ΗΠΑ: Η δραματική υποχώρηση των δυτικών αξιών και ο ρόλος της Ευρώπης

Διαβάζεται σε 14'
Ο Γιώργος Σωτηρέλης
Ο Γιώργος Σωτηρέλης ΑΠΕ-ΜΠΕ

Ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Γιώργος Σωτηρέλης γράφει στο NEWS 24/7 για την σταδιακή κατάλυση των δυτικών αξιών και το μετέωρο βήμα της Ευρώπης.

Η δεύτερη εκλογή του Τραμπ ως προέδρου των ΗΠΑ και τα όσα βιώνει ο κόσμος μετά από αυτήν αποτέλεσαν το αποκορύφωμα μιας μακρόχρονης παρακμιακής πορείας της Δύσης, που έχει δρομολογηθεί εδώ και πολλά χρόνια και ιδίως αφ’ ότου απέτυχε πλήρως η προσπάθειά της να εντάξει την πρώην Σοβιετική Ένωση και άλλες περιφερειακές δυνάμεις σε μία νέα παγκόσμια προοπτική, στην οποία θα κυριαρχούσαν οι αξίες και οι προτεραιότητες μιας ανοιχτής και δημοκρατικής κοινωνίας.

Βασικά στοιχεία αυτής της πορείας είναι η σταδιακή υποχώρηση των δυτικών αξιών, που πήρε μορφή χιονοστιβάδας το τελευταίο διάστημα τόσο στο εσωτερικό της ηγέτιδας δύναμη της Δύσης –που αποδεικνύεται δυστυχώς μια υπερτιμημένη Δημοκρατία– όσο και συνολικά στην νέα γεωπολιτική πραγματικότητα, στην οποία η Ευρώπη βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο, αντιμετωπίζοντας την μεγαλύτερη πρόκληση της μεταπολεμικής περιόδου.

Ειδικότερα:

Α. ΗΠΑ: από δημοκρατικό πρότυπο, παράδειγμα προς αποφυγήν

Είναι αλήθεια ότι οι ΗΠΑ διαδραμάτισαν ιστορικά έναν πολύ σημαντικό ρόλο για την επικράτηση της συνταγματικής Δημοκρατίας στον κόσμο. Είναι η πρώτη χώρα που ψήφισε, το 1787, ένα τυπικό και αυστηρό Σύνταγμα –δηλαδή ένα νομικό κείμενο που βρίσκεται στην κορυφή της ιεραρχίας των κανόνων του δικαίου και αλλάζει πολύ δυσκολότερα από τους νόμους– και που καθιέρωσε ένα αντιπροσωπευτικό σύστημα αβασίλευτης (προεδρικής) δημοκρατίας, που δεν βασιζόταν στην κυριαρχία του μονάρχη αλλά στην κυριαρχία του λαού (που αποτυπώνεται στην εμβληματική φράση «we the people», με την οποία ξεκινά το Προοίμιο του Συντάγματος).

Από την εποχή εκείνη, το πρωτοποριακό αυτό Σύνταγμα ίσχυσε αδιαλείπτως, με λίγες σχετικά τροποποιήσεις, έως σήμερα, επηρεάζοντας με τον ένα ή τον άλλο τρόπο όλα τα επόμενα Συντάγματα, όχι μόνο στην Ευρώπη (αρχής γενομένης από τα Συντάγματα της Γαλλικής Επανάστασης) και στην Αμερική αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο. Και γενικότερα, πάντως, οι ΗΠΑ αποτέλεσαν ένα σταθερό πρότυπο αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και πολιτικού φιλελευθερισμού αλλά και ένα σημείο αναφοράς για όλα τα δημοκρατικά κινήματα στον κόσμο, με αποκορύφωμα τον καθοριστικό ρόλο τους τόσο στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ως προς την ήττα του ναζισμού, όσο και στην μεταπολεμική περίοδο, οπότε αναδείχθηκαν σε ηγέτιδα δύναμη της δημοκρατικής «Δύσης» απέναντι στον αυταρχισμό του «ανατολικού μπλοκ», όπως αυτό διαμορφώθηκε με βάση τις συμφωνίες της Γιάλτας.

Ωστόσο, ήδη από τις αρχές του ψυχρού πολέμου η δημοκρατική εικόνα των ΗΠΑ άρχισε σταδιακά να ξεθωριάζει. Αφενός μεν στο εσωτερικό, με το κυνήγι μαγισσών που εξαπολύθηκε εναντίον της προοδευτικής διανόησης την περίοδο του μακαρθισμού, που έθεσε εν αμφιβόλω, με συνεχείς παραβιάσεις του κράτους δικαίου, όλα τα δικαιώματα που συνδέονται με τον ιδιωτικό βίο και την ελευθερία της γνώμης και της έκφρασης.

Αφετέρου δε στο εξωτερικό, όπου οι ΗΠΑ κινήθηκαν ακριβώς όπως και η Μεγάλη Βρετανία, την οποία διαδέχθηκαν στην ηγεσία του δυτικού κόσμου, δηλαδή με έκδηλο και συχνά αδίστακτο κυνισμό και με πλήρη αδιαφορία για την τήρηση των κανόνων της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου στις χώρες όπου ετίθετο ζήτημα πολιτικής επικράτησης απέναντι στο αντίπαλο δέος. Πράγματι, σε όλη την περίοδο του ψυχρού πολέμου (1945-1989) οι ΗΠΑ δεν δίστασαν να στηρίξουν, άλλοτε κρυφά και άλλοτε φανερά, αντιδημοκρατικά και συχνά στυγνά δικτατορικά καθεστώτα, αδιαφορώντας πλήρως για τις πολιτικές και ατομικές ελευθερίες. Παραδείγματα αυτής της στάσης υπάρχουν ουκ ολίγα, προεχόντως στην ίδια την Αμερική (κεντρική και νότια) αλλά και σε όλες τις άλλες ηπείρους, συμπεριλαμβανομένης βέβαια και της Ευρώπης (Ισπανία, Πορτογαλία), με την χώρα μας να έχει ασφαλώς την πικρότερη πείρα αυτής της στάσης, τόσο κατά την περίοδο της καχεκτικής δημοκρατίας (1945-1967) όσο και κατά την περίοδο της χούντας (1967-1974).

Παρά ταύτα, υπήρξαν και διαστήματα που η δημοκρατική και φιλελεύθερη παράδοση των ΗΠΑ υπερίσχυε, με τάσεις επιστροφής στις ρίζες, ιδίως με κάποιους (λίγους) προέδρους από το δημοκρατικό κόμμα. Ωστόσο, ήδη από την περίοδο του μεσοπολέμου (με αφορμή το κραχ του 1929) είχε αναδειχθεί ως κεντρικό πρόβλημα η ολοένα αυξανόμενη ισχύς της οικονομικής εξουσίας σε βάρος της πολιτικής, την οποία είχε επισημάνει με εξαιρετική διορατικότητα ο Ρούσβελτ αλλά τελικά δεν μπόρεσε να την αποτρέψει. Το αποτέλεσμα ήταν μία ολοένα αυξανόμενη διαπλοκή της πολιτικής με μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, τα οποία από ένα σημείο και μετά διαδραματίζουν ενεργό και συχνά καθοριστικό ρόλο αφενός μεν ως προς την έκβαση των εκλογικών αναμετρήσεων αφετέρου δε ως προς κρίσιμες επιλογές των προέδρων και των κυβερνήσεων που αναδεικνύονται από αυτές.

Η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, η οποία ευνόησε την ανάπτυξη τεράστιων και ανέλεγκτων διεθνών ολιγοπωλίων, που μετεξελίχθηκαν ραγδαία σε διαπλεκόμενες με τα κράτη ιδιωτικές εξουσίες, νοσφιζόμενες ολοένα και περισσότερες αρμοδιότητες των εθνικών κρατών και διαπλεκόμενες πλέον από θέση ισχύος ακόμη και με τα ισχυρότερα από αυτά, με πρώτες τις ΗΠΑ. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και εκπρόσωποι του ίδιου του αμερικανικού οικονομικού και πολιτικού κατεστημένου τρόμαξαν από τις νέες εξελίξεις, τις οποίες απέδωσαν με τους όρους «αχαλίνωτος καπιταλισμός» και «φονταμενταλισμός των αγορών» (που εισήχθησαν, αντιστοίχως, από τον σύμβουλο πολλών αμερικανικών κυβερνήσεων E. Luttwak και από τον γνωστό κερδοσκόπο G. Sorros). Το αμέσως επόμενο βήμα έγινε με την ταύτιση, στο ίδιο πρόσωπο, της πολιτικής με την ιδιωτική οικονομική εξουσία, την οποία συμβόλισε, με τον πλέον κραυγαλέο και προκλητικό τρόπο, ο πρόεδρος Τραμπ. Η περίπτωση Τραμπ δεν αφορά απλώς μία άκρως προβληματική πολιτική ηγεσία, με έντονα στοιχεία ακροδεξιού εθνολαϊκισμού. Ταυτόχρονα επιβεβαιώνει, την προϊούσα κυριαρχία του οικονομικού πάνω στο πολιτικό και την αντιμετώπιση του αμερικανικού κράτους σαν υποκαταστάτου ιδιωτικής επιχείρησης, με αποκορύφωμα το σύντομο αλλά καταστροφικό πέρασμα του ανεκδιήγητου Έλον Μάσκ από την κυβέρνηση του Τραμπ.

Υπό την διπλή αυτή πίεση, η Δημοκρατία των ΗΠΑ αποδείχθηκε εξαιρετικά ευάλωτη και εν τέλει πολλαπλά υπερτιμημένη. Τίποτα από όσα διατυμπάνιζαν αλαζονικά σαν στοιχεία υπεροχής του αμερικανικού πολιτεύματος δεν άντεξε τελικά στην ακροδεξιά και ταυτόχρονα νεοφιλελεύθερη λαίλαπα. Η αυτονομία του κράτους απέναντι στα οικονομικά συμφέροντα, ήδη υπονομευμένη πολλαπλά τις τελευταίες δεκαετίες, κατέρρευσε με πάταγο, δίνοντας την θέση του στην παραδοσιακή επιδίωξη του οικονομικού φιλελευθερισμού, που θέλει το κράτος προέκταση –αν όχι όργανο– των οικονομικά ισχυρών. Η διάκριση των εξουσιών αναιρέθηκε στην πράξη, με την πλήρη υποταγή τόσο της νομοθετικής όσο και της δικαστικής στον Πρόεδρο. Τα δύο νομοθετικά σώματα, που υποτίθεται ότι ασκούν θαρραλέο και ισχυρό έλεγχο στην εκτελεστική εξουσία, αποδείχθηκαν εν τέλει αδύναμα και υποτακτικά νομιμοποιητικά στηρίγματα: παραδόθηκαν σε φατριαστικές πλειοψηφίες και αποδείχθηκαν απλοί χειροκροτητές των προεδρικών αποφάσεων, πολλές από τις οποίες λαμβάνονται καθ’υπέρβασιν των προεδρικών αρμοδιοτήτων. Τα Δικαστήρια, για τα οποία τόσα υμνητικά έχουν γραφεί κατά καιρούς από τους θαυμαστές του αμερικανικού συστήματος, αποδείχθηκαν εξαιρετικά ευεπίφορα στις πιέσεις της εκτελεστικής εξουσίας (χειρότερα και από τα δικά μας….) αφού πρώτα ο Πρόεδρος Τραμπ επέβαλε κυνικά και απροκάλυπτα, λίγο πριν αποχωρήσει από την πρώτη προεδρία του, να εξασφαλίσει στο Ανώτατο Δικαστήριο (Supreme Court) μία πλήρως υποταγμένη σε αυτόν πλειοψηφία. Παρά τις σποραδικές γενναίες αντιδράσεις ορισμένων κατώτερων δικαστηρίων –οι αποφάσεις των οποίων συνήθως ανατρέπονται από το άκρως μεροληπτικό Ανώτατο Δικαστήριο– η δικαιοκρατία έχει επανειλημμένα καταλυθεί, τόσο σε σκανδαλώδεις υποθέσεις του ίδιου του Τραμπ και των συνεργατών του όσο και με την αδιανόητη για δυτική χώρα απελευθέρωση των υπανθρώπων της ακροδεξιάς που κατέλαβαν το Καπιτώλιο και τώρα αισθάνονται δικαιωμένοι για την εγκληματική συμπεριφορά τους…

Μετά από όλα αυτά είναι φανερό ότι κατέρρευσαν πλήρως τα περίφημα checks and balances (έλεγχοι και ισορροπίες), που αποτελούσαν το καύχημα του αμερικανικού πολιτεύματος, με αποτέλεσμα να επικρατήσει πλέον πλήρως η αντίληψη ότι ο Τραμπ και οι συνεργάτες του είναι υπεράνω του Συντάγματος και των νόμων και ότι όποια επιβαρυντικά στοιχεία και αν προκύψουν από τον βίο και την πολιτεία τους, τελικά θα παρακαμφθούν στο όνομα της «δημοκρατικά νομιμοποιημένης» προεδρικής εξουσίας.

Ακόμη πιο ανησυχητικά είναι τα πράγματα στο πεδίο των ατομικών ελευθεριών. Η ακαδημαϊκή ελευθερία και η ελευθερία της πληροφόρησης βρίσκονται πλέον υπό την δαμόκλειο σπάθη του οικονομικού στραγγαλισμού των Πανεπιστημίων και των Μέσων Ενημέρωσης, τα περισσότερα από τα οποία αναγκάζονται, εκόντα άκοντα να υποταχθούν στις παράλογες πλην εκβιαστικές αξιώσεις του Τραμπ και της ακροδεξιάς πλειοψηφίας του, που απαιτούν πλήρη συμμόρφωση προς τας υποδείξεις και πλήρη στήριξη της αλλοπρόσαλλης οικονομικής και της ανεκδιήγητης εξωτερικής πολιτικής τους, με αποκορύφωμα την μεγαλύτερη ντροπή της Δύσης, την γενοκτονία της Γάζας. Αν σε αυτά προσθέσουμε την ακραία, απάνθρωπη και ιδεοληπτική συμπεριφορά απέναντι στους μετανάστες, συνήθως και σε βάρος της αμερικανικής οικονομίας, και την απόπειρα στρατιωτικής «κατάληψης» απείθαρχων Πολιτειών, με την επιστράτευση γελοίων επιχειρημάτων και πλήρως ανυπόστατων κατηγοριών, έχουμε την συμπλήρωση του παζλ μιας ραγδαίας αυταρχικής μετάλλαξης, που αλλοιώνει δομικά την εικόνα της Δημοκρατίας στις ΗΠΑ

Εν κατακλείδι, τι απέμεινε τελικά, μετά από όλα αυτά, από την τόσο προβεβλημένη στο παρελθόν αμερικανική Δημοκρατία; Μόνο κάποια ράκη της, δυστυχώς. Η διαρκώς αυξανόμενη πλειοψηφική παραφθορά της, που τείνει να ταυτίσει την έννοια της Δημοκρατίας αποκλειστικά και μόνο με την επικράτηση στις εκλογές αγνοώντας ή/και υποτάσσοντας σε αυτήν όλα τα άλλα συστατικά στοιχεία της (διάκριση εξουσιών, δικαιοκρατία, ατομικές ελευθερίες), οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε ένα καθεστώς που απομακρύνεται ραγδαία από τις προηγμένες ευρωπαϊκές δημοκρατίες και τείνει, ολοένα και περισσότερο, προς την Ρωσία του Πούτιν και την Τουρκία του Ερντογάν, προκαλώντας φόβο και απόγνωση στους δημοκρατικούς και φιλελεύθερους πολίτες των ΗΠΑ.

Ακόμη δε χειρότερα είναι τα πράγματα αν αναλογιστούμε την κατάλυση των δυτικών αξιών που χαρακτηρίζει την διεθνή πολιτική της αμερικανικής υπερδύναμης. Αυτό συνέβαινε βέβαια και προηγουμένως, με ουκ ολίγα μελανά σημεία, όπως οι βομβαρδισμοί στην πρώην Γιουγκοσλαβία, η εισβολή στο Ιράκ, η υποκίνηση της καταστροφικής, εκ του αποτελέσματος, «αραβικής άνοιξης», η παροχή όλων των «πατημάτων» που χρειαζόταν ο Πούτιν για να αιματοκυλίσει την Ουκρανία, η κυνική εγκατάλειψη των δημοκρατικών πολιτών και ιδίως των γυναικών στο Αφγανιστάν. Ωστόσο, ο Τραμπ «το τερμάτισε», τόσο με την απροκάλυπτη αμφισβήτηση του διεθνούς δικαίου, των ανθρώπινων δικαιωμάτων και όλων των υπερεθνικών θεσμών και μηχανισμών που οικοδομήθηκαν μεταπολεμικά (του ΝΑΤΟ περιλαμβανομένου) όσο και με την απροκάλυπτη παρέμβαση στα εσωτερικά άλλων κρατών (πχ Δανία/Γροιλανδία, Βραζιλία, Βενεζουέλα) ή με την κυνική υποστήριξη της φρικαλέας γενοκτονίας που βρίσκεται σε εξέλιξη στην Παλαιστίνη από έναν υποτιθέμενο σύμμαχο αλλά στην πραγματικότητα υπονομευτή και δυσφημιστή της Δύσης…

B. Παθητική υποταγή ή φυγή προς τα μπρος; Το μετέωρο βήμα της Ευρώπης

Είναι προφανές, βέβαια, ότι το πρόβλημα δεν αφορά μόνο τις ΗΠΑ αλλά το σύνολο αυτού που ονομάζουμε «Δύση», καθώς είναι προφανές ότι μια χώρα με αυτά τα χαρακτηριστικά δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί ηγέτιδα πολιτική δύναμη ενός πολυσύνθετου συνασπισμού κρατών που θεμελιώθηκε ιστορικά, ιδίως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στην έννοια της ανοιχτής και δημοκρατικής κοινωνίας; Πως μπορεί ο σημερινός δυτικός κόσμος να πείσει για την θεσμική ποιότητα και την αξιακή υπεροχή του, όταν τον εκπροσωπεί ένας Πρόεδρος που περιφρονεί τόσο την Δημοκρατία και τα δικαιώματα όσο και το Διεθνές Δίκαιο και την εθνική κυριαρχία των άλλων κρατών; Για να μην αναφέρουμε το ότι είναι μία περιφερόμενη γελοιότητα, μια θλιβερή και αλαζονική πολιτική καρικατούρα με ανόητες και αλλοπρόσαλλες αποφάσεις (πχ για τους δασμούς), που δεν προκαλούν απλώς ανάμικτα αισθήματα ανασφάλειας, αποστροφής και γενικής θυμηδίας αλλά και σπρώχνουν σημαντικές περιφερειακές δυνάμεις σε μία ολοένα και πιο στενή συσπείρωση απέναντι στην Δύση.

Στο σημείο αυτό, λοιπόν, ανακύπτει το κρίσιμο ερώτημα: θα συνεχίσει η Ευρώπη –και ιδίως οι προηγμένες δημοκρατικά χώρες της, οι οποίες παρά τα εσωτερικά προβλήματά τους πόρρω απέχουν από την θλιβερή εικόνα που περιγράψαμε– να κλίνει υποτακτικά το γόνυ (ψελλίζοντας απλώς κάποιες αντιρρήσεις…), σε μια χώρα που όχι μόνον υπονομεύει με κάθε τρόπο την πολιτική ηγεμονία της Δύσης και τις θεμελιακές της αξίες αλλά και υποτιμά ολοφάνερα τα ευρωπαϊκά κράτη και την Ευρωπαϊκή Ένωση, επιφυλάσσοντάς τους (και όχι μόνο επί Τραμπ…) τον ρόλο του πτωχού συγγενή;

Γνωρίζω βέβαια καλά ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό –που τίθεται άλλωστε από όλο και περισσότερες πλευρές– δεν είναι διόλου εύκολη, διότι προϋποθέτει μία ενιαία ευρωπαϊκή στάση που είναι εδώ και πολλά χρόνια το μεγάλο ζητούμενο. Ωστόσο, όσοι πράγματι ενδιαφέρονται να διαδραματίσει η Ευρώπη έναν αποφασιστικό ρόλο στις επερχόμενες γεωπολιτικές εξελίξεις, χωρίς να θυσιάσει τα δημοκρατικά και κοινωνικά κεκτημένα της, πρέπει να ξεφύγουν αφ’ενός μεν από την συνήθη μεμψιμοιρία απέναντι στην σημερινή –πολλαπλώς προβληματική όντως– Ευρωπαϊκή Ένωση αφ’ετέρου δε από την αυταπάτη ότι η επιστροφή στο εθνικό κράτος μπορεί να δώσει, μακροπρόθεσμα, βιώσιμες λύσεις.

Είναι γεγονός ότι το εθνικό κράτος όχι μόνον αποτέλεσε ιστορικά το φυτώριο μέσα στο οποίο άνθισαν ο συνταγματισμός και η πολιτική και κοινωνική δημοκρατία αλλά και εξακολουθεί να είναι η τελευταία γραμμή άμυνας, για την υπεράσπισή τους. Ωστόσο, πρέπει να καταστεί σαφές ότι μόνον μία ισχυρή υπερεθνική ευρωπαϊκή οντότητα, χωρίς πολιτικές εκπτώσεις και θεσμικά ελλείματα, μπορεί μακροπρόθεσμα να αντισταθεί αποτελεσματικά τόσο στην ασυδοσία των διεθνών αγορών όσο και στις προκλήσεις της σημερινής πολύπλοκης διεθνούς πραγματικότητας. Αν λοιπόν θέλουμε όντως έναν νέο ρόλο της Ευρώπης στον κόσμο, με ισχυρό βαθμό αυτονομίας απέναντι στην υπερτιμημένη και αλαζονική Δημοκρατία των ΗΠΑ, πρέπει να πληρωθούν, κατ’αρχήν, δύο απαρέγκλιτες προϋποθέσεις:

Πρώτον, να ξεφύγουμε από μία άκριτη και αντιφατική στάση, που συνοψίζεται στο να κατηγορούμε διαρκώς την Ευρωπαϊκή Ένωση ότι δεν κάνει τίποτε για μία κοινή ευρωπαϊκή πολιτική και ταυτόχρονα να αντιδρούμε σε κάθε πρόταση που θα της επέτρεπε να αποκτήσει ορισμένα ομοσπονδιακά χαρακτηριστικά, για να μπορεί πράγματι να ασκήσει μία τέτοια πολιτική… Χωρίς ενιαία εκτελεστική και νομοθετική εξουσία (που προϋποθέτουν, προεχόντως, πανευρωπαϊκά κόμματα) και κοινή οικονομική, εξωτερική και αμυντική πολιτική (πραγματική και όχι εικονική, όπως αυτή που αποφασίσθηκε…), η Ευρώπη δεν μπορεί να παράσχει μία αξιόπιστη εναλλακτική λύση στον χώρο της Δύσης. Με άλλα λόγια, μόνο ένα ανανεωμένος και δυναμικός ευρωπαϊκός φεντεραλισμός, που θα αποβλέπει στην μετεξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε μια γνήσια υπερεθνική συνταγματική Δημοκρατία (εστιάζοντας ιδίως στην βαθμιαία μεταφορά, από τα εθνικά κράτη, ενός ισοδυνάμου αφ’ενός εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας και αφ’ετέρου δικαιοκρατίας), μπορεί να δώσει νόημα, περιεχόμενο, βάθος και προοπτική στην ευρωπαϊκή ενοποίηση.

Δεύτερον, να συνειδητοποιήσουμε ότι για να υπάρξει μια τέτοια ομοσπονδιακή και συνάμα δημοκρατική ευρωπαϊκή προοπτική, πρέπει να υπάρξει μία νέα «συμμαχία προθύμων», από τις πλέον προηγμένες δημοκρατικά χώρες της Ευρώπης (στις οποίες θέλω να πιστεύω ότι ανήκουμε ακόμη, παρά την ραγδαία υποβάθμιση των τελευταίων χρόνων…). Μόνο μια Ευρωπαϊκή Ένωση πρώτης ταχύτητας, που θα αφήσει πίσω τους απρόθυμους και τα βαρίδια, μπορεί να αποκαταστήσει πειστικά, σε υπερεθνικό επίπεδο, τις αξίες της Δύσης, προστατεύοντάς τες, πρώτα και πάνω από όλα, απέναντι στην ολοένα και πιο προβληματική σημερινή επικεφαλής της…

Το πρώτο δε δείγμα γραφής, ως προς την ανάκτηση της αξιοπιστίας της Ευρώπης, δεν μπορεί παρά να είναι μία συνολική και ριζική πολιτική διαφοροποίηση σε σχέση με το κράτος του Ισραήλ, το οποίο πρέπει να απομονωθεί ηθικά, πολιτικά και οικονομικά, όσο συμπεριφέρεται σαν κράτος δολοφόνος και κράτος τρομοκράτης, επαναλαμβάνοντας στην Παλαιστίνη αυτά που υπέφεραν οι Εβραίοι από τους Ναζί… Μόνον έτσι η Ευρώπη θα μπορέσει («θα έχει μούτρα» ας μου επιτραπεί η έκφραση) να ξαναμιλήσει αξιόπιστα για τις αρχές και τις αξίες που χαρακτήρισαν ιστορικά, προσδίδοντας ηθική και πολιτική υπεροχή, το ευρωπαϊκό δημοκρατικό, δικαιοκρατικό και κοινωνικό μοντέλο…

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα