Ο Πέτρος Μολυβιάτης και το δόγμα της ακινησίας στην εξωτερική πολιτική
Διαβάζεται σε 5'
O Νίκος Μπίστης γράφει στο NEWS 24/7 για τα όρια και τις αρνητικές συνέπειες του δόγματος της ακινησίας στην εξωτερική πολιτική, του οποίου ο Πέτρος Μολυβιάτης ήταν θεμελιωτής.
- 06 Μαΐου 2025 06:41
Το ‘φερε έτσι η τύχη και την ημέρα που έφυγε πλήρης ημερών ο Πέτρος Μολυβιάτης να επισκέπτεται ο Ερντογάν τα κατεχόμενα και να προβάλει την πολιτική λύση των δυο κρατών. Μαζί βέβαια με την προσπάθεια κατοχύρωσης της μαντίλας και της ισλαμικής παιδείας. Γι’ αυτό και τον υποδέχθηκαν με διαδηλώσεις 10.000 Τουρκοκύπριοι που του χάλασαν τη φιέστα. Για αυτούς όμως τους θαυμάσιους Κύπριους δεν υπήρχε επαρκής χώρος στα ελληνικά και ελληνοκυπριακά μίντια. Γιατί χαλάνε επίσης και το αφήγημα της ελληνοκυπριακής πλευράς, αναδεικνύοντας με την μαχητική τους παρουσία το πρόσωπο του εταίρου που πεισματικά αγνοεί ο ελληνοκυπριακός εθνικισμός.
Με ένα έντονα συμβολικό τρόπο αυτή σύμπτωση μάς θύμισε τα όρια και κυρίως τις αρνητικές συνέπειες του δόγματος της ακινησίας στην εξωτερική πολιτική, του οποίου ο εκλιπών ήταν θεμελιωτής. Ιδιαίτερα στα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό.
Ο Πέτρος Μολυβιάτης ήταν ένας σοβαρός και ευπρεπής συντηρητικός πολιτικός, κυριολεκτικά ένας ευπατρίδης, που θήτευσε δίπλα στον Κωνσταντίνο Καραμανλή και καθόρισε την εξωτερική πολιτική τα χρόνια της πρωθυπουργίας του Κώστα Καραμανλή. Ήταν συνεχώς παρών δύο διαφορετικές κρίσιμες περιόδους και δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η γνώμη του είχε πάντα βαρύνουσα σημασία στην παράταξη και την οικογένεια που με συνέπεια και σεμνότητα υπηρέτησε.
Λέγεται – και νομίζω ότι ισχύει – πως την στάση του καθόρισε η αρνητική εμπειρία που αποκόμισε από το αποτέλεσμα της πολιτικής του μέντορά του, Κωνσταντίνου Καραμανλή, στο Κυπριακό, με την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας και τις συνθήκες Ζυρίχης Λονδίνου. Μια πολιτική που η Ιστορία δικαίωσε ως την μόνη ρεαλιστική, που όμως στις συγκεκριμένες συνθήκες της δεκαετίας του 1960 συνάντησε για διαφορετικούς λόγους την αντίδραση τόσο της εθνικιστικής δεξιάς όσο και της ελληνικής Αριστεράς.
Κατά τον Μολυβιάτη ήταν το Κυπριακό η αρχή του τέλους της οκταετίας Καραμανλή, το αχρείαστο σημείο καμπής. Το οξύμωρο της υπόθεσης είναι ότι η μόνη δύναμη που – με τις δικές της αντιφάσεις και δουλείες – θα μπορούσε να αντιληφθεί την χρησιμότητα των Συνθηκών Ζυρίχης – Λονδίνου ήταν το κυπριακό αριστερό ΑΚΕΛ, που λίγα χρόνια πριν είχε δεχθεί να συζητήσει τη βρετανική λύση της «Διασκεπτικής». Για αυτό και σταδιακά προσχώρησε στην υπεράσπιση της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία όμως εδραζόταν σε αυτές τις δυο Συνθήκες, τις οποίες εξ αρχής η Αριστερά απέρριπτε.
Όσο όμως ήταν αδύνατο για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να στηριχθεί στους Κύπριους κομμουνιστές, τόσο αδιανόητο ήταν για τους τελευταίους να αποδεχθούν ατόφια, μια Νατοϊκή λύση.Την απάντηση την έδωσε ο πανδαμάτωρ χρόνος, αφού όμως μαζί με αυτόν κύλησε και πολύ αίμα. ενώ το νησί, επί της ουσίας, διχοτομήθηκε μετά το πραξικόπημα της χούντας και την τουρκική εισβολή και κατοχή. Η δυσφορία του Κωνσταντίνου Καραμανλή για την στάση της Κυπριακής ηγεσίας απέναντι στην αρχιτεκτονική του για την επίλυση του Κυπριακού ίσως να αποτυπώνεται και στην πεισματική άρνησή του να επισκεφθεί την Κύπρο τα χρόνια της πρωθυπουργίας του από το 1974 μέχρι το 1981.
Σε κάθε περίπτωση ο Πέτρος Μολυβιάτης έκτοτε ήταν εξαιρετικά επιφυλακτικός έως αρνητικός σε κάθε άνοιγμα είτε στα ελληνοτουρκικά είτε στο Κυπριακό. Ουδέποτε τροφοδότησε την ένταση με την Τουρκία, με ακραίες και προκλητικές δηλώσεις και ενέργειες ή κορώνες εθνικισμού, ουδέποτε όμως ανέλαβε, εισηγήθηκε ή στήριξε πρωτοβουλίες επίλυσης των διαφορών, πρωτοβουλίες που αναπόφευκτα θα περιείχαν ένα ποσοστό λελογισμένου ρίσκου. Το ρίσκο που ανέλαβαν, αγνοώντας το βραχυπρόθεσμο πολιτικό κόστος, ο Κώστας Σημίτης, με την Συμφωνία της Μαδρίτης το 1997 και τα συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής στο Ελσίνκι το 1999, και ο Αλέξης Τσίπρας, με την Συμφωνία των Πρεσπών το 2018.
Ως υπουργός Εξωτερικών, ο Πέτρος Μολυβιάτης δεν δίστασε, να διακόψει την πρωτοβουλία της κυβέρνησης Σημίτη – που βρισκόταν στο στάδιο της ολοκλήρωσης – για την επίλυση της μείζονος διαφοράς για την οριοθέτηση των χωρικών υδάτων των δύο χωρών. Είναι χαρακτηριστική η άρνησή του να αξιοποιήσει τον πλήρη φάκελο που του παρέδωσε η κυβέρνηση Σημίτη. Η χαρακτηριστική φράση που κατά καιρούς επαναλάμβανε ο Κώστας Σημίτης,ότι «πρέπει να αξιοποιείς τις ευκαιρίες όταν παρουσιάζονται, γιατί δύσκολα επαναλαμβάνονται», θεωρώ βέβαιο ότι είχε ως κορυφαίο παράδειγμα προς αποφυγή την άρνηση Καραμανλή – Μολυβιάτη να συνεχίσουν και να ολοκληρώσουν την πολιτική του στα ελληνοτουρκικά το 2004.
Η πολιτική αυτή αποτυπώθηκε επίσης πλήρως και στην τύποις ουδέτερη και αποστασιοποιημένη στάση του Κώστα Καραμανλή απέναντι στο Σχέδιο Ανάν. Στάση που επέτρεψε, αν δεν ενθάρρυνε, στον Τάσο Παπαδόπουλο να τορπιλίσει το Σχέδιο Ανάν. Απέφυγε έτσι ο Έλληνας πρωθυπουργός κάθε φθορά που θα του προξενούσε η ανάμειξη του με το Κυπριακό, αλλά χάθηκε η ευκαιρία και χρειάστηκαν αλλά 20 χρόνια για να χαθεί και η επόμενη, με την φυγή Αναστασιάδη – Χριστοδουλίδη από τον Κραν Μοντανά. Και με το Κυπριακό να εισέρχεται πιθανότατα σε νέα επικίνδυνη περιδίνηση αν επικρατήσουν οι αντιλήψεις περί στρατηγικής συμφωνίας με το Ισραήλ.
Αυτά όμως εδώ και χρόνια δεν αφορούσαν τον Πέτρο Μολυβιάτη που διακριτικά – στάση που τήρησε σε όλη του την ζωή – είχε αποσυρθεί από την ενεργό εξωτερική πολιτική. Μαζί με αυτόν τον σοβαρό πολιτικό τα τελευταία χρόνια, και ιδιαίτερα εφέτος με τον Τραμπ, αποσύρονται βεβαιότητες και δόγματα του παρελθόντος τα οποία ο εκλιπών υπηρέτησε θεωρώντας τα ακρογωνιαίους λίθους μιας αδιατάραχτης κανονικότητας και μιας σχετικής ασφαλείας. Τι να σημαίνει, άραγε, σήμερα το «Ανήκουμε στην Δύση»; Ποια Δύση; Και πόσο είναι δυνατόν μέσα σε αυτές τις συνθήκες γεωπολιτικής ρευστότητας να αποτελεί ασφαλές καταφύγιο το δόγμα της ακινησίας; Αν ήταν ποτέ.