Πόσο βαθιά βάζουμε το χέρι στην τσέπη για την υγεία μας;
Διαβάζεται σε 7'
Το θέμα της εικόνας με τα ασφάλιστρα υγείας και του ρόλου του πυλώνα της ιδιωτικής ασφάλισης στο όλο πλέγμα διασφάλισης μιας ανθεκτικής κοινωνίας έχει έρθει επιτακτικά στο προσκήνιο το τελευταίο διάστημα. Να σημειωθεί ότι 6,48 δισ. ευρώ πλήρωσαν από την τσέπη τους, το 2024, οι πολίτες για την υγεία τους, πέρα από τις ασφαλιστικές εταιρείες.
- 01 Ιουλίου 2025 07:14
Η υγεία αποτελεί μια από τους βασικούς πυλώνες για μια ανθεκτική κοινωνία και οικονομία. Πέρα από το αυτονόητο, της ύπαρξης ενός ισχυρού ΕΣΥ, μπαίνει και το ερώτημα για τους παράλληλους πυλώνες στήριξης της όλης προσπάθειας για καλούς δείκτες υγείας. Στο φόντο αυτό, λοιπόν, το ερώτημα είναι απλό! Θέλουμε ή όχι ιδιωτική ασφάλιση υγείας στην Ελλάδα; Για τους πολλούς η απάντηση είναι προφανής – η ασφάλιση είναι το μέσο διαμοιρασμού του κινδύνου, η προνοητική ασπίδα απέναντι στο τυχαίο και συνεπώς απαραίτητη, όπως και σε άλλες εκφάνσεις της ζωής. Υπάρχουν όμως και εκείνοι, που με αφορμή τις υψηλές είναι αλήθεια αυξήσεις στα ασφάλιστρα υγείας τον τελευταίο χρόνο βάλουν κατά της ιδιωτικής ασφάλισης στη λογική «πονάει το κεφάλι, ας το κόψουμε». Είναι αυτή η λύση στο πρόβλημα των αυξημένων ασφαλίστρων;
Η απάντηση δεν μπορεί να δοθεί αν δεν λάβουμε υπόψη όλες τις παραμέτρους του προβλήματος. Αρχικά, όμως,, τι δείχνει η σκληρή πραγματικότητα των αριθμών της ΕΛΣΤΑΤ για τις δαπάνες υγείας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας, για το 2023, οι συνολικές δαπάνες υγείας ανήλθαν στα 18,9 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 7,6% σε σχέση με το 2022. Κι αν το 60,9% αυτών (11,5 δις. ευρώ) καλύφθηκε από το Δημόσιο, το υπόλοιπο 38,6% δηλαδή περί τα 7,3 δις. ευρώ, σημειώνοντας άνοδο 10% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος που ήταν 6,60 δις. ευρώ, προήλθε από ιδιωτικές δαπάνες. Εξ αυτών τα 6,48 δισ. ευρώ (34,3%) καταβλήθηκαν απευθείας από την τσέπη του ασθενούς ενώ μόλις τα 818,5 εκατ. (4,3%) από τις ασφαλιστικές εταιρείες. Εδώ καταγράφεται και η πρώτη σοβαρή «ασθένεια» του συστήματος υγείας στην Ελλάδα σε σύγκριση με τις προηγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες.
Στην ΕΕ ο μέσος όρος στην ΕΕ για τις πληρωμές από την τσέπη είναι περίπου 15 % των συνολικών δαπανών υγείας, ενώ χώρες όπως Γαλλία, Ολλανδία, Λουξεμβούργο διατηρούν αυτό το ποσοστό κάτω από 10 %. Το υπόλοιπο ποσοστό καλύπτεται από τις δημόσιες δαπάνες (περίπου το 73%) και την ιδιωτική ασφάλιση.
Η νοσοκομειακή δαπάνη
Από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ προκύπτει ότι ειδικότερα η άμεση ιδιωτική δαπάνη για νοσοκομειακή φροντίδα έφθασε το 2023 στη χώρα μας, στα 2,198 δις. ευρώ, αυξημένη κατά 309 εκατ. ευρώ ή 16,4% μέσα σε έναν χρόνο. Για να καλυφθεί αυτή η δαπάνη και να σωθούν ανθρώπινες ζωές, επλήγη η αξιοπρέπεια ανθρώπων, πουλήθηκαν σπίτια, εγράφησαν υποθήκες, άδειασαν τραπεζικοί λογαριασμοί,. Αυτήν την αλήθεια δεν την λένε οι αριθμοί.
Την ίδια περίοδο η δαπάνη για νοσοκομειακή φροντίδα μέσω ιδιωτικής ασφάλισης έφτασε στα 628,5 εκατ. ευρώ. Αυξήθηκε κατά 89 εκατ. ευρώ ή κατά 16,5% σε σύγκριση με το 2022. Σε αυτή την περίπτωση, οι ασφαλιστικές εταιρείες κατέβαλαν τα ποσά αυτά, στην πλειοψηφία τους άμεσα χωρίς ο ασφαλισμένος να χρειασθεί να κάνει κάποια εκταμίευση έστω και πρόσκαιρη.
Είναι όμως άξιο παρατήρησης ότι η αμιγώς ιδιωτική νοσοκομειακή δαπάνη αυξήθηκε κατά ίσο ποσοστό με τη νοσοκομειακή δαπάνη που αποζημιώθηκε από τις ασφαλιστικές εταιρίες προς τις ιδιωτικές κλινικές. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει ένα πραγματικό, γενικευμένο και επομένως δομικό πρόβλημα στην αγορά παρόχων νοσηλευτικών υπηρεσιών στη χώρα.
Πως διαμορφώνεται το κόστος των υπηρεσιών υγείας στην Ελλάδα;
Είτε ως ιδιώτες είτε μέσω των ασφαλιστικών εταιρειών οι ασθενείς στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν ένα κόστος υπηρεσιών υγείας ιδιαίτερα αυξημένο σε σύγκριση με άλλες χώρες της ΕΕ.
Σύμφωνα με το International Federation of Health Plans στη χώρα μας μια σειρά επεμβάσεων κοστίζουν πολύ περισσότερο από ότι σε άλλες χώρες όπως η Γερμανία, η Ισπανία, η Μεγάλη Βρετανία.
Ενδεικτικά, μια στεφανιαία αγγειοπλαστική την Ελλάδα κοστίζει 11.835 δολ ενώ στην Γερμανία μόλις 3.347 δολ και στην Ισπανία 8.846 δολ. Διπλάσιο είναι το κόστος στην Ελλάδα μιας χολοκυστεκτομής στα 9.259 δολ έναντι 5.942 δολ στη Μεγάλη Βρετανία και μόλις 3.198 δολ στην Ισπανία.
Γιατί συμβαίνει αυτό; H Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (15/5/2025) της Τράπεζας της Ελλάδος, δίνει την απάντηση. Το σημερινό μοντέλο κοστολόγησης και τιμολόγησης των υπηρεσιών υγείας στην Ελλάδα βασίζεται στο σύστημα Fee-for-Service (FFS), όπου κάθε ιατρική πράξη τιμολογείται μεμονωμένα.
Το μοντέλο αυτό προσφέρει ποικιλία επιλογών και υψηλό επίπεδο εξυπηρέτησης στους ασθενείς. Ταυτόχρονα, όμως ενθαρρύνει την υπερπαροχή και αυξάνει υπέρμετρα το κόστος για τους ασφαλιστικούς φορείς. Το αποτέλεσμα είναι ένας φαύλος κύκλος: οι πάροχοι αυξάνουν τις τιμές, οι ασφαλιστικές μετακυλίουν το κόστος στους ασφαλισμένους, και οι πολίτες οδηγούνται σε ιδιωτικά δάνεια, πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων ή… απλώς μένουν αθεράπευτοι.
Τι χρειάζεται: Μεταρρύθμιση, όχι κατάργηση
Προφανώς, με όλα αυτά κατά νου, η λύση δεν είναι η «κατάργηση» της ιδιωτικής ασφάλισης, με διοικητικού τύπου μέτρα, όπως καθορισμός του ύψους του ασφαλίστρου από ένα Υπουργείο, ή ένα «δείκτη υγείας» που δεν θα ανταποκρίνεται στα πραγματικά δεδομένα. Είναι επιτακτική η ανάγκη για επανασχεδιασμό των μηχανισμών τιμολόγησης και αποζημίωσης, με στόχο τη δημιουργία ενός πιο βιώσιμου και αποδοτικού συστήματος υγείας. Μοντέλα όπως το Diagnosis Related Groups (DRGs), οι συνεργασίες δημόσιου-ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) και οι tiering managed care solutions (δηλαδή η οργάνωση διαφορετικών δικτύων συνεργαζόμενων παρόχων υγείας με διακριτές παροχές και επίπεδα ασφαλίστρων) μπορούν να συμβάλλουν στον περιορισμό της δομικής αναποτελεσματικότητας του παραδοσιακού μοντέλου Fee-for-Service (FFS), ενισχύοντας παράλληλα την πρόσβαση σε ποιοτικές και προσιτές υπηρεσίες φροντίδας.
Η διερεύνηση και ο συνδυασμός αυτών των μοντέλων μπορεί να αποτελέσει τη βάση για τη διαμόρφωση ενός νέου, ισορροπημένου πλαισίου αποζημίωσης, ικανού να διασφαλίσει τη βιωσιμότητα του συστήματος υγείας και την παροχή ποιοτικής φροντίδας στον πολίτη. Οι λύσεις δεν είναι πολλές και δεν μπορεί να είναι αντιεπιστημονικές.
Τα προγράμματα ασφάλισης
Με αφορμή, πάντως, τις αυξήσεις στα ασφάλιστρα έγινε πολύ συζήτηση και για τον χαρακτήρα των ασφαλιστηρίων συμβολαίων. Σήμερα περίπου ένα εκατομμύριο πολίτες διαθέτουν ιδιωτική ασφάλιση υγείας, με δύο είδη συμβολαίων:
- 750.000 ασφαλισμένοι κατέχουν συμβόλαια νέου τύπου, τα οποία ανανεώνονται ετησίως.
- 250.000 ασφαλισμένοι διατηρούν συμβόλαια παλαιού τύπου (ισόβια συμβόλαια),
Τα Ισόβιας διάρκειας συμβόλαια χαρακτηρίζονται από σταθερούς όρους και αυστηρούς περιορισμούς στις αυξήσεις ασφαλίστρων, ακόμη και όταν το κόστος παροχής υπηρεσιών αυξάνεται σημαντικά. Παράλληλα, δημιουργούν μακροχρόνιες υποχρεώσεις για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, τόσο σε επίπεδο αποθεμάτων όσο και σε κεφαλαιακές απαιτήσεις, με αποτέλεσμα να υπονομεύεται η βιωσιμότητα τους και να μην μένει άλλος δρόμος από την «αποχώρηση» από τον συγκεκριμένο κλάδο.
Αντιθέτως, τα ετησίως ανανεούμενα συμβόλαια επιτρέπουν στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, να επιτυγχάνουν μεγαλύτερη διαφάνεια στα κόστη παροχής υπηρεσιών υγείας, άμεση προσαρμογή των όρων και των ασφαλίστρων, βάσει των πραγματικών εξελίξεων στο κόστος υγείας και παρέχουν τη δυνατότητα διαχείρισης των κινδύνων σε ετήσια βάση, με πιο ρεαλιστικές προβλέψεις και χαμηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις. Εξ αυτού του λόγου είναι και πολύ χαμηλότερου ασφαλίστρου από τα ισόβια συμβόλαια.
Πολλοί όμως είναι αυτοί που θεωρούν ότι τα ετησίως ανανεούμενα συμβόλαια δεν παρέχουν τη σιγουριά των ισόβιας διάρκειας, τα οποία όμως είναι μια ιδιαιτερότητα της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς, που έχει τις ρίζες της στις δεκαετίες του 1980, 1990 και 2000. Δεν συναντώνται πουθενά αλλού στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν συνηθίζουν να καταρτίζουν ισόβιας διάρκειας συμβόλαια. Αν το έκαναν για τους λόγους που προαναφέρθηκε κάποια στιγμή θα καθίσταντο αφερέγγυες. Άρα στην πράξη θα ήταν άχρηστα.
Σε κάθε περίπτωση είτε ισόβιας διάρκειας προγράμματα είτε ετησίως ανανεούμενα εάν δεν υπάρξει ένας ορθολογικός και βιώσιμο σχεδιασμός του συστήματος, υπάρχει ο σοβαρός κίνδυνος τα ασφάλιστρα να οδηγηθούν σε μη προσιτά επίπεδα για μεγάλο μέρος του πληθυσμού, περιορίζοντας έτσι την πρόσβαση στην ιδιωτική ασφάλιση υγείας. Σε αυτή την περίπτωση θα μεγαλώσεις το χάσμα μεταξύ της χώρας μας και των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Θα πρέπει να γίνει συνείδηση ότι η ιδιωτική ασφάλιση δεν είναι το πρόβλημα. Είναι το εργαλείο που μπορεί – και πρέπει – να γίνει μέρος της λύσης.