ΤΟ “SENTIMENTAL VALUE” ΤΟΥ ΓΙΟΑΚΙΜ ΤΡΙΕΡ ΠΡΟΣΓΕΙΩΝΕΤΑΙ ΜΕ ΚΡΟΤΟ ΣΤΙΣ ΚΑΝΝΕΣ – ΚΑΙ ΙΣΩΣ ΚΑΙ ΣΤΑ ΟΣΚΑΡ
Η νέα ταινία του σκηνοθέτη του “Χειρότερου Ανθρώπου του Κόσμου” επιβεβαιώνει ελπίδες πολλών, ενώ το follow-up της Ζουλιά Ντικουρνό στον Χρυσό Φοίνικα του “Titane” αποδεικνύεται ακόμα πιο διχαστικό κι από εκείνη την ταινία της. Επίσης: Τι είναι το “Δόγμα 25” και πώς συνδέεται με το διάσημο Δόγμα ‘95.
Μετά τον περσινό θρίαμβο του Anora στα Όσκαρ, η οσκαροπαραφιλολογία ήταν φέτος στις Κάννες ακόμα πιο έντονη κι από άλλες χρονιές, με το μεγάλο ερώτημα να είναι ποια ταινία έχει τα φόντα να ξεχωρίσει και να μπει με φόρα στην οσκαρική κούρσα. Πιστεύω πως έχουμε την απάντηση στο ερώτημά μας: Είναι το Sentimental Value του δανού Γιόακιμ Τρίερ, με ένα οικογενειακό δράμα στο οποίο επανενώνεται με την πρωταγωνίστρια του Χειρότερου Ανθρώπου του Κόσμου – την ταινία που είχε βραβευτεί στις Κάννες του ‘21. (Κι η οποία προσωπικά δεν μου άρεσε.)
Τι έχει όμως αυτό το φιλμ που ξεσήκωσε αυτό το κύμα ενθουσιασμού; Τον οποίον πάντως δεν συμμεριζόμαστε σε αυτό τον βαθμό, παρότι ομολογουμένως πρόκειται όντως για ένα καλό, και φοβερά watchable φιλμ με ιδέες, με ερμηνείες και με συναίσθημα.
SENTIMENTAL VALUE: ΕΝΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΡΑΜΑ ΜΕ ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΕΣ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ
Φέρνοντας επιρροές από Μπέργκμαν μέχρι Γούντι Άλεν, ο Γιόακιμ Τρίερ συνθέτει ένα αρκετά συνηθισμένο οικογενειακό δράμα, καταφέρνοντας όμως να του δώσει διαστάσεις άλλοτε επικές, άλλοτε μέσα από μια αφήγηση ανάλαφρη που κινείται σαν πούπουλο. Ακολουθούμε τις αδερφές Νόρα και Άγκνες που επανενώνονται ύστερα από καιρό με τον αποξενωμένο πατέρα τους, τον άλλοτε θρυλικό σκηνοθέτη Γκούσταβ ο οποίος έχει να κάνει ταινία 15 χρόνια.
Ο Γκούσταβ έχει έτοιμο ένα νέο σενάριο στο οποίο θέλει να παίξει η Νόρα, η οποία είναι με τη σειρά της επιτυχημένη θεατρική ηθοποιός (με επιτυχία και στην τηλεόραση). Η ιστορία κι ο χαρακτήρας του σεναρίου έχουν ξεκάθαρα σχέση με την ταραγμένη και συχνά ανείπωτη οικογενειακή ιστορία τους, που είναι γεμάτη τραύμα και αποξένωση, σιωπές και θάνατο.
Η Νόρα θα αρνηθεί τον ρόλο, εμβρόντητη που ο πατέρας της θα τολμούσε καν να της προτείνει κάτι τέτοιο εμφανιζόμενος σαν από το πουθενά. Στη διάρκεια όμως μια ρετροσπεκτίβας του έργου του σε ένα φεστιβάλ, μια διάσημη χολιγουντιανή σταρ θα δει την τελευταία ταινία του Γκούσταβ και θα τρελαθεί, κι έτσι θα κυνηγήσει τη συνεργασία μαζί του. Όταν εκείνη αναλάβει τον ρόλο που ο Γκούσταβ είχε γράψει για την κόρη του, θα λειτουργήσει άθελά της ως καταλύτης για να μπορέσει η δυσλειτουργική αυτή οικογένεια να εξερευνήσει τις αποστάσεις της.
Ο Τρίερ συνθέτει μια αφήγηση που μεταπηδά από το ένα μεμονωμένο επεισόδιο/κεφάλαιο στο άλλο, χωρίς να τρώει χρόνο, χωρίς να περισσεύει ούτε γραμμάριο λίπους στην ιστορία του. Είναι μια ιστορία μόνο με τα ζουμερά κομμάτια, αυτά που σημαίνουν κάτι, ή αυτά που έχουν το ρόλο του διασκεδαστή απέναντι στο κοινό – η κωμωδία είναι παρούσα στο φιλμ, με πολλές πραγματικά αστείες σκηνές (όταν ο Γκούσταβ κάνει δώρο στον ανήλικο εγγονό του μερικά κινηματογραφικά διαμάντια α λα Δασκάλα του Πιάνου βέλαξε η αίθουσα στο γέλιο).
Πολλά ιντερλούδια μας παρουσιάζουν σημαντικά κομμάτια της ιστορίας της οικογένειας, σε μια αφήγηση που φαινομενικά έρχεται από τον ουρανό ή ίσως ακόμα και από το ίδιο το σπίτι της οικογένειας, πανταχού παρόν, ακλόνητο στο πέρασμα των δεκαετιών, σκηνικό αληθινής τραγωδίας όπως και της φιξιόν ανασύστασης που επιδιώκει ο Γκούσταβ. Είναι αυτό λένε: Οι άντρες θα προτιμήσουν να σκηνοθετήσουν μια ολόκληρη ταινία στο σπίτι που έζησαν την τραγωδία της ζωής τους, αντί να πάνε για θεραπεία.
Μέσα από αυτή τη διαδικασία τραύματα εξερευνώνται και επουλώνονται, δεσμοί θρυμματίζονται και ενισχύονται. Είναι όλο απολαυστικά παρακολουθήσιμο, και σε αυτό βοηθούν κι οι θαυμάσιες ερμηνείες από το σύνολο του καστ, από τις κόρες Ρενάτε Ράινσβε και Ίνγκα Λιλέας, μέχρι την Ελ Φάνινγκ σε έναν δύσκολο ρόλο ως στάρλετ-«εισβολέα», και μέχρι πάνω από όλα έναν σιωπηλά συνταρακτικό Στέλαν Σκάρσγκαρντ ως πάτερ-φαμίλια.
Ο Σκάρσγκαρντ κουβαλά τον μασκαρεμένο πόνο, τα περασμένα τα χρόνια, τις διαγενεακές βουβές πληγές, καθώς κινείται μέσα σε έναν (οικιακό) χώρο που αποκτά χαρακτήρα ακριβώς χάρη στο πώς αυτός ο φανταστικός (αντι)ήρωας αλληλεπιδρά μαζί του. Θα χαρώ πάρα πολύ να τον δω να κερδίζει το Όσκαρ φέτος.
Αν αυτά ακούγονται όλα αψεγάδιαστα, τότε ναι, είναι πολύ κατανοητή η συλλογικά σαρωτική θετική αντίδραση που αντιμετώπιση η ταινία. Το πρόβλημα που έχω με μια τέτοια περίπτωση είναι ακριβώς αυτή η τόσο λεία, τριμαρισμένη αφήγηση που ξεκινά από το σκοτάδι του Μπέργκμαν και καταλήγει σε κάτι τρομερά τετραγωνισμένο, σαφές και «καθαρά» λυμένο, λες και είναι Σπίλμπεργκ. (Όχι τυχαία, κάπου διάβασα μια σύνδεση του Sentimental Value με το Fabelmans – θα πρότεινα πως το ίδιο το Fabelmans είναι απείρως πιο ψυχολογικά περίπλοκο, messy και ενδιαφέρον.)
Ο δε τρόπος που χρησιμοποιείται στην πλοκή η ύπαρξη της χολιγουντιανής σταρ, μου διαβάζει ως κάτι το εξαιρετικά υπολογισμένο (τα κινηματογραφικά in-jokes και η εκτεταμένη χρήση της αγγλικής γλώσσας κάνουν το φιλμ απείρως πιο ευπώλητο), ειδικά από τη στιγμή που εν τέλει καταλήγει να αποσπά από το ζουμί και την καρδιά της ιστορίας που δεν είναι άλλη από τη σχέση του Γκούσταβ με την κληρονομιά του, το σπίτι του, την οικογένειά του.
Υπάρχει μια εν δυνάμει συνταρακτική ταινία κρυμμένη μες στο Sentimental Value, πάνω στην ασφάλεια (και το σκοτάδι) του να αγαπάς μέσα από την ασφάλεια της απόστασης, και του να κρατάς τον εαυτό σου ασφαλή από τις ακανθώδεις αλήθειες, αλλά ο Τρίερ προτιμά να δημιουργήσει μια πιο ασφαλή και λεία εκδοχή του φιλμ. Από την άλλη βέβαια, επειδή είναι πολύ πιθανό να κερδίσει Χρυσό Φοίνικα και στη συνέχεια ένα μάτσο Όσκαρ, είναι δύσκολο να πεις ότι έπραξε κακώς – ειδικά από τη στιγμή που το φιλμ είναι όντως τόσο ενδιαφέρον και διασκεδαστικό.
Θα έχουμε κι άλλα να πούμε πάντως στο μέλλον, καθώς θα αποτελέσει αναμφίβολα μια από τις ταινίες της (οσκαρικής και μη) χρονιάς.
ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΖΕΙ ΞΑΝΑ
Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ειδήσεις που βγήκαν από τις φετινές Κάννες είναι η ίδρυση ενός νέου Δόγματος από ένα γκρουπ σκανδιναβών δημιουργών που, ακολουθώντας τις διδαχές των Τρίερ και Βίντερμπεργκ μετά το σημαδιακό Δόγμα ‘95, ανακοίνωσαν μια νέα κολεκτίβα, αυτή τη φορά ως αντίδραση στο ίδιο το ίντερνετ.
Το μανιφέστο του Δόγματος ‘95 υποχρέωνε τους υπογράφοντες σκηνοθέτες να σκηνοθετούν πάνω σε κάποιους περιορισμούς που είχαν να κάνουν με τη φυσικότητα και την αμεσότητα του έργου – πχ απαγορευόταν μουσική που δεν υπήρχε οργανικά μες στη σκηνή, η κάμερα έπρεπε να είναι πάντα στο χέρι, απαγορεύονταν τα φίλτρα, κλπ.
Στην μετεξέλιξη αυτής της ιδεολογίας για την ιντερνετική εποχή, το Δόγμα 25 έρχεται από τους σκηνοθέτες Μέιλ ελ-Τούκι (Η Βασίλισσα της Καρδιάς), Μιλάντ Αλάμι, Ανίκα Μπεργκ, Ιζαμπέλα Εκλοφ και Γιέσπερ Γιουστ (στον οποίο έκανε πρόσφατα αφιερωματική ρετροσπεκτίβα το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης) και ανανώνει το μανιφέστο για σημερινούς προβληματισμούς σε σχέση με την παραγωγή και το περιεχόμενο.
«Σε έναν κόσμο όπου το σινεμά βασίζεται σε αλγόριθμους και οι τεχνητές οπτικές εκφράσεις κερδίζουν έδαφος, είναι αποστολή μας να στηρίξουμε το ελαττωματικό, ξεχωριστό και ανθρώπινο αποτύπωμα. Υπερασπιζόμαστε το αντισυμβατικό και το απρόβλεπτο, και παλεύουμε ενάντια σε δυνάμεις που θέλουν να μειώσουν την κινηματογραφική τέχνη σε ένα επεξεργασμένο καταναλωτικό προϊόν».
Οι νέοι κανόνες αναφέρουν μεταξύ άλλων πως:
- Το σενάριο πρέπει να είναι πρωτότυπο και γραμμένο στο χέρι.
- Τουλάχιστον το μισό φιλμ πρέπει να είναι χωρίς διάλογο.
- Το ίντερνετ είναι εκτός ορίων.
- Όχι περισσότεροι από 10 άνθρωποι πίσω από την κάμερα.
- Το φιλμ πρέπει να γυριστεί εκεί που διαδραματίζεται η ιστορία.
- Όλα τα κομμάτια της παραγωγής πρέπει να είναι νοικιασμένα, δανεισμένα ή μεταχειρισμένα.
- Η ταινία πρέπει να γυριστεί σε λιγότερο από ένα χρόνο.
- Δημιούργησε αυτή την ταινία σα να ήταν η τελευταία σου.
Από την πλευρά τους, οι Τρίερ και Βίντερμπεργκ –οι πατεράδες του ορίτζιναλ Δόγματος– σε κοινή τους ανακοίνωση ανέφεραν πως: «Το ‘95, κάναμε ταινίες στην βεβαιότητα της ειρήνης. Και δημιουργήσαμε μια αντίσταση απέναντι στον κομφορμισμό. Το ‘25, νέα δόγματα δημιουργούνται, τώρα σε έναν κόσμο πολέμων και αβεβαιότητας. Ευχόμαστε καλή τύχη στην πορεία σας προς την επανάκτηση του δανέζικου σινεμά».
Ξέρετε τι; Κι εμείς το ίδιο ευχόμαστε.
HISTORY OF SOUND: ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΤΙΚΟ ΤΟ ΡΟΜΑΝΤΣΟ ΠΟΛ ΜΕΣΚΑΛ – ΤΖΟΣ Ο’ΚΟΝΟΡ
Λίγες ταινίες έχουν καταφθάσει παντελώς πανέτοιμες να καταναλωθούν διψασμένα από την διαδικτυακή σινεφιλία όσο το History of Sound του Όλιβερ Χερμάνους (που μας έδωσε πρόσφατα το πολύ καλό Αισθάνομαι Ζωντανός με τον Μπιλ Νάι), το οποίο τοποθετεί δύο από τους κατεξοχήν internet boyfriends, Πολ Μέσκαλ και Τζος Ο’ Κόνορ, σε μια απαγορευμένη σχέση έτοιμη να συγκινήσει. Σχεδόν γκολ σε κενή εστία.
Όμως η πραγματικότητα δεν είναι πάντα τόσο απλή καθώς η ταινία καταφθάνει και είναι τελικά τόσο συγκρατημένων τόνων που καταλήγει νερόβραστη, έχοντας χάσει την στόχευσή της ειδικά μετά το πέρας της πιο ουσιώδους πρώτης πράξης.
Στο Ωδείο της Βοστώνης το 1917, ο Λάιονελ κι ο Ντέιβιντ γνωρίζονται έχοντας προέλθει από διαφορετικούς κόσμους και τάξεις, και συνδέονται χάρη στην αγάπη τους για φολκ μουσική. Είναι μερικά χρόνια αργότερα που επανενώνονται σε ένα ταξίδι τους στο Μέιν, κατά το οποίο θα συλλέξουν ήχους από τοπικά παραδοσιακά τραγούδια. Όμως η ζωή θα τους χωρίσει ξανά – και τότε τι είναι αυτό που μένει ακόμα κι όταν δεν υπάρχει καταγραφή;
Μέσω μουσικής, η ταινία καταπιάνεται με μια υπαρξιακή προσέγγιση των δεσμών και του αποτυπώματός μας στη ζωή (των άλλων), όμως η δομή της ιστορίας δεν πετυχαίνει αυτό το στόχο, χάνοντας την εστίαση του δράματος μετά το τέλος του πρώτου σκέλους της ταινίας. Ο Χερμάνους αφήνει το φιλμ του να γίνει αποπροσανατολιστικά αποσπασματικό και, σε συνδυασμό με ένα υπέρ του δέοντος απαλό άγγιγμα, μια γενικότερη συναισθηματική συγκράτηση, και έναν (να το παραδεχτούμε;) άβολα πλασαρισμένο στο καστ Πολ Μέσκαλ (συγγνώμη, αλλά η βαριά Κεντάκεια προφορά του Μέσκαλ με πέταγε από την ταινία εκ νέου κάθε δύο σκηνές), φέρνει ένα απογοητευτικό τελικό αποτέλεσμα. Μια ταινία δίχως σπίθα, που δεν είναι σε κανένα σημείο όσο σαρωτική πιστεύει πως είναι.
ALPHA: Ή ΜΗΠΩΣ… ΠΕΡΗΦΑΝΑ “ΒΗΤΑ”;
Αν το History of Sound προσγειώθηκε και γρήγορα κάπως σα να ξεχάστηκε χωρίς να συζητηθεί και πολύ (είχε και την ατυχία να παιχτεί λίγες ώρες πριν το Sentimental Value), το Alpha από την άλλη ξεσήκωσε πολύ πιο έντονες αντιδράσεις – κατά κύριο λόγο άκρως αρνητικές, αλλά όχι αποκλειστικά.
Πώς ακολουθείς τον πιο παλαβό Χρυσό Φοίνικα της πρόσφατης ιστορίας, δηλαδή το καλτ/διαβόητο Titane; Η Ζουλιά Ντικουρνό επιλέγει τον δρόμο της αλήθειας (της), μένοντας πιστή στις genre ρίζες της και χωρίς να προσποιηθεί πως υπηρετεί κάποιο αφόρητα πρεστίζ σινεμά.
Το Alpha είναι μια αυθεντικά αλλόκοτη ταινία, στον πυρήνα της ένα πολύ σοβαρό οικογενειακό δράμα με μια τρομερά ευαίσθητη και πληγωμένη καρδιά, που έχει ντύσει το δράμα και την αλληγορία της με ένα παράξενο χτίσιμο κόσμου που μοιάζει ταυτόχρονα υπαινικτικό όσο και υπερβολικό.
Σε ένα μετα-αποκαλυπτικό παρελθόν(;), σε έναν κόσμο καλυμμένο από κοκκινωπή άμμο και με έναν τρομακτικό θανατηφόρο ιό να μεταδίδεται μέσα από το αίμα, τις πληγές, τις σύριγγες μετατρέποντας ανθρώπους σε μαρμάρινα αγάλματα(!), η Άλφα είναι ένα 13χρονο κορίτσι που μια μέρα γυρνάει σπίτι με ένα τατουάζ που έγινε υπό μη ελεγχόμενες συνθήκες. Καθώς η νοσοκόμα μητέρα της πανικοβάλλεται και την στέλνει κατευθείαν για εξέταση, κι ενώ ο σχολικός περίγυρος φρικάρει όλο και περισσότερο γύρω της, η Άλφα θα πρέπει να διαχειριστεί και την επιστροφή του εθισμένου θείου της στο σπίτι – έναν άντρα που δε θυμάται να γνώρισε ποτέ, όμως τώρα πρέπει να συνυπάρξουν μέσα στις δύσκολες στιγμές πόνου τους.
Η Ντικουρνό έχει εδώ μία κεντρική ιδέα, μια AIDS αλληγορία ντυμένη με μετα-αποκαλυπτικούς τόνους, ως φόντο για ένα βαρύ οικογενειακό δράμα πάνω στην απώλεια και στο πόσο μακριά θα φτάσεις για να διατηρήσεις μια όποια αίσθηση αυτού που αγαπάς. Σκοτεινοί χώροι και μουντές αποχρώσεις σε συνδυασμό με απόκοσμα sci-fi αγγίγματα (που είναι απλώς αυτό – αγγίγματα, που σε κανένα σημεία δεν έχει σκοπό η Ντικουρνό να αναπτύξει περαιτέρω ως “σύμπαν”) συνθέτουν το φόντο μιας ιστορίας που ξετυλίγεται αφηγηματικά σε δύο χρόνους αλλά στην πραγματικότητα είναι πολύ απλή στην ουσία της όταν όλα αποκαλυφθούν.
Είναι παιγμένο εκπληκτικά από το τρίτο των κεντρικών ηρώων. Την νεαρή Μελίσα Μπόρος που παίζει την Άλφα ως ένα κορίτσι διαρκώς θυμωμένο από μια ασαφή αίσθηση απώλειας, σα να είναι τσαντισμένη που ο κόσμος γύρω της είναι τόσο διαλυμένος – relatable, θα πω. Την Γκολσιφτέ Φαραχανί (του Πάτερσον του Τζιμ Τζάρμους) ως αποφασισμένη και σκληρή κεντρική ηρωίδα που νιώθεις ότι απέχει μια απειροελάχιστη στιγμή από το να καταρρεύσει. Και τον Ταχάρ Ραχίμ στο ρόλο του θείου, εντυπωσιακό όχι μόνο ως μεταμόρφωση (έχει χάσει πολλά κιλά για τον ρόλο) αλλά κυρίως χάρη στο πώς χρησιμοποιεί τα πάντα στο σώμα του, από το κρεμασμένο πρόσωπό του μέχρι ακόμα και τα δάχτυλά του για να σχηματίσει μια πλήρη εικόνα απόγνωσης.
Όσο κι αν στην πορεία του φιλμ μπορεί ο θεατής να περιμένει πως θα δει ένα sci-fi σύμπαν πιο εμπλουτισμένο (κάτι στο οποίο ίσως έχουμε εκπαιδευτεί πλεόν ως θεατές κιόλας), η ταινία της Ντικουρνό παραμένει ξεροκέφαλα και εγκάρδια αφοσιωμένη σε αυτή τη μία ιστορία τριών χαρακτήρων που θέλει να πει. Και την οποία λέει με έναν τόσο απογυμνωμένα συναισθηματικό τρόπο, που ένιωσα όχι απλά να συνεπαίρνει, αλλά στο τέλος να με αποτελειώνει κιόλας.
Υπό αυτή την έννοια, μου θύμισε περισσότερο Κρόνενμπεργκ από ό,τι ακόμα και το Titane, που είχε προκαλέσει πολλές τέτοιες αναφορές. Συγκεκριμένα, μου θύμισε την υποτιμημένη ύστερη περίοδο Κρόνενμπεργκ, με ταινίες όπως τα Εγκλήματα του Μέλλοντος ή τον Κύριο των Νεκρών, όπου υπάρχει μια αδιαπραγμάτευτη φυσικά εστίαση στο σώμα (όπως κι εδώ, με τις νεκρικές πορσελάνες αλλά και το διαλυμένο σώμα του Ταχάρ Ραχίμ) ως αγωγό επικοινωνίας και συναισθήματος, μέσα σε ένα φαινομενικά ημιτελές sci-fi περιβάλλον μιας απροσδιόριστα αλλόκοτης υφής.
Ή ίσως τελικά όχι και τόσο απροσδιόριστα: Είναι, απλά, ο πόνος.
Η ΑΤΑΚΑ ΤΟΥ ΦΕΣΤΙΒΑΛ
Κατά τους τίτλους αρχής των ταινιών, όταν προβάλλονται τα λογότυπα των στούντιο και των οργανισμών πίσω από την παραγωγή της κάθε ταινίας, πάντα ακούγονται παλαμάκια κατά την εμφάνιση κάθε λογοτύπου – προφανώς από ανθρώπους της εκάστοτε εταιρείας. Όμως όταν εμφανίζεται το λογότυπο των αμερικάνικων εταιρειών διανομής NEON ή –ακόμα περισσότερο– Α24, στις αίθουσες γίνεται ένας μικρός χαμός, από τα ενθουσιώδη χειροκροτήματα θεατών που για κάποιο λόγο είναι φανς διανομέων.
Στην προβολή του Highest 2 Lowest του Σπάικ Λι, αφού ακούστηκαν τα καθιερωμένα ενθουσιώδη παλαμάκια πάνω στο λογότυπο της Α24, ο κύριος που καθόταν ακριβώς πίσω μου δεν άντεξε και ξέσπασε μουρμουρώντας ευκρινώς και αρκετά δυνατά: «It’s a company, you morons!»
Οι ταινίες Sentimental Value και Alpha θα κυκλοφορήσουν στις ελληνικές αίθουσες από την Σπέντζος Film. Το History of Sound θα κυκλοφορήσει από την Tanweer. Το 78ο φεστιβάλ Καννών διεξάγεται 13-24 Μαϊου.