ΤΟ “ΚΟΡΙΤΣΙ ΠΟΥ Γ@Μ@ΕΙ ΒΟΥΝΑ” ΑΠΟ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΟΝ ΚΕΡΑΜΕΙΚΟ
Η κομίστα Louise Truc επιστρέφει με το δεύτερο επεισόδιο του Sweaty Diary. Μιλά στο NEWS 24/7.
Γεννημένη και μεγαλωμένη στη Γαλλία, η Louise Truc είναι μια κομίστα που συνδυάζει την καλλιτεχνική δημιουργία με την κοινωνική και πολιτική συνείδηση. Το έργο της δεν σταματά στην αισθητική –διαπερνά τα σύνορα ανάμεσα στην ατομική έκφραση και τη συλλογική πράξη.
Η διαδρομή της ξεκίνησε μέσα από το πρίσμα των Καλών Τεχνών της Τουλούζης, αλλά δεν περιορίστηκε ποτέ στους τοίχους ενός εργαστηρίου.
Με πάθος για το υλικό, τη φόρμα και τον πειραματισμό –από την ξυλουργική και τη μεταλλοτεχνία μέχρι τη ρομποτική και την μεταξοτυπία– ένιωσε γρήγορα την ανάγκη να «σπάσει τη φούσκα» της σχολής της και να αγγίξει τον κόσμο απευθείας. Ήθελε να βρει κάτι άλλο, να ζήσει κάτι άλλο. Κι ο δρόμος την έφερε στην Ελλάδα…
LOUISE TRUC: Η ΤΕΧΝΗ ΩΣ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ, ΩΣ ΠΡΑΞΗ, ΩΣ ΣΧΕΣΗ
«Στη σχολή μιλούσαμε για πολιτικά ζητήματα, αλλά δεν υπήρχε πραγματική δράση. Ήθελα να δω τι υπάρχει έξω. Κάτι πραγματικό», μου λέει. Έτσι, ταξίδεψε στο Κόσοβο, συμμετέχοντας σε ένα θερινό πρόγραμμα για καλλιτέχνες, όπου ήρθε για πρώτη φορά αντιμέτωπη με άλλες κανονικότητες, άλλες αλήθειες. Με αυτή την αντίληψη στις αποσκευές της, το 2018 αποφάσισε να εγκατασταθεί στην Αθήνα –μια πόλη που ένιωσε αμέσως δική της.
Η πρώτη της εμπλοκή στην Αθήνα δεν ήταν καλλιτεχνική –ήταν κοινωνική. Με προηγούμενη εμπειρία εθελοντισμού με πρόσφυγες στην Τουλούζη, συνέχισε τη δράση της μέσα από μια ΜΚΟ κοντά στο camp του Ελαιώνα. Εκεί, σε έναν δημιουργικό χώρο έξω από τα όρια του camp, συμμετείχε σε εργαστήρια, μαθήματα, μαγειρικές και συλλογικές προσπάθειες που συνδύαζαν την αλληλεγγύη με την καλλιτεχνική έκφραση. «Ήταν ένας ζωντανός τόπος. Είχες την αίσθηση ότι μπορείς να προσφέρεις κάτι αληθινό».
Αυτή η εμπειρία καθόρισε τη σχέση της με την Αθήνα και με την τέχνη ως μέσο κοινωνικής ένταξης και φροντίδας. Όμως, μετά από σχεδόν δύο χρόνια εκεί και εν μέσω της πανδημίας, η Louise ένιωσε την ανάγκη να επιστρέψει στο προσωπικό της καλλιτεχνικό σύμπαν. Έτσι, μαζί με δύο φίλες, ίδρυσε μια αυτοοργανωμένη καλλιτεχνική κολεκτίβα, έναν χώρο δημιουργίας, συνύπαρξης και αντίστασης –για γυναίκες, θηλυκότητες και καλές ψυχές.
Η ζωή στην Αθήνα – Καλλιτεχνική έκφραση και κοινωνική ένταξη
Όταν η Louise έφτασε στην Αθήνα τον Αύγουστο του 2018, κάτι μέσα της την έκανε να μείνει. Η μητέρα της, καθηγήτρια αρχαίων ελληνικών, είχε εμφυσήσει στην οικογένεια την αγάπη για τη χώρα. Καλοκαίρια ολόκληρα περνούσαν σε χωριά της Πελοποννήσου, σε ένα περιβάλλον που ένιωθε γνώριμο αλλά και πάντα λίγο ξένο. «Ήταν σαν μια δεύτερη οικογένεια, αλλά πάντα με τη ματιά του τουρίστα. Το να μείνεις όμως, είναι κάτι άλλο», μου λέει.
Η πρώτη της εμπλοκή στην πόλη δεν ήταν μέσα από την τέχνη, αλλά μέσω μιας ΜΚΟ κοντά στο Καμπ του Ελαιώνα. Η Louise είχε ήδη εθελοντική εμπειρία με πρόσφυγες από την Τουλούζη και επιδίωξε να συνεχίσει σε ένα περιβάλλον με πραγματικές ανάγκες. «Ήξερα ότι στην Ελλάδα έρχονται πολλοί άνθρωποι που δεν έχουν ευκαιρίες, και σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να βοηθήσω», εξηγεί.
Στον δημιουργικό χώρο της ΜΚΟ, η Truc δούλεψε σχεδόν δύο χρόνια, προσφέροντας στα εργαστήρια τέχνης, μεταξοτυπίας, με καθημερινές εκπαιδευτικές δραστηριότητες. «Ήταν ένας χώρος με ενέργεια και συνεργασία. Δεν ήταν σαν το camp που μοιάζει με φυλακή». Η εμπειρία αυτή την απομάκρυνε προσωρινά από την καλλιτεχνική δημιουργία.
Ώσπου ήρθε η πανδημία. «Ο Covid-19 τα άλλαξε όλα. Είχα αφιερωθεί πλήρως στον εθελοντισμό, που μου άρεσε πολύ, αλλά ήθελα να ξαναβάλω την τέχνη στη ζωή μου». Έτσι, μαζί με δύο φίλες, αποφάσισαν να ιδρύσουν το δικό τους εργαστήριο, το Lalava workshop –έναν χώρο ανοιχτό, προσβάσιμο και ασφαλή για όλα τα άτομα.
Το εργαστήριο δεν είναι απλώς ένας χώρος τέχνης –είναι και κοινωνικός χώρος. Εκεί πραγματοποιούνται εκθέσεις, συναυλίες, εργαστήρια, μπαζάρ. Ένας τόπος που δεν φιλοξενεί μόνο τέχνη, αλλά και κοινότητες, αλληλοστήριξη, πολιτική φροντίδα. «Ήθελα να φτιάξουμε ένα μέρος όπου να μπορούμε να δημιουργούμε ελεύθερα, χωρίς να μας ελέγχει κάποιος, χωρίς να χρειαζόμαστε την “έγκριση” κάποιου άντρα για να χρησιμοποιήσουμε τα εργαλεία ή να πούμε τη γνώμη μας», εξηγεί.
Το σώμα, η ευαλωτότητα και η πολιτική της τέχνης
Το σώμα είναι παντού στα έργα της Louise –σώμα ωμό, χωρίς να απολογείται. «Η αναπαράσταση του σώματος είναι πολύ σημαντική για μένα. Το πώς νιώθουμε μέσα σε αυτό, πώς το κοιτάμε, πώς μας κοιτούν οι άλλοι. Το πώς γράφει πάνω του η εμπειρία, η σεξουαλικότητα, ο φόβος, η απόλαυση, η αντίσταση», μου λέει.
Μιλώντας για την τέχνη της, αναφέρεται συχνά στη λέξη ευαλωτότητα –όχι ως αδυναμία, αλλά ως πηγή σύνδεσης. «Το να δείξεις ότι πονάς, ότι φοβάσαι, ότι επιθυμείς, είναι κάτι πολιτικό. Είναι σαν να λες: ‘είμαι εδώ, με όλα μου τα κομμάτια, και διεκδικώ χώρο’».
Αυτό γίνεται ξεκάθαρο και στα κόμικ της όπου η πόλη μπλέκεται με ερωτικές ιστορίες, με στιγμές εξάντλησης και μικρής αναγέννησης. «Δεν είναι ακριβώς αυτοβιογραφικά, αλλά ξεκινούν από εμπειρίες δικές μου ή ανθρώπων που αγαπώ. Η ιστορία έρχεται από εκεί που πονάς, αλλά μεταμορφώνεται σε κάτι πιο καθολικό. Πιο τρυφερό», μου λέει.
Η σύνδεσή της με την Αθήνα παραμένει βασικός άξονας: οι φίλες της, τα στέκια, οι γειτονιές των Εξαρχείων, το βλέμμα της πάνω σε μια πόλη που για άλλους είναι σκληρή, αλλά για εκείνη έγινε πατρίδα. «Αυτό που αγαπώ εδώ είναι ότι μπορείς να δημιουργήσεις πράγματα από το τίποτα. Υπάρχει φτώχεια, βία, αλλά και δημιουργικότητα. Ανήκεις σε μια κοινότητα, όχι σε μια αγορά», τονίζει.
Η φεμινιστική διάσταση είναι καθοριστική στο έργο της. Δεν την ενδιαφέρει μόνο να δείξει γυναίκες ή κουήρ σώματα, αλλά να στήσει χώρους όπου αυτά τα σώματα νιώθουν ασφαλή και θεωρούνται παρόντα. «Στην τέχνη, όπως και στην καθημερινή ζωή, δεν αρκεί να λες ‘είμαι σύμμαχος’. Πρέπει να ρισκάρεις, να ανοίγεσαι, να αφήνεις χώρο και στους άλλους. Αυτό είναι για μένα πολιτική πράξη».
Αν την ρωτήσεις τι ελπίζει να νιώσει κάποιος άνθρωπος διαβάζοντας τα έργα της, δεν θα μιλήσει για κάποιο «μήνυμα». Θα σου πει: «Ελπίζω να νιώσουν ότι δεν είναι μόνοι. Ότι υπάρχει χώρος και για τα δικά τους συναισθήματα, τις δικές τους ιστορίες. Ότι το να είσαι τρωτός είναι δύναμη».
Κόμικ, κοινότητα και το μέλλον της αφήγησης
Στην ερώτηση αν πιστεύει ότι τα κόμικς είναι πολιτική πράξη, η ίδια απαντά: «Φυσικά. Δεν είναι απλώς ένα μέσο έκφρασης –είναι ένας τρόπος να διαμορφώσεις τον κόσμο γύρω σου. Να πεις ιστορίες που δεν λέγονται αλλιώς. Να σπάσεις την κανονικότητα».
Η αυτοέκδοση παίζει καθοριστικό ρόλο στη δουλειά της. Δεν είναι μόνο ζήτημα ανεξαρτησίας –είναι ζήτημα κοινότητας. «Κάνω κόμικ για να επικοινωνήσω, όχι για να χτίσω καριέρα. Και η αυτοέκδοση σημαίνει: παίρνεις την ευθύνη του τι λες, πώς το λες, πού το δίνεις», εξηγεί. «Δεν περιμένεις να σε εγκρίνει κάποιος ‘από πάνω’. Το βγάζεις εκεί έξω και βλέπεις ποιοι θα το βρουν».
Πράγματι, τα zines της μπορούν να βρεθούν παντού από χέρι σε χέρι: σε queer φεστιβάλ, αυτοδιαχειριζόμενους χώρους, μικρά βιβλιοπωλεία, παγκάκια και καφενεία. Η έννοια της διανομής αποκτά έναν σχεδόν τελετουργικό χαρακτήρα: δεν είναι απλώς πώληση, είναι πρόσκληση σε σχέση. «Θέλω να ξέρω ποιος θα το πάρει. Τι τον άγγιξε. Ποιο κομμάτι ένιωσε σαν δικό του».
Στην Ελλάδα, παραδέχεται, η σκηνή των κόμικ είναι μικρή αλλά γεμάτη ζωντάνια. «Υπάρχει πολύ ταλέντο, αλλά λίγοι πόροι. Αυτό όμως έχει και μια ομορφιά –σε αναγκάζει να συνεργαστείς, να φτιάξεις πράγματα μαζί με άλλους. Δεν είναι ατομικό σπορ».
Για την ίδια, η έννοια της αφήγησης αλλάζει. «Δεν με ενδιαφέρει μόνο να πω μια ιστορία. Με ενδιαφέρει πώς μπορεί αυτή η ιστορία να χτιστεί συλλογικά. Τι συμβαίνει όταν φτιάχνεις κάτι με άλλους –είτε είναι φίλοι, είτε συνεργάτες, είτε αναγνώστες. Τι προκύπτει όταν δεν έχεις τον πλήρη έλεγχο».
Και το μέλλον; Δεν το ονειρεύεται απαραίτητα λαμπερό ή «επιτυχημένο». Το φαντάζεται πιο ανοιχτό, πιο κοινωνικό, πιο πολιτικό. «Θέλω να συνεχίσω να λέω ιστορίες που με καίνε, που με ζορίζουν, που με κάνουν να νιώθω. Και θέλω να τις λέω με ανθρώπους. Αν αυτό σημαίνει ένα μικρό δωμάτιο με ένα τραπέζι και τρία άτομα γύρω του, είμαι καλά με αυτό».
«Αν δεν λέμε τις δικές μας ιστορίες, τότε ποιος τις λέει για εμάς; Κι αν τις λένε άλλοι, τι χάνεται στη μετάφραση;»
Ίσως αυτή να είναι η ουσία της δουλειάς της –και γενικότερα της τέχνης. Όχι η απάντηση, αλλά η επιμονή στην ερώτηση. Όχι η ολοκλήρωση, αλλά η διαδικασία, η συνάντηση.
Ένα κόμικ δεν αλλάζει τον κόσμο. Αλλά μπορεί να αλλάξει το βλέμμα ενός αναγνώστη. Να του δείξει κάτι που δεν είχε δει. Να τον κάνει να νιώσει λιγότερο μόνος. Να χαμογελάσει. Να πει: «κι εγώ έτσι ένιωσα».
Και ίσως αυτό να είναι αρκετό.
«Το κορίτσι που γ@μ@ει βουνά», για όλα τα κορίτσια που θέλουν να κατακτήσουν κορυφές
Η γιγαντιαία γυναίκα που αναζητά τη δύναμη των βουνών είναι το πρώτο έργο της. «Σε αυτό το περιβάλλον, γεννήθηκε και το πρώτο μου κόμικ, με τον τίτλο “Το κορίτσι που γ@μ@ει βουνά”. Είναι ένα έργο προσωπικό, φεμινιστικό, με υπαρξιακές αποχρώσεις και συμβολισμούς», μου λέει η Louise.
Το κόμικ εκδόθηκε σε ριζογραφία, σε τρεις γλώσσες –γαλλικά, ελληνικά και αγγλικά– μια επιλογή που αποτυπώνει την πολυγλωσσική και πολυπολιτισμική της ταυτότητα.
«Χρησιμοποιώ το δικό μου επώνυμο, Truc, που σε τοπική γαλλική διάλεκτο σημαίνει “μικρό βουνό”, για να στήσω μια ιστορία μύησης. Η ηρωίδα είναι μια γιγαντιαία γυναίκα που ζει σε έναν τόπο χωρίς βουνά και ξεκινά να τα κατακτά –όχι για να τα νικήσει, αλλά για να ανακαλύψει τη δύναμή τους μέσα της.»
Η ιστορία αυτή είναι μια αλληγορία για τη χειραφέτηση, την επιθυμία και τη δύναμη που κάθε άνθρωπος κουβαλά μέσα του. «Είναι μια προσωπική εξερεύνηση των ριζών μου, της σχέσης μου με τα βουνά και τις πέτρες», εξηγεί η Louise.
Το όνομα της οικογένειάς της έχει τη δική του ιστορία: «Στα γαλλικά σημαίνει “πράγμα”, ενώ σε τοπική γαλλική διάλεκτο σημαίνει “βουνό”. Ο προπάππους μου από την Ιταλία, εγκαταλελειμμένος ως βρέφος, πήρε το επίθετο Granito, σαν την πέτρα. Όλα αυτά τα στοιχεία συνθέτουν ένα παρελθόν που είναι γεμάτο πέτρες, βουνά και βάρος –πώς να το κάνω δικό μου; Με μια γιγάντια γυναίκα, αρκετά μεγάλη για να γαμάει το βουνό!»
«Sweaty Diary», το πρώτο επεισόδιο
«Από τότε που έφτασα στην Αθήνα, στα τέλη του 2018, άρχισα να γράφω πολύ. Για πράγματα που έζησα, είδα, ή άκουσα –πράγματα που πίστευα πως έχουν κάποιο ενδιαφέρον. Είχα φτιάξει μια σημείωση στο κινητό μου που την έλεγα macro micro. Ήταν σαν αρχείο με μικρές καθημερινές σκηνές που, όμως, μέσα τους κουβαλούσαν κάτι πολύ μεγαλύτερο.
Ένα βλέμμα στο μετρό, μια αμήχανη χειρονομία σε μια δημόσια υπηρεσία, ένας διάλογος που άκουσα σε μια ουρά. Αυτές οι μικρέ στιγμές ήταν, τελικά, τα συμπτώματα ευρύτερων πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών. Μου έδειχναν τι συμβαίνει στο παρασκήνιο, με απτό τρόπο.
Ήταν και η πρώτη φορά που τόλμησα να δημιουργήσω τόσο άμεσα από τη λεγόμενη “πραγματική ζωή” – αν μπορεί κανείς να την ορίσει ποτέ. Δεν ήταν εύκολο. Είχε εμπόδια: ντροπή, ανασφάλεια, σκέψεις όπως ‘ποια είμαι εγώ να αφηγηθώ αυτό;’. Αλλά κάπου έπρεπε να ξεκινήσω.
Έτσι γεννήθηκε το “Sweaty Diary”. Ένα είδος ημερολογίου –όχι γραμμικού. Ούτε “καθαρής” καταγραφής. Ήθελα να καταγράψω εμπειρίες που στάζουν –από το δέρμα, από το σώμα, από την παρατήρηση. Κάτι οργανικό. Οι ιστορίες δεν είναι ίδιες μεταξύ τους. Άλλες είναι πιο άμεσες, άλλες πιο ποιητικές, άλλες με χιούμορ, άλλες πικρές.»
«Το πρώτο επεισόδιο είναι εμπνευσμένο από τη δουλειά μου στο Chamomile Housing Project, και ειδικά από τις συζητήσεις με ανθρώπους που ψάχνουν σπίτι στην Αθήνα.
Δεν προσπάθησα να φτιάξω ένα ντοκουμέντο με ημερομηνίες και διευθύνσεις. Δεν είναι αυτός ο στόχος. Οι αφηγήσεις είναι μετουσιωμένες –αλλά παραμένουν αληθινές.
Είναι ο ιδιοκτήτης που “δεν έχει πρόβλημα με κανέναν”, αλλά θέλει “να είναι καθαρός ο ενοικιαστής”. Είναι η σιωπή που πέφτει όταν ακούγεται ξένη προφορά στο τηλέφωνο. Είναι η αόρατη βαρύτητα του “όχι αυτή δεν είναι η περιοχή για εσάς”.
Για μένα, η “ροζ στέγη” είναι σύμβολο. Του ονείρου για ένα σπίτι που σε χωράει. Για ασφάλεια, επιλογή, τρυφερότητα. Αλλά και της απόρριψης που τυλίγεται με ευγένεια: ‘λυπάμαι, αλλά μόλις το δώσαμε’, ‘είναι πολλοί ενδιαφερόμενοι’, ‘θα σας καλέσουμε’.
Με αυτό το επεισόδιο ξεκινά το ημερολόγιο. Από μια καθημερινή περιπέτεια που φέρνει στην επιφάνεια κοινωνικές εντάσεις. Με ιδρώτα, λίγη ελπίδα και αρκετή αμηχανία.»
«Γίνεται πόλεμος εκεί έξω», για την κρατική βία και την αστυνομοκρατία
Το “Γίνεται πόλεμος εκεί έξω” είναι μια συλλογική κραυγή, μια ανθολογία ενάντια στην αστυνομική βία που δημιουργήθηκε με σκοπό να αποτυπώσει, να καταγγείλει και να αντισταθεί απέναντι στην αστυνομική βία και τον θεσμικό αυταρχισμό. Σε 112 σελίδες, 29 ταλαντούχοι καλλιτέχνες ενώνουν τις φωνές και τις πένες τους, καταθέτοντας προσωπικές, πολιτικές και βαθιά φορτισμένες αφηγήσεις.
Η Louise Truc συμμετέχει με το έργο Erected Walls, ένα υπαρξιακό σχόλιο πάνω στη βία των σωμάτων ασφαλείας και τη σιωπηλή αγωνία των σωμάτων των πολιτών. Όπως λέει η ίδια: «Η αστυνομική βία δεν είναι μια εξαίρεση, είναι δομικό στοιχείο. Η ιστορία μου αγγίζει τον τρόμο που διαχέεται στις πόλεις, τα όρια του δημόσιου χώρου, και το πένθος που δεν ειπώθηκε ποτέ».
Οι δημιουργίες της ανθολογίας συνομιλούν με τις κρατικές δολοφονίες: με τον Νίκο Σαμπάνη, τον Κώστα Φραγκούλη, τον Ζακ Κωστόπουλο (Zackie Oh), τον Ιμπραχίμ Εμπουκά· με την πολιτική του φράχτη στον Έβρο και τη βία στα σύνορα· με την έμφυλη βία που πηγάζει από τους κόλπους της ΕΛ.ΑΣ., τις λαμαρίνες στα Εξάρχεια, τη στρατιωτικοποίηση των μονάδων ΔΙΑΣ, ΔΡΑΣΗ και ΜΑΤ, τη συστηματική καταστολή κάθε κινητοποίησης, τη διάβρωση του δημόσιου χώρου.
29 ιστορίες συνθέτουν ένα σύγχρονο μωσαϊκό για την αστυνόμευση στην Ελλάδα του σήμερα. Από τις πένες των: Αβράμ, Ανέστη Μαυρομμάτη Παρασίδη, Γιάννη Γαλαίο, Γιώργου Μικάλεφ, Δήμητρας Αδαμοπούλου, Διονύση Διγώνη, Εύας Μούρτζη, Θανάση Πετρόπουλου, Θωμά Κεφαλά, Κ. Τερερέ, Κάλλης Ντολτσέττη, Μελίνας Βλάχου, Νίκου Σκαμάγκα, Ραφαέλας Κόνη, Aldo Shabani, Aoua, Asparagus Plumosa, Blessed, Dani, Donhelio, Dr Comet, Eddie Dark, Kanellos Cob, Lester Obnoxious, Louise Truc, Naomi Frisson, Pliatsiko, Tasmar, Tselepafotis.
Αυτή η ανθολογία δεν διαβάζεται απλώς. Φωνάζει. Δονείται. Θρηνεί και εξεγείρεται. Μια συμβολή στην απαραίτητη κουβέντα για το ποιος έχει το δικαίωμα να προστατεύει και ποιος χρειάζεται προστασία.
«Η γλώσσα», μια σειρά με ιστορίες για τις γλώσσες (languanges) και τις γλώσσες (tongues)
«Το “The tongue, a mini story of languages” είναι μια σειρά φανζίν που αφηγείται την εμπειρία της εκμάθησης μιας νέας γλώσσας –και ταυτόχρονα μιας νέας πραγματικότητας, ενός νέου κόσμου», μου λέει η Louise.
Η σειρά παίζει με το διπλό νόημα της λέξης “γλώσσα” (στα ελληνικά σημαίνει τόσο το όργανο στο στόμα όσο και τη γλώσσα ως μέσο επικοινωνίας). Η γλώσσα απεικονίζεται εδώ ως ένα παράθυρο και ταυτόχρονα ένας τοίχος –που χωρίζει αλλά και ενώνει, που φιλά αλλά και πνίγει.
Στο φανζίν αυτό η Louise διερευνά τη σχέση μεταξύ της γλώσσας 1, της μητρικής της γλώσσας, της γλώσσας 2, της γλώσσας του τόπου όπου ζει τώρα, και της γλώσσας 3, μιας τρίτης γλώσσας που μαθαίνει σταδιακά, ανοίγοντας νέους κόσμους και προκλήσεις.
«Η εκμάθηση μιας νέας γλώσσας δεν είναι μόνο ζήτημα λεξιλογίου και γραμματικής, είναι μια συναισθηματική περιπέτεια. Υπάρχει η αμηχανία, η σιωπή, η αίσθηση του ανοίγματος σε κάτι άγνωστο, αλλά και η μαγεία του να βλέπεις τον κόσμο μέσα από νέες λέξεις», εξηγεί η Louise.
Κάθε γλώσσα κουβαλά τη δική της ψυχή, τα δικά της όρια και τη δική της δύναμη. Η γλώσσα 1 είναι η γλώσσα της ρίζας και της ταυτότητας. Η γλώσσα 2 είναι η γλώσσα της καθημερινότητας, της κοινωνικής ένταξης, της νέας ζωής. Η γλώσσα 3 είναι η γλώσσα της εξερεύνησης, της πρόκλησης, της αλλαγής.
Μέσα από το φανζίν, οι αναγνώστες βιώνουν μαζί της αυτή τη διαδρομή, αντιλαμβάνονται το βάρος και την ελευθερία που φέρνει η γλώσσα στη ζωή. Είναι ένα έργο αφιερωμένο στην εμπειρία της πολυγλωσσίας, στην ευαισθησία και την περιπέτεια του να μαθαίνεις και να ζεις μέσα από λέξεις που διαρκώς αλλάζουν σχήμα και νόημα.
«Βρόμιος», ένα κόμικ για τον θόρυβο που κουβαλάμε μέσα μας
«Το 2023 έφτιαξα το “Βρόμιος”», μου λέει στη συνέχεια η Louise. «Είναι ένα κόμικ εμπνευσμένο από την αρχαία ελληνική λέξη που χρησιμοποιούνταν για τον Διόνυσο –τον Βρώμιο. Σήμαινε “θορυβώδης”, “βροντερός”. Είτε επειδή γεννήθηκε μέσα σε καταιγίδα, είτε λόγω των μαινόμενων βακχικών πομπών.»
Σε αυτό το έργο, η Louise εξερευνά το θόρυβο –κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το βουητό που δεν μας αφήνει να κοιμηθούμε. Την εσωτερική ένταση που δεν ησυχάζει ποτέ. Τον ήχο της επιθυμίας, της αντίστασης, της ζωής που ξεχειλίζει.
«Ήθελα να κάνω ένα έργο για την παραφορά», συνεχίζει. «Όχι ως χάσιμο ελέγχου απαραίτητα, αλλά ως απελευθέρωση. Ως εκείνη τη στιγμή που κάτι σπάει μέσα σου, και τελικά ακούς τον εαυτό σου. Η λέξη “Βρόμιος” έγινε γι’ αυτό τον λόγο η βάση. Είναι σαν επίκληση σε μια δύναμη αρχέγονη, μεθυστική, ατίθαση.»
Το κόμικ μπλέκει στοιχεία της διονυσιακής μυθολογίας με σύγχρονες εμπειρίες. Το σώμα, η μουσική, η ταυτότητα –όλα γίνονται κομμάτια ενός ασπρόμαυρου, έντονου, εικαστικά τολμηρού σύμπαντος.
«Είναι μια ωδή στο να αφήνεσαι», μου λέει. «Να ξεχνάς για λίγο τις λέξεις και να αφήνεις τον ρυθμό να σε οδηγήσει.»
«Ο Τοίχος που Τρώει Φως», ένα παραμύθι και ένα ημερολόγιο μαζί
Η Louise Truc επιστρέφει σήμερα με το δεύτερο επεισόδιο του “Sweaty Diary”, με μια έκθεση και παρουσίαση κόμικ στην Αθήνα.
Από τις 24 Μαΐου έως τις 25 Ιουλίου 2025, η Louise Truc παρουσιάζει στο Gary (arts.books.wines) την έκθεση «Ο Τοίχος που Τρώει Φως», εγκαινιάζοντας παράλληλα και την έντυπη έκδοση του ομώνυμου κόμικ –του δεύτερου επεισοδίου της σειράς “Sweaty Diary”.
«Αυτό το επεισόδιο παρακολουθεί την νυχτερινή εξαφάνιση της Star Head, ενός χαρακτήρα με φωτεινό κεφάλι. Το πρόσωπό της λάμπει, και το φως δεν την αφήνει να κοιμηθεί. Κάθε βράδυ, αντί να αποκοιμιέται, απορροφάται από τους τοίχους του διαμερίσματός της.»
Η αφήγηση, όπως πάντα στο έργο της Truc, ακροβατεί ανάμεσα στο φανταστικό και το βιωματικό. Η Star Head δεν είναι μόνο ένα σύμβολο αϋπνίας, απορρόφησης και καθημερινής εξαφάνισης, αλλά και μια αλληγορία για τον αγώνα συνύπαρξης με τον χώρο –με την μούχλα, τις ρωγμές και τη σιωπή των τοίχων.
«Το κόμικ είναι ταυτόχρονα παραμύθι και ημερολόγιο. Ένα αναστοχαστικό βλέμμα πάνω στις παράξενες συμφωνίες που κάνουμε με τα μέρη όπου ζούμε», λέει η Louise.
Η έκθεση περιλαμβάνει πρωτότυπες σελίδες κόμικ, καθώς και την πλήρη έκδοση του Sweaty Diary – Επεισόδιο 2. Την ημέρα των εγκαινίων, 24 Μαΐου στις 18:00, ενώ θα ακολουθήσει μουσικό σετ από την @drcomet (στις 20:00), εμπνευσμένο από το ίδιο το κόμικ –ένα ηχητικό σχόλιο πάνω στη λάμψη, τη μνήμη και την εξαφάνιση.
Gary (arts.books.wines), Γαργηττίων 24, Κεραμεικός
24 Μαΐου – 25 Ιουλίου 2025
Δευτέρα 10:00–17:00 | Τρίτη–Κυριακή 10:00–00:00
Εγκαίνια: 24.05, 18:00 | Μουσική: 20:00, @drcomet
Ένα κεφάλαιο για το φως, τους τοίχους, και το πώς χάνονται οι άνθρωποι μέσα στα διαμερίσματα των πόλεων. Ένα κόμικ για την Αθήνα –αλλά και για κάθε πόλη που ρουφάει σιωπηλά τους ανθρώπους της.