ΕΝΑ ΡΕΙΒ ΠΑΡΤΥ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΞΕΣΗΚΩΝΕΙ ΤΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΑΝΝΩΝ
Στην ταινία “Sirat” ο Σέρζι Λόπεζ χάνεται στην έρημο αναζητώντας την κόρη του ενώ το ρέιβ πάρτυ δεν τελειώνει ποτέ. Ενώ το γερμανικό “Sound of Falling” βάζει γερή υποψηφιότητα για μεγάλο βραβείο.
Η συλλογική απόγνωση, η ακαθόριστη αίσθηση πως ο κόσμος όπως τον ξέρουμε μοιάζει γύρω μας να τελειώνει κι εμείς στη μέση απλώς συνεχίζουμε –τι άλλο να κάνουμε;– τις ζωές μας, αποτυπώνεται ανάγλυφα στη μοναχική φιγούρα του Σέρζι Λόπεζ, να κινείται δίχως σκοπό σε μια αχανή έρημο, ενώ γύρω του ένα ρέιβ μαίνεται μανιασμένα.
Ο αγαπημένος ηθοποιός, από ταινίες όπως ο Λαβύρινθος του Πάνα και το Μια Πονογραφική Σχέση, έχει ωριμάσει εδώ σε ένα πλήρες και απολύτως πιστευτό dad mode, καθώς το ξεκίνημα της ταινίας τον βρίσκει, μαζί με τον μικρό του γιο (και τον σκύλο τους) να δείχνουν τη φωτογραφία της αγνοούμενης κόρης σε θαμώνες ενός τεράστιου ρέιβ πάρτυ στην μαροκινή έρημο.
Ήρεμος αλλά πεπεισμένος για τον σκοπό του, ψάχνει την κόρη του καθώς έμαθε πως μάλλον θα βρισκόταν σε αυτό το πάρτυ – αλλά έχει να ακούσει από αυτήν εδώ και μήνες.
Ο ισπανός (γεννημένος στη Γαλλία) σκηνοθέτης Όλιβερ Λάσε μας έχει δώσει στο παρελθόν ταινίες αργής αλλά επιβλητικής ομορφιάς που ακολουθούν κάποιου είδους ταξίδι κι εκείνες, μέσα σε κάποιο αχανές τοπίο – πρόσφατα, το εικαστικά επιβλητικό Θα Έρθει η Φωτιά για το οποίο μάλιστα είχαμε γράψει πως «θα δούλευε καλύτερα αν δεν υπάκουε σε κανέναν απολύτως δραματουργικό κανόνα, παρά χανόταν εξ ολοκλήρου στο αχανές τοπίο».
Η ευχή μας έγινε πραγματικότητα! Το Sirat είναι ένας ρυθμικός θρίαμβος που συνθέτει μια ντουζίνα φιλμικών αναφορών σε κάτι που ειλικρινά μοιάζει… διαφορετικό. Μια ταινία μαζί με την οποία χάνεσαι γιατί απλά φοβάσαι να μείνεις πίσω.
ΑΠΟ ΤΟ MAD MAX: FURY ROAD ΣΤΟ CLIMAX ΚΑΙ ΤΟ SORCERER ΤΟΥ ΦΡΙΝΤΚΙΝ(!)
Η αρχική αναζήτηση και το αρχικό ρέιβ πάρτυ στο Sirat δίνουν το τέμπο, και με αυτό σαν πρόλογο η ταινία στέλνει τον Λόπεζ, τον γιο του, και μια ομάδα αουτσάιντερ αλλόκοτων ηρώων της ερήμου σε μια απίστευτη road movie περιπέτεια στην καρδιά του πουθενά. Όταν μια ομάδα ρέιβερς λένε στον απεγνωσμένο πατέρα πως ξέρουν για ένα άλλο ρέιβ πάρτυ που γίνεται λίγο πιο μακριά από εκεί, ξεκινάει ένα κομβόι που όμως δεν έχει ιδέα τι θα αντιμετωπίσει.
Απόκρημνοι δρόμοι βουνού, ξεραμένοι ορίζοντες, σύγκρουση των στοιχείων, εξάντληση… και μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα πως τριγύρω από την ατελείωτη έρημο, ο κόσμος παραδίδεται όλο και περισσότερο στο τέλος του. Ένας ασαφής πόλεμος μαίνεται και απειλεί να εισβάλει στον όλο και πιο επίπονο κόσμο των ηρώων – η αποτύπωση μιας αίσθησης πως βιώνουμε το τέλος του κόσμου αλλά δεν έχουμε τι να κάνουμε από το να συνεχίσουμε να πηγαίνουμε… κι ας είναι απλά Προς Τα Κάπου.
Όπως θα έλεγε ίσως και ο Ζανό του Βαγγέλη Μουρίκη από τη Νορβηγία– αν σταματήσω να χορεύω, θα σταματήσει να χτυπάει η καρδιά του ίδιου του κόσμου.
Ο Λάσε συνθέτει μια ταινία που μοιάζει να έχει πάρει ιδέες και έμπνευση από ένα σωρό διαφορετικά φιλμικά αντικείμενα, τόσο-όσο χρειάζεται για να πάει παρακάτω. Μετά την προβολή μπορούσες να ακούσεις συζητήσεις σε ένα σωρό διαφορετικές γλώσσες να περιλαμβάνουν όλες τις λέξεις «Mad Max Fury Road», αλλά επίσης σε διαφορετικά σημεία και με διαφορετικούς τρόπους βλέπουμε κομμάτια από το Sorcerer του Γουίλιαμ Φρίντκιν, το Climax του Γκασπάρ Νοέ, το Gerry του Γκας βαν Σαντ. Κι αυτά μόνο σε μια πρώτη ματιά.
Πώς συνυπάρχουν όλα αυτά σε μια ταινία; Ο Λάσε κινηματογραφεί φροντίζοντας διαρκώς το κάδρο του να αναδεικνύει το αχανές της καυτής και απροσπέλαστης ερήμου, αλλά και φέρνοντας διαρκώς χαρακτήρες σε πρώτο πρόσωπο. Η απόγνωσή τους γίνεται και δική σου. Ακολουθεί με επιμονή σώματα και το πώς κινούνται, ακόμα κι όταν σταματούν να χορεύουν. Καδράρει τα φορτηγά και τα φώτα τους μες στο σκοτάδι σα να ήταν τέρατα που κινούνται μες στη νύχτα, αλλά κι αυτά μοιάζουν αργά και παγιδευμένα.
Με την μουσική να βρίσκεται παρούσα σχεδόν σε κάθε στάση αυτής της διαδρομής τρόμου, τα μπάσα δίνουν το τέμπο, εντείνοντας την αγωνία όταν οι ήρωες ακολουθούν, αλλά και την αίσθηση τρόμου όταν –σε μια σκηνή στην τελευταία πράξη του φιλμ– η μουσική μοιάζει να διατάζει και οι ήρωες διστάζουν να την ακολουθήσουν.
Αποκτά μια σχεδόν μεταφυσική διάσταση την οποία το φιλμ αποζητά έτσι κι αλλιώς. Καθώς η το ένα κεφάλαιο πλοκής και αγωνίας διαδέχεται το άλλο, τόσο τα πάντα μοιάζουν να αποσυντίθενται. Οι χώροι, οι άνθρωποι, οι ήχοι, τα λόγια. Αυτό που μένει μια νοητική κατάσταση επιβίωσης: Απλά συνεχίζω να υπάρχω, γιατί είναι το μόνο που μπορώ να κάνω.
Μια ταινία με τεράστιο σασπένς (η καρδιά μου χτύπαγε δυνατά για ώρα μετά την προβολή) και με έναν Σέρζι Λόπεζ που ξέρει πώς να γράψει στην οθόνη μια τραγωδία με απόλυτους σωματικούς όρους. Το κοινό κράταγε την ανάσα του και ύστερα συζητήθηκε πολύ – και αναμφίβολα θα διχάσει. Είναι από εκείνα τα φιλμ που πολύς κόσμος θα θέλει να μοιράσει βραβεία, και πολύς κόσμος δε θα θέλει να (ξανα)δει. Από εμάς είναι ναι.
SOUND OF FALLING: ΕΝΑ ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΚΟ (ΑΝ ΚΑΙ ΔΥΣΚΟΛΟ) ΦΙΛΜ ΔΙΕΚΔΙΚΕΙ ΜΕΓΑΛΟ ΒΡΑΒΕΙΟ
Η ταινία που μοιάζει να συγκεντρώνει τα πιο θερμά σχόλια της κριτικής ως τώρα είναι το Sound of Falling της γερμανίδας Μάσα Σιλίνσκι, που στη δεύτερη μόλις ταινία της κερδίζει μια θέση στο Διαγωνιστικό του φεστιβάλ – και βλέποντάς την καταλαβαίνεις το γιατί.
Φιλόδοξη φορμαλιστικά και ασφυκτική, στοιχειωμένη, με ένα ασφυκτικό τρόπο, η ταινία αφηγείται με μη γραμμικό τρόπο τις ζωές 4 γυναικών σε διαφορετικές χρονικές περιόδους αλλά στον ίδιο χώρο, μια γερμανική φάρμα που παραμένει σαν άγκυρα στο χρόνο. Το μόνο άλλο πράγμα που παραμένει φαινομενικά αναλλοίωτο καθώς κυλάνε οι δεκαετίες, είναι οι σκληρές συνθήκες και οι καταπίεση που αυτές βιώνουν με διαφορετικούς μεν αλλά πάντα εμφατικούς τρόπους.
Καταπιεστικές οικογένειες, κλίμα καταπίεσης, αποσιώπησης και εκμετάλλευσης, ακόμα και ευθεία χρήση βίας. Ο πόνος είναι τέτοιος που μοιάζει να έχει ξεκολλήσει αυτές τις γυναίκες από τον Χρόνο. Η ταινία παρουσιάζει 4 διαφορετικές περιόδους και αντίστοιχα σετ χαρακτήρων, όμως μοιάζουν όλα σα συμβαίνουν στη διάρκεια του ίδιου καλοκαιριού, σαν αυτά τα κορίτσια και γυναίκες να βιώνουν η μία τους πόνους της άλλης, να εισβάλουν σα φαντάσματα σε άλλες εποχές – αλλά την ίδια στιγμή σα να είναι και φαντάσματα στις δικές τους ζωές.
(Υπάρχουν τουλάχιστον δύο σκηνές που κάποια νεαρή ηρωίδα αποτυπώνεται σαν κυριολεκτικό φάντασμα μέσω της χρήσης φωτογραφικής μηχανής – το ένα μέσο κυριολεκτικής και απόλυτης αποτύπωσης αντικειμένων, είναι σα να αδυνατεί να τις δει ζωντανές ή/και παρούσες.)
Γυρισμένο σε ακαδημαϊκό κάδρο που εντείνει την κλειστοφοβία και το αναπόδραστο της κατάστασης, με μια οπτική υφή που κάνει την ταινία να μοιάζει με παλιά φωτογραφία, το φιλμ της Σιλίνσκι είναι απόλυτα αφοσιωμένο στην αποστολή του, σε επίπεδο αισθητικό και αφηγηματικό – σαν μια σκοτεινή, σιωπηλή κραυγή που τρυπάει το χρόνο, για μια απόδραση που δε φτάνει ποτέ. Ο έλεγχος δεν είναι πάντα 100% εκεί πάνω σε αυτό που επιχειρεί η Σιλίνσκι, καθώς ειδικά πια στο δεύτερο μισό οι επαναλαμβανόμενοι κύκλοι στην αφήγηση μοιάζουν περισσότερο να αποσπούν παρά να εντείνουν ένα point που έχει ήδη γίνει.
Θα ήθελα το φιλμ πιο σφιχτό και στοχευμένο, καθώς η αίσθηση των πολλαπλών φινάλε αφαιρεί κάτι από τη δύναμη στο αποτέλεσμα. Το τράβηγμα σε διάρκεια και η επανάληψη μοτίβων το κάνουν λίγο πιο «τυπικά φεστιβαλικό» από ό,τι του αξίζει να είναι. Αλλά παραμένει μια πολύ δυνατή φιλμική και αισθητική πρόταση, μια ταινία που οπωσδήποτε έρχεται να τοποθετηθεί στην κούρσα των βραβείων. Και που, αν και αντικειμενικά δύσκολη θέαση, θα επιστρέφει σίγουρα στις σκέψεις.
Σίγουρα, ένα δυνατό πρώτο στοίχημα για κάποιο από τα μεγάλα βραβεία του φεστιβάλ – κι ας είναι νωρίς.
Το Sound of Falling θα κυκλοφορήσει στην Ελλάδα σε διανομή Cinobo. Το Sirat αναζητά ελληνική διανομή. Το 78ο φεστιβάλ Καννών διεξάγεται 13-23 Μαϊου.