Ταϋγέτη Μιχαλακέα

ΑΙΘΙΟΠΙΑ: Η ΓΗ ΤΩΝ ΣΙΓΑΣΜΕΝΩΝ ΦΩΝΩΝ

Μια ματιά στην αφρικανική χώρα και στον “ψηφιακό αυταρχισμό” που έχει επιβάλει η ηγεσία της.

Στο μέσο του φετινού καλοκαιριού, πέρασαν 40 χρόνια από το Live Aid. Τον Ιούλιο του 1985, ένας κόσμος ριζικά διαφορετικός οργάνωσε σειρά εμβληματικών συναυλιών για να αναδειχθεί το θέμα του τότε λιμού στην Αιθιοπία. Δεκαετίες αργότερα, και παρά το μνημειώδες της προσπάθειας αυτής, μια ανθρωπιστική συναυλία δεν ‘έφερε την άνοιξη.’ Η χώρα μαστίζεται από προβλήματα. Η φτώχεια και η βία, που λίγο πλέον απασχολούν τα δυτικά μέσα, συνυπάρχουν με την σχεδόν αρχέγονη μαγεία της.

Προσγειώθηκα στην Αιθιοπία, στις αρχές Ιανουαρίου, παραμονές των δικών τους Χριστουγέννων, με σκοπό αφενός να μελετήσω την περιστολή της ελευθερίας της έκφρασης, στο πλαίσιο ενός ευρωπαϊκού ερευνητικού πηρογράμματος στο οποίο συμμετέχω με το Πάντειο Πανεπιστήμιο και αφετέρου να μάθω, να δω, να ακούσω και να γευτώ τη χώρα την οποία ερευνώ.

Η έρευνα στην Αιθιοπία, και η γνώση που αυτή γεννά, με οδήγησε σε περισσότερες ερωτήσεις παρά απαντήσεις. Αν χρειαζόταν, πάντως, να χαρακτηρίσω την Αιθιοπία με ένα μόνο επίθετο, θα διάλεγα να την πω ‘πολυσύνθετη.’ Σε κάθε πεδίο. Είτε είναι ιστορία, είτε πολιτική, γλώσσα, θρησκεία και πολιτισμός, η Αιθιοπία σε κατακλύζει με πολλαπλές διαστάσεις και αναγνώσεις. Από τη Λούσι, τον πρώτο αυστραλοπίθηκο που βρέθηκε στο έδαφός της, μέχρι τη σημερινή Αντίς, που φιλοδοξεί να γίνει Ντουμπάι, οι ιστορικοί σταθμοί ποικίλουν. Διαφορετικά βασίλεια, καραβάνια και θρησκείες άνθισαν στη θέση της σημερινής Αιθιοπίας, υφαίνοντας ένα πολύβουο μείγμα πολιτισμών, γλωσσών και θρησκειών.

Τα σχεδόν 130 εκατομμύρια πληθυσμού της χώρας ανήκουν σε 90 ξεχωριστές εθνοτικές ομάδες, τρεις θρησκείες πλέον των πολλών ανιμιστικών, και πέντε γλώσσες. Παρά ταύτα και σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες της περιοχής, η Αιθιοπία δεν αποικίστηκε ποτέ, νικώντας την Ιταλία στη Μάχη της Άντουα το 1896, την οποία οι περισσότεροι Αιθίοπες σπεύδουν με περηφάνια να θυμίσουν.

Ο καφές, τον οποίο μπορείς να γευτείς σε αυτοσχέδιες καφετέριες σε κάθε γωνιά, έδωσε στη χώρα μια σχετικά ακμάζουσα οικονομία, όταν την ανέλαβε ο Χαϊλέ Σελασιέ το 1930, μετατρέποντάς τη σταδιακά μέχρι το τέλος της αυτοκρατορίας του το 1974, σε φτωχοποιημένο καζάνι που βράζει λόγω, μεταξύ άλλων, των διακρίσεων εις βάρος κάποιων εθνοτικών ομάδων, των αποτυχημένων μεταρρυθμίσεων γης, της εύνοιας υπέρ ολιγάριθμων πλούσιων γαιοκτημόνων αλλά και της αδυναμίας διαχείρισης της αδιάκοπης έντασης στην Ερυθραία. Η ξηρασία και ο λιμός του 1974 αποσταθεροποίησαν τη χώρα ακόμα περισσότερο και έτσι, την ίδια χρονιά, ο Σελασιέ καθαιρέθηκε από τους μαρξιστές Derg, που κυβέρνησαν μέχρι και το 1991, εφαρμόζοντας μια σειρά από οικονομικές μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένης της εθνικοποίησης της γης και της βιομηχανίας. Πλην όμως, η αποτυχία των προγραμμάτων μετεγκατάστασης κοινοτήτων (το λεγόμενο πρόγραμμα «χωριοποίησης») και η μεγάλη ξηρασία του 1984 οδήγησαν σε νέο λιμό, βιβλικών διαστάσεων, με θύματα σχεδόν ένα εκατομμύριο ανθρώπους. Ήταν αυτός ο λιμός που πυροδότησε τη διεθνή προσοχή και την οργάνωση του Live Aid. Η προσπάθεια αποδυνάμωσης των κινημάτων στο βορρά της χώρας, πυροδότησε τις πάντοτε υποβόσκουσες εθνοτικές ρήξεις, και η αντίθεση στον Χαϊλέ Μαριάμ, ηγέτη και πρωτεργάτη των Derg, κλιμακώθηκε το 1991 οπότε και ο συνασπισμός του Λαϊκού Επαναστατικού Δημοκρατικού Μετώπου της Αιθιοπίας (EPRDF), κατέλαβε την εξουσία μέχρι το 2019. 

Με την άνοδο στην εξουσία του EPRDF, είχε πλέον γίνει κατανοητό ότι η ειρήνη και η ευημερία στη χώρα εξαρτάται από το μοίρασμα της ‘πολιτικής πίτας’ μεταξύ των πολλών διαφορετικών εθνοτικών ομάδων. Έτσι, το EPRDF εγκαινίασε την ομοσπονδιακή διαίρεση της χώρας, επί τη βάσει εθνοτικά ομοιογενών περιοχών, και προώθησε την ιδέα του αναπτυξιακού κράτους, της επαναστατικής δημοκρατίας και της πολυμετοχικότητας. Όμως, η πραγματικότητα για άλλη μια φορά απείχε από τη θεωρία, και η πολυμετοχικότητα θυσιάστηκε στο βωμό της κυριαρχίας του Λαϊκού Απελευθερωτικού Μετώπου του Τιγκράι (TPLF) εντός του συνασπισμού, που για να πραγματοποιηθεί χρειάστηκε αυξανόμενη καταστολή οποιασδήποτε διαφωνίας. Στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, το απόστημα άρχισε και πάλι να σπάει, με εκτεταμένες διαδηλώσεις στις περιοχές της Ορόμια και της Αμάρα.

Και κάπως έτσι, το 2018, ο  Άμπι Άχμεντ, το μικρό όνομα του οποίου σημαίνει ‘επανάσταση,’ ανέλαβε μετά βαΐων και κλάδων πρωθυπουργός. Η λουστραρισμένη εικόνα του νεαρού και φιλόδοξου για τη χώρα του πολιτικού, που ακόμα δεσπόζει σε πολλά σημεία της Αντίς, συγκέντρωσε γύρω του πολύ και αξιόλογο κόσμο που πίστεψε και ήθελε να συνδράμει σε ένα νέο δρόμο ευημερίας και προόδου για τη χώρα, μέσω της αλλαγής του νομικού και θεσμικού πλαισίου καθώς και διαφόρων άλλων μεταρρυθμίσεων.

Τα πρώτα χρόνια, ως είθισται, ήταν ελπιδοφόρα. Απελευθερώθηκαν δημοσιογράφοι και πολιτικοί κρατούμενοι, τα εκτεταμένα internet shutdowns σταμάτησαν, και η χώρα έμοιαζε να ενστερνίζεται και πάλι θεμελιώδεις ελευθερίες και αρχές του κράτους δικαίου. Ο Άμπι έφτασε να λάβει μέχρι και το Νόμπελ Ειρήνης για το ρόλο του στην ειρήνευση των σχέσεων με την Ερυθραία, κάτι που εκ των υστέρων φαντάζει τουλάχιστον τραγική ειρωνεία. 

Σε μια πορεία που μοιάζει με καρδιογράφημα, και την οποία η χώρα έχει πολλάκις περπατήσει, οι ελπίδες αποδείχτηκαν φρούδες. Οι υποβόσκουσες εθνοτικές συγκρούσεις βγήκαν και πάλι στην επιφάνεια, όταν το κράτος κλιμάκωσε την κατασταλτική του δράση απέναντι στους Τιγκρίνια, οδηγώντας στο ξέσπασμα του καταστροφικού Πολέμου στο Τιγκράι το 2020. Στην Ευρώπη οι ειδήσεις για τον πόλεμο αυτό έφταναν με το σταγονόμετρο, καθώς τα βλέμματα ήταν στραμμένα στην Ουκρανία.

Μετά από δύο χρόνια πολέμου, ο απολογισμός ήταν περίπου εξακόσιες χιλιάδες θύματα. Λίγο αργότερα, και ενώ υπεγράφη Συνθήκη Ειρήνης στο Τιγκράι, το πεδίο της μάχης μεταφέρθηκε στην περιοχή της Αμάρα, με τους εκεί ένοπλους αντάρτες Φάνο, ενώ εντάσεις σημειώνονται και σε άλλες περιοχές της χώρας. 

Εν τω μεταξύ, ο Άμπι κατασκευάζει πάρκα, επισκέψιμα επί πληρωμή, τεράστια ξενοδοχεία και κτήρια, μέχρι και ποδηλατοδρόμους, σε μια πρωτεύουσα όπου η οικονομική κατάσταση της πλειονότητας την εξαναγκάζει στη μεταφορά αποκλειστικά με τα πόδια — και πράγματι, δεν είδα πουθενά απολύτως κανένα ποδήλατο, κάνοντας σε να πιστέψεις ότι μάλλον θέλει να αποπροσανατολίσει την εγχώρια αλλά και την διεθνή κοινή γνώμη. Πρωτοφανές είναι επίσης και το ‘Πρόγραμμα Διάδρομος’, όπου σπίτια γκρεμίζονται, άνθρωποι εκτοπίζονται άκριτα και ολόκληρες συνοικίες κυριολεκτικά σβήνονται από τον χάρτη, προκειμένου απλώς να διαπλατυνθούν οι ήδη πλατείς δρόμοι. 

Απέναντι σε όλα αυτά, οι αντιδράσεις φαίνεται να κυοφορούνται, αλλά προς το παρόν δεν εκδηλώνονται, καθώς ο πρωθυπουργός, αποτίοντας φόρο τιμής στην Υπηρεσία Κυβερνοασφάλειας από την οποία ξεκίνησε την καριέρα του, έχει εξαπολύσει έναν πολυμέτωπο αγώνα κατά οποιασδήποτε διαφωνίας, κατά κύριο λόγο σχετικά με την πολιτική του, αλλά όχι μόνο. Ένας συνεντευξιαζόμενος, δικηγόρος ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μειδίασε ενθυμούμενος το διδακτικό τηλεφώνημα που έλαβε από το εν ευρεία έννοια «γραφείο» του πρωθυπουργού, μετά από ένα τουίτ του, σχετικά με έναν αθλητή. 

Η φαρέτρα για την κατάπνιξη και εξουδετέρωση οποιασδήποτε διαφορετικής άποψης περιλαμβάνει ανεξέλεγκτα περιοριστικά μέτρα, ασύμβατα με τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας. Η γκάμα εκτείνεται από ρητορική μίσους κατά των ‘αντιφρονούντων,’ σε παραπληροφόρηση, κατασταλτικούς νόμους και λογοκρισία στο διαδίκτυο, συνδιαμορφώνοντας ενός είδους ψηφιακό αυταρχισμό.

Το πιο χρήσιμο όπλο για κάτι τέτοιο είναι οι διακοπές λειτουργίας του διαδικτύου, κάτι που ζήσαμε και στο ταξίδι μας, με τις οποίες η κυβέρνηση προσπαθεί να αποτρέψει την πολιτική κινητοποίηση και να εμποδίσει την προβολή ειδήσεων περί στρατιωτικής καταστολής. Οι πολίτες του Τιγκράι, έκαναν συνολικά δυο χρόνια χωρίς ίντερνετ, και τώρα έχει έρθει η σειρά των κατοίκων της Αμάρα (σε κάποιες περιοχές της). Στο ίδιο μήκος κύματος, οι σελίδες κοινωνικής δικτύωσης συχνά μπλοκάρονται, ή επιβραδύνεται εξαιρετικά η δυνατότητα πρόσβασης σε αυτές, το λεγόμενο throttling.

Η Ethio Telecom, που ανήκει κατά μεγάλο ποσοστό στο κράτος, έχει χρησιμοποιήσει αυτήν την τακτική για να περιορίσει την πρόσβαση ατόμων κυρίως σε πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, με σκοπό τον περιορισμό της διάδοσης πληροφοριών.

Άλλη μέθοδος, μέσω της οποίας εμποδίζεται η ροή των πληροφοριών και κατά συνέπεια περιστέλλεται και η ελευθερία της έκφρασης, είναι η διάδοση παραπλανητικών αφηγήσεων, μέσω ψευδών λογαριασμών, με στόχο να δυσφημιστούν επικριτές της κυβέρνησης ή συγκεκριμένες εθνοτικές ομάδες ή να παρουσιαστούν αλλιώς συγκεκριμένα γεγονότα. Το ίδιο το Facebook συχνά έχει κλείσει πολυάριθμους λογαριασμούς που συνδέονται με την κυβέρνηση, καθώς είναι πλαστοί και προσπάθησαν να εκβιάσουν τα αποτελέσματα των εκλογών του 2021. Όπως γλαφυρά έχει τεθεί, στην Αιθιοπία οι πλατφόρμες αυτές μετατρέπονται σε μέσα «αντικοινωνικής» παρά κοινωνικής δικτύωσης. Στον πόλεμο του Τιγκράι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης χρησιμοποιήθηκαν ως ένα ψηφιακό πεδίο μάχης, όπου μεθοδικά χτίστηκαν συγκεκριμένα αφηγήματα που κατάφεραν να επηρεάσουν την αντίληψη για συγκεκριμένα γεγονότα. 

Άλλες φορές χρησιμοποιείται το λεγόμενο internet noise, όπου το διαδίκτυο κατακλύζεται με επουσιώδεις ή ακόμα και διασκεδαστικά λανθασμένες πληροφορίες προκειμένου να αποπροσανατολιστεί το κοινό από τα πραγματικά κρίσιμα και ουσιώδη, όπως όταν κυκλοφορούσε χάρτης όπου η Αιθιοπία έφτανε ως την Ερυθρά Θάλασσα. Συνήθως όμως «ο διαδικτυακός θόρυβος» δεν έχει αυτή τη γραφική πλευρά, καθώς ανθρώπινες ζωές χάνονται στον άνισο αυτό αγώνα. Η κυβέρνηση φαίνεται να κερδίζει στον αγώνα αυτό, χρησιμοποιώντας όχι μόνο αλγορίθμους και bots, αλλά και προσλαμβάνοντας  προσωπικό για να κάνει αυτή τη δουλειά, το λεγόμενο διαδικτυακό στρατό, που εκπαιδεύεται στην Κίνα και λαμβάνει μισθό 300 ευρώ για τις πολύτιμες υπηρεσίες του. Στόχος των επιθέσεων είναι τόσο εγχώριοι δημοσιογράφοι, ακτιβιστές και αντιφρονούντες, αλλά και πολλοί που ζουν εκτός της χώρας. 

Εκτός αυτών των μεθόδων, μια πλειάδα νόμων έχει τεθεί στην υπηρεσία της καταπάτησης της ελευθερίας της έκφρασης. Οι νόμοι αυτοί μπορεί να είναι σωστοί στα χαρτιά, αλλά στην πράξη να αγνοούνται. Δεν είναι λίγες οι φορές που δημοσιογράφοι και ακτιβιστές συλλαμβάνονται αυθαίρετα ενώ πρόσφατα σε μια επιχείρηση σκούπα έκλεισαν διάφορες μη κυβερνητικές οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, χωρίς νόμιμο έρεισμα.

Συχνότερα όμως είτε διαμορφώνονται εξ αρχής τεχνηέντως, προκειμένου να μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά των διαφωνούντων, είτε είναι δημοσιογράφοι, είτε απλοί πολίτες χρήστες των μέσων δικτύωσης, είτε χρησιμοποιούν υπερβολικά ευρείες νομικές έννοιες για να διευκολύνουν την κατάχρηση. Συναντάται ακόμη και η απευθείας ποινικοποίηση της κριτικής μέσω νομοθετημάτων που προστατεύουν γενικά και αόριστα την «εθνική ενότητα», και είναι ευεπίφορα σε κατάχρηση. Σε αυτά, προστίθενται και η συχνή κήρυξη ‘Κατάστασης Έκτακτης Ανάγκης’, με ό,τι περιστολή ελευθεριών αυτή συνεπάγεται, η εκτεταμένη χρήση της οποίας την έχει καταστήσει τον κανόνα και όχι, όπως προοριζόταν, την εξαίρεση. 

Συνεπεία αυτών, ακτιβιστές, δημοσιογράφοι και απλοί πολίτες βιώνουν το λεγόμενο «chilling effect» των κατασταλτικών μέτρων, έχοντας δηλαδή δει τι συμβαίνει σε όσους τολμούν να εκφραστούν, απέχουν από κάτι τέτοιο στη δημόσια ψηφιακή σφαίρα.

Ταυτόχρονα, οι διαδικτυακές διακοπές, τα bots, το διαδικτυακό noise, το μπλοκάρισμα λογαριασμών οδηγούν εν πρώτοις σε απόκρυψη σημαντικού όγκου πληροφορίας αλλά και σε διάδοση λανθασμένων ειδήσεων, που χειραγωγούν την κοινή γνώμη προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις, συνήθως απαλλάσσοντας τους ιθύνοντες από οποιαδήποτε λογοδοσία και πολιτική ευθυνη.

Έτσι, η ελευθερία της έκφρασης και η πρόσβαση στο διαδίκτυο, αυτοτελές δικαίωμα πλέον και αυτό, περιορίζονται δραματικά, και κατ’ ουσία ακρωτηριάζεται οποιαδήποτε προσδοκία ελευθεριών, κράτους δικαίου και εν τέλει της ίδιας της δημοκρατίας. Οι περισσότεροι συνεντευξιαζόμενοι, άλλωστε, προτιμούν να μην γίνουν οι αναμενόμενες εκλογές το 2026, αν η ελευθερία της έκφρασης συνεχίσει να φιμώνεται με αυτούς τους τρόπους. 

Η έρευνα στην Αιθιοπία λοιπόν, αφήνει μια στιφή γεύση. Ο ιστορικός του μέλλοντος θα την ονόμαζε μάλλον γη των σιγασμένων φωνών. Στο μυαλό μου, όμως, τριγυρνούν συγκρίσεις με την Ελλάδα. Είμαστε όντως τόσο μακριά από την πραγματικότητα αυτή; Είμαστε εμείς και οι ελευθερίες μας αρκετά ασφαλείς, περιτοιχισμένοι από τις δήθεν εγγυήσεις μιας δυτικής δημοκρατίας;

Πρόσφατες έρευνες του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης έρχονται να μου απαντήσουν ότι η Αιθιοπία θα έπρεπε, όπως και έκανε, να με εντυπωσιάσει ως ταξιδιώτη, για τις μαγευτικές διαφορές και τις καινούριες εμπειρίες που προσφέρει, σε σχέση με την Ελλάδα. Όχι όμως σαν μελετητή, τουλάχιστον της ελευθερίας της έκφρασης. Και αυτό διότι η παραπληροφόρηση και η χειραγώγηση δεν είναι προνόμιο μόνο των αφρικανικών αναπτυσσόμενων κρατών. Η ιδέα ότι η ελευθερία στην πληροφορία είναι κεκτημένη για τα καλά στο δυτικό κόσμο είναι απλώς λάθος. Και εδώ όπως και εκεί, υπάρχει χειραγώγηση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης από «κυβερνητικές υπηρεσίες» και μεμονωμένους πολιτικούς· ενώ στην Αιθιοπία χρησιμοποιούνται κυρίως άνθρωποι για τη χειραγώγηση, στην Ελλάδα χρησιμοποιούνται και άνθρωποι και bots.

Και στις δύο χώρες οι τρόποι χειραγώγησης είναι η προκυβερνητική προπαγάνδα, η επίθεση εναντίον της αντιπολίτευσης και η καταστολή της πληροφορίας. Στην Ελλάδα οι στρατηγικές περιλαμβάνουν παραπληροφόρηση, τρόλινγκ και ενίσχυση περιεχομένου, με τα δύο τελευταία να απουσιάζουν από την Αιθιοπία. Η μόνη διαφορά είναι ότι στην Ελλάδα ο διαδικτυακός στρατός φαίνεται μικρότερος σε αριθμό.

Έτσι, αντί να «εξωτικοποιούμε» και να οχυρωνόμαστε πίσω από υποτιθέμενες ανακουφιστικές διαφορές, μια βουτιά στο τοπίο του ψηφιακού αυταρχισμού της Αιθιοπίας θα έπρεπε, μάλλον, να μας αφυπνίσει τόσο για να καταλάβουμε και να αξιολογήσουμε τι συμβαίνει εν οίκω, όσο και για να εκτιμήσουμε στις σωστές του διαστάσεις το φαινόμενο της παραπληροφόρησης, και να αντιληφθούμε ότι η μάχη ενάντια σε αυτήν είναι ζωτικής σημασίας στη σημερινή παγκόσμια συγκυρία οπισθοδρόμησης τόσο της δημοκρατίας όσο και του κράτους δικαίου. 

Σχετικό Άρθρο

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα