ΣΤΗΝ “ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ” ΤΗΣ Μ. ΠΡΩΤΟΠΑΠΠΑ – ΜΙΑ ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΙΚΗ ΚΡΑΥΓΗ ΒΓΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ
Είδαμε την “Ανδρομάχη” που σκηνοθέτησε η Μαρία Πρωτόπαππα στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου και σας μεταφέρουμε τις εντυπώσεις μας.
Η «Ανδρομάχη» του Ευριπίδη είναι ένα από τα πιο σπάνια παρουσιαζόμενα έργα του, ένα κείμενο που για αιώνες χαρακτηρίστηκε άνισο και “δύστροπο”. Αυτή, ωστόσο, η φαινομενική αδυναμία, είναι στην πραγματικότητα η δύναμή του: ο λόγος του Ευριπίδη αποφεύγει την αυστηρή αριστοτελική ενότητα και επιλέγει μια ελεύθερη, πολυφωνική αφήγηση, δημιουργώντας ένα πολυεπίπεδο δράμα που αρνείται να χωρέσει σε καλούπια.
Δεν πρόκειται για ηρωολατρική συνέχεια της Ιλιάδας, αλλά για μια ωμή, καυστική ανατροπή του έπους. Η πλοκή, αριστοτεχνικά δομημένη, ερευνά τις εμπειρίες τρόμου και καταστροφής και καταδεικνύει πώς οι ατομικές επιλογές, ακόμη και μέσα στο χάος, αφήνουν ανεξίτηλο το αποτύπωμά τους στην κοινωνία. Ο Ευριπίδης γκρεμίζει την αλαζονεία των Ελλήνων και την ψευδαίσθηση πολιτισμικής υπεροχής τους, αποκαλύπτοντας ότι πίσω από τη λάμψη της νίκης κρύβονται ηθικά και κοινωνικά ερείπια.
Οι προπολεμικές υποσχέσεις για ενότητα και δύναμη διαλύονται: μένει μόνο η φθορά, το γήρας, ο φόβος και ο φθόνος. Η “Ανδρομάχη” δεν προσφέρει παρηγοριά, με ανελέητη διαύγεια καθρεφτίζει μια κοινωνία εξουθενωμένη και παγιδευμένη στην ίδια της την αυτοκαταστροφή.
Η Μαρία Πρωτόπαππα, γοητευμένη – όπως μας είπε στη συνέντευξη που μας έδωσε– από τη σπανιότητα και την πολυπλοκότητα της «Ανδρομάχης», επέλεξε να πάρει το ρίσκο να την παρουσιάσει στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, στηριζόμενη στη μετάφραση του Γ. Β. Τσοκόπουλου. Όπως και στις προηγούμενες σκηνοθετικές της δουλειές – την «Αντιγόνη» του Ανούιγ και το «Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» – δεν περιορίστηκε σε μια πιστή μεταφορά του κειμένου, αλλά το επεξεργάστηκε δραματουργικά, αναζητώντας τις βαθύτερες συνδέσεις του με τον σύγχρονο κόσμο.
Με την ευαισθησία, αλλά και τον δυναμισμό που τη χαρακτηρίζουν, έφερε στην επιφάνεια τα νευραλγικά ερωτήματα του έργου: πώς η προσωπική μοίρα διαπλέκεται με την πολιτική, πώς ο πόλεμος συνεχίζει να ασκεί βία πολύ μετά τη λήξη του, πώς η γυναίκα, η ξένη, η αιχμάλωτη, γίνεται φορέας μνήμης και αντίστασης.
Ανδρομάχη- Το έργο
Η δράση λαμβάνει χώρα στη Θεσσαλία, στο Θετίδειον, στον οίκο του Νεοπτόλεμου, του γιου του Αχιλλέα. Εκεί ξεσπά η σύγκρουση μεταξύ της Ανδρομάχης, χήρας του Έκτορα και σκλάβας του Νεοπτόλεμου, και της Ερμιόνης, συζύγου του.
Η ζήλια κορυφώνεται όταν ο Μενέλαος αποφασίζει να θανατώσει το παιδί της Ανδρομάχης και του Νεοπτόλεμου, τον Μολοσσό. Ο Νεοπτόλεμος, ανίκανος να ανταποκριθεί στον ρόλο του ηγέτη, εγκαταλείπει το σπίτι του για τους Δελφούς, κουβαλώντας τη βία που μόλυνε τον οίκο του, μέχρι να συναντήσει την Νεοπτολέμειο Τίσιν που τον περιμένει.
Η σκηνοθετική ματιά της Μαρίας Πρωτόπαππα
Η «Ανδρομάχη» της Μαρίας Πρωτόπαππα δεν περιορίστηκε στην αφήγηση μιας οικογενειακής τραγωδίας. Λειτούργησε ως πυκνό, ασυμβίβαστο αντιπολεμικό σχόλιο. Η θέση της γυναίκας σε έναν κόσμο ανδρικής κυριαρχίας, η εμπειρία του πρόσφυγα, η αλαζονεία της εξουσίας και η ηθική σήψη που αφήνει πίσω του κάθε πόλεμος ήρθαν στο προσκήνιο με σαφήνεια και χωρίς διακοσμητικές υπεκφυγές.
Με σκηνοθετική καθαρότητα και πειθαρχία, η Μαρία Πρωτόπαππα πήρε ένα έργο που πολλοί υποτίμησαν ή χλεύασαν και το ανήγαγε σε καθρέφτη που αντανακλά την πολιτική αναλγησία, την κοινωνική συνενοχή και τη διαχρονική ανθρώπινη αδυναμία.
Αρωγός της, το σκηνικό του Σάκη Μπιρμπίλη που λειτούργησε ως ένας οπτικός άξονας του πυρήνα της «Ανδρομάχης». Στο κέντρο της ορχήστρας το ψηφιδωτό του ιερού της Θέτιδας, λιτό και αυστηρό, εξέπεμπε μια αίσθηση τάξης και ασφάλειας – σαν το τελευταίο απομεινάρι μιας σταθερής πραγματικότητας που αντιστέκεται στον χρόνο και στη φθορά. Γύρω του όμως, οι σκόρπιες πέτρες, ο χαλασμός και η αβεβαιότητα που αφήνει πίσω του ο πόλεμος. Αυτή η αντίθεση ανάμεσα στην κεντρική, ιερή νησίδα και το περιβάλλον χάος υπογράμμισε σκηνικά το δίπολο της τραγωδίας – την προσπάθεια να διατηρηθεί η αξιοπρέπεια και η τάξη μέσα σε έναν κόσμο που έχει ήδη διαλυθεί.
Η επιλογή της σκηνοθέτιδας να ερμηνευτούν οι δύο κεντρικοί γυναικείοι ρόλοι – Ανδρομάχη και Ερμιόνη – αλλά και ο εξαμελής γυναικείος χορός από άνδρες, όχι μόνο δεν ενόχλησε στη θέαση, αλλά λειτούργησε ως συνειδητή σκηνική αντιστροφή με ισχυρή συμβολική φόρτιση: ένας πόλεμος που καταστρέφει τους παντες και εξακολουθεί να ελέγχεται από τους άνδρες. Και η ειρωνεία του να βλέπεις ανδρικά σώματα να υπερασπίζονται τη μητρότητα ή να ενσαρκώνουν τη γυναικεία θυματοποίηση, λειτούργησε σαν υπόγειο κεντρί απέναντι στην πατριαρχική νοοτροπία.
Η ίδια, αναλαμβάνοντας τον ρόλο της Γυναίκας, λειτούργησε ως σκηνικός μάρτυρας και συνδετικός κρίκος ανάμεσα στα πρόσωπα και τις εποχές, παρατηρώντας, σχολιάζοντας και μεταφέροντας στο κοινό την ηχώ του τραγικού.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στην απόφασή της να ακουστούν στην αργολική ορχήστρα λέξεις και φράσεις στα αρχαία ελληνικά, κάτι που σπάνια επιχειρείται και εδώ λειτούργησε ως γέφυρα ανάμεσα στο πρωτότυπο κείμενο και τη σύγχρονη θεατρική εμπειρία, προσδίδοντας βάθος και ιστορική βαρύτητα.
Οι ερμηνείες
Οι ερμηνείες της παράστασης συνιστούσαν ένα από τα πιο ισχυρά της στοιχεία, με τους ηθοποιούς να δίνουν σάρκα και οστά σε χαρακτήρες φορτωμένους με πάθη, αδυναμίες και πολιτικά υπονοούμενα.
Ο Αργύρης Ξάφης απέδωσε μια Ανδρομάχη γεμάτη εσωτερική ένταση και τραγικό μεγαλείο, ισορροπώντας την αντοχή με τη σπαρακτική μνήμη του χαμού. Στην ερμηνεία του, το βλέμμα της ηρωίδας γίνεται ο καθρέφτης ενός κόσμου που, αφού έχει γευτεί την αλαζονεία της νίκης, παραδίδει στις επόμενες γενιές όχι ασφάλεια και προοπτική, αλλά τα ερείπια ενός ηθικά και κοινωνικά διαβρωμένου μέλλοντος. Η ηρωίδα, μέσα από τον πόνο και την αντοχή της, συμπυκνώνει την εμπειρία όλων των θυμάτων του πολέμου – ανδρών, γυναικών και κυρίως των παιδιών – που καλούνται να ζήσουν μέσα στα κατάλοιπα της βίας και της παρακμής.
Ο Τάσος Λέκκας, εξαιρετικός στην πρώτη του επιδαύρια εμφάνιση, σκιαγράφησε μια Ερμιόνη διαπεραστική, που εναλλάσσει την επιθετικότητα και τη σκληρότητα με την αίσθηση εγκλωβισμού στα στερεότυπα και τις κοινωνικές προσδοκίες. Η ερμηνεία του ανέδειξε τη βαθιά ανασφάλεια ενός χαρακτήρα που έχει μεγαλώσει με την αίσθηση της υπεροχής και της εξουσίας. Πίσω από την επιθετικότητα και την οργή της, διακρινόταν η αγωνία μιας γυναίκας που δεν μπορεί να ανταποκριθεί στον ρόλο που της έχει επιβληθεί, και που βλέπει την αξία της να μετριέται αποκλειστικά μέσα από την ικανότητά της να γεννήσει.
Ο έμπειρος Γιάννης Νταλιάνης ενσάρκωσε έναν Μενέλαο ωμά κυνικό και αλαζονικό, φέρνοντας στην επιφάνεια την πολιτική σήψη που ο Ευριπίδης χρέωνε στη Σπάρτη. Η Στέλλα Γκίκα, ως τρυφερή και μειλίχια Θέτιδα, πρόσθεσε μια νότα “θεϊκής” ανθρωπιάς και χάρισε μια συγκινητική στιγμή τραγουδώντας χορικό.
Ο Δημήτρης Πιατάς ήταν συγκινητικός και κέρδισε την αγάπη του κοίλου με τον εύθραυστο Πηλέα του, συνδυάζοντας την ανθρώπινη αδυναμία με αποφασιστικότητα και σθένος, σε μια ερμηνεία που μπορεί να καταγραφεί ως μία από τις κορυφαίες της πορείας του.
Εξαιρετική η δυναμική των Δημήτρη Μαμιού (Ορέστης), Γιώργου Φασουλά (Μολοσσός) και Γιάννη Μάνθου (αγγελιαφόρος) στους εκτός χορού ρόλους τους.
Και οι μικρές ρωγμές
Την παράσταση ίσως αδίκησαν ορισμένα σύγχρονα σκηνοθετικά «twist» που δεν συντονίστηκαν όσο θα έπρεπε με το αρχαίο κείμενο, ιδιαίτερα στα χορικά. Εκεί, η μουσική του Λόλεκ “παρενέβαινε” με έναν τρόπο που άλλοτε δημιουργούσε ενδιαφέρουσα αντίστιξη και άλλοτε ξένιζε, απομακρύνοντάς μας στιγμιαία από τον δραματουργικό ρυθμό.
Ο χορός από την άλλη πλευρά δε λειτούργησε σαν ένα ενιαίο σύνολο, αρμονικά ασκημένο και χορογραφημένο. Ευτυχώς, οι στιγμές αυτές δεν είχαν την ένταση ή τη διάρκεια που θα μπορούσαν να αποσυντονίσουν συνολικά τη σκηνική πρόταση, αντίθετα, λειτουργούσαν ως μικρές ρωγμές μέσα σε ένα κατά τα άλλα συνεκτικό και πειθαρχημένο σκηνοθετικό όραμα.
Τελικά αξίζει να δει κάποιος την Ανδρομάχη;
Η «Ανδρομάχη» της Μαρίας Πρωτόπαππα δεν είναι απλώς μια ακόμη παράσταση αρχαίου δράματος, είναι μια αναμέτρηση με ένα δύστροπο και συχνά παραγνωρισμένο έργο. Με σκηνική καθαρότητα, θεματική πυκνότητα και μια οξυδερκή σύγχρονη ματιά, η παράσταση αποδεικνύει ότι η τραγωδία αυτή έχει πολλά να πει στο σήμερα – για τον πόλεμο, την εξουσία, τη θέση της γυναίκας, τη συλλογική ευθύνη.
Δεν χαρίζεται στον θεατή, τον προκαλεί να κοιταχτεί στον καθρέφτη της. Κι αν κάτι μένει φεύγοντας, είναι η αίσθηση ότι η «Ανδρομάχη» δεν ανήκει πια στο περιθώριο του έργου του Ευριπίδη, αλλά στην πρώτη γραμμή των κειμένων που μιλούν πιο δυνατά από ποτέ. Δείτε την.