iStock

ΠΩΣ ΟΙ ΝΕΥΡΟΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΕΞΗΓΟΥΝ ΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΦΑΝΑΤΙΣΜΟΥ

«Οι ιδεολογίες γίνονται επικίνδυνες όχι όταν έχουν περιεχόμενο, αλλά όταν λειτουργούν σαν φίλτρα που διαστρέφουν την αντίληψη και μειώνουν την ικανότητά μας να αμφισβητούμε τον εαυτό μας».

Τι κοινό μπορεί να έχει ένας έφηβος που πείθεται να ενταχθεί σε μια εξτρεμιστική ομάδα με μια φιλελεύθερη μεσήλικα που αρνείται κατηγορηματικά να συνομιλήσει με κάποιον που σκέφτεται διαφορετικά; Και οι δύο ενδέχεται να βιώνουν τον κόσμο μέσα από έναν «ιδεολογικό εγκέφαλο».

Αυτό είναι το σημείο εκκίνησης του ομότιτλου βιβλίου της γνωσιακής επιστήμονα και συγγραφέως, Leor Zmigrod, The Ideological Brain: The Radical Science of Flexible Thinking (Henry Holt, 2025), μιας καινοτόμου διεπιστημονικής προσέγγισης ανάμεσα στη γνωσιακή νευροεπιστήμη, την πολιτική ψυχολογία και τη φιλοσοφία.

Όπως γράφει χαρακτηριστικά στην εισαγωγή του βιβλίου: «Οι ιδεολογίες δεν είναι απλώς απόψεις που κατέχουμε. Είναι συστήματα που μας κατέχουν. Και αυτό μπορεί να αποτυπωθεί μέχρι και στην ηλεκτρική δραστηριότητα του εγκεφάλου μας».

Η συγγραφέας δεν εστιάζει μόνο στο τι πιστεύουμε, αλλά πρωτίστως στο πώς σχηματίζουμε, διατηρούμε και υπερασπιζόμαστε τα πιστεύω μας. Η υπόθεση που εξετάζει εμπειρικά είναι πως η ιδεολογική προσκόλληση δεν εξαρτάται τόσο από το περιεχόμενο (δεξιό/αριστερό, θρησκευτικό/κοσμικό), όσο από ένα γνωσιακό στυλ και συγκεκριμένα από αυτό που ορίζει ως γνωστική ακαμψία.

Η γνωστική υπογραφή της ιδεολογίας

Τα ευρήματα της ερευνητικής της ομάδας καταδεικνύουν ότι η ιδεολογική σκέψη έχει δύο βασικές συνιστώσες: τη δογματική συνιστώσα, η οποία μεταφράζεται στην αποδοχή απόλυτων αφηγήσεων και μηδενική ανοχή στη γνωστική ασάφεια, και στη σχεσιακή συνιστώσα, η οποία περιγράφει την ισχυρή ταύτιση με το «εμείς» της ομάδας και τη δυσανεξία προς τους «άλλους».

Αυτές οι συνιστώσες μετρώνται με γνωσιακά τεστ ευελιξίας, όπως το Wisconsin Card Sorting Test, και δείκτες, όπως το Identity Fusion Index. Άτομα με μειωμένη εκτελεστική λειτουργία, χαμηλή ανοχή στην αβεβαιότητα και δυσκολία στη μεταβολή πλαισίου φαίνεται να είναι πιο επιρρεπή στον φανατισμό ανεξαρτήτως ιδεολογικού χρώματος. «Όταν μια ιδεολογία απαιτεί τελετουργική και άκαμπτη σκέψη, μας ζητά να γίνουμε κάποιος άλλος. Κάποιος λιγότερο μοναδικός, λιγότερο περίπλοκος, λιγότερο ελεύθερος», σημειώνει η συγγραφέας.

iStock

Τα νευρωνικά μονοπάτια της ιδεολογικής προσκόλλησης

Η ιδεολογική πίστη παρομοιάζεται με τον εθισμό: η επανάληψη ενισχύει συγκεκριμένες νευρωνικές διαδρομές και αποκλείει άλλες. Εδώ, η μεταφορά της γνωσιακής ηδονοβλεψίας αποκτά ιδιαίτερη ισχύ. Όπως επισημαίνεται στο βιβλίο, «η αίσθηση της απόλυτης βεβαιότητας, της ηθικής ανωτερότητας και της ταύτισης με μια ομάδα προκαλεί ένα νευρωνικό ‘υψηλό’. Ο εγκέφαλος μας το ανταμείβει. Και μετά το απαιτεί ξανά».

Η διαδικασία αυτή συνδέεται με τις ίδιες περιοχές του εγκεφάλου που εμπλέκονται στον εθισμό και την επιβράβευση, συγκεκριμένα τη ραβδωτή περιοχή και τον προμετωπιαίο φλοιό.

Παράλληλα, επισημαίνονται ορισμένες νευρολογικές προδιαθέσεις, όπως η μεταβολική δραστηριότητα της ντοπαμίνης ή η γενετική παραλλαγή του γονιδίου COMT, ως παράγοντες που επηρεάζουν την επεξεργασία ιδεολογικής πληροφορίας. «Δεν γεννιόμαστε με ιδεολογίες, αλλά με γνωσιακές μηχανές που είναι περισσότερο ή λιγότερο επιρρεπείς σε αυτές».

Ο Δαρβίνος και μια νέα αλφάβητος για τις ιδεολογίες

Η Zmigrod προτείνει ότι ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώνεται και σταθεροποιείται η ιδεολογική πίστη μπορεί να αναλυθεί μέσω ενός τετραμερούς μοντέλου, το οποίο δεν εστιάζει στο περιεχόμενο των πεποιθήσεων, αλλά στη μορφή της σκέψης που τις γεννά. Η ιδεολογική σκέψη, σύμφωνα με την ερευνήτρια, χαρακτηρίζεται από: απόλυτες και μη διαπραγματεύσιμες αντιλήψεις για τον κόσμο, επιβολή καθολικών ηθικών κανόνων, συναισθηματική συγχώνευση με την ομάδα, και καχυποψία ή εχθρότητα προς τους «άλλους».

Το μοντέλο αυτό επιτρέπει την αποδόμηση της ιδεολογικής προσκόλλησης όχι ως πολιτική στάση αλλά ως μοτίβο γνωστικής επεξεργασίας. Χρησιμοποιείται για να εξηγήσει φαινομενικά αντιφατικές περιπτώσεις, όπως γιατί άτομα με φιλελεύθερες ή προοδευτικές θέσεις μπορούν να καταλήξουν σε ακτιβιστική μισαλλοδοξία ή πρώην εξτρεμιστές σε φανατικούς «αντί-εξτρεμιστές».

«Οι ιδεολογίες γίνονται επικίνδυνες όχι όταν έχουν περιεχόμενο, αλλά όταν λειτουργούν σαν φίλτρα που διαστρέφουν την αντίληψη και μειώνουν την ικανότητά μας να αμφισβητούμε τον εαυτό μας», τονίζει η νεαρή νευροεπιστήμονας.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποκτά μια ελάχιστα γνωστή αλλά αποκαλυπτική παρατήρηση του ίδιου του Κάρολου Δαρβίνου, την οποία ανασύρει η Zmigrod στο βιβλίο της: «η συνεχής ενστάλαξη ενός θρησκευτικού συστήματος σε παιδιά μπορεί να έχει τόσο ισχυρές και διαρκείς συνέπειες στον εγκέφαλο όσο τα ένστικτα ή η γενετική κληρονομιά». Η φράση αυτή, την οποία η σύζυγός του Δαρβίνου πιθανότατα αφαίρεσε από τις τελικές δημοσιεύσεις του, υποστηρίζει την κεντρική θέση του βιβλίου: η ιδεολογική διαμόρφωση μπορεί να λειτουργήσει όχι ως επιλογή, αλλά ως βιωματικός αυτοματισμός που αποκτά νευρωνική μονιμότητα.

Το τετραμερές μοντέλο εισάγει έτσι μια νέα επιστημονική αλφάβητο, με την οποία είναι εφικτή η αξιολόγηση των ιδεολογιών όχι στο δίπολο «καλή-κακή», αλλά με βάση τη σχετική γνωστική τους ευκαμψία. Η στόχευση, με άλλα λόγια, είναι να χαρτογραφηθεί όχι το τι πρεσβεύει μια ιδεολογία, αλλά το τι προκαλεί στον εγκέφαλο και τη συμπεριφορά.

iStock

Εφαρμογές και προκλήσεις

Η έρευνα έχει ήδη βρει εφαρμογή σε πιλοτικά προγράμματα αποριζοσπαστικοποίησης στην Ολλανδία και στη Δανία, όπου πρώην μέλη εξτρεμιστικών ομάδων συμμετέχουν σε εργαστήρια γνωστικής ευελιξίας, διαλόγου και αυτογνωσίας. Τα λεγόμενα Cognitive Flexibility Training Modules που βασίστηκαν στην έρευνα έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικότερα από συμβατικές παρεμβάσεις.

Επιπλέον, εξελίσσεται συνεργασία με φορείς χάραξης πολιτικής για την ανάπτυξη δεικτών που ανιχνεύουν νευρογνωσιακά προφίλ υψηλού κινδύνου ριζοσπατικοποίησης, όχι με βάση τις πολιτικές πεποιθήσεις, αλλά τη δομή της σκέψης. Το ζήτημα εδώ είναι λεπτό και ηθικά φορτισμένο. Η χρήση νευροψυχολογικών εργαλείων για την πρόληψη του φανατισμού ενδέχεται να εγείρει ερωτήματα περί «γνωστικού profiling» και πρόωρων παρεμβάσεων.

«Το ζητούμενο δεν είναι να προβλέψουμε το ποιος θα πιστέψει σε κάτι ριζοσπαστικό. Είναι να κατανοήσουμε ποιος είναι ευάλωτος σε αφηγήσεις που προσφέρουν απλότητα και σιγουριά σε έναν περίπλοκο κόσμο», διευκρινίζει η ίδια.

Η συμβολή δεν σταματά εκεί. Η ενίσχυση της γνωστικής ευελιξίας προτείνεται ως νέος παιδαγωγικός στόχος, όχι για να αποδυναμώσει τις πεποιθήσεις των νέων, αλλά για να τις καταστήσει προϊόν συνειδητής επιλογής και όχι αντανακλαστικής ανάγκης.

Η έρευνα της Zmigrod, όπως εύλογα θα περίμενε κανείς, δεν στερείται κριτικής. Ορισμένοι ανησυχούν ότι η γνωσιακή ευελιξία που προτείνει μπορεί να μετατραπεί σε μηχανισμό που στιγματίζει «μη επιθυμητές» ιδέες. Η ίδια απαντά εμμέσως: «Η ευελιξία δεν σημαίνει σχετικισμός. Σημαίνει την ικανότητα να ζούμε με το παράδοξο, να αλλάζουμε όταν αλλάζει ο κόσμος γύρω μας, χωρίς να καταρρέει η αίσθηση ταυτότητας μας».

Η συνεισφορά του ερευνητικού έργου της Zmigrod, επομένως, έχει σαφείς ηθικές προεκτάσεις. Αποτελεί πρόσκληση να αντιμετωπίζουμε τις ιδεολογίες όχι ως ιδιοκτησίες αλλά ως σχέσεις, προσφέροντας έναν νευρογνωσιακό χάρτη της ελευθερίας και του φανατισμού. Αν, όπως η ίδια γράφει, «το μυαλό μας εθίζεται στην απλότητα και στην βεβαιότητα όπως εθίζεται στη ζάχαρη ή στο κάπνισμα», τότε ίσως η πιο ριζοσπαστική πολιτική πράξη είναι η ανάπτυξη ανθεκτικότητας στην πολυπλοκότητα ως προϋπόθεση προφύλαξης της δημοκρατίας όχι μόνο από την κατάχρηση της εξουσίας αλλά και από τη γνωστική «τεμπελιά» του ανθρώπινου εγκεφάλου.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα