ΣΤΟ ΕΜΣΤ ΤΑ ΖΩΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΙΑ ΑΟΡΑΤΑ
Μέσα από 200 έργα και 60 καλλιτέχνες, η τέχνη τολμά να θέσει το πιο δύσκολο ερώτημα: τι κάναμε στα ζώα — και γιατί συνεχίζουμε να το κάνουμε; Πήγαμε στην έκθεση «Why Look at Animals?» στο ΕΜΣΤ και ιδού οι εντυπώσεις μας.
Διασχίζοντας τις πόρτες του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ), νιώθουμε ήδη μια ένταση στην ατμόσφαιρα. Ο τίτλος της έκθεσης –Why Look at Animals? Δικαιοσύνη για τη μη ανθρώπινη ζωή– δεν συνιστά απλώς ερώτημα, αλλά πρόκληση. Δεν γνωρίζουμε ακόμη τι ακριβώς θα αντικρίσουμε. Ξέρουμε, όμως, πως δεν θα είναι κάτι συνηθισμένο. Πρόκειται για την πρώτη μεγάλη διεθνή έκθεση που δεν απεικονίζει απλώς τα ζώα, αλλά τα τοποθετεί στο επίκεντρο ενός καλλιτεχνικού, ηθικού και πολιτικού διαλόγου για την ευημερία και την ύπαρξή τους.
Με τη συμμετοχή περισσότερων από 60 καλλιτεχνών από 25 χώρες — από την Ευρώπη, την Ασία, την Αφρική και την Αμερική — και με πάνω από 200 έργα να καταλαμβάνουν όλους τους ορόφους του μουσείου, η έκθεση “Why Look at Animals? Δικαιοσύνη για τη μη ανθρώπινη ζωή” αποτελεί τη μεγαλύτερη παραγωγή που έχει διοργανώσει ποτέ το ΕΜΣΤ. Επιμελημένη από την Κατερίνα Γρέγου, καλλιτεχνική διευθύντρια του μουσείου, είναι το αποτέλεσμα πολυετούς έρευνας, προσωπικής ενασχόλησης και πολιτικής τοποθέτησης.
Η αφετηρία της έκθεσης βρίσκεται στο εμβληματικό δοκίμιο του John Berger “Why Look at Animals?”, το οποίο δημοσιεύθηκε το 1980 και συνεχίζει να επηρεάζει τη σκέψη γύρω από την αποξένωση του ανθρώπου από τον φυσικό κόσμο.
Όπως έγραψε ο Berger, τα ζώα βρίσκονταν κάποτε «μαζί με τον άνθρωπο στο κέντρο του κόσμου του», όμως κατά τους δύο τελευταίους αιώνες «έχουν χαθεί από το πλευρό μας και από το οπτικό μας πεδίο». Στη σύγχρονη συνθήκη, τα ζώα έχουν μετατραπεί σε αντικείμενα θέασης ή κατανάλωσης: πακέτα στα ράφια των σούπερ μάρκετ, αξιοθέατα στους ζωολογικούς κήπους, φιγούρες σε τηλεοπτικά προγράμματα και σύμβολα στη βιομηχανία της ψυχαγωγίας.
Η ουσιαστική τους ύπαρξη – το βλέμμα τους, η εμπειρία τους, η ευαισθησία τους – έχει υποχωρήσει, αντικαθιστώντας τη με ένα άδειο περίγραμμα αυτού που κάποτε υπήρχε στο πλάι μας.
Κατερίνα Γρέγου: “Είναι πλέον αναγκαίο να ανοίξουμε μια σοβαρή συζήτηση για τα δικαιώματά των ζώων”
Συγκινημένη η Κατερίνα Γρέγου, λίγο πριν μας ξεναγήσει στο ““Why Look at Animals?”, μας μίλησε στο καφέ του ΕΜΣΤ για το σκεπτικό της έκθεσης αυτής και για το ότι απέφυγε συνειδητά να συμπεριλάβει ταριχευμένα ή νεκρά ζώα στη συγκεκριμένη έκθεση. Αντιθέτως, επέλεξε να προσκαλέσει καλλιτέχνες των οποίων το έργο είναι πολυεπίπεδο και σύνθετο, προσφέροντας νέες οπτικές και ερμηνείες στο θέμα, τόσο εννοιολογικά όσο και από άποψη ενσυναίσθησης και φαντασίας. Μας αποκάλυψε δε πως η ίδια είχε την τύχη να μεγαλώσει σε ένα σπίτι γεμάτο γάτες, σκύλους, πουλιά, κουνέλια, χελώνες και σκαντζόχοιρους και πως οι γονείς της της μετέδωσαν την αγάπη για τα όλα τα ζώα, κατοικίδια και μη.
Αναφέρθηκε παράλληλα στην ιδέα του «ειδισμού» (speciesism) που βασίζεται στην πεποίθηση ότι οι άνθρωποι είναι ανώτεροι από όλα τα άλλα ζώα και επομένως δικαιούνται περισσότερα δικαιώματα. Αντίστοιχα, έκανε λόγο για για την καρτεσιανή άποψη ότι τα ζώα λειτουργούν σαν μηχανές χωρίς συναίσθημα ή σκέψη έχει συμβάλει στην κανονικοποίηση της κακομεταχείρισής τους. Αυτές οι αντιλήψεις έχουν στηρίξει, επί αιώνες, την εκτεταμένη και βίαιη εκμετάλλευση των ζώων.
Τόνισε πως “ο τρόπος που έχουμε οργανώσει τις κοινωνίες μας – με τον άνθρωπο πάντα στο κέντρο – έχει οδηγήσει τα ζώα στο περιθώριο. Τα βλέπουμε σαν κάτι κατώτερο, ξεκομμένο από το φυσικό μας περιβάλλον, και όχι ως μέρος ενός ενιαίου, αλληλένδετου οικοσυστήματος. Έτσι, τα ζώα μετατράπηκαν σε προϊόντα, εργαλεία και θέαμα: από τις ταυρομαχίες και το κυνήγι, μέχρι το παράνομο εμπόριο άγριων ζώων και την ακραία βία της βιομηχανικής εκτροφής. Είναι πλέον αναγκαίο να ανοίξουμε μια σοβαρή συζήτηση για τα δικαιώματά τους και για το γεγονός ότι έχουν την ικανότητα να αισθάνονται, να πονούν και να αντιδρούν όπως κι εμείς”.
Εκεί, δίπλα στον χώρο του καφέ, ο Αλέξανδρος Γεωργίου έχει στήσει ένα ζωντανό εργαστήριο ζωγραφικής και προσκαλεί τους επισκέπτες να φέρουν τα ζώα τους —όχι ως συνοδευτικά, αλλά ως πρωταγωνιστές. Καθισμένος μπροστά στον καμβά, αποτυπώνει τα πορτρέτα τους με την ίδια προσοχή, σοβαρότητα και τρυφερότητα που αφιερώνεται στην ανθρώπινη προσωπογραφία. Μια απλή, αλλά φορτισμένη πράξη αποδοχής: το ζώο αποκτά πρόσωπο, παρουσία και εικόνα. Γίνεται κάποιος.
Μια περιήγηση στην έκθεση
Παρά το μέγεθός της, η έκθεση δεν χωρίζεται σε ενότητες· υπάρχει εντούτοις μια διαδρομή την οποία οι επισκέπτες καλούνται να ακολουθήσουν. Έξω από το Μουσείο, επί της Καλλιρρόης, αναβοσβήνει η φωτεινή επιγραφή του Marcus Coates με τίτλο «Σήμερα στην Αθήνα…» καταγράφοντας καθημερινά φαινόμενα και περιστατικά από τη ζωή των φυτών και των ζώων της Αττικής: ήχοι, κινήσεις, γεννήσεις, εξαφανίσεις. Ο Coates, εικαστικός αλλά και ερασιτέχνης φυσιοδίφης, μας θυμίζει ότι δεν είμαστε μόνοι — και ότι η ζωή συνεχίζεται δίπλα μας, ακόμη κι όταν δεν τη βλέπουμε.
Μια ακόμη φράση μάς προϋπαντά στο εξωτερικό του Μουσείου: το έργο της Tiziana Pers, «Do Not Forget / The World To Come», λειτουργεί ως προειδοποίηση και κάλεσμα ταυτόχρονα. Κάθε απόφαση, κάθε αμέλεια, κάθε στροφή του βλέμματός μας προς την άλλη κατεύθυνση, χτίζει —ή γκρεμίζει— τον κόσμο που θα παραδώσουμε στους επόμενους.
Στο -1. Εκεί όπου όλα ξεκινούν
Κατεβαίνουμε στο -1. Η έκθεση ξεκινά από τον όροφο -1 του μουσείου, και όχι τυχαία. Εδώ, ο επισκέπτης έρχεται αντιμέτωπος με τις βαθύτερες αιτίες της βίας απέναντι στα ζώα: την αποικιοκρατία, την εκβιομηχάνιση και την τεχνολογική «πρόοδο». Ιστορικές δυνάμεις που, στο όνομα της ανάπτυξης, οδήγησαν στη μαζική καταστροφή φυσικών οικοσυστημάτων και στην πρώτη οργανωμένη, μεγάλης κλίμακας εκμετάλλευση της μη ανθρώπινης ζωής.
Αυτή η «κάθοδος» στο υπόγειο λειτουργεί συμβολικά: είναι η βουτιά στο παρελθόν μας, εκεί όπου ξεκινούν τα τραύματα που η υπόλοιπη έκθεση θα προσπαθήσει να αναδείξει, να αποδομήσει και, ίσως, να γιατρέψει.
Θα μείνω στα έργα που με εντυπωσίασαν περισσότερο. Στον παγκόσμιο χάρτη των Art Orienté Objet, όπου οι ήπειροι σχηματίζονται με λέξεις από κάρβουνο: ονόματα ζώων που έχουν εκλείψει, οργανισμών που δεν θα ξαναδούμε ποτέ. Όλες γραμμένες σε γλώσσες που δεν μιλιούνται πια. Ένας μηχανικός σπόγγος, συνδεδεμένος με χρονοδιακόπτη, σβήνει το έργο αργά και σταθερά. Μέχρι το τέλος της έκθεσης δεν θα έχει μείνει ούτε ένα όνομα. Αυτό το έργο είναι εισαγωγή και προειδοποίηση.
«Αν τα ζώα πίστευαν στον Θεό, ο διάβολος θα είχε τη μορφή του ανθρώπου» “φώναζει” μέσα από τις ξυλογραφίες και τις λινοτυπίες της η Sue Coe που μαζί με την Elisabetta Benassi μάς μεταφέρουν στην καρδιά της αποικιοκρατίας, της οικονομικής εκμετάλλευσης και της αποξένωσης. Το «M’Fumu», η φανταστική στάση τραμ της Benassi φτιαγμένη από εκμαγεία οστών άγριων ζώων, μας θυμίζει πως η αποικιοκρατία δεν αφορούσε μόνο ανθρώπους. Αφορούσε ολόκληρους βιοτόπους.
Καθηλωτικές είναι οι φωτογραφίες του Πάρι Πετρίδη. Μέσα από τον φακό του, τα ζώα δεν παρουσιάζονται ως σύμβολα ή αφηρημένες φιγούρες, αλλά ως αληθινά, σιωπηλά πλάσματα που κινούνται ανάμεσά μας. Χωρίς φωνή, αλλά με μια δυναμική παρουσία, ζουν και πασχίζουν να επιβιώσουν στα αστικά και τεχνητά περιβάλλοντα που εμείς οι άνθρωποι έχουμε διαμορφώσει — συχνά χωρίς να τα σκεφτούμε, πόσο μάλλον να τα σεβαστούμε. Ο Πετρίδης δεν εξιδανικεύει, δεν δραματοποιεί. Παρατηρεί. Και αυτό ακριβώς κάνει τις εικόνες του τόσο συγκλονιστικές: μας επιτρέπει να νιώσουμε τη ζωή που συνεχίζεται σιωπηλά, εκεί όπου το βλέμμα μας συνήθως περνά αδιάφορο.
Λιγο πιο πέρα, εντυπωσιάζει η εγκατάσταση του Νίκου Τρανού αποτελούμενη από 400 μικρά πορσελάνινα γλυπτά: άλογα και αναβάτες παγωμένοι στον χρόνο. Το πλήθος των μορφών, η επανάληψη, η λεπτομέρεια μάς καλούν να να στοχαστούμε πάνω στη βία, όχι ως εξαίρεση, αλλά ως θεμέλιο της ανθρώπινης ιστορίας.
Αποκαλυπτικές οι Exo- Ecologies του Jonas Staal, 8 φωτεινά κουτιά που απεικονίζουν ζώα που στείλαμε στο διάστημα για λόγους… πειραματικούς. Ξεκινώντας από τις φρουτόμυγες το 1947 που ταξίδεψαν έξω από την ατμόσφαιρα της γης έως τα ποντίκια, τις μαϊμούδες και τα σκυλιά. Όλα προτού ο Γιούρι Γκαγκάριν γίνει ο πρώτο άνθρωπος που θα ταξίδευε στο διάστημα. Ένα έργο φόρος τιμής στη μη ανθρώπινες ζωές που χάθηκαν στο διάστημα καθώς άνοιγαν τον δρόμο του ανθρώπου σε αυτό.
Καθώς κινούμαστε ακόμη στον όροφο -1, κάτι αδιόρατο αλλά έντονο μοιάζει να απλώνεται γύρω μας: ήχοι. Ποντίκια που γελούν, μέλισσες που χορεύουν, δονήσεις και συχνότητες που ξεφεύγουν από τις ανθρώπινες αισθήσεις. Είναι η Sonic Space, η ηχητική εγκατάσταση που μας προσκαλεί να αφουγκραστούμε — κυριολεκτικά — τον κόσμο των ζώων. Όχι όπως τον φανταζόμαστε, αλλά όπως τον βιώνουν τα ίδια. Εδώ η επικοινωνία δεν βασίζεται σε λέξεις, αλλά σε παλμούς, σε ρυθμούς, σε ηχητικά ίχνη που υποδηλώνουν παρουσία, ανάγκη, επαφή. Για λίγα λεπτά, ο επισκέπτης εγκαταλείπει τον γνώριμο γλωσσικό του χάρτη και μεταφέρεται σε μια άλλη ακουστική πραγματικότητα. Σε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνουμε, αλλά κατανοούμε βαθιά.
Ανεβαίνοντας…
Καθώς ανεβαίνουμε στους επόμενους ορόφους, τα έργα μάς φέρνουν αντιμέτωπους όχι μόνο με το παρόν των ζώων στον σύγχρονο κόσμο, αλλά και με την ευθύνη μας για το μέλλον τους.
Στον ημιώροφο, βλέπουμε το εν εξελίξει έργο Art History της Tiziana Pers – που έχει σώσει πάνω από 300 ζώα από τη σφαγή, ανταλλάσσοντάς τα με έργα τέχνης. Η καλλιτέχνιδα, μέσα από το πολυτομεακό καλλιτεχνικό της εγχείρημα εξετάζει τον ρόλο και την ευθύνη της σύγχρονης Τέχνης σε σχέση με την ετερότητα που αντιπροσωπεύουν τα ζώα.
Στον ίδιο χώρο, συναντάμε την εγκατάσταση των Gustafsson & Haapoja με τον χαρακτηριστικό τίτλο Embrace Your Empathy. Είκοσι σημαίες, καθεμία εκπροσωπώντας μια διαφορετική χώρα, κυματίζουν σιωπηλά στον χώρο. Δεν φέρουν όμως τα γνώριμα χρώματα ή τα γεωμετρικά σύμβολα των εθνικών λαβάρων. Αντί γι’ αυτά, σε κάθε σημαία απεικονίζεται ένα ζώο — το ζώο που συμβολίζει, όχι εθνική υπερηφάνεια, αλλά μια διαφορετική μορφή ταυτότητας: τη συνύπαρξη. Η Ελλάδα, για παράδειγμα, εκπροσωπείται από ένα δελφίνι.
Στον πρώτο όροφο, δύσκολα περνά απαρατήρητο το έργο του Ευριπίδη Βαβούρη (1911–1987), ενός από τους σημαντικότερους Έλληνες ανιμαλιέ — γλύπτη που αφιέρωσε τη ζωή και την τέχνη του στην απεικόνιση της ζωικής μορφής. Στην έκθεση παρουσιάζεται μια σειρά από γλυπτά του, μέσα από τα οποία αναδεικνύεται η εξαιρετική ικανότητά του να αποτυπώνει όχι μόνο τη φυσιογνωμία, αλλά και τον παλμό, την ενέργεια και την ψυχή των ζώων. Οι μορφές του δεν στέκονται ως στατικά αντικείμενα. Ανασαίνουν. Στέκονται απέναντί μας ως πλάσματα με βούληση, με κίνηση, με χαρακτήρα.
Λίγο πριν μπούμε στις αίθουσες του τετάρτου ορόφου, όπου η Κατερίνα Γρέγου όπως χαρακτηριστικά είπε δημιούργησε ένα «ελπιδοφόρο μέλλον», ένα γλυπτό κρύβει μια μοναδική ιστορία συνεργασίας. Ο Joseph Havel και η Χάνα, ο αφρικανικός γκρίζος παπαγάλος του συνεργάστηκαν γι αυτό. Με το ράμφος της η Χάνα χάραξε φιγούρες και σχήματα πάνω σε εύπλαστα υλικά, τα οποία στη συνέχεια χυτεύτηκαν σε μπρούντζο. Το τελικό αποτέλεσμα είναι μια σπάνια καλλιτεχνική σύμπραξη ανθρώπου και ζώου — μια πράξη που αποδομεί τα όρια μεταξύ δημιουργού και «άλλου».
Μπαίνοντας στις αίθουσες, το κίτρινο χρώμα σχεδόν μας τυφλώνει. Η Radha D’Souza και ο Jonas Staal έχουν μετατρέψει μία κατακίτρινη αίθουσα σε συμβολικό δικαστήριο, όπου παρουσιάζονται στοιχεία για κλιματικά εγκλήματα — όχι μόνο του παρόντος, αλλά και του παρελθόντος. Τοποθετημένες ανάμεσα σε ντοκουμέντα και ιστορικά δεδομένα, ζωγραφιές εξαφανισμένων ζώων —από την εποχή της αποικιοκρατίας μέχρι σήμερα— μας καλούν να θυμηθούμε όχι μόνο τι χάθηκε, αλλά και τι αποσιωπήθηκε. Είναι μια αίθουσα λογοδοσίας, αλλά και μνήμης. Ένας τόπος όπου η τέχνη γίνεται πολιτικό τεκμήριο.
Η εγκατάσταση του Oussama Tabti είναι από τις πιο δυστοπικές. Τριάντα μεταλλικά κλουβιά, κρεμασμένα σαν ένα αστικό τοπίο σε σμίκρυνση, στέκονται άδεια. Και όμως, δεν είναι. Το μόνο τους περιεχόμενο: ο ήχος. Τιτιβίσματα, κελαηδήματα, απότομες σιωπές. Ήχοι που μοιάζουν να έρχονται από αλλού, σαν ψίθυροι από πλάσματα που κάποτε υπήρξαν μέσα τους. Το έργο μάς θυμίζει πως κανένα κλουβί δεν είναι πραγματικά άδειο όταν έχει φιλοξενήσει ζωή — και πως ο ήχος της απουσίας μπορεί να είναι πιο δυνατός από κάθε φωνή.
Πριν αποχωρήσουμε, στεκόμαστε μπροστά στη σειρά γλυπτών του Marcus Coates. Αποκοσμη και βαθιά συγκινητική, ίσως ένα από τα πιο φορτισμένα έργα της έκθεσης. Πρόκειται για γύψινα εκμαγεία των χεριών του καλλιτέχνη, αποτυπωμένα τη στιγμή που σχημάτιζε στον τοίχο σκιές από ζώα που έχουν εξαφανιστεί από την ανθρώπινη δραστηριότητα.Το ανθρώπινο χέρι γίνεται εργαλείο μνήμης, αλλά και ενοχής: μια σιωπηλή αναπαράσταση εκείνων που χάθηκαν, επειδή δεν τα προστατεύσαμε εγκαίρως.
Δίπλα ακριβώς προβάλλεται ένα βίντεο. Ένας πιανίστας παίζει μουσική για τα πουλιά. Είναι το έργο της Annika Kahrs που σκηνοθετεί ένα «κονσέρτο για πουλιά». Σε μια εορταστική αίθουσα με ένα πιάνο στο κέντρο και γύρω του, τακτοποιημένα σαν κοινό, μικρά πολύχρωμα πτηνά μέσα στα κλουβιά τους. Ένας νεαρός άνδρας εισέρχεται, κάθεται στο πιάνο και αρχίζει να ερμηνεύει ένα κομμάτι του Φραντς Λιστ.Το κωμικό και το ποιητικό εναλλάσσονται διαρκώς, εστιάζοντας σε μικρές αντιδράσεις των πουλιών, που κινούνται στους περιορισμένους τους χώρους ή γυρίζουν το κεφάλι στο άκουσμα της μουσικής. Αντιλαμβάνονται; Απαντούν; Ή απλώς συνεχίζουν το τιτίβισμά τους, ανεξάρτητα από το ανθρώπινο κάλεσμα στην «παγκόσμια γλώσσα» της μουσικής; Το ερώτημα μένει μετέωρο — και είναι αυτό που κάνει το έργο τόσο εύθραυστο, ειρωνικό και στοχαστικό.
Παιδική ανάμνηση ή υπόμνηση και καταγγελία;
Η έκθεση δεν είναι απλώς μια καταγγελία. Είναι μια αναμέτρηση με τις αποσιωπήσεις μας. Μια πρόταση για να ξαναδούμε τον κόσμο.
Μία παιδική ανάμνηση, αλλά και μία υπόμνηση. Οι φωτογραφίες με τα θηράματα του κυνηγιού, με σκοτωμένα αγριογούρουνα, λαγούς και ελάφια, δεν είναι σκηνές από κάποιον μακρινό κόσμο. Είναι εικόνες που πολλοί έχουμε δει τα καλοκαίρια στα χωριά μας. Ένα θήραμα κρεμασμένο ανάποδα και γύρω του κυνηγοί να πανηγυρίζουν. Μία κότα ή ένας κόκορας να τρέχει χωρίς κεφάλι. Ένα πρόβατο, ένα κατσίκι να βγάζει άπειρο αίμα από το λαιμό του και να αργοπεθαίνει μέσα σε μία λίμνη αίματος σε μία αυλή. Και τα μάτια του ζώου — ανοιχτά ακόμη- να στοιχειώνουν τα όνειρά μας.
Τα μικρά άδεια κλουβιά δε γίνεται να μη σου θυμίσουν παγίδες για καρδερίνες. Πόσοι από εμάς δεν έχουμε δει κάποιον να τις στήνει κάτω από ένα δέντρο, πρωί πρωί, με λίγο σπόρο για δόλωμα; Και πόσοι δεν παίξαμε κάποτε, μικροί, με τα χέρια μας μπροστά στο φως, φτιάχνοντας σκιές στον τοίχο — έναν λαγό, μια πάπια, έναν σκύλο — προσπαθώντας με αθωότητα να μιμηθούμε τη φύση;
Και βέβαια οι κτηνοτροφικές μονάδες. Αρκεί να τις επισκεφθεί κανείς μία μόνο φορά για να καταλάβει, χωρίς θεωρίες ή στατιστικές, πώς εκμεταλλευόμαστε τα ζώα. Αγελάδες και κατσίκες παγιδευμένες σε μεταλλικά πλαίσια τόσο στενά, που δεν μπορούν καν να γυρίσουν το σώμα τους. Σώματα εγκλωβισμένα σε λειτουργία, όχι ύπαρξη. Από τους μαστούς τους ρέει καθημερινά το γάλα — αυτός ο λευκός «θησαυρός» που συλλέγεται μεθοδικά από τις μεγάλες γαλακτοβιομηχανίες, συσκευάζεται, διανέμεται, καταναλώνεται.
Κι αν όλα αυτά τα βλέπουμε σε μικρές, ορεινές φάρμες της Ελλάδας, με το άλλοθι της τοπικότητας ή της παράδοσης, δεν θέλουμε —ή δεν αντέχουμε— να φανταστούμε τι συμβαίνει σε βιομηχανικές μονάδες εκτροφής σε παγκόσμιο επίπεδο. Εκεί όπου τα ζώα δεν είναι καν πλάσματα. Είναι παραγωγικές μονάδες. Μέχρι να μην είναι πια.
Αυτά τα έργα, στην αλληλουχία τους, ενεργοποιούν τη μνήμη μας. Όχι την πολιτισμική ή την ιστορική. Τη σωματική. Αυτή που θυμάται χωρίς λέξεις. Και μέσα από αυτήν, μας φέρνουν αντιμέτωπους όχι μόνο με το τι έχουμε δει — αλλά με το τι επιλέξαμε να ξεχάσουμε.
Βγαίνοντας από το μουσείο, αισθανόμαστε κάτι να έχει αλλάξει. Κάτι βαθύτερο. Δεν μπορούμε να κοιτάξουμε πια ένα ζώο χωρίς να σκεφτούμε τι νιώθει. Δεν μπορούμε να πούμε «είναι απλώς ένα ζώο».
Η έκθεση μάς ζητά να επανεξετάσουμε τη θέση μας. Να κατανοήσουμε πως ο κόσμος δεν είναι φτιαγμένος μόνο για εμάς. Ότι το «εμείς» δεν τελειώνει στους ανθρώπους. Ότι δεν έχουμε το μονοπώλιο του πόνου, της συνείδησης ή της ανάγκης για ασφάλεια. Ότι το να κοιτάμε τα ζώα σημαίνει να θυμόμαστε – και να πράττουμε.
Και ίσως, σε έναν κόσμο που διαρκώς μας καλεί να αποστρέψουμε το βλέμμα, το πιο ριζοσπαστικό πράγμα που μπορούμε να κάνουμε είναι απλώς αυτό:
Να κοιτάξουμε.