο δημόσιος λόγος χάνει κάθε αναφορά. Η πολιτική μετατρέπεται σε σύγκρουση ερμηνειών χωρίς πυρήνα. Η αλήθεια γίνεται ζήτημα γούστου.

Η αναμέτρηση με την πραγματικότητα αντικαθίσταται από την αναμέτρηση με το συναίσθημα. Η διαδικασία αυτή δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της εξουσίας. Είναι και αποτέλεσμα κόπωσης. Όταν ο πολίτης βομβαρδίζεται διαρκώς με αντιφατικές πληροφορίες, η ψυχική του άμυνα είναι να απενεργοποιήσει την κρίση του. Να εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια να ξεχωρίσει το ψέμα από την
αλήθεια.

Έτσι δημιουργείται ένα έδαφος αποδοχής του αυταρχισμού.

Η αποπραγματοποίηση οδηγεί σε μια νέα μορφή κυνισμού. Όχι τον σκεπτικισμό της φιλοσοφικής αμφιβολίας, αλλά τον απελπισμένο σχετικισμό του «όλα είναι ψέμα».

Σε αυτό το περιβάλλον, δεν επικρατεί αυτός που λέει την αλήθεια. Επικρατεί αυτός που φωνάζει πιο δυνατά. Η δημόσια σφαίρα γίνεται θέατρο εντυπώσεων, και η κοινωνία μετατρέπεται σε μωσαϊκό ασύνδετων κόσμων.

Η Arendt τονίζει ότι χωρίς κοινή πραγματικότητα, δεν υπάρχει κοινή πολιτική δράση. Η αλήθεια είναι αυτή που συνδέει τον πολίτη με τον συμπολίτη του, δημιουργώντας το υπόστρωμα για συλλογική ευθύνη. Χωρίς αυτή τη βάση, η πολιτική διαλύεται σε ανταγωνιστικές σφαίρες αδιαφορίας και φανατισμού.

Το πιο επικίνδυνο δεν είναι να σου λένε ψέματα. Είναι να πάψεις να νοιάζεσαι. Να φτάσεις στο σημείο που η αλήθεια δεν έχει πλέον καμία σημασία για την καθημερινότητά σου. Τότε, η δημοκρατία έχει ήδη ηττηθεί εκ των έσω.

Η Πολιτική ως Σκηνή Θεάματος

Η Arendt αντιλαμβάνεται πρώτη αυτό που θα γίνει αυτονόητο δεκαετίες μετά, με τα social media: η πολιτική μετατρέπεται σταδιακά σε σκηνή θεάματος. Οι ηγέτες δεν αναφέρονται στην πραγματικότητα, αλλά ανταγωνίζονται ποιος θα κατασκευάσει την πιο πειστική ψευδαίσθηση. Ο ανταγωνισμός των εικόνων υπερισχύει του ανταγωνισμού των ιδεών. Οι πολιτικοί δεν είναι πλέον πρωτίστως στοχαστές, διαχειριστές ή νομοθέτες — είναι performers, σκηνοθέτες μιας διαρκούς παράστασης.

Η μετάλλαξη αυτή δεν είναι απλώς τεχνική. Είναι οντολογική. Η πολιτική λειτουργεί πια όχι ως το πεδίο αντιπαράθεσης λύσεων σε υπαρκτά προβλήματα, αλλά ως διαρκής αγώνας για το ποια εικόνα, ποιο «narrative», θα επικρατήσει.

Η δημόσια συζήτηση εκπίπτει σε ανταλλαγή εντυπώσεων. Το φαίνεσθαι αποκόπτεται από το είναι. Οι λέξεις δεν περιγράφουν τον κόσμο — τον δημιουργούν, τον παραμορφώνουν ή τον ακυρώνουν.

Στην εποχή της τηλεόρασης, το φαινόμενο μόλις ξεκινούσε. Στην εποχή των αλγορίθμων, έχει γίνει καθολικό. Τα μηνύματα πολιτικής επικοινωνίας μετρούνται με likes, προβολές, αισθήματα. Η επιτυχία δεν κρίνεται από την εγκυρότητα, αλλά από την απήχηση. Η αλήθεια γίνεται παρωχημένη.

Οι αλγόριθμοι δεν αναγνωρίζουν την αλήθεια — αναγνωρίζουν την αλληλεπίδραση. Αν ένα ψέμα προκαλεί περισσότερη αντίδραση απ’ ό,τι ένα γεγονός, το ψέμα επικρατεί. Η πολιτική επικοινωνία γίνεται πειραματισμός πάνω στο συναίσθημα: φόβος, θυμός, αγανάκτηση. Η στρατηγική δεν είναι να πείσεις τον άλλο. Είναι να τον κάνεις να νιώσει.

Σε αυτό το περιβάλλον, η ηγεσία δεν απαιτεί ακεραιότητα ή γνώση. Απαιτεί ικανότητα ελέγχου της προσοχής. Οι πολιτικοί λειτουργούν ως influencers της ιδεολογίας, και το κοινό γίνεται καταναλωτής πολιτικών brands. Ο διάλογος καταργείται, η αντιπαράθεση γίνεται διαφήμιση.

Γράφει η Arendt: «Όσο περισσότερο τα γεγονότα αντιστέκονται στις επιθυμίες τους, τόσο περισσότερο οι πολιτικοί στρέφονται σε έναν φανταστικό κόσμο, φτιαγμένο από λέξεις και προπαγάνδα.»

Αυτή η πρόταση, προτού ακόμη υπάρξει το διαδίκτυο, συνοψίζει το νέο πολιτικό πεδίο: όχι ως σχέση με την αλήθεια, αλλά ως μάχη εντυπώσεων, όπου η εικόνα θριαμβεύει επί της πραγματικότητας και η πολιτική απορροφάται από τη σημειολογία του θεάματος.»

Από το Βιετνάμ στην Ψηφιακή Δυστοπία

Ποιος θα φανταζόταν τότε ότι το μέλλον της πολιτικής θα ήταν μια εποχή όπου ο όρος «post- truth» θα γίνει κοινός τόπος; Όπου ο Ντόναλντ Τραμπ θα εκστομίζει 20.000 τεκμηριωμένα ψεύδη στη διάρκεια της θητείας του και οι υποστηρικτές του θα παραμένουν απαθείς;

Ή ότι στη Ρωσία του Πούτιν, ο πόλεμος στην Ουκρανία θα παρουσιαζόταν ως «ειδική επιχείρηση» και κάθε απόπειρα αλήθειας θα αντιμετωπιζόταν ως εχθρική πράξη; Ή ότι πλατφόρμες όπως το Facebook θα γίνονταν πεδία μαζικής παραπληροφόρησης με σκοπό τη χειραγώγηση εκλογών;

Η Arendt δεν είχε προβλέψει τις τεχνολογίες. Είχε όμως προβλέψει το φαινόμενο: όταν η αλήθεια θεωρείται πρόβλημα, η πολιτική διολισθαίνει σε θεαματική χειραγώγηση.

Η Δημοκρατία Αντέχει την Αλήθεια;

Για την Hannah Arendt, η δημοκρατία δεν είναι το βασίλειο της απόλυτης αλήθειας — ούτε και πρέπει να είναι. Δεν στηρίζεται σε μια μεταφυσική υπερ-πραγματικότητα, αλλά σε μια κοινή, προσβάσιμη και διαρκώς διαπραγματεύσιμη πραγματικότητα. Είναι το μοναδικό πολιτικό σύστημα που απαιτεί —ως όρο επιβίωσης— την ύπαρξη ενός ελάχιστου κοινού πλαισίου αναφοράς: μια  συμφωνία όχι στις ερμηνείες, αλλά στα γεγονότα. Όχι στο νόημα, αλλά στην ύπαρξη.

Αυτό το πλαίσιο όμως δεν είναι δεδομένο. Δεν το εγγυάται κανείς αυτόματα. Είναι ευάλωτο, εύθραυστο, και διαρκώς απειλούμενο — από την προπαγάνδα, την κόπωση, την αδιαφορία, την πολιτική σκοπιμότητα. Χτίζεται μέσα από την εκπαίδευση, τη διαφάνεια των θεσμών, την ανοιχτή δημόσια συζήτηση και την προστασία της δημοσιογραφικής και επιστημονικής αλήθειας. Χωρίς
αυτά, η δημοκρατία δεν απλώς αποδυναμώνεται· αποσυντίθεται.

Η Arendt κατανοεί σε βάθος αυτή την απειλή. Όταν η αλήθεια παύει να έχει βάρος στον δημόσιο λόγο —όταν όλα γίνονται «θέμα οπτικής», «προσωπική εμπειρία», «ιδεολογική ερμηνεία»— τότε χάνεται το νήμα που συνδέει τους πολίτες μεταξύ τους. Η κοινωνία διασπάται σε φυλές πληροφορίας, σε θύλακες νοηματικής αυτάρκειας. Ο πολιτικός λόγος μετατρέπεται σε branding.

Η «άποψη» παίρνει τη θέση του γεγονότος. Η ρητορική αυτονομείται από την πραγματικότητα. Και η αλήθεια… υποχωρεί, μουδιασμένη, σαν περιττός μάρτυρας σε δίκη χωρίς ακροατήριο.

Η δημοκρατία, χωρίς αλήθεια, δεν είναι πια λειτουργική. Είναι διακοσμητική. Είναι μια βιτρίνα συμμετοχής πίσω από την οποία κρύβεται η αυθαίρετη εξουσία. Και η αυθαιρεσία δεν χρειάζεται να φοράει στολή ή να καταργεί εκλογές. Αρκεί να υπονομεύει τη νοητική βάση του κοινού κόσμου.

Να πείθει τους ανθρώπους ότι δεν υπάρχει τίποτα σταθερό· ότι όλα είναι χειραγωγήσιμα, όλα είναι θέμα πλαισίου, όλα είναι αφήγηση.

Σε αυτό το τοπίο, ο πολίτης δεν επιλέγει, χειραγωγείται. Δεν συνδιαμορφώνει, καταναλώνει. Και η δημοκρατία, στο τέλος, γίνεται θέατρο ελευθερίας με προδιαγεγραμμένο σενάριο.

Η ερώτηση, λοιπόν, δεν είναι αν η δημοκρατία μπορεί να αντέξει την αλήθεια. Η ερώτηση είναι αν μπορεί να επιβιώσει χωρίς αυτήν. Και η απάντηση της Arendt είναι αμείλικτη: όχι. Διότι η δημοκρατία, πάνω απ’ όλα, είναι το πολίτευμα της πραγματικότητας.

Η Προειδοποίηση και η Ευθύνη

Η Arendt δεν είναι ρομαντική. Δεν πιστεύει σε μια μεταφυσική νίκη της αλήθειας. Αντιθέτως, επιμένει πως η αλήθεια, ειδικά στον χώρο της πολιτικής, είναι ριζικά απροστάτευτη. Δεν έχει μηχανισμούς αυτοπροστασίας· δεν έχει ισχύ εξουσίας· δεν έχει στρατό ή πλειοψηφίες. Η αλήθεια είναι, όπως την ονομάζει, «αδύναμη» — κι όμως, απολύτως αναγκαία.

Η υπεράσπισή της, επομένως, δεν είναι πολυτέλεια. Είναι πολιτικό καθήκον. Όχι μόνο για διανοούμενους ή δημοσιογράφους, αλλά για κάθε πολίτη που θέλει να ζήσει σε μια κοινωνία που δεν είναι έρμαιο της αυθαιρεσίας. Για την Arendt, η αλήθεια δεν είναι μια αφηρημένη αρετή· είναι ο τελευταίος οχυρωματικός τοίχος πριν από το χάος. Είναι η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον πολιτισμό και την αποσύνθεση.

Και αυτή η αλήθεια δεν υπερασπίζεται τον εαυτό της. Δεν είναι αυτοεκπληρούμενη. Πρέπει να την επιλέξεις — ξανά και ξανά — ακόμα κι όταν δεν σε συμφέρει. Ακόμα κι όταν σε εκθέτει. Ακόμα κι όταν σου κοστίζει. Ιδίως τότε.

Η αντίσταση στην πολιτική ψευδολογία δεν είναι απλώς πράξη θάρρους· είναι πράξη προνοητικότητας. Όταν οι κοινωνίες εθίζονται στο ψεύδος, παύουν να αναγνωρίζουν τον εαυτό τους. Οι λέξεις χάνουν το νόημα τους, η μνήμη αποδυναμώνεται, και ο ιστορικός χρόνος μετατρέπεται σε φλύαρο παρόν. Σ’ αυτή την κατάσταση αμνησίας και εντυπωσιοθηρίας, η αυθαιρεσία δεν χρειάζεται να επιβληθεί με τη βία. Αρκεί να εμφανιστεί με πειστικό περιτύλιγμα.

Γι’ αυτό η Arendt επιμένει: η υπεράσπιση της αλήθειας είναι ζήτημα πολιτικής επιβίωσης. Δεν έχει να κάνει με ηθική ανωτερότητα ή ρητορική καθαρότητα. Έχει να κάνει με το αν η κοινωνία θα έχει το έδαφος να σταθεί όρθια όταν έρθει η κρίση. Με το αν θα μπορεί να διακρίνει τι της συμβαίνει.

Και άρα, να αντιδράσει.

Η αλήθεια είναι η βάση κάθε ουσιαστικής αντίστασης. Είναι το νήμα που μας κρατά συνδεδεμένους με τον κόσμο. Στο πρόσωπο κάθε πολίτη που επιλέγει την αλήθεια, υπάρχει μια σπίθα αντίστασης — μια άρνηση να υποκύψει στο μούδιασμα, στην κυνικότητα, στην ευκολία του «όλοι ίδιοι είναι».

Και αυτή η σπίθα, όταν γίνει συλλογική, μπορεί να γίνει φλόγα. Όχι απλώς πολιτικής αλλαγής, αλλά πολιτικής αναγέννησης. Ένα νέο ξεκίνημα βασισμένο όχι στην ψευδαίσθηση, αλλά στο θάρρος της αλήθειας.

Επίλογος: Η Στιγμή της Επιλογής

Σε μια εποχή όπου τα deepfakes ανακατεύουν την εικόνα, η τεχνητή νοημοσύνη ανακατασκευάζει τον λόγο, και η πολιτική γίνεται marketing και branding, η φωνή της Hannah Arendt μοιάζει σαν να γράφτηκε σήμερα. Όχι για να μας παρηγορήσει, αλλά για να μας ταρακουνήσει. Να μας θυμίσει πως όποιος παραιτείται από την αναζήτηση της αλήθειας, παραδίδεται αργά ή γρήγορα σε εκείνους που θα του πουν ό,τι θέλει να ακούσει. Και εκείνοι δεν θα έχουν καμία υποχρέωση να του πουν την αλήθεια.

Η Αλήθεια δεν είναι θύμα της Ιστορίας. Είναι θέμα επιλογής. Και είναι μια επιλογή που κάνουμε καθημερινά.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα