Kάνε focus: Η Δανάη Επιθυμιάδη είναι η μόνη Ελληνίδα που ορκίζεται στην Ευρώπη
Διαβάζεται σε 14'
Λίγο προτού τη δούμε στην Επίδαυρο στον «Ορκο της Ευρώπης» στο πλευρό της Ζιλιέτ Μπινός, η Δανάη Επιθυμιάδη διηγείται τη ζωή της, όσα τη διαμόρφωσαν, δαίμονες και αγγέλους.
- 07 Ιουλίου 2025 06:15
Είναι ένας χαρισματικός άνθρωπος που τολμάει συνεχώς, που δοκιμάζει τα όριά του σε πολλούς και διαφορετικούς τομείς, με επιτυχία αν δει κάποιος ποιοι έχουν αναγνωρίσει την αξία της. Η Δανάη Επιθυμιάδη δεν θα το αποδεχθεί σε καμία στιγμή της συνέντευξης, όμως εγώ έχω δικαίωμα να το επισημαίνω καθώς θα δείτε μια πορεία, όχι εύκολη, αλλά με τις βαριές πόρτες να ανοίγουν μπροστά στο ταλέντο της.
Η ταπεινότητά της αβίαστη, η σκέψη της μόνο στην ουσία των πραγμάτων και στο δεύτερο επίπεδο – δεν μένει στην επιφάνεια ποτέ. Είναι παράξενο να της μιλώ τώρα γιατί την είχα γνωρίσει πολύ μικρούλα και μετά την «έχασα». Οπότε, σαν να νιώθω μια υπερηφάνεια που αυτό το κοριτσάκι τα κατάφερε έτσι, μια οικειότητα γιατί γνώριζα τη μητέρα της, μεγάλη απορία για την ιστορία ζωής της και μια συστολή διότι πρόκειται για έναν άνθρωπο που δεν επιτρέπει σε παρορμήσεις να την παρασύρουν.
Πώς ήρθε το θέατρο στη ζωή σας;
Είμαι από αυτές τις περιπτώσεις που ένα παιδί ξέρει από μικρό ότι θέλει να γίνει ηθοποιός. Οι γονείς μου ήταν πολύ υποστηρικτικοί σε αυτό που ήθελα, μάλιστα κάναμε παραστάσεις στο σπίτι. Είχαν και οι δύο καλλιτεχνική φύση, οπότε η μαμά μου έφτιαχνε τα σκηνικά, ζωγράφιζε σεντόνια για τη σκηνή με τις αδερφές της, ο πατέρας μου είχε τη μουσική επιμέλεια και η πρώτη μου παράσταση ήταν στη γειτονιά, στην Κυψέλη, όπου… ανεβάσαμε την «Ωραία Κοιμωμένη». Έτσι με το που εξέφρασα την επιθυμία να γίνω ηθοποιός, θεωρήθηκε κάπως δεδομένο ότι θα γίνω κιόλας – δεν χρειάστηκε να παλέψω για αυτό.
Πού σπουδάσατε;
Στην αρχή σπούδασα θεατρολογία σε πανεπιστήμιο στο Λονδίνο και μετά πήγα στη Νέα Υόρκη και σπούδασα στη δραματική σχολή της Αμερικανικής Ακαδημίας. Η θεατρολογία είχε κυρίως θεωρητικές σπουδές, τις οποίες βρήκα πολύ χρήσιμες γιατί ήθελα να έχω μια βάση. Επίσης ήθελα να μάθω πολύ καλά τη γλώσσα, αφού ήμουν στο εξωτερικό, οπότε αυτό το είδα σαν ένα σκαλοπάτι, δηλαδή μια πιο ακαδημαϊκή εκπαίδευση πριν μπω στη δραματική σχολή.
Ταυτόχρονα έδινα ακροάσεις και στην Αγγλία και στην Αμερική και όταν με πήραν στην Αμερικανική Ακαδημία, άφησα τις σπουδές μου στο Λονδίνο ενώ ήμουν στο δεύτερο έτος και πήγα.
Την Ελλάδα δεν τη σκεφτήκατε καθόλου;
Δεν ξέρω για ποιο λόγο αλλά νομίζω ότι κάποια πράγματα με οδήγησαν στην Αμερική. Η μητέρα μου είχε κάνει εκεί ένα φοβερό ταξίδι και πάντα μιλούσε για την Αμερική και επίσης ήθελα να ζήσω κάποια χρόνια στο εξωτερικό. Είχα πάρει υποτροφία, είχα βρει έναν τρόπο να δουλεύω παράλληλα και φυσικά με βοήθησαν και οι γονείς μου αλλά στο μυαλό μου είχα πάντα τη σκέψη ότι ήθελα να ανεξαρτητοποιηθώ όσο γινόταν πιο γρήγορα.
Πώς πήρατε την υποτροφία;
Η υποτροφία είχε έρθει στην αρχή των σπουδών μου και συνεχίστηκε μετά. Την παίρνεις με την ακρόαση που κάνεις και με την παρουσία που έχεις γενικότερα. Στην ακρόαση παίζεις κάποια κομμάτια που έχεις επιλέξει και με βάση αυτό περνάς στη σχολή.
Σας άρεσε η Νέα Υόρκη; Πώς ήταν αυτό το διάστημα;
Τη λατρεύω τη Νέα Υόρκη, μου αρέσει πολύ περισσότερο από το Λονδίνο. Την αγάπησα αυτή την πόλη και μου ταίριαξε. Συνολικά έζησα εκεί τέσσερα χρόνια. Η φοίτηση στη σχολή ήταν δύο χρόνια και μετά, στον τρίτο χρόνο, επέλεγαν πάλι μέσα από ακρόαση αυτούς που θεωρούσαν ότι αντιπροσωπεύουν τη σχολή, κατά κάποιο τρόπο, και έφτιαχναν το Company της Αμερικανικής Ακαδημίας.
Οταν με πήραν, το θεώρησα κάτι σαν την πρώτη μου διάκριση γιατί ήταν σημαντικό. Στο Company έζησα μια συγκλονιστική εμπειρία, γιατί για έναν χρόνο συνεργαζόμασταν με ανθρώπους του χώρου από όλη την Αμερική αλλά και από όλο τον κόσμο που έρχονταν να μας σκηνοθετήσουν, δουλεύαμε στα τρία θέατρα που έχει η σχολή και αισθανόμουν κομμάτι μιας κανονικής παραγωγής. Ηταν ένα φανταστικό κλείσιμο σπουδών, αλλά σίγουρα και κάτι που το ζεις σε έναν μικρόκοσμο, γιατί μετά, όταν βγαίνεις από τη σχολή, είναι πολύ πιο δύσκολα τα πράγματα.
Παρότι τον επόμενο χρόνο δούλεψα εκεί, ήταν δύσκολα -ακόμα και τα γραφειοκρατικά ήταν πολύπλοκα. Εγώ όμως ήμουν αποφασισμένη και είχα έναν στόχο, ήθελα να κάνω και να δω κάποια πολύ συγκεκριμένα πράγματα. Παράλληλα όμως εκείνη την περίοδο αρρώστησε η μητέρα μου και μετά από οκτώ μήνες τη χάσαμε.. Ηταν ένα πολύ δυσάρεστο γεγονός για μένα και στην ουσία ο λόγος που έφυγα από την Αμερική. Αν και είχα σκοπό να ξαναγυρίσω, έπιασα εδώ κατευθείαν δουλειά, μετά ερωτεύτηκα -έγιναν πολλά πράγματα μαζί.
Αυτό ήταν, λοιπόν, το ψυχικό «σταυροδρόμι» που σας επηρέασε περισσότερο.
Σίγουρα ο θάνατος της μητέρας μου με καθόρισε σε όλα τα επίπεδα -ακόμη και καλλιτεχνικά, ήταν σαν να με ωρίμασε με έναν τρόπο. Μου δημιουργήθηκε η ανάγκη να αρχίσω να γράφω και θεωρώ ότι η αλήθεια του συναισθήματος είναι το μόνο όπλο που έχουμε στις δυσκολίες. Πρέπει να βουτήξεις μέσα σε αυτό -και δεν εννοώ βέβαια να πάθεις κατάθλιψη αλλά να το ζήσεις και να δεις πού θα σε πάει. Για μένα το πένθος και γενικότερα η απώλεια είναι ένας πολύ μεγάλος δρόμος, κάτι το οποίο νιώθω σαν το σπίτι μου, που φεύγω και επιστρέφω.
Αυτό το κομμάτι έχει μέσα πολύ πλούτο, βλέπεις μια δύναμη και ένα βάθος που ενδεχομένως δεν θα τα ανακάλυπτες αν δεν είχες περάσει από τέτοιου είδους διαδικασίες. Ολο αυτό βέβαια μου πήρε αρκετό χρόνο. Το γράψιμο το άρχισα πέντε χρόνια μετά τον θάνατο της μητέρας μου. Θυμάμαι μάλιστα στην Αμερική που μας είχαν πει ότι οποιαδήποτε δική σου εμπειρία έχει να κάνει με απώλεια, να τη χρησιμοποιήσεις μετά τα εφτά χρόνια, γιατί όταν είναι φρέσκια δεν ξέρεις τι να την κάνεις. Και όντως με έναν τρόπο έτσι έγινε. Όλα αυτά, βέβαια, τα αναγνωρίζω ξεκάθαρα τώρα έχοντας πάρει μια απόσταση των γεγονότων.
Ποιες ήταν οι πρώτες σας δουλειές στην Ελλάδα;
Ήταν με τον Βασίλη Μαυρογεωργίου και την ομάδα του στο θέατρο Skrow, όπου έκανα φιλίες και σχέσεις που διαρκούν μέχρι σήμερα. Ήταν πολύ καλά χρόνια. Εγώ ήμουν η πιο μικρή εκεί τότε και ήταν μια μεγάλη αγκαλιά για μένα, που ξεκίνησα με αυτούς τους ανθρώπους.
Η Γαλλία πώς ήρθε στη ζωή σας;
Τότε δούλευα στο θέατρο κυρίως και είχα κάνει και λίγο τηλεόραση, στο «Μην αρχίζεις τη Μουρμούρα». Επίσης κάποια στιγμή είχα ξεκινήσει και μαθήματα γαλλικών. Οταν ήρθε η Covid και σταμάτησα να δουλεύω, αποφάσισα να συνεχίσω τις σπουδές που είχα αφήσει στη μέση σ’ένα πανεπιστήμιο στο Μάντσεστερ, που λόγω covid μπόρεσα να πραγματοποιήσω εξ’ αποστάσεως και πήρα τελικά το πτυχίο μου στη θεατρολογία και στη συγγραφή κειμένων. Με αφορμή την πτυχιακή μου έκανα και μια ταινία μικρού μήκους, που είχε βάση ένα θεατρικό που είχα αρχίσει να δουλεύω πολλά χρόνια. Αυτή η ταινία πήγε πάρα πολύ καλά και μάλιστα πήρε και το βραβείο ΙΡΙΣ την Ελληνικής Ακαδημίας στην Ελλάδα -είχε τίτλο «Ολο τον χρόνο του κόσμου» και αφορούσε τη μητέρα μου.
Ξέρατε την τεχνική που χρειαζόταν;
Δεν μπορώ να πω ότι είχα μια συγκεκριμένη τεχνική, η τεχνική ήρθε αργότερα -αν θεωρήσουμε ότι υπάρχει τώρα. Τότε είχα μια ανάγκη να εκφραστώ, να βρω τη φωνή μου βασικά, γιατί πολλές φορές ως ηθοποιός με τους ρόλους μπορεί να χανόμουν -δεν ήταν πάντα ιδανικές οι συνθήκες. Οπότε έψαχνα πάντα εγώ τι θέλω να πω και παράλληλα με την ανάγκη μου να καταλάβω και τι αισθάνομαι με όλο αυτό που συνέβη, άρχισα να γράφω.
Στην αρχή δεν είχε κάποιον αποδέκτη αυτό αλλά σιγά σιγά άρχισα να το μοιράζομαι με φίλους, να μεγαλώνει μέσα μου και να γίνεται κάτι το οποίο κάποια στιγμή θα ήθελα κάτι να το κάνω. Στην Covid λοιπόν το δούλεψα πάρα πολύ αυτό το κείμενο και το έστειλα σε διαγωνισμούς, όπου σε κάποιον κέρδισε ένα βραβείο. Με αυτή την αφορμή, άρχισα να το στέλνω σε διάφορα θέατρα και στο εξωτερικό. Ταυτόχρονα ο σύντροφός μου είναι Ελληνογάλλος, οπότε πήγαμε στη Γαλλία για κάποιο διάστημα και έμαθα καλύτερα και τα γαλλικά.
Κάποια στιγμή είχα παίξει στην παράσταση «Πυρκαγιές» του Wajdi Mouawad με την Ιώ Βουλγαράκη στη σκηνοθεσία και είχα λατρέψει αυτό το έργο. Ο Mouawad είναι καλλιτεχνικός διευθυντής στο θέατρο La Colline στο Παρίσι και με αφορμή τη σχέση μου με το έργο του καθώς κι ένα σωρό όμορφων συμπτώσεων κατάφερα να τον γνωρίσω. Του μίλησα για το κείμενό μου που τότε είχε κερδίσει και βραβείο και μου ζήτησε να το διαβάσει.
Αν και δεν φανταζόμουν ότι θα μπορούσε να τον ενδιαφέρει, του άρεσε και μου έκανε την πρόταση να το ανεβάσουμε εκεί. Φυσικά χάρηκα πολύ αλλά επειδή δεν είχα ξανακάνει κάτι τέτοιο, με έπιασε φοβερό άγχος και αγωνία. Ταυτόχρονα έμεινα έγκυος και ήρθε η γέννηση της κόρης μου, ένα γεγονός που με άλλαξε πάρα πολύ, γιατί από τη θέση της κόρης, πήρα τη θέση της μαμάς. Καθώς λοιπόν το μωρό μου ήταν έξι μηνών, ξεκινήσαμε τις πρόβες γιατί η πρεμιέρα ήταν τρεις μήνες μετά. Οι πρόβες έγιναν στην Αθήνα όπου και στήσαμε όλη την παράσταση και μετά πήγαμε στη Γαλλία για να την ανεβάσουμε στο La Colline.
Ήταν μια από τις πιο ωραίες εμπειρίες που είχα στη ζωή μου και είμαι πάρα πολύ χαρούμενη για το πώς εξελίχθηκε αυτή η συνεργασία με τον Mouawad. Λίγους μήνες μετά, με ρώτησε αν θα ήθελα να συμμετέχω στο νέο του έργο «Ο όρκος της Ευρώπης», που θα παρουσιαστεί για πρώτη φορά στην Επίδαυρο.
Εχετε μια σαφήνεια, που δεν τη βρίσκεις εύκολα σε καλλιτέχνη. Είστε ένας άνθρωπος που κινείται μέσα στη φαντασία, το συναίσθημα και την πραγματικότητα και για κάποιο λόγο οπλίζεται για να υπάρχει ή είστε έτσι σαν άνθρωπος;
Η φαντασία και το άλογο κομμάτι είναι κάτι που πάντα υπήρχε μέσα μου και πάντα με μαγεύει και στους άλλους ανθρώπους όταν το συναντώ. Ταυτόχρονα και λόγω συνθηκών στην πορεία της ζωής μου, είχα μεγάλη ανάγκη να ξεμπερδέψω με κάποια ζητήματα που με απασχολούσαν πολύ, ήθελα να κατανοήσω τα τραύματά μου.
Η ψυχοθεραπεία μπήκε πολύ νωρίς στη ζωή μου, οπότε θεωρώ ότι η σαφήνειά μου έχει να κάνει πολύ με αυτό. Επίσης, επειδή είμαι σε μια φάση που και επαγγελματικά μπαινοβγαίνω σε πολλούς ρόλους -του ηθοποιού, του σκηνοθέτη, του συγγραφέα αλλά και του παραγωγού-, αυτό απαιτεί μια γείωση και μια λειτουργικότητα στην καθημερινότητα, ώστε να είμαι αποτελεσματική.
Οι ρόλοι σάς βοηθάνε ή σας μπερδεύουν πιο πολύ;
Σίγουρα πάντα υπάρχει ένα λυτρωτικό κομμάτι μέσα από αυτή τη δουλειά, με την έννοια της εκτόνωσης. Με τους ρόλους μπορείς να υποδύεσαι χαρακτήρες που κάνουν πράγματα τα οποία εσύ δεν θα μπορούσες να τα κάνεις στη δική σου ζωή.
Ο ρόλος που υποδύομαι τώρα είναι μιας γυναίκας η οποία για τους δικούς της λόγους έχει οπλιστεί με πολλή οργή και θυμό και αυτό είναι η πανοπλία της πίσω από το τραύμα. Έχοντας τη δυνατότητα να φτάσω υποκριτικά σε τέτοια επίπεδα έκρηξης και θυμού και να εξερευνήσω αυτές τις περιοχές, μου φαίνεται φοβερό γιατί στη ζωή δεν έχω φτάσει σε αυτά τα σημεία, με αυτόν τον τρόπο. Είναι κάτι πολύ θεραπευτικό.
Το θέατρο κάνει και εμάς τους θεατές να κατανοούμε συμπεριφορές που στην κανονική μας ζωή ίσως να τις απορρίπταμε αμέσως.
Το καταλαβαίνω. Επίσης σε μια παράσταση από τη μία υπάρχει μια πύκνωση χρόνου, μια στιγμή πολύ σημαντική, και από την άλλη υπάρχει και μια απόσταση, γιατί δεν είσαι εσύ αυτός που είναι πάνω στη σκηνή, οπότε έχεις μια καθαρότητα που σου επιτρέπει να καταλάβεις πολλά πράγματα.
Συνεργασία με τη Ζιλιέτ Μπινός -πείτε μου κάποια πράγματα γι’ αυτό.
Η Ζιλιέτ Μπινός είναι αφοπλιστικά υπέροχη, ένας υπερταλαντούχος άνθρωπος που καταλαβαίνεις άμα τη εμφανίσει για ποιο λόγο είναι εκεί που είναι. Επίσης πέρα από την ομορφιά της, είναι μια πανέξυπνη γυναίκα. Κάναμε πολλές συζητήσεις σε σχέση με το κείμενο και διαπίστωσα το πόσο διορατική, το πόσο ευαίσθητη είναι και πόσο στοχευμένος ήταν ο τρόπος που ανέλυε τα πράγματα.
Ταυτόχρονα είναι ένας άνθρωπος τελείως ακομπλεξάριστος, ανοιχτός, γενναιόδωρος. Έτσι είναι και ο σκηνοθέτης μας, ο οποίος είναι ένας από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους του χώρου μας, στην εποχή μας -σεμνός, γενναιόδωρος, πάντα έτοιμος να δώσει χώρο και να ακούσει τους άλλους.
Πέρα από το ότι ασχολείστε με πάρα πολλά πράγματα, είστε και μητέρα. Πώς τα καταφέρνετε όλα αυτά;
Δεν θα έλεγα ότι είναι εύκολο, τα όριά μου είναι λίγο ξεπερασμένα, αλλά οπλίζεσαι με τη χαρά και την ευτυχία τού να έχεις αυτή την τύχη, δηλαδή να ασχολείσαι με πολλά πράγματα και να έχεις υπέροχους συνεργάτες.
Ο ερχομός του παιδιού σας άλλαξε;
Ναι, πιστεύω ότι με άλλαξε αλλά πάνω απ’ όλα πιστεύω ότι αυτό το παιδάκι είναι ένα τεράστιο δώρο στη ζωή μου. Ήμουν πολύ έτοιμη για να υποδεχτώ την κόρη μου, αισθάνομαι φοβερά τυχερή και ευλογημένη που την έχω και βιώνω όλη την παλέτα των συναισθημάτων. Γιατί φυσικά αισθάνεσαι και απελπισία μερικές φορές, αλλά και την υπέρτατη αγάπη.
Σίγουρα όμως είναι μια ευκαιρία να ξαναδείς τον κόσμο από την αρχή, να γίνεις καλύτερος άνθρωπος, να δώσεις χώρο για την ετερότητα. Διότι το παιδί μας δεν είναι δικό μας και με αυτό εννοώ ότι εμείς οι γονείς είμαστε υπεύθυνοι να το κρατήσουμε υγιές και ασφαλές μέχρι να βρει τον δρόμο του.
Αυτό το νιώθω πάρα πολύ έντονα με την Έλλη, ότι είναι το παιδάκι μου, ό,τι πιο πολύτιμο έχω στη ζωή μου, αλλά ταυτόχρονα ένας άνθρωπος διαφορετικός από εμένα. Έχει κάτι πολύ συγκινητικό αυτή η συνάντηση, το πώς ξεκινάει αυτή η σχέση, η εξάρτηση και αργότερα η απεξάρτηση, είναι κάτι φανταστικό. Ακόμα και το πώς παίζεις με τα ίδια σου τα όρια -πράγματα που θεωρείς ότι έχεις λυμένα, δεν τα έχεις ή πράγματα που φοβόσουν, τελικά είναι πιο απλά. Γενικά όμως για μένα η μητρότητα μέσα από όλο το φάσμα της είναι ένα δώρο.
Info:
«Ο Ορκος της Ευρώπης»
Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, 1 και 2 Αυγούστου
Επίσης,
«Όλος ο χρόνος του κόσμου» κείμενο και σκηνοθεσία της Δανάης Επιθυμιάδη
Από τον Οκτώβριο στο Θέατρο Τέχνης (Φρυνίχου)