Γιατί η Ελλάδα δουλεύει πολύ και παράγει λίγο

Διαβάζεται σε 4'
Εργαζόμενοι
Εργαζόμενοι iStock

Η τελευταία έρευνα του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ δείχνει ότι 52 % των μισθωτών ξεπερνά συστηματικά το συμβατικό του ωράριο και 65 % δεν πληρώνεται (ή πληρώνεται μερικώς) τις υπερωρίες.

Όταν ο πρόεδρος του ΣΕΒ Σπύρος Θεοδωρόπουλος προτείνει «ευελιξία από τους εργαζομένους και επενδύσεις από τις επιχειρήσεις» ώστε να αυξηθεί η παραγωγικότητα –απαραίτητη, όντως, προϋπόθεση για καλύτερους μισθούς– αγγίζει τον πυρήνα του προβλήματος. Παραβλέπει όμως τον ελέφαντα στο δωμάτιο: την κουλτούρα υπερεργασίας, εργασιομανίας και χαμηλής απόδοσης που ήδη ροκανίζει την ίδια την παραγωγική βάση.

Η τελευταία έρευνα του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ δείχνει ότι 52 % των μισθωτών ξεπερνά συστηματικά το συμβατικό του ωράριο και 65 % δεν πληρώνεται (ή πληρώνεται μερικώς) τις υπερωρίες  . Οι «δωρεάν» ώρες λειτουργούν σαν κρυφή επιδότηση προς τις επιχειρήσεις, αλλοιώνοντας το πραγματικό κόστος εργασίας και αφαιρώντας κίνητρα για οργάνωση και τεχνολογικές επενδύσεις. Αν ο χρόνος είναι τσάμπα, γιατί να τον εξοικονομήσεις;

Το πρόβλημα όμως δεν εξαντλείται στις χαμένες αμοιβές. Το εργασιακό παράδειγμα που γεννούν οι απλήρωτες υπερωρίες είναι ακόμη πιο διαβρωτικό. Πρόσφατη μελέτη σε 33.222 εργαζομένους από 85 χώρες δείχνει πως, όταν προϊστάμενοι ή συνάδελφοι παρουσιάζουν «εθισμό» στην εργασία, εκτινάσσεται η πιθανότητα να αναπτυχθεί εργασιομανία, αυξάνεται έντονα το εργασιακό στρες και υποχωρεί η ικανοποίηση από τη δουλειά. Όσο περισσότερο οι γύρω μας μένουν «λίγο παραπάνω», τόσο εντονότερη η πίεση να κάνουμε το ίδιο, ακόμη κι αν γνωρίζουμε ότι δεν αποδίδει. Έτσι, η «ευελιξία» που ζητεί το επιχειρείν κινδυνεύει να μονιμοποιηθεί ως αέναη διαθεσιμότητα.

Και εδώ ερχόμαστε στο τρίτο σκέλος του σκοτεινού τρίπτυχου. Παρά τις ατελείωτες ώρες και το διαρκές «πάθος για το αποτέλεσμα», η χώρα παράγει μόλις 38 ευρώ προστιθέμενης αξίας ανά ώρα, έναντι 80 στη Γερμανία και 151 στη Δανία. Η διεθνής βιβλιογραφία δείχνει πως η χρόνια υπερεργασία υπονομεύει τη δημιουργικότητα, διογκώνει τα λάθη και επιβαρύνει την υγεία, οδηγώντας τελικά σε καθαρή απώλεια παραγωγικότητας.

Ο πρόεδρος του ΣΕΒ έχει δίκιο πως ο αυτοματισμός είναι καταλύτης, μα αποδίδει μόνο πάνω σε υγιείς οργανωτικές πρακτικές. Αν ο/η εργαζόμενος/η αντιμετωπίζεται ως ανεξάντλητος πόρος, ο αυτοματισμός κινδυνεύει να μετατραπεί σε άλλοθι για εντατικοποίηση ή υποκατάσταση χωρίς αναβάθμιση δεξιοτήτων, αναπαράγοντας τον φαύλο κύκλο.

Αν θέλουμε, λοιπόν, ο αυτοματισμός να γίνει πολλαπλασιαστής αξίας –και όχι πρόσχημα για ακόμη μεγαλύτερη φθορά– πρέπει πρώτα να αποκαταστήσουμε την αξία του ίδιου του χρόνου εργασίας και να ξαναγράψουμε τους κανόνες δικαιοσύνης και αποτελεσματικότητας. Με αυτόν τον γνώμονα, τα επόμενα βήματα χαράζουν μια ρεαλιστική έξοδο από το αδιέξοδο.

Το πρώτο βήμα, το οποίο σε κάποιο βαθμό έχει υλοποιηθεί με την ψηφιακή κάρτα εργασίας, αφορά την απόλυτη διαφάνεια στο ωράριο: ένα ενιαίο ψηφιακό σύστημα καταγράφει κάθε λεπτό εργασίας και ενεργοποιεί αυτόματα την πληρωμή των υπερωριών. Όταν ο χρόνος αποκτήσει ξανά τίμημα, οι επιχειρήσεις θα έχουν πραγματικό κίνητρο να επενδύσουν σε οργάνωση αντί για «ηρωισμό» της τελευταίας στιγμής.

Δεύτερο, έξυπνοι έλεγχοι: στοχευμένες, data‑driven επιθεωρήσεις εκεί όπου τα σήματα υπερεργασίας είναι έντονα. Αλλιώς ο νόμος μένει γράμμα κενό και η «ευελιξία» συνεχίζει να «καίει» κεφάλαια, ανθρώπινα και οικονομικά.

Τρίτο, παραγωγικότητα ως βασικό δείκτη απόδοσης: οι επιδοτήσεις, οι φοροαπαλλαγές και τα αναπτυξιακά κριτήρια να μετρούν αξία ανά ώρα – όχι «κεφάλια». Έτσι ο δημόσιος πόρος ανταμείβει όσους αυξάνουν τη συλλογική πίτα κι όχι όσους συσσωρεύουν φθηνό χρόνο.

Τέταρτο, δικαίωμα αποσύνδεσης: συλλογικές ρήτρες που προστατεύουν τον ψυχολογικό χώρο όλων των εργαζομένων και –το κυριότερο– κινητοποιούν τον επανασχεδιασμό διαδικασιών που «χωρούν» στις νόμιμες ώρες εργασίας.

Πέμπτο, σπάμε τον κατακερματισμό: φορολογικά μπόνους και πρόσβαση σε χρηματοδότηση ανταμείβουν συγχωνεύσεις ή συμπράξεις ΜμΕ· γιατί η κλίμακα φέρνει συστήματα, R&D και εξαγωγές.

Τέλος, επένδυση με ρήτρα ενδυνάμωσης: καθε έργο ψηφιακής αναβάθμισης να συνοδεύεται από υποχρεωτικό πρόγραμμα αναβάθμισης δεξιοτήτων και συμμετοχή των εργαζομένων στα κέρδη παραγωγικότητας. Τεχνολογία χωρίς ανθρώπινη μάθηση είναι κενή περιεχομένου και προστιθέμενης αξίας.

Αν συνεχίσουμε να βαφτίζουμε την υπερεργασία «ευελιξία» και την εργασιομανία «πάθος», η περιώνυμη παραγωγικότητα θα μείνει όνειρο θερινής νυκτός. Η Ελλάδα δεν χρειάζεται περισσότερες ώρες· χρειάζεται δικαιοσύνη στον χρόνο, ευφυΐα στη διοίκηση και θαρραλέες επενδύσεις στη γνώση. Τότε –και μόνο τότε– οι μισθοί θα ακολουθήσουν την απόδοση, όχι το αντίστροφο.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα